Search
Close this search box.

Μεταπολιτική, κρίση αντιπροσώπευσης και κομματικές εκλογές ΙI: Εισήγηση Λαμπρινής Ρόρη

Τι είναι μεταπολιτική; Χρησιμοποιείται δόκιμα ο όρος; Ποια τα στοιχεία που αναδείχθηκαν στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ; Η Λαμπρινή Ρόρη απαντά.

Το θέμα της συζήτησής μας “Μεταπολιτική, κρίση αντιπροσώπευσης και κομματικές εκλογές” βρίσκεται στην καρδιά της κομματικής πολιτικής και της πολιτικής συμπεριφοράς τουλάχιστον από το τέλος της δεκαετίας του 1980, με προοδευτική ένταση των εκδηλώσεων, αλλά και των επιπτώσεών του από τη δεκαετία του 1990.

Ωστόσο, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, έγινε τάση – εάν όχι μόδα – πρόσφατα με αφορμή την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, ο όρος μεταπολιτική χρησιμοποιείται σαν όρος ομπρέλα – με μεγάλες εννοιολογικές υπερεκτάσεις – για να εκφράσει μια σειρά από χαρακτηριστικά, πολλές φορές συμπεριλαμβάνοντας με λανθασμένο τρόπο σύγχρονες πτυχές της πολιτικής και της πολιτικής επικοινωνίας.

Τί είναι λοιπόν μεταπολιτική; Είναι κάτι νέο ή κάτι που προϋπάρχει και απλώς εντείνεται υπό την επίδραση των πρόσφατων εσωκομματικών εξελίξεων στο ΣΥΡΙΖΑ; Εάν είναι κάτι παλαιό, μήπως έχουμε πιο δόκιμους και ακριβείς όρους προκειμένου να περιγράψουμε το φαινόμενο;

Δύο είναι οι βασικές χρήσεις του όρου στη δημόσια σφαίρα:

Ξεκινώ από τον πλέον λανθασμένο και παραπλανητικό. Δεδομένης της ευρείας χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τον νέο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, ο όρος μεταπολιτική χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την κυριαρχία της προσωποποιημένης καμπάνιας και της επικοινωνίας πάνω στην πολιτική. Εάν η συζήτηση λοιπόν είναι αυτή – δηλαδή η χρήση της πολιτικής επικοινωνίας και κατά πόσο αυτή έχει ή δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο – τότε είναι λανθασμένη η χρήση του όρου.

Οι πολιτικοί επιστήμονες και οι επιστήμονες της επικοινωνίας έχουν χρησιμοποιήσει πιο δόκιμους όρους για την περιγραφή αυτών των φαινομένων, όπως η προσωποποίηση της πολιτικής, η μεσοποίηση της πολιτικής κοκ. Σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε ενδεχομένως για μια ένταση των φαινομένων αυτών, που σχετίζεται με το γεγονός ότι πλέον οι καμπάνιες έχουν πολλά κανάλια και μέσα άμεσης, αδιαμεσολάβητης επαφής υποψηφίων με τα εκλογικά σώματα. Θα δούμε τί σημαίνει αυτό για το κομματικό φαινόμενο. Θα αναπτύξω στη συνέχεια τις συνέπειες. Ωστόσο, πριν το κλείσω, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι δεν υπάρχει επικοινωνία χωρίς πολιτική. Ακόμα και η πιο στρογγυλοποιημένη εικόνα, ακόμα και τα πιο απολίτικα μηνύματα, έχουν στόχο την πειθώ. Με αυτή την έννοια παράγουν πολιτικά αποτελέσματα. Επίσης, η αυξημένη προσφορά των μέσων και των τεχνικών της επικοινωνίας, δεν προκαλεί απαραίτητα την απολιτικοποίηση, δεν υπάρχει δηλαδή μια σχέση αιτιότητας που apriori γνωρίζουμε. Μπορεί να είναι πιο απολίτικη μια καμπάνια, αλλά όχι επειδή χρησιμοποιεί κάποιο συγκεκριμένο μέσο απαραίτητα. Επίσης, μπορεί να είναι μια καμπάνια περισσότερο απολίτικη, αλλά να προκαλεί πολλές πολιτικές συνέπειες, περισσότερες από μια mainstream πολιτική καμπάνια.

