Σύνοψη: Η πρωτόδικη καταδίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής ως διευθυντών ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος, στοιχειοθετεί επαρκή βάση κωλύματος για την κατάρτιση εκλογικών συνδυασμών από πλευράς των καταδικασμένων ηγετών της, χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 29 και 51 του Συντάγματος. Η αποτύπωση της θέσης αυτής σε νομοθετική διάταξη δεν απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση, ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ή αποδοχή του μοντέλου της “μαχόμενης δημοκρατίας”, επιλογή που θα σήμαινε τη δυνατότητα του αρμόδιου δικαστηρίου να διαλύει “ανατρεπτικά” κόμματα κατά βούληση, κάτι που ρητά αποδοκίμασε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975. Η υποχώρηση της κυβέρνησης από την αρχική πρόταση που χορηγούσε εν λευκώ εξουσία στον Άρειο Πάγο να προβαίνει σε κατ’ ουσίαν πολιτικό έλεγχο κομμάτων, προγραμμάτων και ιδεολογιών και η εν τέλει λήψη της απόφασης αποκλεισμού εκλογικού συνδυασμού αποκλειστικά κατόπιν οριστικής ποινικής καταδίκης διατήρησε το συνταγματικό κεκτημένο του 1975, παρά τις υπαρκτές προβληματικές πτυχές της νομοθετηθείσας διάταξης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η νομολογία του ΕΔΔΑ παρέχει ευρεία δυνατότητα στα κράτη να προβαίνουν σε βαρύτερα του εκλογικού αποκλεισμού μέτρα που φτάνουν μέχρι και τη διάλυση κομμάτων, αναλόγως του κινδύνου που αυτά θέτουν στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το ζήτημα της ανακήρυξης εκλογικών συνδυασμών από πλευράς των καταδικασμένων διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή” απασχολεί αυτές τις μέρες το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, μετά και από τις σχετικές τροπολογίες του άρθρου 32 του ΠΔ 26/2012 που ψηφίστηκαν στη Βουλή με κυβερνητική πρωτοβουλία. [1]
Με δεδομένο ότι το νομοθετικό πλαίσιο τίθεται σε εφαρμογή για πρώτη φορά, είναι φυσιολογικό να συζητείται η συνταγματικότητά του. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, ξεχώρισε η παρέμβαση του πρώην Προέδρου του ΣτΕ κ. Σωτήρη Ρίζου, ο οποίος σε άρθρο του [2] εξέφρασε την άποψη ότι οποιοσδήποτε αποκλεισμός εκλογικού συνδυασμού δυνάμει των διατάξεων των πρόσφατων τροπολογιών είναι αντίθετος προς τη συνταγματική τάξη, καθώς οι δρόμοι είναι δύο: είτε συνταγματική αναθεώρηση και ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου με αρμοδιότητα διάλυσης κόμματος κατά το γερμανικό μοντέλο της “μαχόμενης δημοκρατίας” είτε άρνηση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου με συνέπεια την ανεμπόδιστη κατάρτιση εκλογικών συνδυασμών (εκτός των τυπικών προβλέψεων των άρθρων 51 και 55 του Συντάγματος) κατά το ελληνικό μοντέλο του Συντάγματος του 1975. Τρίτος δρόμος, κατά τον πρώην πρόεδρο του ΣτΕ, δεν υπάρχει. Άποψη του γράφοντος είναι ότι το σχήμα αυτό πάσχει από αδικαιολόγητο δογματισμό και επιλέγει να αγνοήσει τις πραγματικές προκλήσεις που έθεσε στην ελληνική κοινωνία, και κατά συνέπεια την ελληνική έννομη τάξη, η δράση μιας ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος.
