Search
Close this search box.

Τα συνταγματικά της δυσπιστίας (και των Τεμπών)

Ο Κώστας Μποτόπουλος αναλύει τις συνταγματικές όψεις της πρόσφατης πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, καθώς και τον θεσμικό ρόλο και τη λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής για τα Τέμπη.

Η πρόσφατη πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, με επίκεντρο το τρομερό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και τον τρόπο διερεύνησής του, έθεσε σε πρακτική και ερμηνευτική δοκιμασία μια σειρά από συνταγματικές προβλέψεις. Όχι για πρώτη φορά, οι προβλέψεις αυτές περισσότερο κακοποιήθηκαν παρά αξιοποιήθηκαν.

Σε σχέση με τη λειτουργία και το έργο της Εξεταστικής Επιτροπής που συστάθηκε για τα Τέμπη, κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος, παρατηρήθηκε το γνωστό αλλά θεσμικά ανώμαλο (ιδίως όταν καθίσταται κανόνας) φαινόμενο της πλήρους κομματικοποίησης ενός θεωρητικά στοχεύοντος σε αποκάλυψη της αλήθειας κοινοβουλευτικού οργάνου. Αποδεικνύεται από τα κομματικού τύπου επιχειρήματα και την εν γένει αντιπαράθεση, την πλημμελή εξέταση στοιχείων και μαρτύρων, λόγω αποκλεισμών από την πλειοψηφία, και, κυρίως, την κατάθεση ξεχωριστών «πορισμάτων» από τα κόμματα, που, εν τοις πράγμασι, ακυρώνουν τον λόγο ύπαρξης αλλά και το όποιο έργο της Επιτροπής.

Με την αναθεώρηση του 2019 δόθηκε, ορθά, η δυνατότητα στη μειοψηφία (πρόταση τουλάχιστον δέκα βουλευτών και υπερψήφιση από τα 2/5 του συνόλου, δηλαδή από 120 βουλευτές) να συνιστά (δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο) εξεταστικές Επιτροπές. Έμεινε όμως αλώβητη τόσο η βάσει της δύναμης των κομμάτων, δηλαδή πλειοψηφικού χαρακτήρα, σύνθεση των Εξεταστικών Επιτροπών (άρθρο 68 παρ. 3), όσο και η σιωπή του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής ως προς το πόρισμα, και γενικά το αποτέλεσμα, με το οποίο ολοκληρώνεται το έργο της Επιτροπής. Οι εξεταστικές Επιτροπές, από τη φύση τους, και χωρίς να χάνουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, δεν ταυτίζονται με τις κοινοβουλευτικές Επιτροπές, στις οποίες είναι λογικό να ακολουθείται η αναλογία με την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων. Ούτε έχει καμία – νομική και κοινοβουλευτική – λογική να μην προβλέπεται η υποχρέωση για ένα συνολικό πόρισμα, έστω με μειοψηφίες και έτσι να οδηγούμαστε στο μόνιμο αποτέλεσμα να παραδίδονται ξεχωριστά κείμενα, με κομματική αποκλειστικά σφραγίδα και χωρίς καμία χρησιμότητα.

Αναφορικά με την ίδια την πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ. 2 έως 7),πρέπει καταρχήν να ειπωθεί, όσο και αν θεωρηθεί σχολαστικισμός που δεν συνάδει με την πολιτική πραγματικότητα, ότι επίσημη πρόταση στην οποία χρησιμοποιούνται εκφράσεις του τύπου «εγκληματική προσπάθεια συγκάλυψης», «πρωτοφανής απαξίωση του κράτους δικαίου και των θεσμών», «η Ελλάδα μοιάζει όλο και λιγότερο με ευρωπαϊκή χώρα», δεν προσιδιάζουν, και πάντως φτηναίνουν, έναν κορυφαίας σημασίας κοινοβουλευτικό θεσμό.

