Search
Close this search box.

Απαγορεύσεις Κομμάτων: Το συνταγματικό πρόβλημα των εκλογών (Άποψη Ι)

Εν αναμονή της απόφασης του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου την προσεχή Τρίτη, ο Σωτήρης Ρίζος αναπτύσσει τον συνταγματικό γρίφο της απαγόρευσης συμμετοχής κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές.

I. Υπάρχουν δύο κατηγορίες εννόμων τάξεων, δύο στάσεις έναντι του ζητήματος απαγορεύσεως ή διαλύσεως πολιτικών κομμάτων. Η μία, γνωστή στους πολιτικούς και στους νομικούς, η γερμανική. Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου με αρμοδιότητα διαλύσεως. Λύση σχετιζόμενη αμέσως με το Γ’ Reich και υιοθετηθείσα εξ αρχής με το Σύνταγμα του 1949 (άρθρο 21). Το Δικαστήριο αποφασίζει τη διάλυση, εφόσον διαπιστώσει, με την τήρηση σχολαστικών δικονομικών εγγυήσεων και μετά μακρές αποδείξεις, ότι το κόμμα επιδιώκει με τους σκοπούς του ή με τις δράσεις των μελών του να καταλύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και επιπλέον έχει το βάρος να επιτύχει δυνάμει τους σκοπούς αυτούς. Την αρμοδιότητά του αυτή άσκησε το Δικαστήριο με μεγάλη φειδώ: Μια φορά το 1952 (διάλυση του «Σοσιαλιστικού Κόμματος του Reich») και μία δεύτερη το 1956 (διάλυση του «Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας»). Προσφάτως, απέρριψε ένδικο μέσο της  δεύτερης Ομοσπονδιακής Βουλής για τη διάλυση του «Εθνικο-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» με την αιτιολογία ότι, ναι μεν αποδεικνυόταν ότι αποσκοπούσε στην ανατροπή του πολιτεύματος, αλλά δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις με το απαιτούμενο βάρος ότι θα μπορούσε να επιτύχει τους εχθρικούς προς το Σύνταγμα σκοπούς του. Η απόφαση, εκτεινόμενη σε 263 σελίδες, εκδόθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2017.

Η επιδίωξη διαλύσεως του κόμματος άρχισε με μία πρώτη δίκη στο Συνταγματικό Δικαστήριο με χωριστές  προσφυγές (έτος 2001) τριών κρατικών αρχών: της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως και των δύο Βουλών (Bundestag – Bundesrat). Η δίκη αυτή τερματίσθηκε άδοξα και απρόβλεπτα με απόφαση της 18.3.2003 (BVerfGE 107, 339). Το Δικαστήριο, κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, διαπίστωσε ότι στους ηγετικούς κύκλους του «κατηγορούμενου» κόμματος είχαν εισχωρήσει πράκτορες της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την «Προστασία του Συντάγματος» (Verfassungsschutz), γεγονός το οποίο οδήγησε τρεις δικαστές από τους επτά στην άποψη ότι, ενδεχομένως, κάποιες από τις επίμεμπτες πράξεις που αποδίδονταν στο κόμμα είχαν διαπραχθεί από τα πρόσωπα αυτά (V-Männer). Κατά την κρίση της μειοψηφίας, η πλημμέλεια αυτή προσέβαλε την αρχή της δίκαιης δίκης όπως και την αρχή της ανεξαρτησίας των κομμάτων έναντι του Κράτους (Staatsfreiheit, άρθρ. 21 του Συντάγματος), οδήγησε δε στον τερματισμό της δίκης, ενόψει διατάξεως του οργανικού νόμου του Δικαστηρίου (BVerfGG άρθρ.15 παρ.4), σύμφωνα με την οποία, απόφαση δυσμενής για το ελεγχόμενο κόμμα πρέπει να συγκεντρώνει πλειοψηφία των 2/3 των μελών του αρμοδίου Τμήματος[1].

Η δεύτερη δίκη διαλύσεως προκλήθηκε με προσφυγή (από 1.12.2013) της δεύτερης Βουλής(Bundesrat). Στο πλαίσιο μακράς διαδικασίας, το Δικαστήριο εξέδωσε προδικαστική απόφαση (την 19.3.2015), με την οποία διέταξε την κρατική αρχή να προσκομίσει αποδείξεις για το βάσιμο του αιτήματος. Εν τέλει, την 17.1.2017, εκδόθηκε η οριστική απόφαση, απορριπτική του περί διαλύσεως αιτήματος, με την ως άνω αιτιολογία (BVerfGE 144, 20 – 367).