Κατ’ αρχάς, η θέση ότι, για να υποστηρίξει κάποιος τη νομοθέτηση εκλογικού κωλύματος για τους συνδυασμούς των καταδικασμένων διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγη, θα πρέπει να δεχθεί ως “πακέτο” την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου και το μοντέλο της “μαχόμενης δημοκρατίας” είναι εσφαλμένη. Φυσικά, έχουν υπάρξει τέτοιες θεωρητικοποιήσεις στη σχετική δημόσια συζήτηση εν όψει της ψήφισης των τροπολογιών [3], αλλά αυτές απηχούν περισσότερο ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις και λιγότερο κάποια δήθεν αναπότρεπτη νομική αναγκαιότητα. Η αναδρομή στη συντακτική συζήτηση του 1975 είναι κατά τούτο διδακτική: η τρίτη παράγραφος του άρθρου 12 του κυβερνητικού σχεδίου προέβλεπε τη θέση εκτός νόμου κομμάτων “των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Χώρας” κατόπιν απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Απέναντι σ’ αυτήν την πρόταση, ξεδιπλώθηκε η άρνηση των τότε κομμάτων της αντιπολίτευσης (τόσο της κεντρώας αντιπολίτευσης της ΕΚ-ΝΔ όσο και της αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ) με την ιστορική αγόρευση του Ηλία Ηλιού, την οποία παραθέτει ο Σ. Ρίζος στο άρθρο του. Με την απόσυρση της συγκεκριμένης διάταξης, ο συντακτικός νομοθέτης αποδοκίμασε το μοντέλο της “μαχόμενης δημοκρατίας”, καθώς δεν προβλέφθηκε διαδικασία απαγόρευσης κομμάτων με δικαστική κρίση όσον αφορά την “αντιδημοκρατική” δράση και τον “ανατρεπτικό” σκοπό τους. Το κεκτημένο αυτό εξακολουθεί να είναι πολύτιμο, καθώς θεμελιώνει μια πολιτεία, που λειτουργεί με βάση τις αρχές ενός ανεκτικού πολιτικού φιλελευθερισμού ακόμα και απέναντι στους αμφισβητίες της, κατά συνέπεια καθιερώνει ένα ανοιχτό πολιτικό παιγνίδι, χωρίς εκ των προτέρων ιδεολογικούς περιορισμούς.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αναιρεί την αναγκαιότητα αντιμετώπισης του στρατηγήματος μεταμφίεσης μιας ναζιστικής οργάνωσης μαχαιροβγαλτών σε πολιτικό κόμμα. Στρατήγημα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη η ελληνική πολιτεία, ιδίως μετά το 2010, όταν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής κατόρθωσαν να εισβάλουν στο πολιτικό σκηνικό και, μέσα σε συνθήκες οξείας οικονομικής και πολιτικής κρίσης, να επιτύχουν την είσοδό τους στη Βουλή το 2012. Αν και η δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής κατά μεταναστών και αντιφρονούντων ήταν γνωστή από τη δεκαετία του 1990, χρειάστηκε η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 για να σταματήσει η θεσμική της συγκάλυψη, να συνενωθούν δεκάδες δικογραφίες αξιόποινων πράξεων μελών και στελεχών της που μέχρι τότε βαφτίζονταν “μεμονωμένα περιστατικά” [4] και να ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, με την επιβαρυντική περίσταση της διεύθυνσης για την ηγετική της ομάδα.