Εάν με τον όρο μεταπολιτική εννοούμε την απέκδυση της πολιτικής από την ουσία της, τότε η χρήση του όρου είναι πάλι παλαιά και πάλι δυσκολεύομαι να καταλάβω το ζήλο για την επιστημονική χρήση της στο συγκεκριμένο φαινόμενο.

Η απο-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής ή η απο-πολιτικοποίηση, συζητιέται ήδη από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ. Τότε φιλόσοφοι και επιστήμονες που θεωρούσαν ότι η ουσία της πολιτικής πρέπει είναι η σύγκρουση, η ριζοσπαστική αλλαγή, επιχειρηματολογούσαν για την μεταπολιτική ή το μετά-ιδεολογικό consensus και η συζήτηση, φυσικά από το δικό τους πρίσμα, ήταν πώς αυτό μπορεί να ξεπεραστεί.

Αλλά και mainstream πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Francis Fukuyama που την ίδια περίοδο μίλησε για το τέλος της ιστορίας ή κοινωνιολόγοι όπως ο Antony Giddens και ο Ulrich Beck προσέφεραν έναν νέο στοχασμό για την κοινωνική αλλαγή και το άτομο στις μετανεωτερικές κοινωνίες.

Στην αυτοβιογραφία της “Τα χρόνια”, η νομπελίστρια συγγραφέας Ανί Ερνώ, περιγράφει τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως εξής:

Η ταχεία εξατομίκευση και παρακμή του συλλογικού χαρακτήρα των θεσμών παρατηρείται από τότε. Έκτοτε, δε, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Με λίγες εξαιρέσεις, τα πολιτικά κόμματα χάνουν τα μέλη τους. Οι σύλλογοι παντός τύπου χάνουν τα κοινά προσέλευσης. Οι εκκλησίες το ποίμνιό τους και τα συνδικάτα παλεύουν σαν ζωντανοί- νεκροί. Σε όλο τον κόσμο, η κοινωνία των πολιτών μεταλλάσσεται, με την πολιτική δράση να μονοπωλείται από flash mobs, μη κυβερνητικές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα online & offline και φιλανθρωπικές δράσεις με αδύναμες δημοκρατικές εντολές και ανύπαρκτες βάσεις μελών. Η Αμερικανίδα πολιτική κοινωνιολόγος Theda Skocpol έγκαιρα είχε μιλήσει για έναν συνδυασμό μεταξύ «κεφαλών χωρίς σώματα» και «σωμάτων χωρίς κεφάλια».

Στην πραγματικότητα, το πέρασμα από την εποχή της υπερπολιτικοποίησης και της μαζικής πολιτικής, στην εποχή της εξατομίκευσης, συνέπεσε με δύο πολιτικές αλλαγές. Η μία, η πτώση της ΣΕ ήρθε με κρότο, ήταν γεγονός-σταθμός, ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που σημάδεψε την παγκόσμια κατανομή ισχύος, τις εναλλακτικές πολιτικές και τη φυσιογνωμία και πορεία των αριστερών κομμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής αριστεράς, αν και με διαφορετικούς τρόπους την καθεμία.

Η δεύτερη ήταν μια αργή μετάβαση στις δυτικές κοινωνίες. Κάτω από τον φρενήρη ακτιβισμό της δεκαετίας του ’60 και τη φαινομενική ηρεμία της δεκαετίας του ’70, είχε συμβεί μια «σιωπηλή επανάσταση» που άλλαξε σταδιακά αλλά θεμελιωδώς την πολιτική ζωή σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Ο Ronald Inglehart εστίασε σε δύο πτυχές αυτής της επανάστασης: μια μετατόπιση από τη συντριπτική έμφαση στις υλιστικές αξίες και τη φυσική ασφάλεια προς τη μεγαλύτερη ανησυχία για την ποιότητα ζωής και την αύξηση των πολιτικών δεξιοτήτων των δυτικών πολιτών. Ήταν αυτή η αύξηση των δεξιοτήτων που επιτρέπει στους πολίτες να διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη σημαντικών πολιτικών αποφάσεων.

