Search
Close this search box.

Οι ενέργειες της ποινικής δικαιοσύνης σε βάρος των Ανεξαρτήτων Αρχών ως έναυσμα αναστοχασμού: Παρατηρήσεις με αφορμή την αντισυνταγματική γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τις απειλές που διατυπώνει *

Η συνέχιση και η ανοχή των επεμβάσεων της ποινικής δικαιοσύνης στις Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της πολιτικής εξουσίας, έστω και εάν βραχυπρόθεσμα επωφελείται, ούτε της Δικαιοσύνης, διότι υπονομεύοντας το κράτος δικαίου υπονομεύει τη νομιμοποίηση και των δύο σε βάθος χρόνου.

Ι. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 19 το δικαίωμα της ελεύθερης εμπιστευτικής επικοινωνίας (απόρρητο της επικοινωνίας). Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της μη δημόσιας επικοινωνίας με οποιονδήποτε τρόπο. Περαιτέρω, με την κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας το Σύνταγμα εγγυάται επίσης, ότι τα στοιχεία της δεν θα αποτελέσουν πηγή για τον πορισμό πληροφοριών εκ μέρους του κράτους. Το προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος καταλαμβάνει συνεπώς όχι μόνο τη συλλογή στοιχείων από την επικοινωνία, αλλά και την περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων αυτών.

Για τους περιορισμούς του δικαιώματος τίθενται από το Σύνταγμα και εξειδικεύονται με τον νόμο αυστηρές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις. Περιορισμός που δεν τηρεί το σύνολο αυτών των προϋποθέσεων, όπως οποιοσδήποτε περιορισμός που τηρεί μόνον τις διαδικαστικές αλλά όχι τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, είναι παράνομος.

Το δικαίωμα θωρακίζεται από την έννομη τάξη και με διατάξεις του ποινικού δικαίου όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα σχετικά με τις προσβολές του ατομικού απορρήτου και της επικοινωνίας (άρθρα 370 επ. ΠΚ).

Λόγω της σημασίας του δικαιώματος, ιδίως στο πλαίσιο της κοινωνικής διάστασης της προσωπικότητας, το Σύνταγμα ορίζει ότι το απόρρητο της επικοινωνίας διασφαλίζεται από Ανεξάρτητη Αρχή. Η Αρχή αυτή δεν υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο ή εποπτεία από την εκτελεστική ή τη δικαστική εξουσία και δεν μπορεί να της αντιταχθεί κανένα απόρρητο που θα ματαίωνε τη συνταγματική αποστολή της. Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 το Σύνταγμα αναθέτει στην Ανεξάρτητη Αρχή το σύνολο των αρμοδιοτήτων που αφορούν στη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας, όπως αυτό προστατεύεται από το Σύνταγμα, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων. Ο νόμος που προβλέπει το Σύνταγμα στην αυτή διάταξη, έχει ως αποστολή μόνον να εξειδικεύσει τις αρμοδιότητες αυτές, όχι όμως να περιορίσει την έκτασή τους ή να τις αναθέσει σε άλλα όργανα. Ο εκτελεστικός νόμος 3115/2003 έχει προβεί ακριβώς στην εξειδίκευση αυτή των αρμοδιοτήτων της Αρχής.

Η γνωμοδότηση 1/2023 προβαίνει όχι μόνον σε εσφαλμένη ερμηνεία του ν. 5002/2022, συγχέοντας την ενημέρωση του πολίτη με την ελεγκτική αρμοδιότητα της Αρχής, αλλά δέχεται επιπλέον ότι ο νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ. Όπως έχει ωστόσο ήδη επισημανθεί, η άποψη αυτή δεν έχει κανένα έρεισμα, βασίζεται σε σύμφωνη με τον νόμο ερμηνεία του Συντάγματος ανατρέποντας την τυπική υπεροχή του τελευταίου και αντίκειται τόσο στην έννοια της κατοχύρωσης της Ανεξάρτητης Αρχής με την αναθεώρηση του 2001 στον Καταστατικό Χάρτη της χώρας με ιεραρχική υπεροχή έναντι του νόμου όσο και στο περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 19 του Συντάγματος[1].

Η γνωμοδότηση καταλήγει στην απαρίθμηση των ποινικών κυρώσεων που απειλούνται κατά εκείνων που παραβιάζουν τις σχετικές διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύονται από τη γνωμοδότηση, είτε είναι άλλα πρόσωπα, είτε μέλη της ΑΔΑΕ, με την έμμεση αλλά απολύτως ευδιάκριτη απειλή της άσκησης ποινικής δίωξης κατά των τελευταίων για τα εκεί αναφερόμενα εγκλήματα σε περίπτωση άσκησης των αρμοδιοτήτων της Αρχής κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που υπαγορεύει η γνωμοδότηση.

ΙΙ. Η έκδοση της παραπάνω αντισυνταγματικής γνωμοδότησης διανθισμένης με απειλές κατά της ΑΔΑΕ και του Προέδρου και των μελών της έρχεται να προστεθεί στη σειρά ανάλογων ενεργειών της ποινικής δικαιοσύνης κατά των Ανεξαρτήτων Αρχών που ξεκίνησαν ήδη λίγο μετά τη συνταγματική κατοχύρωση των Ανεξαρτήτων Αρχών και συνεχίζονται έως σήμερα.