II. Λύση δεύτερη, η ελληνική: Άρνηση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου, καμία οργάνωση απαγορεύσεως ή διαλύσεως σε επίπεδο Συντάγματος. Το Σύνταγμα του 1975 δεν αδιαφορεί, λαμβάνει θέση, δεν καταλείπει τίποτα στον κοινό νομοθέτη, πέραν των περιορισμών που το ίδιο θέτει. Εξαίρεση γίνεται ως προς τον καθορισμό των εγκλημάτων που οδηγούν στην απώλεια του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (παρ. 3 άρθρ. 51 και άρθρ. 55). Λέγει το άρθρ. 51 παρ.3 εδ.2 : «Ο νόμος δεν δύναται να περιορίση το δικαίωμα του εκλέγειν, ει μη μόνον λόγω μη συμπληρώσεωςκατωτάτου ορίου ηλικίας ή λόγω ανικανότητος προς δικαιοπραξίαν ή συνεπεία αμετακλήτου ποινικής καταδίκης δι’ ωρισμένα εγκλήματα». Σε αυτά παραπέμπει το άρθρ. 55 παρ.1 λέγοντας ότι: «1. Όπως εκλεγή τις βουλευτής απαιτείται να είναι Έλλην πολίτης, να έχη την νόμιμον ικανότητα του εκλέγειν και συμπεπληρωμένον το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του κατά την ημέραν της εκλογής». Το δικαίωμα του εκλέγειν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι συναρτώνται στενά, σύμφωνα με την εξαρχής εκφρασθείσα βούληση των δημιουργών του Συντάγματος[2]. Οι προϋποθέσεις του εκλέγεσθαι ταυτίζονται προς αυτές του εκλέγειν, με διαφοροποίηση μόνο της ηλικίας. Στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν-επομένως και του εκλέγεσθαι- επάγεται μόνο η αμετάκλητη καταδίκη γιά ορισμένα αδικήματα, τα οποία προσδιορίζει ο νομοθέτης, με φειδώ. 

Στενώς, επίσης, συναρτάται με τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα. Το άρθρ.29 ορίζει: «Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η διάταξη αυτή επισημοποιεί πολιτικό δικαίωμα μεγάλης σημασίας, το οποίο συνδέει με κατευθυντήρια διάταξη-σύσταση για το σεβασμό προς τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος[3]. Η διάταξη αυτή ήταν μέρος του άρθρου 12 του «κυβερνητικού σχεδίου» συντάγματος, το οποίο υπέβαλε στην Αναθεωρητική Βουλή η Κυβέρνηση Κων. Καραμανλή. Το άρθρο αυτό, όμως, περιείχε δύο επιπλέον παραγράφους, οι οποίες τελικώς απαλείφθηκαν: «2. Νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων. 3. Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου»[4]. Έτσι εμποδίσθηκε η δημιουργία δικαστικού θεσμού («Συνταγματικού Δικαστηρίου»), ο οποίος θα ανελάμβανε το δυσχερές και επικίνδυνο έργο της «θέσεως εκτός νόμου» πολιτικών κομμάτων. Οι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Βουλής υπήρξαν αποτέλεσμα συναινέσεως, αποδοχής από την κυβέρνηση της Ν.Δ. των αντιθέτων απόψεων των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, ιδίως δε της Αριστεράς – φοβουμένων καταχρηστική άσκηση των κυρώσεων. Χαρακτηριστική η αγόρευση Η. Ηλιού: «Είναι το τρομερόν άρθρον 12 με συμπλήρωσιν το άρθρον 100 περί Συνταγματικού Δικαστηρίου διά την διάλυσιν των Κομμάτων. Νομίζω ότι αρχή της Δημοκρατίας είναι ότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον αυθεντία, δεν υπάρχει ορθοδοξία, η οποία να ισχύη διά πάντα, η οποία να υποχρεώνη όλους τους πολίτας, να έχουν τας αυτάς αντιλήψεις και τα αυτά φρονήματα… Εάν λοιπόν μία αντίθεσις, βασική έστω, ριζοσπαστική έστω, εναντίον μιάς δεδομένης καταστάσεως, με την μαρτυρίαν και επί τη βάσει φακέλων που έχει καταρτίσει η Αστυνομική Αρχή, διότι άλλο τι δεν είναι δυνατόν να προκύψη, τεθή εκτός νόμου, πάλι καταλύεται το Δημοκρατικό Πολίτευμα. Και μην ξεχνάτε…ότι όταν κάποια απαγορευτική διάταξις ανελευθέρα, ετέθη εις βάρος του Κομμουνισμού, δεν άργησε πολύ διά να επεκταθή και εφαρμοσθή και εις βάρος των Αριστερών, αλλά μακράν του Κομμουνισμού ευρισκομένων και εις βάρος του Κέντρου και εις βάρος  της Δεξιάς…» (Πρακτικά Ολομελείας της Βουλής 1975, Συν.ΙΓ’ σ.14)[5].

