Μία σειρά πολιτικών εξελίξεων ανά τον κόσμο, με πιο πρόσφατη εκείνη των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών, που για ακόμα μία φορά καταγράφουν την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, επαναφέρουν σε αξιολόγηση τη σχέση των πολιτικών κομμάτων με τη λειτουργία της δημοκρατίας. Το ζήτημα σχετίζεται με τα προβλήματα που παρατηρούνται στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εξαιτίας ορισμένων σύγχρονων κομμάτων και του τρόπου που αυτά λειτουργούν, κινούνται και δρουν στην πολιτική σφαίρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ συχνά γίνεται λόγος για τον «αυτοτραυματισμό» της σύγχρονης δημοκρατίας τον οποίο αυτή υφίσταται μέσα από τα ίδια της τα κόμματα.[1] Γι’ αυτό, όπως επισημαίνεται, το ενδιαφέρον των σύγχρονων ερευνητών πρέπει να στραφεί στον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να αλλάξει το πολιτικό και νομικό πλαίσιο λειτουργίας των κομμάτων, έτσι ώστε να λειτουργήσει καλύτερα και να υπηρετήσει πιο ορθά τη φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία.[2] Γίνεται λόγος, μάλιστα, για μια ευρεία γκάμα, απολυταρχικών, λαϊκίστικών, εθνικιστικών και αντιφιλελεύθερων ακροδεξιών κομμάτων, ανά τον κόσμο, με χώρες όπως την Αυστρία, την Ιταλία και πιο αισθητά την Ουγγαρία και την Πολωνία, να έχουν εκλέξει με εντελώς δημοκρατικό τρόπο τέτοια κόμματα, για να εκπροσωπούν κοινωνικές ομάδες στο κοινοβούλιο ή ακόμη και να σχηματίζουν κυβέρνηση.[3] Δεν μπορεί, βέβαια, να παραλειφθεί και το γεγονός πως ακόμη και στη Γερμανία (μια χώρα, για την οποία η ακροδεξιά αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία της, πόσο μάλλον, όταν αναδύεται στο πολιτικό γίγνεσθαι με δημοκρατικό τρόπο), στις εκλογές του 2017, το Alternativ fur Deutschland, ένα κόμμα που ενστερνίζεται απόψεις, όπως η εναντίωση στην Ε.Ε ή η άρνηση εισόδου μεταναστών στην χώρα, κατάφερε να γίνει τρίτο κόμμα με σημαντικά υψηλά ποσοστά, πλησιάζοντας πολύ στο να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ επίσης αποτέλεσε και το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που εισήλθε στην γερμανική βουλή από το 1960.
Παρενθετικά χρήζει σχολιασμού και το γεγονός πως η άνοδος αυτών των κομμάτων δεν είναι καθόλου τυχαία. Μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στην Αμερική, που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008, οι πολίτες όλου του κόσμου, όπως είναι λογικό, αγανάκτησαν και, όντας πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, ευάλωτοι έπεσαν θύματα λαϊκισμού και προπαγάνδας μέσα στην επόμενη δεκαετία. Όσον αφορά μάλιστα τη δική μας χώρα, η Χρυσή Αυγή, συμμετείχε ανεπιτυχώς στις εκλογές από το 1994. Το 2011 όμως, που η Ελλάδα επλήγη από την κρίση και η αγανάκτηση του ελληνικού λαού έφτασε το ζενίθ της, παρατηρήθηκε τεράστια άνοδος στα ποσοστά της: Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2012 έλαβε ποσοστό 6,9% και 3 χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 2015 κατάφερε να γίνει, προς έκπληξη όλων, 3ο κόμμα.