1. Πρώτη χαρακτηριστική περίπτωση είναι η υπόθεση του βασικού μετόχου:

Όπως είναι γνωστό, με την αναθεώρηση του 2001 αναβιβάστηκε στο Σύνταγμα το ασυμβίβαστο παράλληλης δραστηριοποίησης τα πεδία των μέσων ενημέρωσης και των δημοσίων συμβάσεων του ν. 2328/1995. Ως εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος για το θέμα αυτό θεσπίστηκε ο ν. 3021/2002, ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε και τις περιπτώσεις που δεν καταλαμβάνονται από το ασυμβίβαστο και στις οποίες εκδίδονταν από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) πιστοποιητικά διαφάνειας. Με απόφαση του ΕΣΡ, η αρμοδιότητα έκδοσης των πιστοποιητικών διαφάνειας ανατέθηκε στον τότε Αντιπρόεδρο της Αρχής κ. Δημήτρη Χαραλάμπη, καθηγητή της πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έκδοση των πιστοποιητικών διαφάνειας κατέστη αντικείμενο σφοδρής πολιτικής αντιδικίας μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία είχε αναγάγει σε βασικό στοιχείο του πολιτικού της προγράμματος την καταπολέμηση της «διαπλοκής», ιδίως πριν από τις εκλογές του 2004 και εν όψει των έργων που έπρεπε να εκτελεστούν για την ομαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Ενώ όμως η έκδοση των πιστοποιητικών διαφάνειας, πέραν των προϋποθέσεων που ορίζονταν στον νόμο 3021/2002, στηριζόταν στην αντίθεση του ασυμβιβάστου προς το ενωσιακό δίκαιο, η Εισαγγελία διέταξε για την έκδοσή τους τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης κατά του Αντιπροέδρου της Αρχής. Παρά τις ενέργειες αυτές, ο τότε Αντιπρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του κατά σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου.

Η συνέχεια είναι γνωστή: Μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2004 και την επιτυχημένη ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων θεσπίστηκε ο ν. 3310/2005, ο οποίος επέτεινε την αυστηρότητα του ασυμβιβάστου. Αμέσως μετά τη θέσπιση του νόμου αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε κατά της Ελλάδος τη διαδικασία του άρθρου 226 της τότε Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, απευθύνοντας στην Ελληνική Δημοκρατία την από 27.04.2005 αιτιολογημένη γνώμη. Μετά την εξέλιξη αυτή, η δικογραφία κατά του Αντιπροέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης τέθηκε στο αρχείο. Παράλληλα, με το άρθρο 21 ν. 3345/2005 και στη συνέχεια με την Π.Ν.Π. της 31.10.2005 αναστάλθηκε η ισχύς του ν. 3310/2005 έως την 31.10.2005 και την 15.11.2005 αντίστοιχα, προκειμένου ο νόμος αυτός να τροποποιηθεί, ώστε να καταστεί συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο. Προς τον σκοπό αυτό θεσπίστηκε ο ν. 3414/2005, δυνάμει του οποίου το ασυμβίβαστο υπάρχει μόνο κατ’ όνομα[2]. Τελικά το ασυμβίβαστο κρίθηκε πράγματι αντίθετο με το ενωσιακό δίκαιο με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-213/07 και η ιστορία του έληξε, υπέρ των απόψεων που είχε εκφράσει εξ αρχής ο Αντιπρόεδρος του ΕΣΡ, με την εναρμονισμένη προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος με την απόφαση 3470/2011 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. Δεύτερη χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η υπόθεση του Προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), όπου γράφτηκε μια από τις μελανότερες σελίδες της νεώτερης ιστορίας της ελληνικής δικαιοσύνης, ο επίλογος της οποίας μετά από δώδεκα (12) χρόνια ακόμη εκκρεμεί.

Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την έκθεση του Ιανουαρίου 2010 που εκπόνησε η Eurostat για τη χρονική περίοδο 2004-2009 (σε συνέχεια της αντίστοιχης έκθεσης του 2004 για την περίοδο του 1997-2003), οι ελληνικές αρχές είχαν προβεί, σε σωρεία περιπτώσεων, σε εσκεμμένη και εκτεταμένη υποβολή λανθασμένων στοιχείων για το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Στο Ψήφισμα της 13ης Μαρτίου 2014 σχετικά με τη διερευνητική έκθεση για τον ρόλο και τις εργασίες της Τρόικας (ΕΚΤ, Επιτροπή και ΔΝΤ) όσον αφορά τις χώρες της ζώνης του ευρώ που είχαν υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής, το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφέρει ότι, στα αίτια της οικονομικής κρίσης που διήλθε η χώρα μας συγκαταλέγονται και οι στατιστικές απάτες (όπως είναι ο όρος του αγγλικού, γαλλικού και γερμανικού κειμένου) ή στατιστικές λαθροχειρίες (όπως είναι ο όρος του ελληνικού κειμένου) κατά τα έτη προ του 2010. Ο όρος Greek statistics έγινε σε διεθνές επίπεδο συνώνυμος του ψεύδους και της ανυποληψίας[3].

Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης συστάθηκε με τον ν. 3832/2010 ως Ανεξάρτητη Αρχή η ΕΛΣΤΑΤ με πρώτο Πρόεδρο τον κ. Ανδρέα Γεωργίου, διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Michigan και σήμερα επισκέπτη καθηγητή στο Amherst College. Ο κ. Γεωργίου, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία του ενωσιακού δικαίου για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, κατέληξε σε ορθό υπολογισμό του ελλείματος του 2009, το οποίο αποκαλύφθηκε ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που εσκεμμένα παρουσίαζαν οι ελληνικές αρχές μικρότερο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του. Με τους υπολογισμούς του κ. Γεωργίου, από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Αύγουστο του 2010 και εφεξής, και ανελλιπώς έως σήμερα, επί όλες τις εξαμηνιαίες δημοσιεύσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, τα ελληνικά δημοσιονομικά στατιστικά στοιχεία γίνονται δεκτά από τη Eurostat, μετά και από τους προβλεπόμενους ελέγχους, χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη, και η αξιοπιστία τους δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα ευρωπαϊκό ή διεθνή θεσμό.

Σε κατάφωρη αντίθεση προς όλα τα ανωτέρω, η ποινική Δικαιοσύνη της χώρας μας, αντί να ασκήσει ποινική δίωξη για εσκεμμένα εσφαλμένη εκπόνηση των δημοσιονομικών στατιστικών της Χώρας εναντίον όσων είναι υπεύθυνοι για τις επισήμως διαπιστωθείσες στατιστικές απάτες και στατιστικές λαθροχειρίες των ετών έως το 2009, οι οποίες οδήγησαν, σύμφωνα και με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οικονομική κρίση, επέλεξε να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του κ. Γεωργίου για δήθεν τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος της χώρας.

Σημειώνεται, ότι οι εκθέσεις της Eurostat με όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τις στατιστικές απάτες και λαθροχειρίες των ετών προ του 2010 όχι μόνον είναι γνωστές διότι έχουν δημοσιευθεί στον ιστότοπο της Eurostat, αλλά και κατατέθηκαν από τον κ. Γεωργίου στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Παρ’ όλα αυτά η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επιδεικνύει έως σήμερα σταθερή αδράνεια ως προς τη διερεύνηση των παρανόμων πράξεων που διαπιστώθηκαν από τη Eurostat σχετικά με την αλλοίωση, παραποίηση και εσκεμμένη υποβολή λανθασμένων στοιχείων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Το γεγονός, ότι οι τότε αρμόδιες αρχές και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι χορηγούσαν στον ελληνικό λαό επί σειρά ετών ψευδή στοιχεία για να υφαρπάσουν την ψήφο του αλλοιώνοντας την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας κατά παράβαση των άρθρων 1, 5, 25 και 52 του Συντάγματος δεν αποτέλεσε για την ποινική δικαιοσύνη επαρκή λόγο ώστε να προχωρήσει στη διερεύνηση των παρανόμων πράξεων σχετικά με τα δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας πριν το 2009.

Ο Πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, αφού ταλαιπωρήθηκε επί 9 χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες αναιρέσεις από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου των απαλλακτικών βουλευμάτων που προς τιμήν του εξέδιδε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, τελικά απαλλάχθηκε από την κατηγορία της τεχνητής διόγκωσης του ελλείμματος. Εξακολουθούν ωστόσο να εκκρεμούν οι υποθέσεις που αφορούν την καταδίκη του για ήσσονος σημασίας κατηγορίες, η κατάληξη των οποίων θα είναι κατά τα φαινόμενα, εν όψει της κατάστασης της ελληνικής Δικαιοσύνης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Για τη σθεναρή του στάση στην αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών ο κ. Γεωργίου εξελέγη σχεδόν ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είναι σήμερα μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλευτικού Φορέα για τη Διακυβέρνηση στον τομέα της Στατιστικής (ESGAB), ενώ έχει λάβει για τον ίδιο λόγο σειρά διεθνών διακρίσεων.

3. Ήδη ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προειδοποιεί τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. κ. Χρήστο Ράμμο, ο οποίος μετά από μια μακρά δικαστική διαδρομή σπάνιας συνέπειας και ποιότητας χαίρει της εκτίμησης του συνόλου του νομικού κόσμου, καθώς και τα μέλη της Αρχής, ότι αν ασκήσουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητές τους θα έχουν την τύχη του κ. Ανδρέα Γεωργίου, ότι δηλαδή θα σύρονται επί σειρά ετών στα δικαστήρια, καταδικασμένοι να αφιερώνουν εβδομάδες, μήνες και χρόνια πλήρους απασχόλησης στην προετοιμασία υπομνημάτων παροχής εξηγήσεων, απολογητικών υπομνημάτων, αιτήσεων και ενδίκων μέσων, πληρώνοντας εξ ιδίων το κόστος της πολυετούς απασχόλησης νομικών παραστατών, το κόστος των διαδικαστικών ενεργειών και των τελών κάθε μίας διαδικασίας που το κράτος με τα χρήματα των φορολογουμένων κινεί εναντίον τους και το κόστος της συγκρότησης όλων των υποβαλλομένων φακέλων, ενώ θα αποκτήσουν και την εμπειρία των επισκέψεων στα ανακριτικά γραφεία για να απολογούνται, αναμένοντας στη συνέχεια την απόφαση για το εάν θα προφυλακιστούν, πράγμα για το οποίο πρέπει να έχουν προετοιμαστεί, έχοντας προνοήσει και για την τύχη της οικογένειάς τους.