Η σύμφυρση εγκληματικής οργάνωσης και πολιτικού κόμματος γέννησε πρωτοφανή ερωτήματα για την έννομη τάξη. Ας αναλογιστούμε μόνο δύο: πώς συνδυάζεται η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής ως διευθυντών εγκληματικής οργάνωσης με την κρατική χρηματοδότησή της ως “πολιτικού κόμματος”, δηλαδή με την πιθανή καταχρηστική χρήση κρατικών πόρων για την ενίσχυση βαρύτατων κακουργημάτων, ανθρωποκτονιών τελεσμένων και σε απόπειρα, βαρέων σωματικών βλαβών, εμπρησμών και ούτω καθεξής; [5] Και περαιτέρω: πώς συνδυάζεται η ως άνω άσκηση ποινικής δίωξης με το δικαίωμα των κατηγορούμενων βουλευτών να διατηρούν αστυνομική συνοδεία, όπως όλοι οι εκλεγμένοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου; Και τούτο, τη στιγμή που οι ίδιοι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής όχι μόνο κατηγορούνταν ότι διηύθυναν εγκληματική οργάνωση, αλλά ήταν παρόντες στην τέλεση εγκληματικών ενεργειών, κάποιες φορές υπό τη συνοδεία των αστυνομικών οργάνων που είχαν διατεθεί για να τους προστατεύουν. [6]
Αυτοί οι πολιτειακοί γόρδιοι δεσμοί δεν αντιμετωπίζονται με την ορθή επισήμανση της πολύχρονης θεσμικής αμεριμνησίας όσον αφορά την αντιμετώπιση της δράσης της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Ούτε βέβαια αρκεί η ορθή υπενθύμιση ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια, είτε σε επίπεδο Συντάγματος είτε σε επίπεδο κοινού νομοθέτη, παρά τις προειδοποιήσεις της ιστορίας, όπως ήταν για παράδειγμα η παρ’ ολίγον δολοφονία του συνδικαλιστή φοιτητή Δημήτρη Κουσουρή από τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής [7] υπό την ηγεσία του υπαρχηγού της το 1998. Ποιός όμως, στα σοβαρά, μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι εν όψει της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013, η έννομη τάξη θα έπρεπε να σηκώσει τα χέρια ψηλά, μόνο και μόνο γιατί ο Μιχαλολιάκος είχε φροντίσει να θωρακίσει την εγκληματική του οργάνωση με τη μορφή του πολιτικού κόμματος καταθέτοντας σχετική δήλωση στον Άρειο Πάγο το μακρινό 1983; [8]
Έστω λοιπόν καθυστερημένα και με κόστος που μετρήθηκε σε αίμα, η ελληνική έννομη τάξη ψηλάφισε και εν τέλει βάδισε από το 2013 έναν “τρίτο δρόμο”, αυτόν που διαγράφεται ανάμεσα στην αποδοχή του μοντέλου της “μαχόμενης δημοκρατίας” και στην απόλυτη θεσμική απραξία (στην πραγματικότητα ανοχή) απέναντι στην παρένδυση της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης σε “πολιτικό κόμμα”. Καταρχάς, ορθά έγινε δεκτό ότι είναι δυνατή η άσκηση ποινικής δίωξης κατά της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής ως διευθύνουσας εγκληματική οργάνωση, χωρίς να γίνει δεκτή η επίκληση του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, ένσταση την οποία ανεπιτυχώς προέβαλλαν οι κατηγορούμενοι σε κάθε δικονομικό στάδιο της ποινικής δίωξης. Όπως σωστά επισημαίνει ο Χαράλαμπος Κουρουνδής αναφερόμενος στο άρθρο 29 και τη ρήτρα του εδαφίου β της παραγράφου 1 που ορίζει ότι “η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”: “η κανονιστική εμβέλεια της εν λόγω ρήτρας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζεται στο ότι επιτάσσει στα κόμματα την τήρηση του Συντάγματος. Η εν λόγω προσέγγιση αφενός μεν επιτρέπει σε περίπτωση λειτουργίας μιας εγκληματικής οργάνωσης με το μανδύα πολιτικού κόμματος την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπων που συγκροτούν, διευθύνουν ή εντάσσονται σε μια τέτοια οργάνωση με βάση την ισχύουσα ποινική νομοθεσία και αφετέρου παρέχει έρεισμα για μια συνδυαστική ερμηνεία της συγκεκριμένης ρήτρας με τη διάταξη της επομένης παραγράφου, ώστε να είναι δυνατή η προσωρινή ή οριστική αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης ενός τέτοιου κόμματος”. [9]
Η άσκηση της ποινικής δίωξης σήμανε περαιτέρω δύο αυτονόητες διοικητικές πράξεις: αφενός, την απόφαση του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας να παύσει η διάθεση αστυνομικών συνοδών στους οποίους είχε ανατεθεί η προστασία των βουλευτών της Χρυσής Αυγής [10]. Αφετέρου, την απόφαση αναστολής χρηματοδότησης του “πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή” μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αθωωτικής απόφασης επί της ποινικής δίωξης σε βάρος των ηγετικών στελεχών του. Αυτό κατέστη εφικτό μετά από ψήφιση σχετικής τροπολογίας (άρθρο 23 του ν. 4203/2013) από ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ) για την αναστολή