ΙΙΙ. Εν σχέσει με την ίδια διάταξη το Α1 Τμήμα του Α.Π. είχε δεχθεί με απόφασή του (590/2009) τα εξής: «από τη διάταξη (του άρθρ.29 παρ.1 του Συντ.), στην οποία τελικά δεν περιελήφθηκε η υπάρχουσα στο αρχικό σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψη για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων, διαφαίνεται η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία τους. Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγησή τους από μέρους των πολιτών όχι μόνο από το πρόγραμμά τους, αλλά και με την εικόνα που εμφανίζουν προς τα έξω σε σχέση με την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία τους». Επακολούθησε η 65/2014 απόφαση του ίδιου Τμήματος, όπου αναφέρεται: «Ο συνταγματικός νομοθέτης, ο οποίος με το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ Σ., ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τα πολιτικά κόμματα και κατοχύρωσε το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών για ίδρυση και συμμετοχή σ’ αυτά, απέφυγε σε όλα τα στάδια θέσπισης και τροποποίησης των αντιστοίχων διατάξεων (νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, συζητήσεις στο Κοινοβούλιο) να διαλάβει επιφύλαξη νόμου και οποιονδήποτε ιδεολογικό ή άλλον περιορισμό, πέραν της θεσπιζόμενης υποχρέωσης η οργάνωση και η δράση τους να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ώστε να αποτραπεί κάθε επέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία τους με νόμο ή με δικαστική απόφαση…..». Περαιτέρω δε, δέχεται ότι «μόνη η άσκηση ποινικών διώξεων για εγκληματικές πράξεις, χωρίς αμετάκλητη ποινική καταδίκη και συνακόλουθη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν συνεπάγεται άρση της εκλογιμότητας του εμπλεκομένου προσώπου και δεν θίγει τη νομική θέση και τη θεσμική δράση του πολιτικού κόμματος, ως θεσμού, στο συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 του Συντάγματος και 29 παρ. 1, 2, 4 και 6 του ν. 3023/2002…». Συμπερασματικά δε, απέρριψε ένσταση άλλου κόμματος κατά της ανακηρύξεως του κόμματος «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» στις Ευρωεκλογές της 25.5.2014. Σημειωθήτω, ότι η ορθότητα της αποφάσεως αυτής πιστοποιήθηκε με την 6/2015 απόφαση του ΑΕΔ, εκδοθείσα επί ενστάσεως των ίδιων διαδίκων. Οι κρίσεις των αποφάσεων αυτών ήταν κοινός τόπος και στη θεωρία[6].

IV. Από το 1975 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν 4 αναθεωρήσεις του Συντάγματος με πρωτοβουλίες εκάστοτε κάποιου από τα τρία εν ενεργεία κόμματα εξουσίας (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ)[7]. Η τελευταία, του 2019. Καμία δεν άγγιξε το σύστημα των άρθρων 29 παρ.1, 51 και 55 του Συντάγματος, τα οποία συνθέτουν τη στερεά βάση της δημοκρατικής αρχής του πολιτεύματός μας[8]. Με πιστή αποτύπωσή τους διαμορφώθηκε και ο εκλογικός νόμος και έτσι λειτούργησε το πολίτευμα επί μισό περίπου αιώνα…