Όπως και στην περίπτωση της ΕΛΤΑΤ, αντί η Εισαγγελία να αναμείνει την ολοκλήρωση των ελέγχων της ΑΔΑΕ και να ζητήσει τα στοιχεία που προέκυψαν, προκειμένου να διερευνήσει εάν από αυτά προκύπτει τυχόν διάπραξη αξιοποίνων πράξεων που πλήττουν προστατευόμενα από την έννομη τάξη και ιδίως από το άρθρο 19 του Συντάγματος δικαιώματα και αγαθά, στρέφεται κατά της Ανεξάρτητης Αρχής, πράγμα που, σε περίπτωση παύσης των ελέγχων, θα έχει ως συνέπεια να διατηρηθούν στο απυρόβλητο οι τυχόν δράστες αξιοποίνων πράξεων κατά του θεμελιώδους δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των ηθικών τους αυτουργών.

ΙΙΙ. Οι περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν έχουν το κοινό χαρακτηριστικό, ότι στρέφονται κατά των Ανεξαρτήτων Αρχών επ’ ωφελεία των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας και μάλιστα για συστημικά θέματα του πολιτικού συστήματος. Στην περίπτωση του βασικού μετόχου ήταν ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης από την πολιτική εξουσία[4], στην περίπτωση της ΕΛΣΤΑΤ ήταν η απόσειση των ευθυνών για την οικονομική κρίση από το πολιτικό σύστημα και στην περίπτωση της ΑΔΑΕ είναι η μη αποκάλυψη ενδεχομένων αξιοποίνων πράξεων εις βάρος του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης εμπιστευτικής επικοινωνίας.

Δεν πρέπει επίσης να διαφύγει της προσοχής, ότι οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν και σαφείς ενδείξεις επίτασης: Αν στην περίπτωση του βασικού μετόχου η Εισαγγελία υποχώρησε έναντι του ενωσιακού δικαίου, στην περίπτωση της ΕΛΣΤΑΤ αγνόησε επιδεικτικά το ενωσιακό δίκαιο για τις ευρωπαϊκές στατιστικές και άσκησε ποινική δίωξη – πάντως μετά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της από την ανεξάρτητη Αρχή. Τώρα προχωρεί ακόμη ένα βήμα παραπέρα και ενεργεί προληπτικά, εκτοξεύοντας εκ των προτέρων απειλές για να προλάβει την άσκηση από την Ανεξάρτητη Αρχή των αρμοδιοτήτων της.

ΙV. Βεβαίως, και στον χώρο της Δικαιοσύνης υπάρχουν πλήθος φαινόμενα δουλοπρεπούς συμπεριφοράς απέναντι στην πολιτική εξουσία, συχνά λόγω έλλειψης θεσμικής αυτοσυνειδησίας (βλ. – για τους έχοντες μνήμη – ενδεικτικά το έγγραφο του τότε Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Αγ. Κουτσόγιωργα, στο οποίο ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός απολογείται προς τον υπουργό για το ότι, παρά τον έλεγχό του, Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών εξέδωσε παραγγελία προς διερεύνηση αξιοποίνων πράξεων σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά και την άσκηση ποινικής δίωξης).

Οι σκέψεις που διατυπώνονται εδώ δεν αφορούν ωστόσο προσωπικές αδυναμίες χαρακτήρα δικαστικών λειτουργών, η αντιμετώπιση των οποίων, όπως και η καλλιέργεια θεσμικής αυτοσυνειδησίας, είναι περισσότερο εσωτερικό θέμα της Δικαιοσύνης, ούτε φαινόμενα υπηρεσιακής ανεπάρκειας λόγω ελλιπούς κατάρτισης σε θέματα συνταγματικού και ενωσιακού δικαίου ή σε θέματα της ΕΣΔΑ, για την αντιμετώπιση των οποίων υπάρχουν μεταξύ άλλων τα προγράμματα επιμόρφωσης της Εθνικής Σχολής Δικαστών.

Αφορούν αυτό που αποκαλύπτει η αλληλουχία των ενεργειών που προπεριγράφηκαν, και το οποίο είναι, αν μη τι άλλο, η διαχρονική δυσχέρεια (τουλάχιστον) της ποινικής δικαιοσύνης να συμμορφωθεί, σε σχέση με τις Ανεξάρτητες Αρχές, προς το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο. Αυτή η αδυναμία, η οποία δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά σχετικά με το πως αντιλαμβάνεται τον ρόλο της στο κράτος δικαίου η ποινική δικαιοσύνη, ως εγγυητή των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ως δικονομικού βραχίονα του πολιτικού συστήματος προς διευκόλυνση της παράνομης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων με παράπλευρη απώλεια την ευθεία εκ μέρους της προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων και συνταγματικών εγγυήσεων των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού τόσο για την ίδια τη Δικαιοσύνη, όσο και για τις πολιτικές λειτουργίες της Πολιτείας και για τη νομική επιστήμη γενικότερα.