Τέτοιου είδους κόμματα, αποτελούν τεράστιο κίνδυνο για την δημοκρατία, καθώς δρουν σε ένα ακαθόριστο πολιτικό πλαίσιο. Φαινομενικά και κυρίως τυπικά, θεωρούνται δημοκρατικά και ακίνδυνα για το Σύνταγμα, ενώ επί της ουσίας, με τις δράσεις τους αφήνουν να εννοηθεί πως οι προθέσεις τους είναι κάθε τι άλλο παρά δημοκρατικές. Κόμματα όπως το νεοναζιστικό National Democratic Party (NDP) στη Γερμανία, όσο απροκάλυπτα και αν κλονίζουν την κοινή γνώμη, μπορούν εύκολα να αντιμετωπιστούν και να καταδικαστούν, αφού η πρόθεση τους είναι ξεκάθαρη, και αυτή συνίσταται στο να καταλύσει την δημοκρατία και το Σύνταγμα, πράγμα παράνομο και ποινικά κολάσιμο στην πλειοψηφία των κρατών. Αξιοσημείωτη και εντυπωσιακή, από την άλλη πλευρά, είναι η νομολογία του Συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht), το οποίο στην απόφαση του σχετικά με το ζήτημα της απαγόρευσης του NDP επεσήμανε τα εξής: «Το NDP επιδιώκει αντισυνταγματικούς σκοπούς, αλλά επί του παρόντος υπάρχει ανεπαρκής όγκος αποδεικτικών στοιχείων που να καθιστούν πιθανό η συμπεριφορά τους να έχει επιτυχή κατάληξη».[4] Αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης ήταν η απόρριψη της αίτησης για απαγόρευση του κόμματος, με την περαιτέρω αιτιολογία πως δεν μπορεί να βλάψει τη δημοκρατία την προκειμένη στιγμή, λόγω της πολύ μικρής εκλογικής του βάσης.
Ορισμένοι συγγραφείς πολύ εύστοχα, ονομάζουν τα μοντέρνα ακροδεξιά αυτά κόμματα far-right lite, δηλαδή μια ελαφριά ακροδεξιά, αφού τα πολιτικά τους «πιστεύω», επιφανειακά πάντα, περιφέρονται απρόβλεπτα και αβάσιμα μεταξύ κέντρου και δεξιάς, προς αποφυγήν φυσικά κατηγοριών περί αντιδημοκρατικών πεποιθήσεων και εν συνέχεια διαγραφής τους από τα πολιτικά γίγνεσθαι.[5]
Γίνεται ακόμη αναφορά και σε κόμματα, εκ θεμελίων δημοκρατικά, που εξαιτίας άπειρων, ανίκανων ή ακόμη και δολοπλόκων ανθρώπων άσχετων με την πολιτική, που τυγχάνει να βρίσκονται στην ηγεσία τους, μετατρέπονται σε αντιφιλελεύθερους κομματικούς φορείς. Παράδειγμα αποτελεί ο Donald Trump, κατ’ εξοχήν επιχειρηματίας, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ και αρχηγός του ρεπουμπλικάνου, αμιγώς φιλελεύθερου και δημοκρατικού κόμματος, που με τις σεξιστικές, ξενοφοβικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές του απετέλεσε μεγάλο κίνδυνο για την δημοκρατία στις ΗΠΑ. Αυγάτισε την στήριξη των λευκών ακραίων ρατσιστών και άλλων αμφισβητήσιμων οργανώσεων, χωρίς όμως ποτέ να ταχθεί επίσημα υπέρ τους. Ειδικότερα στις εκλογές του 2020 πραγματώθηκε αυτός ο κίνδυνος, καθώς με τη συγκατάθεση του, οπαδοί του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, ζητώντας ανατροπή του δημοκρατικού αποτελέσματος των εκλογών. Η πλειονότητα, όμως, των ρεπουμπλικανών πολιτικών τάχθηκε εναντίον του, πράγμα που υποδηλώνει πως σε ορισμένα κράτη, η κρίση και η δράση του αρχηγού ενός κόμματος δεν συνάδει πάντα και με αυτή του υπόλοιπων μελών του.