Αυτή η γνωστική κινητοποίηση και η στροφή στις μεταϋλιστικές αξίες σε ατομικό επίπεδο, κάνει τους πολίτες πιο απαιτητικούς και απρόβλεπτους εκλογικά, ενώ τους συμβατικούς δρώντες της πολιτικής πιο προβλέψιμους και πιο ευάλωτους. Τα πολιτικά κόμματα έγιναν περισσότερο επαγγελματικά και επαγγελματοποιημένα ως προς την επικοινωνία τους, με λιγότερα μέλη και λιγότερη ζωή στο εσωτερικό τους, εκλογικές μηχανές για να κερδίζουν εκλογικές μάχες. Η πολιτική ιδεολογία δεν παράγει ισχυρές διαχωριστικές γραμμές στις πολιτικές προτάσεις όσο στο παρελθόν. Επίσης η πολιτική αλλαγή δε μπορεί πλέον να είναι ριζική, ακόμα λιγότερο ριζοσπαστική σε έθνη-κράτη που συνυπάρχουν σε υπερεθνικά συστήματα, όπως η ΕΕ. Στην ΕΕ των 27 ο συμβιβασμός είναι ο κανόνας και όχι η αλλαγή. Η παγκοσμιοποίηση επίσης οδηγεί σε άμβλυνση των εναλλακτικών πολιτικών.

Εάν αυτός είναι ο μίτος μιας διαδικασίας αλλαγής – πολιτικής και κοινωνικής -, πρόκειται στ’ αλήθεια για μια κατάσταση κενή πολιτικής και ιδεολογίας; Για μια συλλογική ζωή χωρίς αιτήματα, διαιρέσεις, διαφωνίες και συγκρούσεις;

Μπορεί να υπάρχει κρίση αντιπροσώπευσης, αλλά τα πολιτικά αντανακλαστικά των ανθρώπων – τα αιτήματα για ισότητα, αναδιανομή του πλούτου, η μάχη έναντι στην κοινωνική αδικία – παραμένουν επίκαιρα και ζωντανά. Η καραμέλα πολιτών απομονωμένων, κυνικών, αδιάφορων και απολίτικων, δεν είναι η κοινή συνισταμένη συμπεριφορών, παρά το ότι είναι όντως μια συνιστώσα της σύγχρονης πολιτικής συμπεριφοράς. Άλλωστε, είδαμε πόση πολιτικοποίηση και σύγκρουση παρήγαγε η περίοδος της οικονομικής κρίσης. Και εάν τα πολιτικά κόμματα ερημώνουν, τα κοινωνικά κινήματα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παράγουν πολιτικές συμπεριφορές και πολιτική συμμετοχή. Μπορεί να είναι διαφορετικές, να μην τις ξέρουμε ακόμα καλά, αλλά σίγουρα είναι πολιτικές και καθόλου αδιάφορες.

Άλλωστε, και στη συμβατική πολιτική αρένα, πολιτικές διαφορές υπάρχουν και πολιτικά αιτήματα συνεχίζουν να υπαγορεύουν στρατηγικές διαφοροποίησης μεταξύ πολιτικών κομμάτων. Επίσης η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση παράγουν ένα θεσμικό πλαίσιο που βάζει όρια στα δρώντα πολιτικά υποκείμενα, δεν είναι όμως γραμμένες στην πέτρα και υπάρχουν και αντίρροπες δυναμικές σε αυτές τις διαδικασίες, όπως αναδείχθηκε στην εποχή της πανδημίας, με την εμβληματική επαναφορά του ρόλου του κράτους. Όπως πάντα από αρχής της ύπαρξής τους, τα πολιτικά κόμματα αλλάζουν προσαρμοζόμενα στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα προκαλούν και τα ίδια κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, προτεραιοποιώντας και καναλιζάροντας αιτήματα, υλοποιώντας δημόσιες πολιτικές διαμέσου της διακυβέρνησης κοκ.

Άρα εγώ δε θα έλεγα μεταπολιτική, δεν με έχει πείσει η χρήση του όρου για την περιγραφή αυτών των πολιτικών αλλαγών. Θα έλεγα πολιτική με άλλους όρους, με άλλες προτεραιότητες, άλλα διακυβεύματα. Και στρατηγικές με άλλους στόχους, άλλα αποτελέσματα. Λιγότερο προβλέψιμη – η πολιτική – από την πλευρά των ψηφοφόρων, περισσότερο προβλέψιμη από την πλευρά των πολιτικών. Πριν της βάλουμε ταμπέλα, ας την καταλάβουμε καλύτερα.