Υπό το κράτος των απειλών της γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των συνεπειών που επισύρουν δεν είναι δυνατόν να αναμένεται θεσμικός διάλογος για τα ζητήματα αυτά μεταξύ Δικαιοσύνης και Ανεξαρτήτων Αρχών. Αντίθετα, αυτό που ενδείκνυται είναι η λήψη από την Πολιτεία θεσμικών μέτρων.

Με αυτή την αφορμή αξίζει ενδεχομένως ειδικότερα να επανεξεταστούν, υπό το πρίσμα των αδυναμιών της ποινικής δικαιοσύνης που προπεριγράφηκαν, και με την αναγκαία βεβαίως προσαρμογή του κανονιστικού πλαισίου, τα εξής:

Πρώτον, η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Δεδομένου ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές λειτουργούν ως αντίβαρο της πολιτικής εξουσίας και συνεπώς συμμετέχουν στο σύστημα κατανομής, αμοιβαίου ελέγχου και εξισορρόπησης της κρατικής εξουσίας υπό το Σύνταγμα, είναι εύλογο τα εχέγγυα σεβασμού του ρόλου αυτού των Ανεξαρτήτων Αρχών να εισφέρονται ως κριτήρια επιλογής και στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Αυτό ενδείκνυται να γίνει με τη συμμετοχή στη διαδικασία αυτή και των Ανεξαρτήτων Αρχών και ειδικότερα εκείνων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στο ενωσιακό δίκαιο (επί πολυμελών Αρχών ενδείκνυται η συμμετοχή του Προέδρου τους).

Δεύτερον, η διαδικασία επιλογής των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών. Με αυτήν θα πρέπει να διασφαλίζεται, ότι τα μέλη επιλέγονται αξιοκρατικά, με αποκλειστικό κριτήριο επιλογής τα προσόντα που διαθέτουν σε σχέση με το ειδικό περιεχόμενο των καθηκόντων που καλούνται να ασκήσουν, και όχι λόγω της ύπαρξης σχέσεων οικειότητας και εύνοιας εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, από την οποία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα και τις επεμβάσεις της οποίας θα πρέπει να αποκρούουν.

Επισημαίνεται, ότι η διαδικασία μέσω της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής δεν είναι κατάλληλη για μια ανεξάρτητη επιλογή. Όπως έχει επισημανθεί στη θεωρία, ο τρόπος επιλογής των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών που υιοθετήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 είναι πολλαπλά προβληματικός, διότι η επιλογή πραγματοποιείται «…χωρίς ανοικτή διαδικασία και χωρίς υποβολή αλλά και χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση υποψηφιοτήτων, σε μια παρασκηνιακή διαδικασία η οποία διεξάγεται από ένα όργανο που συνεδριάζει με κλειστές θύρες στο πλαίσιο μιας ελαττωματικής συνταγματικής μηχανικής»[5]. Εξάλλου, η αυξημένη πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 101Α του Συντάγματος δεν αρκεί για να εξουδετερώσει την επιρροή της πολιτικής εξουσίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των επιλεγομένων. Και τούτο διότι η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, ένα ιδιότυπο όργανο με αμιγώς πολιτική σύνθεση, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο της Βουλής και ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζονται στον Κανονισμό της, δεν παύει να είναι ένα πολιτικό όργανο – και σε συστημικά ζητήματα του πολιτικού συστήματος («βασικός μέτοχος», έλεγχος των ΜΜΕ, στατιστική) υπήρξε έως σήμερα όχι μόνον πλειοψηφία, αλλά αγαστή και ομόφωνη σύμπνοια όλων των πολιτικών δυνάμεων για την υπονόμευση του Συντάγματος: των θεμελιωδών συνιστωσών της ελευθερίας της έκφρασης στην περίπτωση του βασικού μετόχου, της απαγόρευσης της κρατικής χειραγώγησης προκειμένου για τα μέσα ενημέρωσης και της επαγγελματικής ανεξαρτησίας στην περίπτωση της στατιστικής. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι μετά την περιπέτεια του βασικού μετόχου, το μόνο μέλος του ΕΣΡ του οποίου η θητεία δεν ανανεώθηκε, ήταν ο τότε Αντιπρόεδρος καθηγητής κ. Χαραλάμπης, ο οποίος είχε εξ αρχής υποδείξει την αντίθεση του ασυμβιβάστου προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής επ’ αυτού υπήρξε, εις επιβεβαίωση των ανωτέρω, ομόφωνη.