Με γνώμονα, λοιπόν, όλα τα παραπάνω, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα στο μυαλό των πολιτών. Είναι τελικά ορθό, η πολιτεία να εμποδίζει τέτοιου είδους κόμματα να ανέλθουν στην εξουσία; Είναι στην ευχέρεια του κράτους να μπορεί να καταργεί και να διαλύει αντιφιλελεύθερα κόμματα που επιδιώκουν με δημοκρατικό τρόπο να κυβερνήσουν; Και αν ο λαός τελικά επιλέξει ο ίδιος, μέσω αυτών των αντιπροσώπων να καταλύσει την δημοκρατία, μπαίνουμε σε μια λούπα προβληματισμού, στην οποία αναρωτιόμαστε: είναι δημοκρατικό να πας ενάντια στην βούληση του λαού, αν πρόκειται για το καλό της ίδιας της δημοκρατίας;
Εκ πρώτης όψεως ίσως κάποιος να έλεγε πως όχι, δεν πρέπει η πολιτεία να έχει αυτή τη δυνατότητα. Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία της, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού, επομένως κάποιος πολύ εύκολα θα απαντούσε πως αφού η κατάλυση της δημοκρατίας ήταν εξ’ αρχής η επιλογή του λαού, οφείλει η πολιτεία να υποκύψει στην βούληση του.
Παρόλα αυτά πολλοί συγγραφείς τείνουν να διαφωνούν με την παραπάνω άποψη καθώς λαμβάνουν υπόψη τους και άλλες αρχές που διέπουν την δημοκρατία. Αρχές που προστατεύουν τη μειοψηφία και τη θωρακίζουν από την εκμετάλλευση, και της επιτρέπουν να είναι μια εν δυνάμει πλειοψηφία. Αρχές που προστατεύουν την πολυφωνία, την ελευθερία του λόγου και του τύπου, που σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό και με την πρακτική φύση της δημοκρατίας, και τέλος τη διάκριση των εξουσιών.
Ορθότερη προβάλλει η γνώμη ότι ακόμα και αν συναγόταν η επιθυμία του λαού να καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, τότε η παρέμβαση του κράτους είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και επιβαλλόμενη. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτεία βρήκε 3 προσεγγίσεις για να αντιμετωπίζει τα αντιδημοκρατικά κόμματα. Πρώτον, τη νομική προσέγγιση, δηλαδή νόμους που οριοθετούν και προϋποθέτουν όρους, για να μπορέσει να ιδρυθεί επίσημα ένα κόμμα (βλ. π.χ. άρθρο 29 Ν. 3023/2002) ή να λειτουργήσει (π.χ. αναστολή κρατικής χρηματοδότησης[6]). Δεύτερον, τη συνταγματική προσέγγιση, δηλ. επεμβάσεις σε συνταγματικό επίπεδο με τις οποίες θα θεσπίζονταν π.χ. μεταβολές στο εκλογικό σύστημα, προκειμένου να περιοριστεί η δράση τους (π.χ. απαγόρευση κομμάτων). Τρίτον, αν όλα τα παραπάνω είναι μη εφικτά, ασκεί πολιτικές τακτικές όπως το λεγόμενο «cordons sanitaires», ιατρικός-κοινωνικός όρος, που σημαίνει απομόνωση και απομάκρυνση των αρρώστων σε περίπτωση ίωσης από τους υπόλοιπους υγιείς πολίτες. Ουσιαστικά δηλαδή παύουν οποιαδήποτε αλληλεπίδραση μαζί τους και μέσω της απαξίωσης αυτής, αφήνουν την φωτιά αυτών των κομμάτων, που βασίζεται στην προπαγάνδα τον λαϊκισμό και τη προβοκάτσια, σταδιακά να σβήσει.