χρηματοδότησης κομμάτων των οποίων ο αρχηγός ή πρόεδρος ή ασκών την πραγματική διεύθυνση διώκεται για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι, μετά από αίτηση ακύρωσης της σχετικής ΚΥΑ από τους νομίμους εκπροσώπους του “πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή”, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε την 518/2015 απόφασή της με την οποία κρίθηκε ότι η αναστολή χρηματοδότησης είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, δεν προσβάλει το τεκμήριο της αθωότητας, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν συνεπάγεται τη διάλυση του κόμματος αλλά είναι προσωρινή, εξαρτάται δε τελικά από το αμετάκλητο της ποινικής κρίσης: “Η ενδεχόμενη εμπλοκή μελών της ηγεσίας πολιτικού κόμματος, τα οποία δεδομένης της φύσεως αυτού ως νομικού προσώπου (α. 29. παρ. 6 ν. 3023/2003) προδήλως καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δράση του, σε εγκληματικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187Α αποτελεί, εν όψει της φύσεως των αδικημάτων και της συνάρτησής τους προς την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, σοβαρό λόγο ο οποίος καθιστά συνταγματικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης προς το εν λόγω πολιτικό κόμμα, δεδομένου μάλιστα ότι κατά τα προεκτεθέντα, η αναστολή έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρις ότου αποφανθούν αμετάκλητα τα κατά το Σύνταγμα αρμόδια ποινικά δικαστήρια”. [11]
Το γεγονός ότι η ελληνική έννομη τάξη επέλεξε μία sui generis οδό και όχι το μοντέλο της “μαχόμενης δημοκρατίας” προκύπτει περαιτέρω από το ότι, παρά την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπεμπτική εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών [12] και το με αριθμό 215/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν νομοθετήθηκε κώλυμα κατάρτισης εκλογικού συνδυασμού για τους κατηγορούμενους για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανακήρυξη του συνδυασμού “Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή” από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου τόσο στις ευρωεκλογές του 2014 και τις διπλές εθνικές εκλογές του 2015 όσο και στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2019, εν όσω δηλαδή διαρκούσε η ανάκριση και στη συνέχεια η δίκη ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με δεδομένη δηλαδή την μη ύπαρξη οριστικής απόφασης, καθώς η παραπομπή σε ακροατήριο λαμβάνει χώρα με την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων και μόνο, η έννομη τάξη ανέχτηκε, κατά το συνταγματικό κεκτημένο του 1975, μια πολιτειακή παραδοξότητα: την κατάρτιση νόμιμου εκλογικού συνδυασμού – που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της εκτελεστικής εξουσίας – από κατηγορούμενους για διεύθυνση μιας ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης που φερόταν να έχει τελέσει βαρύτατα κακουργήματα. Υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να αναγνωστεί η με αριθμό 65/2014 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που απέρριψε ένσταση μη ανακήρυξης του “πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή” στις ευρωεκλογές του 2014, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν υπήρχε καν αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και, βεβαίως, δεν υπήρχε σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Γι’ αυτό και η απόφαση διαλαμβάνει ότι: “…δεν αποδείχτηκαν περιστατικά άρσης της εκλογιμότητας ή συνδρομής κωλυμάτων και ασυμβιβάστων για τους υποψηφίους που προτάθηκαν από το πολιτικό κόμμα αυτό, κατά τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος, του ν. 4255/2014 και του Π.δ. 26/2012… συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, που θέτει η συνταγματική έννομη τάξη και η κειμένη νομοθεσία για τη συμμετοχή στις επερχόμενες ευρωεκλογές των υποψηφίων που προτάθηκαν από το εν λόγω πολιτικό κόμμα”. Σε κάθε δε περίπτωση, σε συνέχεια της επίκλησης του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος για την ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία των κομμάτων χωρίς επιφύλαξη νόμου, η απόφαση καταλήγει ότι τυχόν περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί “από τη μη τήρηση των σχετικών όρων και προϋποθέσεων, που τάσσονται από την κειμένη νομοθεσία για τη διενέργεια των εκλογών και για την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων και της συνταγματικής αποστολής τους”.