Ανεξάρτητη επιλογή των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών μπορεί να επιτευχθεί μόνον με ανοικτή διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων μετά από δημόσια πρόσκληση, ώστε να διασφαλίζεται, ότι η επιλογή δεν οφείλεται στην οικειότητα και την εύνοια της πολιτικής εξουσίας και ότι οι υποψήφιοι δεν προσβλέπουν σε αυτήν για τον διορισμό τους. Η επιλογή αυτή επίσης τότε μόνον θα μπορεί να είναι ανεξάρτητη, εφ’ όσον διεξάγεται από όργανο ανεξάρτητο από την πολιτική εξουσία, το οποίο συντίθεται από εμπειρογνώμονες κατάλληλους να επιτελέσουν το έργο της αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων σε σχέση με το ειδικό περιεχόμενο των καθηκόντων που καλούνται να ασκήσουν. Σχετικό πρότυπο μπορεί να αποτελέσει η διαδικασία επιλογής του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, όπως θεσμοθετήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 17 ν. 4334/2015, με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι παρ. 1-3 του άρθρου 13 ν. 3832/2010, όπως είχε αντικατασταθεί και αναριθμηθεί με το άρθρο 321 παρ. 2 και 9 ν. 4072/2012[6].

Τρίτον, στο πλαίσιο αυτό ενδείκνυται να μην προβλέπεται η κάλυψη θέσεων σε Ανεξάρτητες Αρχές αποκλειστικά από αφυπηρετήσαντες δικαστικούς λειτουργούς[7]. Η ανεξαρτησία που απαιτεί το Σύνταγμα για τη δικαιοσύνη και τις ανεξάρτητες αρχές δεν είναι προσωπική αρετή, την οποία ο φορέας της ενάρετης προσωπικότητας έχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ασκεί, αλλά θεσμική εγγύηση, η οποία συνδέεται με συγκεκριμένο αξίωμα και λήγει με την λήξη της κατοχής του αξιώματος. Το σημερινό φαινόμενο των revolving doors μεταξύ Δικαιοσύνης και Ανεξαρτήτων Αρχών που λειτουργεί μέσω της αδιαφανούς διαδικασίας της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής δεν εξυπηρετεί ούτε την ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών ούτε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Εάν πρώην δικαστικοί λειτουργοί πρόκειται να ασκήσουν καθήκοντα Προέδρου ή μέλους Ανεξάρτητης Αρχής υπό εγγυήσεις ανεξαρτησίας, δεν επιτρέπεται να διοριστούν χωρίς ανεξάρτητη διαδικασία λόγω της ιδιότητάς τους ως πρώην φορείς της δικαστικής ανεξαρτησίας, αφού αυτή έληξε με την αφυπηρέτησή τους, αλλά πρέπει να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους στην ίδια διαφανή και ανεξάρτητη διαδικασία επιλογής που ισχύει για όλους.

Τέταρτον, τα ασυμβίβαστα της δικαστικής λειτουργίας ενδείκνυται να καταστούν ισόβια, όπως οι εγγυήσεις της. Και εδώ ισχύει, mutatis mutandis, ό,τι εκτέθηκε παραπάνω: το σημερινό φαινόμενο των revolving doors μεταξύ Δικαιοσύνης και θέσεων εξαρτώμενων από αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας, έστω και αν αυτές είναι χωρίς αμοιβή, δεν εξυπηρετεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

V. Η συνέχιση και η ανοχή των επεμβάσεων της ποινικής δικαιοσύνης στις Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της πολιτικής εξουσίας, έστω και εάν βραχυπρόθεσμα επωφελείται, ούτε της Δικαιοσύνης, διότι υπονομεύοντας το κράτος δικαίου υπονομεύει τη νομιμοποίηση και των δύο σε βάθος χρόνου.

Ήδη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, βλέποντας ως συνήθως σε πολύ μεγαλύτερο θεσμικό βάθος και σε πολύ μακρότερο θεσμικό χρόνο, ανέλαβε μια αξιέπαινη, από κάθε άποψη, πρωτοβουλία για την κρίσιμη κατάσταση της Δικαιοσύνης. Σε συνέχεια και της πρωτοβουλίας αυτής είναι η σειρά των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας να αναλάβουν δράση για να θέσουν θεσμικά αναχώματα στα φαινόμενα υπονόμευσης του κράτους δικαίου, όπως αυτά που εκδηλώνονται εκ νέου με την αντισυνταγματική γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εάν δεν το πράξουν, οι κίνδυνοι είναι προφανείς.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που στη διεθνή βιβλιογραφία η χώρα μας συγκαταλεγόταν στα κράτη που εμφανίζουν συστημική υστέρηση στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου[8]. Ακόμη πιο δυσοίωνες είναι οι προοπτικές, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος της ανελεύθερης δημοκρατίας, όπως επισημάνθηκε πρόσφατα[9]. Είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό, ότι αν δεν αλλάξει κάτι στη χώρα μας, ο κίνδυνος αυτός θα επέλθει όχι με μέτρα εις βάρος της δικαιοσύνης, όπως σε άλλες χώρες, αλλά με τη σύμπραξή της.