V. Η παρούσα κρίση αρχίζει το 2021, με μία πρώτη κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία συνεχίζεται σε δεύτερο στάδιο τον Φεβρουάριο 2023 και ολοκληρώνεται σε τρίτο στάδιο τον Απρίλιο του 2023, λίγες μέρες προ των εκλογών. Η πρώτη (ν.4804/2021), ενώ εξακολουθεί να αξιώνει αμετάκλητη καταδίκη για τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν (άρθρ.92), καθιερώνει απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές κόμματος, του οποίου ορισμένα ηγετικά πρόσωπα έχουν καταδικασθεί, έστω πρωτοδίκως, σε ποινή καθείρξεως για ορισμένα αδικήματα ή σε ποινή ισόβιας καθείρξεως για οιοδήποτε αδίκημα (άρθρ.93). Με τη δεύτερη ενέργεια (άρθρ. 102 ν.5019/2023) α)επιχειρείται να θεμελιωθεί η απαγόρευση και όταν «ανακαλύπτεται» ότι το κόμμα δεν κυβερνάται πράγματι  από την φαινόμενη, την «αθώα» ηγεσία αλλά από την εγκληματική «πραγματική» ηγεσία β)καθιερώνεται και δεύτερος λόγος απαγορεύσεως κομμάτων: όταν δεν «υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Λόγος που εξετάζεται μόνο, όταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής ή «ιδρυτικά μέλη» ή «διατελέσαντες πρόεδροι» έχουν καταδικασθεί, έστω πρωτοδίκως, για εσχάτη προδοσία ή για τρομοκρατικές πράξεις ή για το αδίκημα της εγκληματικής οργανώσεως (άρθρ.134, 187, 187Α Π.Κ.).  Με την τρίτη ενέργεια (άρθρ. 35 ν. 5043/2023) α)επιβάλλεται η αλλαγή της συνθέσεως του δικαστικού οργάνου, που είναι αρμόδιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών, δηλ. του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, ούτως ώστε, αντί της πάγιας 5μελούς συνθέσεως, να συνεδριάζει με το σύνολο των μελών του και β) υποδεικνύεται στο Τμήμα από που θα αντλήσει τα αποδεικτικά μέσα («…από τις κατά περίπτωση αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές»).

VI. Είναι πρόδηλο ότι το «σύστημα», που κατεβλήθη προσπάθεια να δομηθεί εντός του εκλογικού νόμου, είναι αντίθετο προς τη συνταγματική τάξη, όπως σκιαγραφήθηκε προηγουμένως. Προσπαθεί να προσδώσει στην απλώς κατευθυντήρια διάταξη άρθρ. 29 παρ.1 του Συντάγματος την κύρωση της απαγορεύσεως κομμάτων, αποκρουσθείσα από τη Βουλή που κατασκεύασε το ισχύον Σύνταγμα.  Ως γνωστόν, τα πολιτικά κόμματα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της βουλήσεως του λαού και εν συνεχεία κυριαρχούν στη διαμόρφωση της κρατικής βουλήσεως (ανάδειξη νομοθετικού σώματος – κυβερνήσεως). Η λειτουργία αυτή κορυφώνεται στις εκλογές, χωρίς βέβαια να τερματίζεται εκεί. Η συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του πολιτικού κόμματος κατά το Σύνταγμα και αυτή τα διακρίνει από τις διάφορες ενώσεις, σωματεία κλπ. [9]. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές πλήττουν το ελεγχόμενο κόμμα στην κύρια λειτουργία του και ισοδυναμούν με απαγόρευσή του, αναγκαστικώς δε αναιρούν το πολιτικό δικαίωμα (ιδρύσεως και συμμετοχής), που περιέχεται στην κρίσιμη παράγραφο 1[10]. Στο ίδιο πλαίσιο, διαρρηγνύει τον σύνδεσμο του δικαιώματος του εκλέγεσθαι με το δικαίωμα του εκλέγειν, ανατρέποντας το αμετάκλητο της καταδίκης, που στοιχεί προς το τεκμήριο αθωότητος του οιουδήποτε κατηγορουμένου, το οποίο επίσης ισχύει μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του (βλ. ΕΔΔΑ, υπόθεση «Κώνστας κατά Ελλάδος», 24.5.2011, παρ. 36). Εισάγει συνταγματική διαφορά σε Τμήμα του ΑΠ, με ειδική σύνθεση, το οποίο υποχρεώνει πλέον να εξετάζει ουσιαστικά στοιχεία μεγάλης αοριστίας («πραγματική ηγεσία», «εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος»), με συνοπτική διαδικασία (όχι δίκη!) και παραπομπή για τις δυσχερείς αποδείξεις στη σκοτεινή έννοια «δικαστικές ή άλλες αρχές»[11]. Δηλ. με αρμοδιότητα πολύ μεγαλύτερου βάθους και ισχύος από εκείνη που ανήκει στο ΑΕΔ, κατά το Σύνταγμα, στο πλαίσιο κανονικής δίκης και μετεκλογικά. Το ότι πρόκειται για διοικητική διαδικασία, ανατεθειμένη απλώς με νόμο σε ορισμένους δικαστές, εδικαιολογείτο, μέχρι τώρα, από το γεγονός ότι στη φάση της ανακηρύξεως το Τμήμα εξέταζε – εντός ελάχιστου χρόνου – απλά, τυπικά στοιχεία, κατά τη σύμφωνη με το Σύνταγμα διαμόρφωση του εκλογικού νόμου[12].