Πάντως, πολλά από τα κόμματα τα οποία προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν, τελικά, να μην αποτελούν πραγματικούς κινδύνους για τη δημοκρατία, αφού γενικά μιλάμε για μια μελλοντική πρόβλεψη των κινήσεων που θα έκαναν. Επομένως, διεγείρεται και ο προβληματισμός όσον αφορά την ικανότητα της πολιτείας να εντοπίζει σωστά αυτά τα κόμματα και να μην καταχράται δυνατότητες απαγόρευσης ή άλλες παρόμοιες (π.χ. στέρηση χρηματοδότησης, απαγόρευση κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών κ.λπ.) για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Εν κατακλείδι, η απάθεια της πολιτείας να αναγνωρίσει τον κίνδυνο, είτε αυτός προέρχεται από την άκρα δεξιά, είτε από την ακτιβιστική αριστερά, μπορεί να αποβεί τελικά μοιραία για την επιβίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως εμείς την ξέρουμε σήμερα. Το κράτος οφείλει να προστατεύσει τον πολίτη του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να τον προφυλάξει και από την ίδια του την άγνοια, ειδικότερα, όταν καλά «μασκαρεμένοι» εχθροί της δημοκρατίας αποπειρώνται να τον παραπλανήσουν, έτσι ώστε να επιβληθούν και να ρίξουν εν συνεχεία ένα νέο σκοτάδι στην ανθρωπότητα, ένα σκοτάδι που με φερέλπιδες προσπάθειες αφήσαμε πίσω μας στα μέσα του 20ου αιώνα.[7]
Ανδρέας-Ζαχαρίας Σαριδάκης
Φοιτητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
Υποσημειώσεις:
* Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάστηκε σε μία πρώτη εκδοχή του στο μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου (καθηγητής: Δρ. Αναστάσιος Παυλόπουλος).
[1] Βλ. Daly, Tom and Jones, Brian Christopher, Parties versus Democracy: Addressing Today’s Political-Party threats to Democratic Rule (April 11, 2019). Available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=3370836 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3370836
[2] Ibidem
[3] Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεσπίστηκε, στις 16 Δεκεμβρίου 2020, ο Κανονισμός για τον μηχανισμό αιρεσιμότητας, ο οποίος παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, να θεσπίσει μέτρα προστασίας, όπως την αναστολή πληρωμών ή την αναστολή της έγκρισης ενός ή περισσότερων προγραμμάτων που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, σε περίπτωση που ένα κράτος παραβιάζει τις επιταγές του κράτους δικαίου και τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης. Μάλιστα, με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2022 (Υπόθεση C-156/21 και C-157/21), απορρίφθηκαν οι αιτήσεις ακύρωσης (Actions for annulment) κατά του ως άνω Κανονισμού, που είχαν υποβληθεί από την Ουγγαρία και την Πολωνία.
[4] Βλ. την απόφαση της 17.04.2017, διαθέσιμη στον εξής σύνδεσμο: https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2017/bvg17-004.html
[5] Βλ. αναλυτικότερα Nenad Dimitrijevic, Illiberal Regime Types, σε: András Sajó, Renáta Uitz, and Stephen Holmes, Routledge Handbook of Illiberalism, Routledge, 2022, σελ. 121-141.
[6] Βλ. από την ελληνική έννομη τάξη τη ΣτΕ 518/2015, με την οποία κρίθηκε συνταγματική η ρύθμιση που προβλέπει αναστολή κρατικής χρηματοδότησης, αν η ηγεσία ενός κόμματος κατηγορείται για αδικήματα όπως η εγκληματική οργάνωση.
[7] Σχετική είναι η θεωρία του φιλοσόφου Karl Popper, ο οποίος στο έργο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», διατύπωσε το παράδοξο της ανοχής: Αν η ανοχή της κοινωνίας προς τους εχθρούς της δημοκρατίας είναι απεριόριστη, τότε η κινδυνεύει να εξαφανιστεί μαζί με την ανοχή και εκείνοι που ανέχονται.