Αθανάσιος Δ. Τσεβάς
Dr. iur., Δικηγόρος
Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Υποσημειώσεις:

* Επισημαίνεται εξαρχής ότι οι σκέψεις που καταγράφονται αυτό το κείμενο έχουν σκοπό μόνον να θέσουν θεσμικά ζητήματα και να προτείνουν θεσμικές λύσεις. Όπου γίνεται αναφορά σε πράξεις ή παραλείψεις που ανάγονται κατ’ ανάγκην σε πρόσωπα, η επιχειρηματολογία σκοπεύει να εστιάσει στις πράξεις ή παραλείψεις και στις αντικειμενικές τους συνέπειες και όχι στα συγκεκριμένα πρόσωπα και στα κίνητρά τους. Η αναφορά σε θεσμούς εν γένει (ποινική δικαιοσύνη, εισαγγελία) γίνεται όχι διότι η κριτική αφορά στους λειτουργούς των αντίστοιχων κλάδων εν γένει, ούτε διότι παραγνωρίζεται η αξία και ποιότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των δικαστικών λειτουργών, αλλά για λόγους απροσωποποίησης του προβλήματος που επισημαίνεται και διότι οι ενέργειες που επισημαίνονται αντανακλούν, δυστυχώς, στη λειτουργία του θεσμού.

[1] Βλ. για τα παραπάνω ήδη -ενδεικτικά- Γ. Τασόπουλο, Πριονίζοντας τα συνταγματικά θεμέλια των Ανεξάρτητων Αρχών (https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/prionizontas-ta-syntagmatika-themelia-twn-anexarthtwn-arhwn/), Ξ. Κοντιάδη / Γ. Σωτηρέλη, Τα πολλαπλά ατοπήματα της γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ (https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/ta-pollapla-atophmata-ths-gnwmodotisis-tou-eisaggelea-tou-areiou-pagou-sxetika-me-tis-armodiotites-ths-adae/), Ε. Βενιζέλο, Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών – Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (https://www.constitutionalism.gr/i-sxesi-ton-eisafelikon-arxon-kai-anexartiton-arxon/), καθένα με περαιτέρω παραπομπές.

[2] Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 ν. 3310/2005, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 ν. 3414/2005, το ασυμβίβαστο στοιχειοθετείται όχι με την συνδρομή των ασυμβίβαστων ιδιοτήτων σε κάποιο πρόσωπο, αλλά μόνον «…. εφόσον, λόγω της συνδρομής της …. ασυμβίβαστης ιδιότητας [sic], αποδειχθεί με οριστική δικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου ότι συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού εξαιτίας ενεργητικής διαφθοράς, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 1 εδ. β΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ ….». Βλ. σχετικά Αντ. Μανιτάκη, Οι θεσμικές παρενέργειες της «υπόθεσης του Βασικού Μετόχου»: Η εκνόμευση του Συντάγματος και η παραγνώριση των άδηλων τροποποιήσεων του Συντάγματος μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, ΤοΣ 2015, 783 επ. [791].

[3] Βλ. αναλυτικά Α.Δ. Τσεβά, Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στην στατιστική διακυβέρνηση στην Ελλάδα, εις: Χ. Παμπούκης (επιμ.), Σε αναζήτηση της Δικαιοσύνης, Τιμητικός Τόμος Σπυρίδωνος Βλ. Βρέλλη, Αθήνα 2013, 1011 επ. με περαιτέρω παραπομπές.

[4] Σύμφωνα με την συλλογιστική του βασικού μετόχου, ο υποτιθέμενος κίνδυνος για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, προερχόμενος από τους ίδιους τους φορείς της ελευθερίας της έκφρασης, επιβαλλόταν να αποτραπεί με την πλήρη απαγόρευση σε εκείνον, που δυνάμει μπορούσε να προκαλέσει τον κίνδυνο, της άσκησης της επίμαχης δραστηριότητας, δηλαδή της ελευθερίας της έκφρασης μέσω του τύπου και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Η θέση του Συντάγματος είναι όμως ακριβώς αντίστροφη. Ενώ στην περίπτωση του βασικού μετόχου ο υποτιθέμενος στόχος, η διαφύλαξη της ανόθευτης διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, επιδιώχθηκε από την πολιτική εξουσία με την περιστολή στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών και με την απονομή στο κράτος της εξουσίας να προσδιορίζει τον κύκλο των δικαιουμένων ή μη συμμετοχής στο δημόσιο διάλογο, ορίζοντας όρους και προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε αυτόν, βάσει του Συντάγματος η διαφύλαξη της ανόθευτης διαμόρφωσης της κοινής γνώμης επιβάλλεται να επιτευχθεί με την θωράκιση των ατομικών ελευθεριών έναντι του κράτους και την περιστολή των αρμοδιοτήτων του κράτους στο πεδίο του δημόσιου λόγου. Στην πραγματικότητα, στόχος της ρύθμισης του βασικού μετόχου δεν ήταν η ανόθευτη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλλά η διαιώνιση της επικυριαρχίας του κρατούντος πολιτικού συστήματος στο δημόσιο λόγο (μέσω της απονομής στο κράτος της εξουσίας να προβαίνει στη «διανομή» του μεριδίου ελευθερίας που αναλογεί στον καθένα, ανάλογα με τα κριτήρια που θέτει το κράτος) και στην οικονομία (στην τελευταία και με την δαιμονοποίηση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας μέσω της επίρριψης σε αυτήν, αντί της πολιτικής εξουσίας, του αναθέματος της «διαπλοκής»). Επρόκειτο βεβαίως για έναν ακόμη μηχανισμό αναπαραγωγής του πελατειακού κρατισμού. Βλ. αναλυτικά Α. Δ. Τσεβά, Η ανεξαρτησία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από το κράτος, 2017, σελ. 61 επ., 115 επ., Δ. Χαραλάμπη, Ελευθερία της έκφρασης, πλουραλισμός και διαφάνεια στο χώρο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Η ελληνική εμπειρία: Από την απώλεια του κρατικού μονοπωλίου στις «ασυμβίβαστες ιδιότητες» του «βασικού μετόχου» και στις προοπτικές εξορθολογισμού στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, εις: Α. Δ. Τσεβάς (επιμ.), Διασφάλιση του πλουραλισμού και έλεγχος συγκέντρωσης στα μέσα ενημέρωσης, Αθήνα 2007, σελ. 129.