VII. Συμπερασματικά, το σύνολο των νομοθετικών νεωτερισμών ενεργεί διαλυτικά για το σύστημα «δικαίωμα εκλέγειν – δικαίωμα εκλέγεσθαι –  δικαίωμα ιδρύσεως και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα» και προϋποθέτει εξουσία αναθεωρητική. Εξού και η τυχόν δικαστική τους νομιμοποίηση θα δημιουργήσει μία διαρκή ρευστότητα στη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής και δη στη σπουδαιότερη πρακτική της εκδήλωση: στο δικαίωμα των πολιτών να προσδιορίζουν κατά το δοκούν τη σύνθεση της Βουλής.

Σωτήρης Ρίζος
Πρώην Πρόεδρος ΣτΕ


Υποσημειώσεις:

[1] Για την απόφαση αυτή, αντί άλλων, βλ. Bumke/ Voßkuhle, Casebook Verfassungsrecht σ.394 επ., Jörn Ipsen, Staatsrecht, 25η εκδ., σ.58 επ

[2] Βλ. π.χ. την εισήγηση Κων. Παπαρρηγόπουλου: «νομίζω, ότι πρέπει να εναρμονίσωμε την διάταξιν του άρθρου 55 με την διάταξιν του άρθρου 51. Τρία είναι τα στοιχεία του εκλογίμου. Πρώτον, Έλλην πολίτης(ιθαγένεια). Δεύτερον, ηλικία και τρίτον, καθ’ ημάς, η νόμιμος ικανότης του εκλέγειν κλπ»(Πρακτικά Ολομελείας Επιτροπής Συντάγματος 1975, Συν.9η,26.2.1975, σ.136).

[3] Βλ. Β. Κοντογιαννόπουλο, Πρακτικά ανωτ., Συν. ΠΔ’ 13.5.1975  σ.790, Αθ. Ράϊκου, Συνταγματικό Δίκαιο Ι , 5η εκδ. (2017) σ.510, 512 επ., Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η εκδ. (2022) σ.326. Παρόμοια lex imperfecta είναι και η απαγόρευση καταχρήσεως συνταγματικού δικαιώματος(άρθρ. 25 παρ.3) βλ. Φίλιππου Σπυρόπουλου, Η ερμηνεία του Συντάγματος(1999) σ. 59.

[4] Στο τέλος του άρθρου αυτού μνημονευόταν ως πρότυπο το άρθρο 21 του Γερμανικού Συντάγματος.

[5]Την ίδια στάση τήρησαν και τα άλλα κόμματα της αντιπολιτεύσεως. Βλ. Γ. Μαύρο, Πρακτικά, ανωτ. σ.12 και Α. Παπανδρέου σ.13, 734. Πολιτικά μεστή η θέση του Χ. Πρωτόπαπα (σ. 793): «Ποία είναι η πραγματικότης της Δημοκρατίας; Η πραγματικότης της Δημοκρατίας όπως την έχομε ζήσει είναι να μπορής να αντέχης την ύπαρξη και κομμάτων μη δημοκρατικών…. (οι Δημοκρατίες) πρέπει να τους επιτρέπουν την ύπαρξίν των διότι έστω και αν δεν την επιτρέπουν αυτά θα υπάρχουν». Η στάση της αντιπολιτεύσεως ενισχύθηκε και από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας βλ. λ.χ. αγόρευση Β.Κοντογιαννόπουλου (σ.791): «…πολύ σωστά απηλείφθη η διάταξη αυτή διότι…θα εγίνετο πρόξενος πολλών κινδύνων. Και τούτο, διότι είναι προτιμότερον να έχουμε μπροστά μας ένα μηχανισμόν που επιβουλεύεται το δημοκρατικόν πολίτευμα παρά να τον έχουμε κρυμμένον κάτω από μία μάσκα που θα έχη την δυνατότητα να λάβη»

[6] Ευ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου(2021) σ.408 επ., 422 επ., Αθ. Ράϊκος, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, 5η εκδ.(2017) σ.520 επ., Φίλιππος Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄εκδ. (2020) σ.60 επ., Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η εκδ.(2022), σ.325 επ.