Παρανόηση υπήρξε και για τη σχέση της ψήφου δυσπιστίας με τη ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 84 παρ.1 και 4 έως 7): από τη στιγμή που κατατεθεί, όπως και έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόταση δυσπιστίας σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 84 (μετά την πάροδο εξαμήνου από την προηγούμενη και υπογεγραμμένη από τουλάχιστον 50 βουλευτές) δεν υπάρχει δυνατότητα «τροπής της» – όπως κάποια στιγμή αφέθηκε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να γίνει, αν και τελικά δεν έγινε – σε πρόταση εμπιστοσύνης με μονομερή ενέργεια της κυβέρνησης. Η έκφραση «η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης οποτεδήποτε», που χρησιμοποιείται στην παράγραφο 1 του άρθρου 84 και στο άρθρο 141 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής, σημαίνει «οποτεδήποτε έχει την πρωτοβουλία η κυβέρνηση» και άρα όχι όταν έχει υποβληθεί, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, πρόταση δυσπιστίας.  Και τούτο γιατί, η πρόταση δυσπιστίας έχει άλλη λειτουργία από την πρόταση εμπιστοσύνης (να ανατραπεί η κυβέρνηση η πρώτη, να επιβεβαιωθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής η δεύτερη) και, κυρίως, απαιτούν διαφορετικές πλειοψηφίες για να γίνουν δεκτές: απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 151, η πρώτη, απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, όχι κατώτερη των 2/5 του συνόλου, δηλαδή τουλάχιστον 120, η δεύτερη. Τρεπόμενη, θεσμικά και διαδικαστικά, σε «εμπιστοσύνη», η «δυσπιστία» θα έχανε το νόημά της και θα άλλαζε «χέρια»: από την αντιπολίτευση θα περνούσε στην κυβέρνηση, και μάλιστα με πιο χαμηλό κατώφλι επιτυχίας. Η έκφραση «να επιβεβαιωθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής στην κυβέρνηση», που έχουν στο παρελθόν χρησιμοποιήσει κυβερνήσεις κατά των οποίων ασκήθηκε πρόταση δυσπιστίας, δεν μπορεί παρά να έχει την έννοια εμπιστοσύνης που απορρέει από την ενδεχόμενη – σχεδόν βέβαια σε περίπτωση κυβέρνησης με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία – απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας – αλλά υπό τους θεσμικούς και αριθμητικούς όρους της δυσπιστίας.

Μεγάλη σύγχυση προκλήθηκε από δηλώσεις και αιτήματα σχετικά με τη λειτουργία του άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών, αφού σημαντικό μέρος της όλης συζήτησης περί τα Τέμπη κατέλαβε, στην κοινοβουλευτική και εν γένει δημόσια συζήτηση, το ζήτημα της ενδεχόμενης ευθύνης ενός ή περισσότερων Υπουργών Μεταφορών.

Καταρχάς να τονιστεί το αυτονόητο: οι προβλέψεις του άρθρου 86 δεν μπορούν να «παραμερισθούν» με κανένα τρόπο, «ερμηνεία», ή μέθοδο. Ούτε με τη συλλογή υπογραφών από πολίτες: η νεοεισαχθείσα με την αναθεώρηση του 2019 δυνατότητα που δόθηκε, στο άρθρο 73 παρ. 6, σε τουλάχιστον 500.000 πολίτες να ζητούν από τη Βουλή να επιληφθεί «κοινωνικού ζητήματος», δεν έχει, ούτε μπορεί να αποκτήσει, το νόημα μιας, με άλλο τρόπο, πέραν της αναθεώρησης (άρθρο 110), «αλλαγής» ή «διαφορετικής εφαρμογής» διατάξεων του Συντάγματος. Ούτε μπορούν να «παραμερισθούν» με αίτημα κάποιου κόμματος ή και σύσσωμης της αντιπολίτευσης (ακόμα και με απόφαση της πλειοψηφίας ή και σύσσωμης της Βουλής), ούτε με παρεμβολή κάποιου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την κακή συνήθεια να θεωρείται από κάποιους ότι είναι δυνατόν να «παραμερισθούν» ή να «παγώσουν» ρητές διατάξεις του Συντάγματος, εισήγαγε, στο εγχώριο σύστημα, η επίσης πρόσφατη συζήτηση, και τελικά η ψήφιση νόμου (η συνταγματικότητα του οποίου μένει να κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια) για τα λεγόμενα «ιδιωτικά πανεπιστήμια» – εκεί επρόκειτο για την παράκαμψη των διατάξεων του άρθρου 16, και ιδίως της παραγράφου 8. Για το άρθρο 86 ισχύει ό,τι ίσχυε και για το άρθρο 16: μόνο αν αναθεωρηθεί, κατά τη διαδικασία του άρθρου 110, μπορεί να του δοθεί περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που έχει υπό την παρούσα ρητή και αυστηρή του μορφή. Άλλο ζήτημα είναι η σκοπιμότητα αναθεώρησης του άρθρου 86, το οποίο, πράγματι, είναι πολύ περίπλοκο και εξαρτά σε υπερβολικό βαθμό τη δίωξη Υπουργών από αποφάσεις της Βουλής.

