Θέση του ζητήματος – Τα θιγόμενα θεμελιώδη δικαιώματα υπό καθεστώς πανδημίας
Η εμφάνιση και έξαρση, αν και περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες, της πανδημίας στην χώρα μας, πέραν των υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της, οι οποίες αναμφίβολα βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και συζήτησης τις τελευταίες εβδομάδες, ήγειρε αν και σε μικρότερο βαθμό πολιτικούς, νομικούς και κυρίως συνταγματικούς προβληματισμούς. Οι προβληματισμοί αυτοί έγκεινται στην συνταγματική νομιμότητα της λήψης των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και την θέση τους σε ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος δικαίου.[1]
Η αλήθεια είναι ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν θίγουν και μάλιστα σε δραστικό βαθμό την άσκηση σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως την ελευθερία της κίνησης (άρθρο 5 παρ. 3 και 4 Σ), την θρησκευτική ελευθερία ως ελευθερία της λατρείας (άρθρο 13 παρ. 2 Σ), την ελευθερία στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο (9Α Σ), την ιδιοκτησία (άρθρο 17 Σ), την ελευθερία του συνέρχεσθαι (άρθρο 11 παρ. 1 Σ), ιδιαίτερες εκφάνσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας όπως η επαγγελματική ελευθερία, ή ως εκφάνσεις του γενικού δικαιώματος του πράττειν, στο μέτρο που δεν προστατεύονται από τα παραπάνω ειδικότερα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η άθληση σε ανοικτούς ή κλειστούς χώρους, η κολύμβηση κλπ (άρθρο 5 παρ. 1 Σ)[2] ακόμη και τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο (άρθρο 9 παρ. 1 Σ).
Όλα σχεδόν τα παραπάνω δικαιώματα προστατεύονται και από διεθνείς συμβάσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει υπογράψει και επικυρώσει η χώρα μας και κυρίως από την ΕΣΔΑ (άρθρα 8, 9 και 11 ΕΣΔΑ, άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ), αλλά και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν είναι πρωτόγνωροι και αφορούν δραστηριότητες της κοινωνικής μας ζωής που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ότι πέραν των άλλων ανήκουν στον πυρήνα της ελεύθερης δραστηριότητάς μας, όπως η προσέλευση στους ναούς για την Θεία Λειτουργία της Κυριακής, τις Ακολουθίες των Χαιρετισμών ή ακόμη και της Μεγάλης Εβδομάδας, της Αναστάσεως και του Πάσχα, η ψυχαγωγία μας κατά τον ελεύθερο χρόνο μας στα πάρκα, τις παραλίες ή τα κέντρα αναψυχής και την συνάθροισή μας όχι μόνο σε ανοικτούς αλλά και σε κλειστούς χώρους ακόμη και στα σπίτια μας. Τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι εάν οι περιορισμοί αυτοί, που επιβλήθηκαν με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου κατά το άρθρο 44 παρ. 1 Σ δικαιολογούνται συνταγματικά τόσο διαδικαστικά όσο και ουσιαστικά.
Οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις και προϋποθέσεις για τον θεμιτό περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων
Τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, όπως τα προαναφερθέντα αποτελούν αμυντικά δικαιώματα που ιδρύουν αξίωση και μάλιστα αγώγιμη του φορέα τους κατά του Κράτους για αποχή. Αποτελούν τα περισσότερα παραδοσιακά δικαιώματα του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Δεν προστατεύονται, όμως, απεριόριστα. Από την άλλη η παρέμβαση του Κράτους στο πεδίο προστασίας τους με την μορφή περιορισμών, πρέπει να γίνεται τηρουμένων κάποιων βασικών δικαιοκρατικών εγγυήσεων, η τήρηση των οποίων καθιστά τον περιορισμό συνταγματικά επιτρεπτό και δικαιολογημένο, η μη τήρησή τους αντίθετα ή η παραβίασή τους καθιστά τον περιορισμό συνταγματικά ανεπίτρεπτο και κατά συνέπεια αντισυνταγματικό. Οι εγγυήσεις αυτές, οι οποίες αποκαλούνται περιορισμοί των περιορισμών (Schranken-Schranken), είναι:
α) Η αρχή της επιφύλαξης του νόμου, ότι δηλ. οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να επιβάλλονται με νόμο, τυπικό καταρχήν, ο οποίος μπορεί να εξουσιοδοτεί προς τούτο την Διοίκηση κατά τους ορισμούς του άρθρου 43 παρ. 2 Σ για την έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων και με βάση την αρχή της νομιμότητας για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων,
β) η αρχή της αναλογικότητας, με βάση την οποία οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να εξυπηρετούν έναν θεμιτό σκοπό και να είναι κατάλληλοι (πρόσφοροι), αναγκαίοι και αναλογικοί υπό στενή έννοια για την επίτευξη του σκοπού αυτού και τέλος
γ) η απαγόρευση παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος.