[7] Στην Αναθεωρητική Βουλή του 2001 η πρόταση του Εισηγητού (Ευ. Βενιζέλου) είχε περιλάβει τα άρθρα 29 και 51 όχι όμως τις κρίσιμες διατάξεις 29 παρ. 1 και 51 παρ.3. Βλ. Πρακτικά Ζ’ Αναθ. Βουλής, Συν. ΡΚΑ σ. 5187 επ. Βλ. επίσης του ίδιου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο(2002), σ.274: «Αντικείμενο της αναθεώρησης ήταν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 29, ενώ η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να περιληφθεί στον κατάλογο των υπό αναθεώρηση διατάξεων και η παράγραφος 1 δεν έγινε δεκτή από τη Βουλή του 1996, με την αιτιολογία πως οι ρυθμίσεις της είναι επαρκείς, τα σχετικά ζητήματα είχαν συζητηθεί εκτενώς στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή μετά την εμπειρία της δικτατορίας και της πολυετούς παραμονής εκτός νόμου του Κομμουνιστικού κόμματος και δεν χρειαζόταν να επανατεθούν ζητήματα τόσο στενά συνδεδεμένα όχι μόνο – ή όχι κυρίως – με την οργανωτική αλλά και με την πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία των κομμάτων….τυχόν παράνομες συμπεριφορές και μάλιστα συλλογικές, οι οποίες συνιστούν και έγκλημα κατά τον κοινό ποινικό νόμο, μπορούν να περιγραφούν και να «συλληφθούν» στο επίπεδο ακριβώς του ποινικού νόμου χωρίς να απαιτείται ειδική συνταγματική διάταξη…»

[8] Οι αναθεωρήσεις επενέβησαν στις επόμενες παραγράφους του άρθρου 29 και περιορίσθηκαν στη δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων και στην οικονομική τους   καθαρότητα. Εκεί (παρ. 2), αφέθηκε έδαφος για επιπλέον ρυθμίσεις στον κοινό νομοθέτη (….όπως νόμος ορίζει).

[9] Βλ. Dieter Grimm, Politische Parteien στο συλλογικό έργο Benda/Maihofer/ H.J.Vogel, Handbuch des Verfassungsrechts(I), 2η εκδ.(1995) σ. 618 επ., Jörn Ipsen, Staatsrecht, 25η εκδ.(2013) σ.46 επ., Bumke/ Voßkuhle, Casebook Verfassungsrecht(2013) σ.392 επ. Βλ. επίσης, Βενιζέλο, ανωτ.(σημ.6), σ.423, Ράϊκο, σ. 511, Σπυρόπουλο, σ. 62, Χρυσόγονο, σ. 325/326.

Από τη νομολογία βλ. χαρακτηριστικά BVerfGE 91, 262, 266 και ΣτΕ 4037/1979 Ολ. : «… εκ των παρατεθεισών διατάξεων του Συντάγματος, ιδία του άρθρου 29 παρ. 1, προκύπτει ότι σκοπός των κομμάτων, εις την λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι η διάδοσις των πολιτικών των ιδεών και του πολιτικού των προγράμματος και η εν τη Βουλή και τη Κυβερνήσει, δι’ ασκήσεως κυβερνητικού έργου ή δι’ ελέγχου της Κυβερνήσεως, κατά περίπτωσιν, επίδρασις επί την διαμόρφωσιν της κρατικής δραστηριότητος συμφώνως προς τας πολιτικάς των ιδέας και το πολιτικόν των πρόγραμμα».