Διαφορετικής ποιότητας, αφού αφορά σε αρμοδιότητες και μάλιστα σχετικές με τη συνύπαρξη εθνικών και ενωσιακών κανόνων, είναι το ζήτημα του με κάποιο τρόπο «παραμερισμού» της συνταγματικής πρόβλεψης για απόδοση ευθύνης σε Υπουργούς, με σκοπό την προσήκουσα λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η ασκούσα σήμερα χρέη Ευρωπαίου Εισαγγελέα αυτό έμμεσα υπαινίχθηκε, κάνοντας λόγο για «παρεμπόδιση του έργου της», λόγω της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 86. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δυνατότητα παραμερισμού του άρθρου 86 ούτε με αυτόν τον τρόπο υπάρχει. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου σχετικά με «την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», αναφέρει, στο άρθρο 5 παρ. 3, ότι για τις «έρευνες και τις διώξεις που κινούνται για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», το εθνικό δίκαιο «εφαρμόζεται στο βαθμό που δεν ρυθμίζεται από τον παρόντα Κανονισμό» – ο οποίος, προφανώς, δεν ρυθμίζει, ούτε μπορούσε να ρυθμίσει, ζητήματα ευθύνης Υπουργών των κρατών-μελών. Αναφέρεται επίσης ότι «σε περίπτωση που ένα ζήτημα ρυθμίζεται και από το εθνικό δίκαιο και από τον παρόντα Κανονισμό» – όταν δηλαδή υπάρχει «σύγκρουση» κανόνων – «υπερισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού» – όμως, σχετικά με τον τρόπο απόδοσης, σε κάθε κράτος -μέλος, της ευθύνης σε Υπουργούς δεν υπάρχει σύγκρουση, ώστε να τεθεί ζήτημα υπερίσχυσης. Εννοείται πάντως ότι αυτή η σχέση κανόνων και αρμοδιοτήτων σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ούτε την επίκληση της παρέμβασης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα για να «πέσει η κυβέρνηση», που έγινε από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ούτε, αντίστροφα, την πέρα από το όριο – «αντιθεσμική», «να τιμωρηθεί» – επίκριση του ίδιου ενωσιακού οργάνου από κυβερνητικά στελέχη.

Λανθασμένη κατανόηση του άρθρου 86 του Συντάγματος προδίδουν, επίσης, τρεις δηλώσεις/ανακοινώσεις:

α) πρώην Υπουργού Μεταφορών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ζήτησε, για να μην υπάρχουν υπόνοιες απόσεισης ευθυνών, την κίνηση σε βάρος του δίωξης με βάση την παράγραφο 5 του άρθρου 86, που προβλέπει ότι «αν για οποιονδήποτε λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου … να συστήσει ειδική Επιτροπή…». Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται μόνο όταν έχει ασκηθεί, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 86, η δίωξη – αυτό σημαίνει «αν δεν περατωθεί»: ότι ξεκίνησε αλλά για κάποιο λόγο δεν ολοκληρώθηκε – και όχι ως αφετηρία άσκησης της δίωξης, 

β) πρώην Υπουργού Μεταφορών κατά την προηγούμενη θητεία της Νέας Δημοκρατίας, του κυρίως (χρονικά τουλάχιστον) εμπλεκόμενου με το δυστύχημα στα Τέμπη, ότι δεν έχει, και δεν θα κρυφθεί πίσω από, «καμία ασυλία». Άλλο ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας (άρθρο 61 του Συντάγματος) και άλλος ο τρόπος δίωξης, κατά το άρθρο 86, ενός Υπουργού ή πρώην Υπουργού (που μπορεί, τη στιγμή της δίωξης, να μην είναι καν βουλευτής, όπως συμβαίνει με τον πρώην Υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ που προαναφέρθηκε),

γ) της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάλεσε την κυβέρνηση να «δεσμευθεί για συγκρότηση προανακριτικής (για τα Τέμπη), προκειμένου να ενεργοποιηθεί (και μάλιστα «άμεσα») το άρθρο 86», και, στη συνέχεια, «να οδηγηθεί (ο συγκεκριμένος πρώην Υπουργός) στην τακτική δικαιοσύνη, ώστε να δικαστεί με βάση τις μηνύσεις των συγγενών των θυμάτων». Ούτε εξαρτάται, ή σχετίζεται, η άσκηση δίωξης σε Υπουργό από τη Βουλή με το έργο προανακριτικής επιτροπής, ούτε είναι δυνατόν να ασκηθεί δίωξη με μήνυση οποιουδήποτε προσώπου (μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει τη δίωξη), ούτε μπορεί να κριθεί Υπουργός ή πρώην Υπουργός από την τακτική δικαιοσύνη (αλλά μόνο από το Ειδικό δικαστήριο του άρθρου 86 παρ. 4). Τελευταίο, και «οριζόντιο», ζήτημα συνταγματικής τάξης ανέκυψε από τις δηλώσεις του αρχηγού και άλλων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί «διενέργειας εκλογών – και των ευρωεκλογών – με την παρουσία διεθνών παρατηρητών και τη συνδρομή των ευρωπαϊκών θεσμών». Κανονικά, τέτοιες δηλώσεις, που όχι μόνο αντιστρατεύονται το πολίτευμα της χώρας αλλά και αυτοανακηρύσσουν, εκ των έσω, την Ελλάδα σε «δημοκρατική μπανανία», δεν θα έπρεπε καν να σχολιάζονται – ακόμα και αν εκληφθούν ως αστείο, πρόκειται για απαράδεκτο αστείο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά αναγκαίο να σχολιαστούν, καθώς φανερώνουν την υποταγή της συνταγματικής και δημοκρατικής τάξης στον βωμό κομματικών σκοπιμοτήτων, και μάλιστα από ένα πρόσωπο και ένα κόμμα, που υποτίθεται ότι φιλοδοξούν να αναζωογονήσουν την πολιτική ζωή της χώρας.  

Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Αφιέρωμα // Δικτατορία των Συνταγματαρχών: Οι συνταγματικοί πειραματισμοί (1967-1974)

Τα συνταγματικά κείμενα της στρατιωτικής δικτατορίας αποτέλεσαν τους καρπούς των προσπαθειών της για διαμόρφωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα εξασφάλιζε διάρκεια και συνέχεια στην εξουσία των εμπνευστών τους.

Περισσότερα

Υπερδιεύρυνση αρμοδιοτήτων Ρυθμιστικών Αρχών και αποτελεσματικότητα του εποπτικού τους ρόλου: Η περίπτωση της διευρυμένης Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (Ρ.Α.Α.Ε.Υ.)

Ο Αντώνης Μεταξάς (Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών & Επισκ. Καθηγητής, στο Πανεπιστήμιο Βερολίνου) γράφει για τη διευρυμένη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, εκφράζοντας παράλληλα τους προβληματισμούς του σχετικά με την ουσία, αλλά και τις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής.

Περισσότερα

Υποχρεωτικός Εμβολιασμός και Σύνταγμα

Η πανδημία, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, επιτάσσει τον αναστοχασμό πάνω στις παραδοσιακές σταθμίσεις μεταξύ αντιτιθέμενων δικαιωμάτων και αγαθών. Η ανθεκτικότητα των δικαιωμάτων ενισχύεται όταν η κρατούσα άποψη επανεξετάζεται με βάση την εξέλιξη των δεδομένων. Ο συνδυασμός της αρχής της πρόληψης με την αρχή της αναλογικότητας μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.