Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, την περασμένη εβδομάδα, έκρινε με ισχυρές μειοψηφίες τη συνταγματικότητα νομικών ζητημάτων που θέτει η πανδημία. Το Δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματική (με 6 ψήφους των Συντηρητικών δικαστών έναντι 3 των Φιλελεύθερων) την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (OSHA) που επέβαλε στις επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν τουλάχιστον 100 εργαζομένους, να απαιτούν από τους εργαζόμενους είτε να εμβολιαστούν είτε να υποβάλλονται σε εβδομαδιαία βάση σε τεστ για τον Covid-19.[1] Αντίθετα, έκρινε συνταγματικό (με 3 ψήφους των Φιλελεύθερων και 2 Συντηρητικών δικαστών έναντι 4 των Συντηρητικών) τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όσων εργάζονται σε δομές υγείας που χρηματοδοτούνται από ομοσπονδιακά κεφάλαια.[2]
Βασικά στοιχεία για την προσέγγιση των αποφάσεων αυτών αποτελούν:
- Η βασική κρίση περί αντισυνταγματικότητας αφορά ένα διαδικαστικό ζήτημα εύρους της εξουσιοδότησης. Λαμβάνονται υπόψη τεχνικές κρίσεις, όπως η διακινδύνευση στον εργασιακό χώρο, αλλά η απόφαση δεν προκύπτει από μια στάθμιση αντικρουόμενων δικαιωμάτων.
- Η αποφάσεις είναι έντονα πολιτικές και πρέπει να αναγνωστούν στο ευρύτερο πλαίσιο των ισορροπιών στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Η ανακοίνωση της απόφασης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου χωρίς μάσκα, θεωρήθηκε καθαυτή συμβολική έκφραση.
- Η κρίση περί αντισυνταγματικότητας δε σημαίνει ότι απαγορεύεται οι επιχειρήσεις ή και οι πολιτείες να καταστήσουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό και το testing στον εργασιακό χώρο. Αυτό που κρίθηκε αντισυνταγματικό είναι η θέση γενικού κανόνα από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία. Με άλλα λόγια κάθε επιχείρηση μπορεί άνετα να θέσει δικούς της κανόνες.
- Στην κρίση περί συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού των υγειονομικών, σημαντικό ρόλο έπαιξε η αρχή της μη πρόκλησης βλάβης, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή στην άσκηση των ιατρικών επαγγελμάτων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή επιτρέπει τη λήψη μέτρων, για να διασφαλίζεται ότι όσοι παρέχουν υπηρεσίες υγείας δε θα μεταδώσουν έναν επικίνδυνο ιό στους ασθενείς τους.
Ο επίμαχος νόμος για τις μεγάλες επιχειρήσεις εξουσιοδοτούσε την OSHA να θεσμοθετήσει ένα «προσωρινό κριτήριο έκτακτης ανάγκης» εάν η υπηρεσία κρίνει ότι «οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε σοβαρό κίνδυνο από την έκθεση σε ουσίες ή παράγοντες που κρίνονται τοξικοί ή σωματικά επιβλαβείς», όταν το κριτήριο είναι «απαραίτητο για την προστασία των εργαζομένων από τέτοιες διακινδυνεύσεις». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απόφαση να επιτραπεί στην OSHA να ρυθμίζει τους κινδύνους της καθημερινής ζωής απλώς επειδή οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν δουλειές και αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους, θα διευρύνει σημαντικά τη ρυθμιστική εξουσία του OSHA χωρίς σαφή εξουσιοδότηση από το Κογκρέσο.
Στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας, τον κρισιμότερο ρόλο έπαιξε το επιχείρημα ότι η απόφαση ρύθμιζε ένα «μεγάλο ερώτημα». Παρά το γεγονός ότι το γράμμα του εξουσιοδοτικού νόμου επιτρέπει την απόφαση της OSHA, φαίνεται να την αποκλείει μια μετεξέλιξη της αρχής των «μεγάλων ερωτημάτων» που είχε θέσει το δικαστήριο το 2014. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όπως την είχε αναλύσει ο δικαστής Antonin Scalia, το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι διστακτικό εάν μια δημόσια υπηρεσία «ισχυρίζεται ότι ανακαλύπτει, σε ένα νομοθετικό πλαίσιο που βρίσκεται σε ισχύ χρόνια, μια νέα αρμοδιότητα που της επιτρέπει να ρυθμίζει σημαντικό μέρος της αμερικανικής οικονομίας». Η αρχή αφορά ασάφεια νόμου. «Αναμένουμε από το Κογκρέσο» τονίζει το Δικαστήριο «να μιλάει ξεκάθαρα εάν επιθυμεί να αναθέσει σε μια υπηρεσία αποφάσεις τεράστιας οικονομικής και πολιτικής σημασίας». Αν ένα ζήτημα σε έναν νόμο είναι ανοιχτό, πρέπει να το συγκεκριμενοποιεί το Κογκρέσο.
Ο καθηγητής Andrew Koppelman υποστηρίζει ότι ο κανόνας του δικαστή Scalia δεν αποτελεί στην πραγματικότητα πρόβλημα, γιατί ο νόμος δεν είναι ασαφής. Όπως αναλύουν οι μειοψηφούντες δικαστές , Stephen Breyer, Sonia Sotomayor και Elena Kagan, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δεν αμφισβητεί ότι ο COVID-19 είναι ένας «νέος κίνδυνος» που αποτελεί «σωματική επιβάρυνση», ότι αποτελεί «σοβαρό κίνδυνο» για τους εργαζόμενους, ή ότι μια πολιτική testing και εμβολιαστικής κάλυψης είναι «απαραίτητη» για την πρόληψη αυτών των κινδύνων.[3]
Σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση, η διάκριση που κάνει η πλειοψηφία δεν υπάρχει στον νόμο. Ο COVID-19 αποτελεί εργασιακό κίνδυνο, απλώς δεν αποτελεί αποκλειστικά εργασιακό κίνδυνο. Η OSHA δεν αποπειράθηκε να θέσει ρυθμίσεις εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος. Και όμως, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου επιμένει να διακρίνει ανάμεσα σε αυστηρά εργασιακό κίνδυνο και τον γενικό κίνδυνο. Το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι η OSHA «ποτέ στο παρελθόν δεν έχει υιοθετήσει μια ευρεία ρύθμιση για τη δημόσια υγεία αυτού του είδους — για την αντιμετώπιση μιας απειλής που δεν είναι συνδεδεμένη, με οποιαδήποτε αιτιώδη σχέση, με τον χώρο εργασίας». Ο Andrew Koppelman διαφωνεί «Πας στη δουλειά, κολλάς COVID, πεθαίνεις. Γιατί δεν είναι επαρκής η αιτιώδης συνάφεια για το Δικαστήριο;»
Μια πρώτη ανάγνωση της νομολογίας και των πολιτικών αντιδράσεων σε αυτή είναι ότι εκφράζουν την επίδραση της πόλωσης στην αντιμετώπιση κρίσεων. Η συγκριτική ανάγνωση δικαστικών αποφάσεων είναι σημαντικό εργαλείο, αρκεί να γίνεται με επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε συνταγματικής τάξης. Δύο πράγματα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερο συγκριτικό ενδιαφέρον. Το πρώτο είναι ότι η υποχρέωση εμβολιασμού των υγειονομικών φαίνεται να αποτελεί όριο ακόμα και για ένα πολωμένο δικαστήριο. Το δεύτερο είναι το ερώτημα αν τελικά είναι προτιμότερο το ζήτημα του εμβολιασμού στις επιχειρήσεις να λύνεται κεντρικά από το κράτος, ή να επαφίεται στους εργοδότες.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] https://www.supremecourt.gov/opinions/21pdf/21a244_hgci.pdf
[2] https://www.supremecourt.gov/opinions/21pdf/21a240_d18e.pdf
[3] https://thehill.com/opinion/judiciary/589763-the-supreme-court-vaccination-and-government-by-fox-news