Σημείο καμπής στη σχετική νομικο-πολιτική συζήτηση είναι η έκδοση της 2425/2020 ιστορικής απόφασης του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών το οποίο, μετά από μια διαδικασία πεντέμισι χρόνων κατά την οποία οι κατηγορούμενοι απόλαυσαν όλα τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα, καταδίκασε ομόφωνα τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής ως διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης. Είναι σημαντικό εδώ να επισημάνουμε ότι η απόφαση τοποθετείται με καθαρότητα για τον ναζιστικό χαρακτηρα της οργάνωσης και τα κίνητρα της εγκληματικής της δράσης: «η ναζιστική ιδεολογία αποτέλεσε το κίνητρο της εγκληματικής δράσης κατά εκείνων που επιλέγοντο ως αντιφρονούντες, ως πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι ως και κατά των μεταναστών» (σελ. 11059). Είναι, επίσης, σημαντικό ότι η απόφαση ξεκαθαρίζει πως οι δράστες των εγκληματικών πράξεων έδρασαν “εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος… πάντοτε υπό την εποπτεία και καθοδήγηση κάποιου βουλευτή του κόμματος ή άλλου ηγετικού στελέχους… εφαρμόζοντας πιστά τις ιδεολογικές αρχές του, τις ιδεολογικές διακηρύξεις του Αρχηγού, των Βουλευτών του και υψηλόβαθμων στελεχών του” (σελ. 11095-11096), έκρινε μάλιστα ότι η διευθύνουσα ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης και το Πολιτικό Συμβούλιο του “πολιτικού κόμματος” ταυτίζονται απολύτως. Ήδη από την επόμενη μέρα της απόφασης, διαπρεπείς συνταγματολόγοι όπως ο Γ. Σωτηρέλης έθεσαν το ζήτημα τροποποίησης του εκλογικού νόμου όσον αφορά τα κωλύματα κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών, απ’ αφορμή την καταδίκη των διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. [13]
Διαφάνηκε έτσι ένα consensus για την ανάγκη νομοθετικής θωράκισης από υποκρυπτόμενες εγκληματικές οργανώσεις υπό την κάλυψη “πολιτικού κόμματος”. Σύμφωνα μ’ αυτό: 1) ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να αποκλείσει από τις εκλογές κόμματα κρίνοντας πρωτογενώς τη δράση, την οργάνωση, τους σκοπούς ή την ιδεολογία τους. 2) Η εκδήλωση εγκληματικών πράξεων των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα στο πλαίσιο κόμματος, η άσκηση ποινικής δίωξης και η παραπομπή στο ακροατήριο με επαρκείς ενδείξεις δεν συνεπάγεται διάλυση ή εκλογικό αποκλεισμό, αλλά διοικητικούς περιορισμούς στην κρατική χρηματοδότηση και τα κρατικά προνόμια. 