[5] Ξ. Κοντιάδης, Θεσμική αποτίμηση του ρόλου και της πρόσφατης λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ΔiΜΕΕ 2016, 385.

[6] Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο Πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ. επιλέγεται μετά από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος. Στην πρόσκληση αναφέρονται τα κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής των υποψηφίων, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και οι προβλεπόμενες αποδοχές του, η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων, η πράξη συγκρότησης της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την επιλογή με όλο της το περιεχόμενο και κάθε άλλο στοιχείο αναγκαίο για τη διαδικασία επιλογής. Αποκλειστικά κριτήρια επιλογής στη θέση του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. είναι: α) η υψηλή επιστημονική κατάρτιση, με επαγγελματική ή ακαδημαϊκή εξειδίκευση στο αντικείμενο της στατιστικής ή συναφών κλάδων ή σε αντικείμενο συναφές προς το αντικείμενο των στατιστικών ερευνών και μελετών και β) η ικανότητα του υποψηφίου, όπως προκύπτει από την επαγγελματική και επιστημονική του πορεία, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των στατιστικών αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 338 παρ. 2 ΣΛΕΕ, στο άρθρο 2 του Κανονισμού 223/2009 και στον Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις Ευρωπαϊκές Στατιστικές.

Για την επιλογή του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ο Υπουργός Οικονομικών συγκροτεί με απόφασή του, που εκδίδεται πριν από την πρόσκληση ενδιαφέροντος, πενταμελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Έργο της επιτροπής εμπειρογνωμόνων είναι η αξιολόγηση των υποψηφίων και η επιλογή του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Ως μέλη της επιτροπής ορίζονται αποκλειστικά πρόσωπα με επαγγελματική ή ακαδημαϊκή εξειδίκευση στο αντικείμενο της στατιστικής ή συναφών κλάδων ή σε αντικείμενο συναφές προς το αντικείμενο των στατιστικών ερευνών και μελετών. Τα μέλη της επιτροπής ορίζονται ως εξής: (α) ένα μέλος προτείνεται από τη Βουλή, (β) ένα μέλος ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών, (γ) ένα μέλος προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), (δ) ένα μέλος προτείνεται από τον Ευρωπαϊκό Συμβουλευτικό Φορέα για τη Διακυβέρνηση στον τομέα της Στατιστικής (ESGAB) και (ε) ένα μέλος προτείνεται από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ESSC).

Στην πρόταση των μελών και στην απόφαση συγκρότησης της επιτροπής εμπειρογνωμόνων αναφέρονται τα προσόντα, βάσει των οποίων έγινε η πρόταση ή ο ορισμός τους.

Βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τους υποψηφίους και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο που συλλέγει, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων εισηγείται αιτιολογημένα στον Υπουργό Οικονομικών την επιλογή του υποψηφίου που ανταποκρίνεται στο μέγιστο βαθμό στα νόμιμα κριτήρια επιλογής. Σε περίπτωση που ο Υπουργός Οικονομικών δεν συμφωνεί με την εισήγηση της επιτροπής, μπορεί να διορίσει ως Πρόεδρο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. τον υποψήφιο που επιλέγει ο ίδιος, μετά από προηγούμενη κοινοποίηση στην επιτροπή πλήρους αιτιολογίας της επιλογής του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα αποκλειστικά κριτήρια επιλογής, και αφού η επιτροπή του γνωστοποιήσει την κρίση της σχετικά με την ανταπόκριση του υποψηφίου στα κριτήρια επιλογής. Η εισήγηση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων η αιτιολογία της τυχόν αποκλίνουσας από την εισήγηση της επιτροπής επιλογής του Υπουργού Οικονομικών και η σχετική επ’ αυτής κρίση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων δημοσιεύονται υποχρεωτικά στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα στην ιστοσελίδα της ΕΛ.ΣΤΑΤ.

[7] Όπως προβλεπόταν με το άρθρο 16 του καταργηθέντος ν. 2472/1997.

[8] Για την έννοια της «συστημικής υστέρησης», τους σχετικούς διεθνείς και ευρωπαϊκούς δείκτες και την εφαρμογή τους, μεταξύ άλλων, και στην ελληνική περίπτωση βλ. A. von Bogdandy/ Μ. Ioannidis, Systemic Deficiency in the Rule of Law: What it is, what has been done, what can be done, Common Market Law Review 51 (2014), 59 επ., 75, 77 επ.

[9] Γ. Τασόπουλος, Πριονίζοντας τα συνταγματικά θεμέλια των Ανεξάρτητων Αρχών (https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/prionizontas-ta-syntagmatika-themelia-twn-anexarthtwn-arhwn/),

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.