Εσωκομματικές εκλογές από τη βάση

Λίγα λόγια τώρα για το επίμαχο θέμα, τις εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ. Εκκινώντας από τη θεωρία αλλαγής των πολιτικών κομμάτων, ήδη πριν από τις εκλογές είχαμε γράψει ότι δύο είναι οι προκλήσεις, τα διακυβεύματα για το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Το πρώτο αφορά στην θεσμοποίηση του κόμματος. Η μεγάλη ήττα στις πρόσφατες διπλές κοινοβουλευτικές εκλογές και η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, έθεσαν το κόμμα σε τροχιά ωρίμανσης, σε περιβάλλον τουλάχιστον αντίξοο. Το σοκ που προκάλεσε το μέγεθος της αποδοκιμασίας του εκλογικού σώματος επέβαλε στο κόμμα αλλαγές, υπό συνθήκες διπλού πένθους : πρώτα της κυβερνητικής κλίσης του κόμματος, δηλαδή της ικανότητάς του να διεκδικεί αξιόμαχα την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας · ύστερα του ηγέτη που έφερε το κόμμα από τη γειτνίαση με το κατώφλι του 3% (4.60% το 2009) στη διαμόρφωση της πρώτης κυβέρνησης στην ΕΕ με βασικό εταίρο ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς (36.34% το 2015).

Το σταυροδρόμι μπροστά στο οποίο βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμο και το μεγάλο στοίχημα για το νέο αρχηγό του κόμματος θα είναι αφενός κατά πόσο θα καταφέρει να κρατήσει το κόμμα ενωμένο· αφετέρου, κατά πόσο – πέρα από τη στενή ηγετική ομάδα – ο νέος συνασπισμός διεύθυνσης που θα δημιουργήσει η ηγεσία, θα διαμορφώσει μια συνεκτική πρόταση για τη φυσιογνωμία του κόμματος, ικανή να διεκδικήσει ή να “απειλήσει” την εξουσία. Η ηγετικότητα, άρα, του νέου αρχηγού θα δοκιμαστεί σταδιακά σε πολλές, διαφορετικές φάσεις.

Το δεύτερο αφορά στη φυσιογνωμία του κόμματος, στο βαθμό που αυτή διαμορφώνεται από τη φύση της διαδικασίας εκλογής αρχηγού. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, σταδιακά και με διαφορετικές δοσολογίες, τα πολιτικά κόμματα στη δυτική Ευρώπη διαστέλλουν το δικαίωμα του εκλέγειν από τα στενά κομματικά όργανα στα μέλη του κόμματος, αλλά και πιο πρόσφατα στους συμπαθούντες. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με την παρακμή των κομμάτων τόσο σε επίπεδο μαζικότητας – ικανότητας δηλαδή προσέλκυσης μελών – όσο και ως ζωντανών οργανισμών, ικανών να ενσωματώσουν τους ψηφοφόρους στη ζωή του κόμματος, να τους διαπαιδαγωγήσουν πολιτικά, να δημιουργήσουν ταυτίσεις. Άλλοτε σαν θεραπεία και άλλοτε σαν δόλωμα, η ανοιχτή εκλογή ηγέτη φιλοδοξεί μέσα από την αύξηση της συμμετοχής να ανανεώσει το κόμμα εσωκομματικά, αλλά και την εικόνα του στην κοινή γνώμη.

Στο βαθμό που επιτυγχάνεται, η αυξημένη συμμετοχή μπολιάζει την εσωκομματική δημοκρατία και προσδίδει στον ηγέτη αυξημένη αποδοχή: πρώτον, το διευρυμένο εκλογικό σώμα νομιμοποιεί τον ηγέτη εσωκομματικά· δεύτερον, δυνητικά αποκαθιστά την επαφή με την κοινή γνώμη· τρίτον, επαναφέρει τις αξιώσεις μεγιστοποίησης εκλογικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί όσο ανοίγει η δεξαμενή του εκλογικού σώματος, τόσο περισσότερο τα κριτήρια επιλογής απομακρύνονται από τις προτεραιότητες του στενού κομματικού πυρήνα και πλησιάζουν αυτές της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα να προκρίνεται ο υποψήφιος που μπορεί να επαναφέρει το κόμμα σε αξιόμαχη εκλογική τροχιά.