3) Η ύπαρξη οριστικής ποινικής καταδίκης για τις ως άνω πράξεις δεν οδηγεί σε στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν, προϋπόθεση της οποίας είναι η αμετάκλητη καταδίκη κατ’ άρθρο 51 παρ. 3 Σ, θεμελιώνει όμως κώλυμα κατάρτισης εκλογικού συνδυασμού από τους καταδικασμένους ηγέτες και υποψηφίους του, με απόφαση του Α1 Τμήματος του ΑΠ, μέχρι την ύπαρξη αμετάκλητης απαλλακτικής κρίσης. Μια τέτοια νομοθεσία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς τηρεί το συνταγματικό κεκτημένο του άρθρου 29, διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας, απαντώντας κλιμακωτά στην εκδήλωση της εγκληματικής δράσης, ενώ έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρις ότου αποφανθούν τα ποινικά δικαστήρια. Είναι δε γνωστό ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ παρέχει ευρεία δυνατότητα στα κράτη να προβαίνουν σε βαρύτερα του εκλογικού αποκλεισμού μέτρα που φτάνουν μέχρι και τη διάλυση κομμάτων, αναλόγως του κινδύνου που αυτά θέτουν στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. [14]
Δυστυχώς, αντί να αξιοποιήσει το σημαντικό αυτό κεκτημένο, η κυβερνητική πλειοψηφία επέδειξε κομματική ιδιοτέλεια και τορπίλισε τη σχετική νομικο-πολιτική συζήτηση, προτείνοντας μια τροπολογία που ακύρωνε όλη την περιγραφείσα πορεία της προηγούμενης δεκαετίας. Η πρόταση χορήγησης της εξουσίας στον Άρειο Πάγο να ελέγχει άνευ ετέρου “τη δράση και την οργάνωση” των κομμάτων που καταθέτουν εκλογικό συνδυασμό και να τα αποκλείει αν κρίνει ότι αυτά “δεν υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος” δυναμίτισε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία [15] και προίκισε την τελική διάταξη με στενή κοινοβουλευτική νομιμοποίηση. Είναι περιττό να πούμε ότι αν η διάταξη είχε ψηφιστεί όπως εισαγόταν, θα ήταν ξεκάθαρα αντισυνταγματική και καθ’ υπέρβασιν της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη του 1975, όπως ήδη αναπτύχθηκε.
Η διάταξη που εν τέλει ψηφίστηκε, μετά από τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και του νομικού κόσμου, δεν παύει να είναι προβληματική. Εξαρτά, ωστόσο, την αρεοπαγιτική κρίση για τον αποκλεισμό ή μη εκλογικού συνδυασμού από την ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης σε βάρος των υποψήφιων βουλευτών του ή των προσώπων που αποτελούν την τυπική ή πραγματική ηγεσία του. [16] Αν η σύνθεση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου αρκεστεί στην καταδικαστική απόφαση υποψήφιου βουλευτή για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και αν μείνει αυστηρά στα δημόσια γεγονότα που πιστοποιούν την πραγματική διεύθυνση (χωρίς να καταφύγει σε “άλλες αρχές” και “ρυπαρές” υπηρεσίες), τότε μπορεί να προχωρήσει σε αποκλεισμό του επίμαχου συνδυασμού και να βρίσκεται εντός συνταγματικής τάξης.
