Συμπληρώνονται φέτος 48 χρόνια από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας μέσω του Συντάγματος του 1975 και της ανάληψης της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ένα Σύνταγμα που τείνει να ξεπεράσει τον μακραίωνο βίο του ιστορικού Συντάγματος του 1864.
Γεγονός αποτελεί πως η δημιουργία νέου Συντάγματος υπήρξε όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε εκφράσει αυτές του τις σκέψεις, λίγα χρόνια πριν από την εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα, σε προεκλογική του ομιλία στην Θεσσαλονίκη το 1961. Μεταξύ άλλων, χαρακτήριζε το τότε Σύνταγμα του 1952 «εις πολλάς διατάξεις του απηρχαιωμένον και τροχοπέδην εις την πρόοδον του τόπου».[1] Όμως, ακόμα και μετά από την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 1967, συνέχισε να εκφράζει τη σκέψη πως η κατάρρευση και η πτώση της Δημοκρατίας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ουσιαστικού και προοδευτικού Συντάγματος. Σε επιστολή του προς τον τότε Βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνο Β΄, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «δεν χρειάζονται πολλοί άνθρωποι, ούτε πολύς χρόνος και, προ παντός, πολυπραγμοσύνη επιστημονική. Ολίγοι άνθρωποι, με πείραν των αναγκών της χώρας, θα ημπορούσαν να καταρτίσουν το νέον Σύνταγμα εντός βραχυτάτου χρόνου»[2].
Αν τοποθετηθούμε ιστορικά, λίγο πριν από την επανάσταση του 1821, με έκπληξη θα παρατηρήσουμε πως ο Ελληνικός Συνταγματισμός στηρίχθηκε και διαπλάστηκε στις ιδεολογικοπολιτικές βάσεις του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού, δεδομένου ότι ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων ενισχύθηκε και στερεώθηκε στα χέρια των διανοούμενων του Διαφωτισμού, της εποχής, όπως ο Ρήγας Φεραίος (Βελεστινλής) και ο Αδαμάντιος Κοραής.[3]
Όλα αυτά, λοιπόν, τα ιστορικά στοιχεία μας δίνουν την εικόνα ότι η Ελλάδα και μπορούσε και είχε την δυνατότητα να δημιουργήσει ένα φιλελεύθερο και προοδευτικό Σύνταγμα αντάξιο των δυτικών προτύπων, το οποίο θα στηριζόταν στην πολιτική ελευθερία και διαφάνεια. Τραγικό γεγονός αποτελεί, πως η στρατιωτική δικτατορία «βοήθησε», με τον τρόπο της, δεδομένου ότι υπήρξε, μία δραματική κατά τα άλλα, αφορμή για την εκ νέου μετάβαση της Ελλάδας προς τη Δημοκρατία.
Στις 23 Ιουλίου 1974, η επταετής Δικτατορία που εγκαθιδρύθηκε με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, κατέρρευσε. Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τη σύνταξη του νέου Συντάγματος. Οι διαδικασίες αυτές είχαν μία εξελικτική πορεία τριών φάσεων:
α) η Α΄ Φάση ήταν αυτή της κατάρρευσης της δικτατορικής κυβέρνησης, και η ανάληψη της εξουσίας από τη μεταβατική «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος», με Πρωθυπουργό της χώρας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
β) η Β΄ Φάση ήταν αυτή της διακυβέρνησης της χώρας από την «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος».
γ) η Γ΄ Φάση ήταν αυτή της συντακτικής διαδικασίας, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει: την εκλογή της πρώτης εθνικής αντιπροσωπείας και κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος που διενεργήθηκε την 8η Δεκεμβρίου 1974, αλλά, και τη διαδικασία της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, έως ότου τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα της 9ης Ιουνίου 1975.
Οι τρεις αυτές φάσεις αναλύονται ως ακολούθως:
Α΄ ΦΑΣΗ[4]
Η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος δεν αποτελούσε προϊόν βίας ή ξένης παρέμβασης, αντιθέτως αποτελούσε συνειδητή απόσυρση των δικτατόρων. Περισσότερο θα λέγαμε ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς και πολλαπλής αντίστασης και της καθολικής αποδοκιμασίας του ελληνικού λαού προς το ίδιο το καθεστώς, ενώ σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή την πορεία διαδραμάτισε η διεθνής κοινότητα, η οποία σύσσωμη αποδοκίμασε τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στην Κύπρο. Τα γεγονότα της Κύπρου αποτέλεσαν το σημαντικότερο πλήγμα που είχε εως τότε δεχτεί το καθεστώς, κάτι το οποίο διατάραξε τις εσωτερικές σχέσεις των κυβερνόντων, φέρνοντας στο προσκήνιο όλες τις αδυναμίες της δικτατορικής κυβέρνησης.