Όμως, κάθε απόφαση κομματικής αλλαγής έχει ανταλλάγματα ή καλύτερα συμβιβασμούς. Αναμφίβολα, η εκλογή από τη βάση προεδροποιεί έτι περαιτέρω τα πολιτικά κόμματα (Rori 2015). Είναι όμως ο εκλεγμένος από τη βάση ηγέτης ένας ισχυρός ηγέτης ; Οχι απαραίτητα. Μεταφέροντας τη νομιμοποίηση της εκλογής από το κομματικό ακροατήριο στην κοινή γνώμη, ο νέος ηγέτης είναι υπόλογος στην κοινή γνώμη και, άρα, ευάλωτος σε σχέση με αυτήν. Καθώς, δε, δείκτης της κοινής γνώμης είναι οι εκάστοτε δημοσκοπήσεις, ο ηγέτης που αντλεί νομιμοποίηση από την κοινή γνώμη μπορεί να καταστεί αιχμάλωτος των δημοσκοπήσεων, όχι μόνο σε επίπεδο δημοσίων πολιτικών, αλλά και σε σχέση με τη φυσιογνωμία του κόμματος. Η έρευνα έχει, δε, αναδείξει ότι σε εσωκομματικό επίπεδο, οι εκλογές από τη βάση απονευρώνουν έτι περαιτέρω τις εσωκομματικές διαδικασίες, καθώς η προεδροποιημένη ηγετική ομάδα δύσκολα αμφισβητείται από τα κομματικά όργανα, εάν δεν αποδομηθεί πρώτα από την κοινή γνώμη ή από τους εκλογείς. Η προεδροποίηση των πολιτικών κομμάτων που υπάγεται στη λογική της κοινής γνώμης – την οποία στη διατριβή μου ονόμασα μεταμοντέρνα προεδροποίηση – είναι άρα εξ’ ορισμού μια ατελής προεδροποίηση, που απεκδύει τα πολιτικά κόμματα έτι περαιτέρω από τις παραδοσιακές τους λειτουργίες (Rori 2015).

Στην Ελλάδα οι εσωκομματικές εκλογές από μέλη και φίλους εισήχθησαν από το ΠΑΣΟΚ το 2004, ενώ η ΝΔ υιοθέτησε την πρακτική το 2009 (Rori 2012). Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το τελευταίο από τα πολιτικά κόμματα μεταξύ αυτών που διεκδικούν την εξουσία που εφάρμοσε τη διαδικασία αυτή, ενώ μέχρι το 2022 διενεργούσε ψηφοφορίες για τη θέση του αρχηγού κεκλεισμένων των θυρών.

Τι πήγε λοιπόν καταφανώς λάθος και πάρα πολύ σύντομα έχουμε ήδη δείγματα μιας υπαρξιακής κατάρρευσης;

Ενώ η συμμετοχή ήταν υψηλή για τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ – ενός κόμματος που ποτέ δεν κατάφερε να εγγράψει υψηλό αριθμό μελών σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, ακόμα και το ΚΚΕ (αναλογικά), η διαδικασία δε φαίνεται να ανανέωσε το κόμμα. Ο μεν ηγέτης εκλέχτηκε από διευρυμένο σώμα, αλλά πρώτο και κρίσιμο στοιχείο: ενώ πριν την εκλογή του φερόταν ως ο πιο ικανός να κερδίσει τις εκλογές, μετεκλογικά στις δημοσκοπήσεις διαφαίνεται καθίζηση έως πτώση.

Το γεγονός αυτό απονομιμοποιεί εσωκομματικά τάχιστα και ραγδαία τον ηγέτη, που κατά τα άλλα ήταν ξένο σώμα για την κομματικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ.

Στη δημοσκοπική του αποκαθήλωση, επικάθονται ως αρνητικοί καταλύτες οι επιλογές του σε σχέση με το 2ο στοιχείο που είπαμε ότι θα κρίνει τη θεσμοποίηση: η επιλογή προσώπων της κυρίαρχης συμμαχίας. Δεν είναι μόνο ότι ο νέος ηγέτης δεν ήταν συμπεριληπτικός, ενσωματώνοντας την εσωκομματική αντιπολίτευση στα όργανα, αλλά στελέχωσε την ηγετική ομάδα με τις πλέον συγκρουσιακές και αμφιλεγόμενες φιγούρες του κόμματος, με ισχυρή φθορά και μικρή συμβολή στη μάχη των ιδεών, συνεχίζοντας βέβαια την παράδοση της προεδροποιημένης ηγετικής ομάδας του προκατόχου του.