Κατά την άποψη του γράφοντος, μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει να αλλάξει τη διάταξη του άρθρου 32 του ΠΔ 26/2012 προς μια συσταλτική κατεύθυνση, με τρόπο που να αποτυπώνεται ο απολύτως εξαιρετικός χαρακτήρας αποκλεισμού συνδυασμού λόγω πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης σε βάρος ηγέτη ή υποψηφίου του, με τον περιορισμό των ποινικών αδικημάτων στα άρθρα 187 και 187Α, την τέλεσή τους αποκλειστικά “στα πλαίσια κόμματος” και ιδανικά στα πλαίσια ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης: με την εισαγωγή δηλαδή αντιναζιστικής νομοθεσίας, καθώς, παρά τα αντιθέτως γραφόμενα, καμία καταδικασμένη εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση στα ελληνικά ποινικά χρονικά δεν επιχείρησε το στρατήγημα μεταμφίεσης σε πολιτικό κόμμα, όπως το έπραξε η ναζιστική Χρυσή Αυγή. [17]
Κατόπιν τούτων, συμπεραίνουμε ότι ο Άρειος Πάγος μπορεί να αποκλείσει εκλογικό συνδυασμό που περιλαμβάνει ως υποψήφιο βουλευτή καταδικασμένο για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και να κρίνει ότι η σχετική διάταξη κινείται εντός του πλαισίου που θέτει η συνταγματική τάξη. Ελπίζουμε η σύνθεση του Α1 Τμήματος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να επιδείξει τη θεσμική επίγνωση που δεν επέδειξε η εκτελεστική εξουσία στους πρόσφατους χειρισμούς της.
Θανάσης Καμπαγιάννης
Δικηγόρος στην Αθήνα, συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Σημειώσεις:
[1] Όλες οι τροπολογίες αφορούν το άρθρο 32 του ΠΔ 26/2012. Πρώτη τροπολογία: άρθρο 92 Ν. 4804/2021, ΦΕΚ Α’ 90/5.6.2021. Δεύτερη τροπολογία: άρθρο 102 Ν. 5019/2023, ΦΕΚ Α’ 27/14.02.2023. Τρίτη τροπολογία: άρθρο 35 Ν. 5043/2023, ΦΕΚ Α’ 91/13.04.2023. Για την αποφυγή επαναλήψεων, παραπέμπω σε προγενέστερες τοποθετήσεις μου: Για την τροπολογία Βορίδη και τα «πολιτικά δικαιώματα» των καταδικασμένων Χρυσαυγιτών, 30/5/2021, https://tinyurl.com/48enc4cv· Χρειαζόμαστε αντιναζιστική νομοθεσία, όχι επικίνδυνες κυβερνητικές μεθοδεύσεις, Εφημερίδα των Συντακτών, 20/1/2023, https://tinyurl.com/5n6jy8fx· Σπασμοί ενός καθεστώτος που ψυχορραγεί – Για την κρίση στον Άρειο Πάγο και το ναζιστικό μόρφωμα Κασιδιάρη, 12/4/2023, https://tinyurl.com/23e8usdh.
[2] Το άρθρο του Σ. Ρίζου δημοσιεύτηκε αρχικά (24/4/2023) στην Καθημερινή, https://tinyurl.com/2b6y64pt, και στη συνέχεια (28/4/2023) στο Syntagma Watch, https://tinyurl.com/2exyxtf8.
[3] Ευ. Βενιζέλος, Από τη φοβική, στη μαχόμενη δημοκρατία, Καθημερινή, 23/1/2023, https://tinyurl.com/2k5k3e5y.
[4] Αν και στο Υπομνημά του προς το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου (https://tinyurl.com/4tkznzpm, σελ. 2), το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας επαίρεται για τη συνένωση των δικογραφιών από πλευράς του τότε Υπουργού Προστασίας του Πολίτη Ν. Δένδια, ήταν ο N. Δένδιας αυτός που χαρακτήρισε τη δολοφονία του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν τον Ιανουάριο του 2013 ως “μεμονωμένο περιστατικό”. Οι δράστες της ανθρωποκτονίας καταδικάστηκαν τελικά ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”. Σημειώνεται ότι οι καταδικασθέντες παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους στην έφεση, η οποία για τους λοιπούς κατηγορούμενους εκδικάζεται από 15/6/2022 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
[5] Η χρήση του επιθέτου “πιθανή” είναι στην περίπτωσή μας καταχρηστική, καθώς γνωρίζουμε ότι κεντρικό ρόλο στην ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα και τη συγκέντρωση της ομάδας κρούσης που του επιτέθηκε είχε ο πρωτοδίκως καταδικασμένος Γ. Πατέλης, υπάλληλος του “πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή”. Η κρατική χρηματοδότηση ενίσχυσε, πράγματι, την τέλεση κακουργημάτων.