Χαρακτηριστικό της πτώσης της Δικτατορίας, είναι ότι δεν εκδόθηκε ποτέ κανένα επίσημο έγγραφο ή απόφαση παραίτησης ή απόλυσης του καθεστώτος από την Προεδρία της Δημοκρατίας και από κανένα άλλο εκτελεστικό όργανο της Κυβερνήσεως, ούτε από τον μεταβατικό αρχηγό του Κράτους ούτε από τη μεταβατική Κυβέρνηση. Απλώς, το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974 ο Πρόεδρος και τα μέλη της Δικτατορικής Κυβέρνησης εξαφανίστηκαν από τις θέσεις του. Οι μόνοι που παρέμειναν στις θέσεις τους μετά την πτώση του καθεστώτος, ήταν οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων και ο αρχηγός του δικτατορικού κράτους Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, οι οποίοι παρέδωσαν την ακέφαλη εξουσία ατύπως χωρίς την έκδοση οποιαδήποτε πράξης.
Μετά την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο και την απρόοπτη εξαφάνιση των δικτατόρων και της Κυβερνήσεώς τους, διαμορφώθηκε η σκέψη στο αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων για άμεση ανάθεση της εξουσίας της χώρας σε πολιτική ηγεσία. Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρ. Μπονάνος, ο Α/ΓΕΣ Α. Γαλατσάνος, ο Α/ΓΕΝ Π. Αραπάκης και ο Α/ΓΕΑ Α. Παπανικολάου αποφάσισαν μαζί με τον Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη να συγκαλέσουν την πολιτική ηγεσία της χώρας με σκοπό τον σχηματισμό πολιτικής Κυβερνήσεως. Η σύσκεψη προγραμματίστηκε για τις 2μ.μ της ίδιας μέρας, ενώ κλήθηκαν να πάρουν μέρος πολιτικά πρόσωπα της χώρας όπως οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος, Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, Σ. Στεφανόπουλος, Σ. Μαρκεζίνης και Ξ. Ζολώτας. Οι πολιτικοί αποδέχτηκαν την πρόταση των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, αφού τους διαβεβαίωσαν ότι έχει επιτευχθεί ο πλήρης έλεγχος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας, μετά το πέρας της συνεδριάσεως αποφασίσθηκε η άμεση κλήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για να του ανατεθεί η Πρωθυπουργία της χώρας και να του δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Πράγματι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποδέχθηκε την πρόσκληση από το Παρίσι.[5] Ο νέος Έλληνας Πρωθυπουργός κατέφθασε στο αεροδρόμιο Ελληνικού τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, όπου έτυχε μεγάλης υποδοχής από τα πλήθη του Ελληνικού λαού.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974 σχημάτισε απευθείας κυβέρνηση, η οποία ως μη κοινοβουλευτική, ονομάσθηκε «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος», με Υπουργούς τους: Γ. Μαύρο, Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Στεφανόπουλο, Σ. Μαρκεζίνη, Ξ. Ζολώτα, Σ. Γκίκα, Γ. Ράλλη, Ν. Λούρο.
Η ορκωμοσία της «Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητος» έλαβε χώρα παρουσία του Αρχηγού του Κράτους Φαίδωνος Γκιζίκη, βάσει του άρθρου 43 του δικτατορικού (ψευδο)συντάγματος του 1968/1973. Επίσης η Κυβέρνηση αποφάσισε να παραμείνει στη θέση του ο Αρχηγός του δικτατορικού κράτους, έως ότου εκλεγεί νέος αρχηγός από τη νέα βουλή, που θα έχει την εμπιστοσύνη του λαού και δεδομένου ότι δεν θα επιλεγόταν από το λαό η Βασιλευομένη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος.
Β΄ ΦΑΣΗ[6]
Με αυτά τα δεδομένα, η «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος» ήταν μία de facto Κυβέρνηση, της οποίας η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν ήταν εφικτή. Όμως, θεμελιωνόταν στα πραγματικά κριτήρια της λαϊκής προσχώρησης σε αυτή και της καθολικής λαϊκής αναγνώρισής της. Αυτού του τύπου συνταγματικά κριτήρια θύμιζαν περισσότερο κυβερνήσεις επαναστατικών περιόδων και μεταπολιτεύσεων της νεότερης ιστορίας, οι οποίες στερούνταν γραπτού συντάγματος. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί πως ελλείψει αυτών των κριτηρίων σχηματίστηκε ποινική δίωξη των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος με τις καταδικαστικές αποφάσεις 477/1975 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και το Βούλευμα 683/1975 του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου[7], από το οποίο και διαπιστώθηκε η ύπαρξη των στοιχείων εκείνων που θεμελίωναν τη λαϊκή αναγνώριση της «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος ».
Γ΄ ΦΑΣΗ[8]
Στις 17 Νοεμβρίου 1974 διεξάγονται εκλογές, σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας και εφαρμόζοντας όλα τα συνταγματικά δικαιώματα που εγγυάται ένα δημοκρατικό κράτος. Εκλέχθηκε η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, μεγάλος νικητής των εκλογών ήταν το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το οποίο έλαβε ποσοστό 54,37% κερδίζοντας 220 από τις 300 έδρες. Η νέα Κυβέρνηση ορκίστηκε στις 21 Νοεμβρίου 1974.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1974 με προεδρικό διάταγμα 804/22.11.1974 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Δημιουργήθηκαν δύο ψηφοδέλτια και οι πολίτες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στη «ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και την «ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Ακολούθησαν δύο ιστορικές ομιλίες, μία του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ υπέρ της Βασιλευομένης δημοκρατίας, και μία του καθηγητή Γιώργου Κουμάντου υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ο λαός επέλεξε με ποσοστό 69,2%, ως μορφή πολιτεύματος την Αβασίλευτη Δημοκρατία.