Ο αποκλεισμός στη στελέχωση θέσεων, αλλά και οι επιλογές που έγιναν, πυροδοτούν αντιδράσεις σε σχέση με το ηγετικό profile και την κατεύθυνση που ο νέος ηγέτης θέλει να δώσει στο κόμμα. Η εσωκομματική κριτική ακουμπά και τις πολιτικές τοποθετήσεις του ηγέτη, αλλά και τις επιλογές προσώπων.

Σε σχέση με το πρώτο, μια θολή πλην σαφής μετακίνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε πιο πολυσυλλεκτικές θέσεις, δεξιότερες, με ακραία λαϊκιστική ρητορική και αρκετές αντιφάσεις, είναι ό,τι γνωρίζουμε μέχρι στιγμής από την ταυτότητα που – με σχέδιο ή χωρίς – δομεί η νέα ηγετική ομάδα. Είναι όμως νέα αυτή η κατεύθυνση του κόμματος; Σε τι διαφέρει από τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2023; Από κόμμα διαμαρτυρίας της ριζοσπαστικής αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα κόμμα αντιμνημονιακό, με κρατικιστική λογική και ακραία λαϊκιστική ρητορεία. Η πολεμική και πολωτική του επένδυση ενάντια στην ΕΕ και στα πολιτικά κόμματα του κατεστημένου βρήκε κοινό έδαφος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής δεξιάς. Ο ιστορικά πρωτόγνωρος διχασμός για τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης που προκάλεσαν με το δημοψήφισμα του 2015, ξεχάστηκαν μέσα σε 17 ώρες διαπραγμάτευσης που μετέτρεψαν το Όχι σε Ναι. Έκτοτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έγινε το καλύτερο μνημονιακό σχήμα, με τις λιγότερες κοινοβουλευτικές απώλειες στις ψηφοφορίες για την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, αλλά και την αρτιότερη εφαρμογή του. Παραζαλισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ από την πολιτικό- ιδεολογική περιδίνηση, πέρασε στην αντιπολίτευση χωρίς η παραμικρή αυτοκριτική να ακουστεί από τα στελέχη του για τις απώλειες δυνάμεων και τις ήττες, αλλά ούτε και τις κεντρικές κυβερνητικές επιλογές, όταν το κόμμα βρέθηκε στην εξουσία. Η σημερινή, λοιπόν, γραμμή του ηγέτη δεν ξενίζει σε τίποτα σε σχέση με τις κεντρικές επιλογές του κόμματος όλο το προηγούμενο διάστημα, ενώ ταυτόχρονα η διαμαρτυρία των στελεχών της αντιπολίτευσης εσωκομματικά σήμερα έχει μικρή αξία, εφόσον δεν εγγράφεται σε μια σταθερή, συνεπή κριτική σε πολύ παρόμοιες προηγούμενες επιλογές του Αλέξη Τσίπρα στο παρελθόν. Άρα δεν πρόκειται για μια διαμαρτυρία επειδή οι επιλογές του νέου ηγέτη σοκάρουν. Πρόκειται για μια ετεροχρονισμένη αντίδραση σε ένα κόμμα που είχε μεταμορφωθεί προ πολλού, επειδή απλώς τώρα γίνεται σαφές ότι το κόμμα έχασε την κυβερνητική του κλίση και επιστρέφει στα ποσοστά από τα οποία εκκίνησε.