[10] Καταπλήσσουν, εν προκειμένω, δύο αποσπάσματα αγορεύσεων στη Βουλή του αρμόδιου Υπουργού Εσωτερικών (Μ. Βορίδη), που χαρακτηρίζει την προτεινόμενη απαγόρευση ανακηρύξεως κόμματος ως ένα «διοικητικό περιορισμό, ούτε καν του προσώπου αλλά των κομμάτων…»(Πρακτικά Βουλής, Συν. ΡΛΕ’/2.6.2021, σ. 13325). Και περαιτέρω, θεωρεί ως αποσυνδεδεμένες οντότητες τα πρόσωπα των πολιτών από τα κόμματα λέγοντας:  «Δεν επιβάλλω έναν περιορισμό στο πρόσωπο. Δεν του αποστερώ πολιτικό δικαίωμα. Του αποστερώ το δικαίωμα της ηγεσίας και ούτε καν του ιδίου, αλλά του φορέα… Λέω απλώς ότι αν ένα κόμμα επιλέξει να τον έχει Αρχηγό, τότε σε αυτό το κόμμα επιβάλλεται ο περιορισμός, όχι όμως στο πρόσωπο, αλλά στο κόμμα για τη συγκεκριμένη επιλογή που έχει κάνει να τον έχει Αρχηγό. Άρα, συνταγματικά η διάταξη δεν πάσχει γι’ αυτόν τον λόγο» ( Πρακτικά Βουλής, ΙΗ Περ., Συν. ΞΘ’/8.2.2023). Προφανώς από τον κοινοβουλευτικό ορίζοντα έχει εξαφανισθεί η νομική πραγματικότητα ότι τα στελέχη και τα μέλη ενός κόμματος είναι οι πολίτες και προεχόντως αυτών είναι το δικαίωμα να λειτουργεί πράγματι το κόμμα και να συμμετέχει στις εκλογές.

[11] Η αγορητής του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα υποθέτει «…με τη συνδρομή, μάλιστα, δικαστικών και άλλων αρχών, της Ασφάλειας, της ΕΥΠ, της Αντιτρομοκρατικής και ποιός ξέρει πόσων άλλων μηχανισμών» Πρακτικά Βουλής, ΙΗ Περ., Συν. ΡΔ’/11.4.2023.

[12] Αποφάσεις ΑΕΔ 6/2015, 3/2005 και 23/1993. Βλ. και την αγόρευση Βορίδη (Πρακτικά, ανωτ.): «από το 1975 μέχρι σήμερα, η κρίση των δικαστικών σχηματισμών ήταν όλως τυπική, να διακριβώσουν την ύπαρξη τυπικών προϋποθέσεων. Είναι κάποιος είκοσι πέντε χρονών; Είναι. Έχει καταθέσει το παράβολο; Το έχει καταθέσει. Έχει κωλύματα; Δεν έχει. Άρα, είναι υποψήφιος, συμμετέχει. Τώρα, πράγματι με μεγάλη προσοχή… η δικαστική εξουσία αποκτά μία ουσιαστική κρίση. Τι θα κρίνει; Δύο πράγματα, ενδεχομένως. Το εάν η εμφανιζόμενη και φερόμενη ηγεσία ενός τέτοιου συνδυασμού, είναι όντως η ηγεσία ή είναι εικονική -ουσιαστική κρίση εδώ- και ένα δεύτερο, εάν όντως ένας συνδυασμός που έχει μέσα στις τάξεις του τέτοιους καταδίκους, τέτοιους εγκληματίες, εάν αυτός εξυπηρετεί την εύρυθμη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος». Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι Ανδρέας Λοβέρδος και Θεόδωρος Ρουσόπουλος.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Συνταγματικοί προβληματισμοί σε μία καταρχήν θετική ρύθμιση για την ψήφο των εκτός επικρατείας Ελλήνων

Η επίτευξη ευρύτατης συναίνεσης για την διευκόλυνση της ψήφου των εκτός επικρατείας εκλογέων είναι μία δύσκολη υπόθεση ενόψει της ατυχούς ρύθμισης του άρθρου 51 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος. Αναγνωρίζουμε τον κρίσιμο ρόλο του ΚΚΕ για την επίτευξη της απαραίτητης πλειοψηφίας και των όρων που πρόβαλε για την υπερψήφιση της νέας ρύθμισης. Δυστυχώς, οι όροι αυτοί είναι συνταγματικώς προβληματικοί.

Περισσότερα

Η «υπηρεσιακή» Κυβέρνηση κατά το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Σ

Ο Χάρης Τσιλιώτης αναφέρεται στη διαδικασία, τον χρονικό ορίζοντα και τις αρμοδιότητες της “υπηρεσιακής” Κυβέρνησης σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ ανατρέχει και στις περιπτώσεις εφαρμογής της διάταξης κατά τη μεταδικτατορική περίοδο.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.