Μετά την εγκαθίδρυση του νέου Πολιτεύματος περατώθηκε οριστικώς η ποινική δίωξη εναντίων των «πρωταιτίων» του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, καταδικάζοντας αυτούς σε ποινή θανάτου, εκτελεστέα σε ισόβια κάθειρξη. Με την ιστορική διακήρυξη της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΚΑΙΩ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΚΑΤΕΛΥΘΗ» θεμελιώθηκε η αρχή ότι το δίκαιο μη δημοκρατικά νομιμοποιημένο δεν καταλύει την δημοκρατία.[9]
Με το Γ΄ Ψήφισμα της 24ης Δεκεμβρίου 1974, συστάθηκε από όλα τα κόμματα τις Βουλής, μία κοινοβουλευτική Επιτροπή, με την ονομασία «Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Συντάγματος του 1975», με Πρόεδρο αυτής τον βουλευτή επικρατείας Κωνσταντίνο Τσάτσο. Έργο αυτής, η αναθεώρηση βασικών άρθρων του από 1ης Ιανουαρίου 1952 προσωρινού Συντάγματος. Ακόμα το Γ΄ Ψήφισμα όριζε ότι η επιτροπή θα πρέπει να διαμορφώσει ένα ενιαίο κείμενο με τα αναθεωρημένα και μη άρθρα του Συντάγματος και τυχόν καινούργιες σε αυτό διατάξεις.
Με το ΙΒ΄ Ψήφισμα της 9ης Ιουνίου 1975 , τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975 , αφού υπογράφηκε από το Πρόεδρο της Βουλής Κ. Παπακωνσταντίνου και δημοσιεύθηκε από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε Προεδρικό διάταγμα το οποίο συνυπέγραψε όλη η κυβέρνηση. Το εν λόγω ψήφισμα όριζε έναρξη ισχύος του Συντάγματος την 11η Ιουνίου 1975.
Το δικτατορικό καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα να απαρχαιώσει και να παρασύρει το Ελληνικό κράτος σε εποχές που θύμιζαν τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα, καταπατώντας βασικά και θεμελιώδη δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Δικαιώματα που παρέμειναν σε ισχύ ακόμα και τα σκληρά χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία είχαν αποκτηθεί ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους το 1830 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Η δημοσίευση του Συντάγματος του 1975 αποτελεί το τελευταίο στάδιο για τη μετάβαση στη Δημοκρατία και την πλήρη απόσχιση του Ελληνικού Κράτους από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967. Την 12η Ιουνίου 1975 η Ελλάδα πλέον εισέρχεται με λαμπρότητα και πλήρη αποδοχή από τον Ελληνικό λαό στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, μία Δημοκρατία με όραμα τους ελεύθερους πολίτες.
Γεώργιος Κριαράς
Φοιτητής Νομικής Παν. Νεάπολις Πάφου
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Το ανθεκτικό Σύνταγμα του 1975, σε: kathimerini.gr
[2] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Το ανθεκτικό Σύνταγμα του 1975, σε: kathimerini.gr
[3] Βλ. για αυτό το ζήτημα, Γ. Κασιμάτη, Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975 ,ΙΔΡΥΜΑ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2005, σελ. 11-13
[4] Βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες, Γ. Κασιμάτη, Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975, όπ.π., σελ. 21-24.
[5] Σε γράμμα του προς τον φίλο του και δικηγόρο κ. Γ. Αβτζή αναφέρει: «Ξέρεις ποια είναι η έννοια της πολιτικής για μένα; Η θέληση και η ικανότητα να θυσιάζεσαι για τον τόπο σου», βλ. Κ. Τσάτσου, Ο άγνωστος Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε, 1984, σελ. 22.
[6] Βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες, Γ. Κασιμάτη, Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975, όπ.π., σελ. 25-33.
[7] Βλ. ΑΠ 683/1975: Ή Κυβέρνηση που εξέδωσε την από 1/1-8-1974 Συντ. πράξη και ή Βουλή που εξέδωσε το Δ’ Ψήφισμα της 18-1-1975, που θέσπισαν ότι το πραξικόπημα της 21-4-1967 ουδεμία έννομη συνέπεια επέφερε, είχαν πρωτογενή συντακτική εξουσία και δεν δεσμεύονταν από την συνταγματική αρχή της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων..
[8]. Βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες, Γ. Κασιμάτη, Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975, όπ.π., σελ. 34-42.
[9] Το δίκαιο οφείλει την ισχύ του στο γεγονός ότι έχει τεθεί από την κρατική και κοινωνική εξουσία. Βλ. Α. Γεωργιάδη, Εισαγωγή στη Νομική Επιστήμη, Εκδόσεις Π.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, σελ. 104.