[6] Για παράδειγμα, στην επιδρομή της Χρυσής Αυγής κατά αλλοδαπών πωλητών σε λαϊκή στο Μεσολόγγι στις 8/9/2012 ήταν παρών, μαζί με τον βουλευτή Μπαρμπαρούση, ο συνοδός αστυνομικός Δ. Μακρής. Σήμερα ο Μακρής είναι στέλεχος του “Εθνικού Κόμματος Έλληνες”, όπως και ο Μπαρμπαρούσης.
[7] Η οργανωμένη επίθεση από ομάδα κρούσης της Χρυσής Αυγής περιγράφεται αναλυτικά στην 1607/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ε’ Ποινικό Τμήμα), με αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο τον Αντώνιο Ανδρουτσόπουλο (“Περίανδρο”) κατά της 116, 162, 163/2009 απόφασης του Β’ ΜΟΕ Αθηνών για απόπειρα ανθρωποκτονίας του Δημήτρη Κουσουρή (χρόνος τέλεσης 16/06/1998).
[8] Βλ. αναλυτικά: Δημήτρης Ψαρράς, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Πόλις, Αθήνα 2012.
[9] Χαράλαμπος Κουρουνδής, “Το Σύνταγμα και η Αριστερά: από τη βαθεία τομή του 1963 στο Σύνταγμα του 1975”, Νήσος, Αθήνα 2018, σελ. 287-288. Ομοίως και: Σατλάνης / Μαργαρίτης, Είναι δυνατή η θεώρηση ενός πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης; ΠοινΔικ 2013, σ. 764-765.
[10] 20-09-2013: Παύει η διάθεση αστυνομικών συνοδών στους βουλευτές του κόμματος «Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή» μέχρι να αποφανθεί η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επί της αναφοράς του Υπουργού ΔΤ και ΠτΠ κ. Ν. Δένδια για την τέλεση αξιόποινων πράξεων, https://tinyurl.com/2p8cvdn3.
[11] Ολόκληρη η απόφαση εδώ: https://tinyurl.com/3wjkx2dt.
[12] Ολόκληρη η εισαγγελική πρόταση εδώ: https://tinyurl.com/yc6kxxr8.
[13] Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου, 27/10/2020, https://www.constitutionalism.gr/2020-10-26-sotirelis-hrysi-avgi-eklogikos-nomos/. Ο Γ. Σωτηρέλης είχε θέσει το συγκεκριμένο ζήτημα ήδη από το 2013.
[14] Αντί άλλων, βλ. Herri Batasuna και Batasuna κατά Ισπανίας (αρ. Προσφυγών 25803/2014 και 25817/2014).
[15] Το κείμενο της αρχικής κυβερνητικής πρότασης εδώ: “Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:… γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται υπόψιν τυχόν καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψήφιων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα και στις ποινές του πρώτο εδαφίου της περ. β)”. Βλ: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/bbb19498-1ec8-431f-82e6-023bb91713a9/12207927.pdf.
[16] Το κείμενο της ψηφισθείσας διάταξης: “Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:… γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. H κρίση περί του ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα” (άρθρο 102 του ν. 5019/2023 (ΦΕΚ Α΄ 27/14.2.2023).
[17] Βλ. ιδίως τις συμβολές: Ξ. Κοντιάδης, Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές: Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα, Syntagmawatch.gr, 2/1/2023, https://tinyurl.com/4b9hj53n, και Κ. Παπαδάκης, Κατάδικοι ΧΑ και εκλογές: Αποκλεισμός ή ελευθερία συμμετοχής;, 23/1/2023, https://tinyurl.com/5b3wv6m4.