Ομοίως, η εσωκομματική αντίδραση σε σχέση με τις επιλογές προσώπων, είναι μια ακόμα ετεροχρονισμένη κακοφωνία, για τουλάχιστον ατυπικές και παράταιρες επιλογές που έχουν εγγραφεί προ πολλού και προ Κασσελάκη στο κόμμα. Καθώς η απο-ιδεολογικοποιημένη πολυσυλλεκτικότητα ήταν ήδη επιλογή της ηγεσίας Τσίπρα από το 2012, αρχικά με στελέχη και συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια με στελέχη των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, πολιτευτές της γέφυρας με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τοξικές περσόνες του διαδικτύου, εύκολα οδηγούμαστε στην παρατήρηση ότι δεν είναι αυτό το μωσαϊκό ετερόκλιτων ανθρώπων που εξάπτει την εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά η παγίωση μιας νέας ηγετικής ομάδας με τα ίδια catch-all χαρακτηριστικά, μείον την εσωκομματική αντιπολίτευση.

Επιπλέον, είναι σαφές από τις ήδη υπάρχουσες διαγραφές ότι η ενότητα του κόμματος απειλείται. Με άλλα λόγια, τα δύο σημεία που θέσαμε για την αξιολόγηση του crash test της θεσμοποίησης, κρίνονται ήδη – πιο γρήγορα από όσο εκτιμούσαμε – και, προς το παρόν τουλάχιστον, αρνητικά.

Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι το κόμμα αδυνατεί προς το παρόν να θεσμοποιηθεί, ενώ οι επιλογές του νέου ηγέτη εγγράφονται σε συνέχεια της ήδη βιωμένης μεταμόρφωσης του κόμματος, χωρίς ωστόσο να θεματοποιούνται αυτές οι προηγούμενες επιλογές με αυτοκριτικό τρόπο. Άρα η εσωκομματική αντιπολίτευση αδυνατεί να απαντήσεις στο “τις πταίει” και να συντάξει μια εναλλακτική πρόταση συνεκτική για την ταυτότητα του κόμματος.

Κλείνοντας, είναι συχνό φαινόμενο καινοτομίες να προκαλούν κρίσεις. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη ανταγωνιστική εκλογή στη μετά-Τσίπρα εποχή, ήταν ο καταλύτης που έβγαλε από την πολιτική νάρκη το κόμμα, μια νάρκη που κρατά τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο του 2015, εάν όχι από το 2012.

Ανέπτυξα ήδη γιατί διαφωνώ με τη χρήση του όρου μεταπολιτική προκειμένου να περιγράψουμε αυτό που τα ΜΜΕ ονομάζουν ως φαινόμενο Κασσελάκη. Δεν ξέρω κατά πόσο σας έπεισα, πάντως το μόνο βέβαιο είναι ότι εάν ακόμα επιμένετε ότι αυτό είναι μεταπολιτική, το σημείο εκκίνησής του πρέπει να το αναζητήσετε – για το ΣΥΡΙΖΑ – πολύ νωρίτερα και όχι στην μετά το 2019 περίοδο, πολλώ δε λιγότερο στο 2023.

Λαμπρινή Ρόρη
Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Βιβλιογραφικές αναφορές

Rori, L. (2012). Leadership election between crisis and innovation in Greek party politics. 4th International Graduate Student Conference in Modern Greek Studies, Princeton University, Hellenic Studies Program.

Rori, L. (2015). Les organisations partisanes à la lumière de la professionnalisation de la communication politique : une présidentialisation inachevée : analyse comparative du Parti socialiste français et du Mouvement socialiste grec. Thèse en Science Politique, École Doctorale de Science Politique, Université de Paris I, Panthéon- Sorbonne.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Τα Συνταγματικά Ζητήματα της περασμένης εβδομάδας (13-19 Μαΐου 2019)

Πόση ανοχή πρέπει να δείχνει η δημοκρατία στους εχθρούς της; Γιατί δεν μπορεί ένα κανάλι να αρνηθεί να δώσει χρόνο στη Χρυσή Αυγή; Πού βασίζεται η νομική ρύθμιση της άμβλωσης σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου;

Περισσότερα

Η οργάνωση των σχέσεων της Βουλής με τις ανεξάρτητες αρχές σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής

Ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας γράφει για την οργάνωση των σχέσεων της Βουλής με τις ανεξάρτητες αρχές σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

Περισσότερα

Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι / Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (40ο video-podcast)

Στο 40ο Βίντεο-Μάθημα της ειδικής εκπαιδευτικής ενότητας Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, η Άννα Τσιφτσόγλου αναλύει το άρθρο 11 του Συντάγματος, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Εξετάζει την ιστορική του εξέλιξη, το περιεχόμενό του, αλλά και τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.