Οι δύο πρώτοι περιορισμοί των περιορισμών έχουν ήδη ενδυθεί τον τύπο ρητής συνταγματικής πρόβλεψης στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ο τελευταίος προκύπτει από την γενική συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ Σ, επίσης όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την αναθεώρηση του 2001, αρχές που ούτως ή άλλως γινόταν δεκτό ότι ίσχυαν και πριν την expressis verbis κατοχύρωσή τους στο συνταγματικό κείμενο.
Κατά συνέπεια, η τήρηση των προαναφερθεισών δικαιοκρατικών εγγυήσεων αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός συνταγματικά δικαιολογημένου και ενός συνταγματικά αδικαιολόγητου περιορισμού στην άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος.
Η αρχή της επιφύλαξης του νόμου
Με βάση την ειδικότερη έκφανση της αρχής της επιφύλαξης του νόμου ως προς την επιβολή περιορισμών στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων (grunderechtlicher Gesetzesvorbehalt)[3], που φαίνεται να έχει υιοθετήσει ρητά το Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ένα θεμελιώδες δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί ως προς την άσκησή του μόνο με νόμο. Ως νόμος, όπως προαναφέρθηκε, εννοείται καταρχήν ο τυπικός, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, όμως, οι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν και με ουσιαστικό νόμο.
Ως προς την αρχή της επιφύλαξης του νόμου πρέπει να επισημάνουμε ότι ο προβληματισμός που αφορά τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου αίρεται από την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 44 παρ. 1 εδ. α΄ Σ για την έκδοσή τους, δηλ. των έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, οι οποίες συντρέχουν άνευ ετέρου στην προκειμένη περίπτωση. Θα λέγαμε ότι οι παρούσες συνθήκες αποτελούν τον ορισμό της πλήρωσης των ως άνω αόριστων νομικών εννοιών που χρησιμοποιεί το άρθρο 44 παρ. 1 εδ. α΄ Σ.
Πρόβλημα δεν δημιουργεί το γεγονός ότι η ΠΝΠ δεν είναι καταρχάς τυπικός νόμος, διότι αποτελεί ιδιότυπο νόμο, ο οποίος εκδίδεται μεν από τα κατ’ άρθρο 26 παρ. 2 Σ όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (ΠτΔ και Κυβέρνηση) ως πράξη της εξουσίας αυτής και υπό αυτή την έννοια αποτελεί ουσιαστικό νόμο, κυρώνεται όμως από την Βουλή κατά το εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 44 Σ και αποκτά, και μάλιστα αναδρομικά από την αρχική έκδοσή της, σύμφωνα με την συνήθη δικαιοπαραγωγική διαδικασία (συζήτηση, ψήφιση από την Βουλή, έκδοση και δημοσίευση από τον ΠτΔ) ισχύ τυπικού νόμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και το ΣτΕ τις αντιμετωπίζει ως ιδιότυπους τυπικούς νόμους που δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Κατά συνέπεια ουδέν συνταγματικό πρόβλημα υφίσταται από το γεγονός ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται ή προβλέπονται με ΠΝΠ, όπως δεν υφίσταται συνταγματικό πρόβλημα από την περαιτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση που δίνουν οι πράξεις αυτές στα όργανα της Διοικήσεως αρκεί να τηρούνται οι προϋποθέσεις και των δύο εδαφίων του άρθρου 43 παρ. 2 Σ ανάλογα με το κάθε φορά εκδόν την διοικητική πράξη διοικητικό όργανο, ΠτΔ με πρόταση του αρμοδίου ή των συναρμοδίων Υπουργών (άρθρο 43 παρ. 2 εδ. α΄ Σ) ή λοιπά πλην του ΠτΔ όργανα της Διοικήσεως (άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ Σ).
Ιδιαίτερα ζητήματα τήρησης της αρχής της επιφύλαξης του νόμου ανακύπτουν στις περιπτώσεις που οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν τα επιμέρους θεμελιώδη δικαιώματα δεν περιέχουν επιφύλαξη του νόμου με γενικό χαρακτήρα (π.χ. κατά την συνήθη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο συνταγματικός νομοθέτης «όπως νόμος ορίζει», όπως στα άρθρα 5 παρ. 3, 9Α εδ. α΄ Σ κ.α.), αλλά επιφύλαξη για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων λόγων και την προστασία συγκεκριμένων έννομων αγαθών, όπως το άρθρο 5 παρ. 1, 4 και η ερμηνευτική της παρ. 4 δήλωση, το άρθρο 11 παρ. 2 ή το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. β΄ Σ.
Η προστασία της ζωής και της υγείας
Δεν χωρά αντίλογο και δεν χρειάζεται να εκτεθεί περαιτέρω ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν για την προστασία της ζωής και της υγείας. Τα δύο αυτά έννομα αγαθά δεν περιλαμβάνονται exressis verbis στους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις περιπτώσεις των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και της θρησκευτικής λατρείας. Μία ερμηνευτική προσέγγιση αποτελεί η αναγωγή του εδ. δ΄ του άρθρου 25 παρ. 1 Σ σε γενική επιφύλαξη του νόμου για όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την ερμηνευτική αρχή lex posterior derogat legi priori, καθότι το εδ. δ΄ της διάταξης αυτής είναι μεταγενέστερο (2001) από τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2 και 13 παρ. 2 εδ. β΄ Σ ή όποιων άλλων διατάξεων προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα και περιέχουν επιφύλαξη νόμου ειδικού χαρακτήρα (πρβλ. επίσης άρθρο 9 , 19 Σ) ή δεν περιέχει καθόλου επιφύλαξη του νόμου (πρβλ. άρθρο 16 παρ. 1 Σ). Παρ’ όλα αυτά δεν συμμεριζόμαστε την άποψη αυτή, όπως δεν συμμεριζόμαστε και την άποψη που δέχεται μια γενική επιφύλαξη υπέρ του νομοθέτη να περιορίζει άνευ ετέρου θεμελιώδη δικαιώματα από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 Σ ούτε την άποψη που δέχεται το επιτρεπτό της επιβολής περιορισμών και μόνο για χάρη του γενικού συμφέροντος.[4] Οι διατάξεις που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα και προβλέπουν ή δεν προβλέπουν περιορισμούς τους είναι ειδικότερες σε σχέση προς αυτές τις διατάξεις.
Άλλωστε κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη οι νέες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 Σ έχουν απλά επιβεβαιωτικό-δηλωτικό χαρακτήρα, η δε κατοχύρωση της αρχής της επιφύλαξης του νόμου έχει την έννοια ότι ο περιορισμός σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιβάλλεται ή να προβλέπεται από τυπικό νόμο ή κατ’ εξουσιοδότηση αυτού από ουσιαστικό νόμο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την δικαιολογητική βάση (sedes materiae) των περιορισμών στα δικαιώματα αυτά για τις πέραν των εκ της συνταγματικής τους θέσης δικαιολογητικών βάσεων.
Τα έννομα αγαθά της ζωής και της υγείας έχουν αφενός την μορφή ατομικών (υποκειμενικών) θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται το μεν δικαίωμα στην ζωή από τα άρθρα 2 παρ. 1και 5 παρ. 2 Σ (πρβλ. και άρθρο 2 ΕΣΔΑ), το δε δικαίωμα στην υγεία από το άρθρο 5 παρ. 5 Σ ως αμυντικό θεμελιώδες δικαίωμα και από το άρθρο 21 παρ. 3 Σ ως κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα. Παράλληλα τα ως άνω δικαιώματα συνθέτουν και την δημόσια υγεία ως συλλογικό έννομο αγαθό, αναμφίβολα άξιο προστασίας ως τέτοιο.
Το ότι τα ως άνω θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν έννομα αγαθά συνταγματικής περιωπής αναβαθμίζει και σε τυπικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο την ανάγκη προστασίας τους. Για μεν τους περιορισμούς στα δικαιώματα των άρθρων 5 παρ. 1 Σ τα δικαιώματα αυτά εντάσσονται τόσο στα δικαιώματα των άλλων όσο και στο Σύνταγμα, πέραν του ότι το ΣτΕ ορθά έχει συναγάγει από την τριάδα των λόγων δικαιολόγησης των περιορισμών στην διάταξη αυτή μία γενική επιφύλαξη του νόμου.
Η εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης ατομικών διοικητικών μέτρων στην ελευθερία της κίνησης
Για δε το δικαίωμα στην ελευθερία της κίνησης του άρθρου 5 παρ. 4 Σ ισχύει η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου αυτού, που προβλέπει expressis verbis την προστασία της δημόσιας υγείας ως δικαιολογητικό λόγο της εξαίρεσης από τον κανόνα της απαγόρευσης ατομικών διοικητικών μέτρων στην ελευθερία της κίνησης, εάν θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη αυτή.[5] Το δε δικαίωμα του άρθρου 9Α Σ υπόκειται στην γενική επιφύλαξη του νόμου. Σε τυπικό πλαίσιο, λοιπόν, που θα εξεταστεί στο παρόν, η αναβάθμιση της δημόσιας υγείας ως συνταγματικού αγαθού, που προκύπτει από τα ως άνω θεμελιώδη δικαιώματα σημαίνει ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που η δημόσια υγεία δεν αποτελεί λόγο περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως στην περίπτωση των περιορισμών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι κατ’ άρθρο 11 παρ. 2 Σ[6] και του δικαιώματος στην θρησκευτική λατρεία κατά το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. β΄ Σ[7], οι περιορισμοί των δικαιωμάτων αυτών δικαιολογούνται για την εξυπηρέτηση και προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων τόσο των ίδιων των φορέων όσο και τρίτων προσώπων και μάλιστα σε πολύ ευρεία έκταση εντός του πληθυσμού ως ενδογενείς και εξυπακουόμενοι περιορισμοί κάθε θεμελιώδους δικαιώματος (immanente Grundrechtsschranken).
Κατά συνέπεια υπό την έποψη της αρχής της επιφύλαξης του νόμου οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί με ΠΝΠ στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του συνόλου του πληθυσμού είναι συνταγματικά επιτρεπτοί.
Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε στον έλεγχο της συνταγματικότητας των περιορισμών με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της απαγόρευσης παραβίασης του πυρήνα των περιοριζομένων στην άσκησή τους θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Υποσημειώσεις:
[1] Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη έχει ασκηθεί η πρώτη αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ κατά διοικητικών πράξεων που προβλέπουν περιορισμούς για την καταπολέμηση της πανδημίας, ενώ η προβληματική δεν αποκλείεται να απασχολήσει και τα ποινικά δικαστήρια καθώς και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δεδομένου ότι σε ορισμένες περιπτώσεις παραβίασης των περιοριστικών μέτρων προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
[2] Εδώ θα θέλαμε να παραθέσουμε τα κλασικά παραδείγματα από την νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται σε όλα τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια και διδάσκονται σε όλες τις νομικές σχολές της Γερμανίας, του ταΐσματος των σπουργιτιών στο πάρκο– BVerfGE τόμ. 54, σελ. 143 επ. (Taubenfütterungsverbot) – και της ιππασίας στο δάσος– BVerfGE τόμ. 80, σελ. 137 επ. (Reiten im Wald) -, που κρίθηκε ότι προστατεύονται συνταγματικά ως ψυχαγωγικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής στο πλαίσιο του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ως γενικής ελευθερίας του πράττειν (allgemeine Handlungsfreiheit) του άρθρου 2 παρ. 1 ΘΝ, του αντίστοιχου άρθρου 5 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος.
[3] Η ειδικότερη αυτή έκφανση της επιφύλαξης του νόμου (grunderechtlicher Gesetzevorbehalt) αντιδιαστέλλεται από την γενική της μορφή υπό την έννοια της δράσης της Διοίκησης βάσει νόμου (Vorbehalt des Gesetzes) – πρβλ. Κ. Χρυσόγονος, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 315.
[4] Άποψη που αρχικά δεχόταν η νομολογία του ΣτΕ, ίσως και υπό την επίδραση της νομολογίας του υπό το καθεστώς του Σ 52, αλλά που έχει προ πολλού ξεπεράσει και εγκαταλείψει.
[5] Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 Σ μιλάει για απαγόρευση ατομικών διοικητικών μέτρων που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα in concreto την ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση στην χώρα. Η γραμματική ερμηνεία επιτρέπει e contrario την επιβολή γενικών νομοθετικών μέτρων. Η απαγόρευσή τους δικαιολογείται μόνο εάν γίνει διασταλτική ερμηνεία της παρ. 4 του άρθρου 5 Σ που θα εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της και τα in abstracto γενικά νομοθετικά μέτρα.
[6] Το άρθρο 11 παρ. 2 Σ ορίζει: «Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
[7] Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. β΄ Σ η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ειδικότερα για την δικαιολόγηση των περιορισμών στην θρησκευτική λατρεία έχει γίνει αναφορά της παρ. 4 του άρθρου 13 Σ που απαγορεύει την επίκληση των θρησκευτικών πεποιθήσεων για την απαλλαγή από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή την άρνηση συμμόρφωσης προς τους νόμους. Θεωρώ ότι η εν λόγω δικαιολογητική βάση δεν είναι ενδεδειγμένη στην προκειμένη περίτωση γιατί δεν αφορά το δικαίωμα στην θρησκευτική λατρεία ως forum externum της θρησκευτικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στην παρ. 2 εδ. α΄ του άρθρου 13 Σ και θίγεται εν προκειμένω, αλλά την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης ως forum internum της ελευθερίας αυτής, η οποία κατοχυρώνεται στην παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 13 Σ. Κατά συνέπεια αποτελεί δικαιολογητική βάση για την επιβολή περιορισμών από γενικούς νόμους σε αυτήν την ειδικότερη πτυχή της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία όμως δεν θίγεται με τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου