Search
Close this search box.

Η Δημοκρατία σε κίνδυνο: Από τις ΗΠΑ στη Βραζιλία, από τη μοναδικότητα στη μίμηση και από την επιφάνεια στις αιτίες

Ο Κώστας Μποτόπουλος σχολιάζει τις ομοιότητες των εισβολών σε κυβερνητικά κτίρια στις ΗΠΑ το 2021 και τη Βραζιλία το 2023, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της δημοκρατίας.

Οι ομοιότητες των γεγονότων είναι ανατριχιαστικές και η μεταξύ τους σύνδεση εξόφθαλμη.

Στις 6 Ιανουαρίου 2021, στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών Ουάσιγκτον, ένας όχλος 50.000 περίπου ατόμων, με πολλούς ένοπλους ανάμεσά τους, συγκεντρώθηκε στην «Έλλειψη», το πάρκο Νοτίως του Λευκού Οίκου. Είχαν έρθει, την ημέρα που το Κογκρέσο θα μετρούσε τυπικά τις ψήφους των Εκλεκτόρων και θα ανακήρυσσε επίσημα Πρόεδρο τον Τζόζεφ Μπάιντεν, για να ακούσουν τον ακόμα Πρόεδρο, αλλά ηττημένο στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου, Ντόναλντ Τραμπ, μετά από «πρόσκλησή» του: «Ελάτε όλοι. Θα είναι άγρια τα πράγματα». Ο Τραμπ είχε αρνηθεί από την πρώτη στιγμή την ήττα του και δεν άλλαξε γνώμη ούτε όταν τα δικαστήρια απέρριψαν τις προσφυγές του, ούτε όταν η Εκλογική Επιτροπή έβγαλε ένα τελικό αποτέλεσμα που δεν επιδεχόταν την παραμικρή αμφισβήτηση (Μπάιντεν 306 Εκλέκτορες, Τραμπ 232), ούτε καν όταν οι «δικοί του άνθρωποι», με επικεφαλής την κόρη-άτυπο προσωπάρχη του και τον πιστό Υπουργό Δικαιοσύνης, τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη νοθείας και ότι «οι εκλογές είχαν τελειώσει». Σε μια ομιλία εβδομήντα λεπτών, ο Τραμπ κάλεσε ανοιχτά τον όχλο να μην αποδεχτεί ούτε το αποτέλεσμα, ούτε την επικείμενη ανακήρυξη του νέου Προέδρου («θα σώσετε τη δημοκρατία μας αν δεν δεχτείτε μια άκυρη (fake) εκλογή», «αν δεν αγωνιστείτε σαν τρελοί (like hell), δεν θα έχετε πλέον χώρα») και παράλληλα «έδωσε στεγνά» τον Αντιπρόεδρο Πενς, ο οποίος δεν είχε αποδεχτεί, την προηγούμενη μέρα, να υπερκεράσει τον θεσμικό του ρόλο ως απλού «ανοικτή φακέλων», κατά τη δική του έκφραση, και να επηρεάσει, υπέρ του Τραμπ, το αποτέλεσμα της καταμέτρησης στο Κογκρέσο.

Μετά την ομιλία, ο Τραμπ έδωσε ραντεβού στο πλήθος στο Καπιτώλιο και θέλησε να το συνοδεύσει σε αυτή την πορεία και σε όσα θα ακολουθούσαν, όμως τον απέτρεψε, όχι εύκολα και όχι ειρηνικά, η φρουρά του – μάρτυρες θα έκαναν αργότερα λόγο για προσπάθεια του Τραμπ να πάρει δια της βίας το τιμόνι από τα χέρια του οδηγού του για να γυρίσει πίσω. Ενώ το πλήθος άρχιζε την πορεία του προς το Καπιτώλιο και τα κτίρια του Κογκρέσου, ο Τραμπ αποσύρθηκε στα διαμερίσματά του στον παρακείμενο Λευκό Οίκο και παρακολουθούσε πλέον τα τεκταινόμενα από την τηλεόραση.

Η πορεία του εξαγριωμένου όχλου άρχισε κοντά στη μία το μεσημέρι, ώρα Ουάσιγκτον, ενώ παράλληλα είχε ξεκινήσει και η καταμέτρηση των Εκλεκτόρων στο Κογκρέσο. Γύρω στις 2, είχε καμφθεί η αντίσταση των λίγων και μάλλον ανήμπορων να αντιδράσουν αστυνομικών που φρουρούσαν το Κογκρέσο και πραγματοποιήθηκε η εισβολή. Ο επικεφαλής της Αστυνομίας του Καπιτωλίου μίλησε αργότερα για «σφαγή (carnage). Γλιστρούσα στο αίμα ανθρώπων». Μια εισβολέας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε προσπαθώντας να σπάσει μια πόρτα που πίσω της βρίσκονταν Γερουσιαστές, ενώ οι ηγέτες των Δημοκρατικών Νάνσι Πελόζι και Τσαρλς Σούμερ, καθώς και ο Αντιπρόεδρος Πενς, που αποτελούσε τον βασικό στόχο του όχλου, γλίτωσαν από τύχη και την τελευταία στιγμή. Στις 2.24, ο πρόεδρος Τραμπ έστειλε, από το Λευκό Οίκο, το πρώτο του σχετικό με τα γεγονότα τουίτ: «Ο Μάικ Πενς δεν είχε το κουράγιο να κάνει αυτό που έπρεπε να είχε κάνει ώστε να προστατεύσει τη Χώρα μας και το Σύνταγμα» (του ζητούσε δηλαδή να προδώσει το Σύνταγμα για να το προστατεύσει και παράλληλα δικαίωνε το πλήθος που κραύγαζε «κρεμάστε τον Πενς»). Οι βανδαλισμοί και τα αιματηρά επεισόδια συνεχίστηκαν, μέσα στο κτίριο της Γερουσίας, και μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας, επί δυο περίπου ώρες, χωρίς ο Τραμπ να κάνει καμία καταδικαστική δήλωση ή να προσπαθήσει να τα σταματήσει, ούτε καν όταν, στις 3.42, ο Αντιπρόεδρος Πενς επικύρωσε την εκλογή του Τζο Μπάιντεν ως 46ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Τελικά, στις 4.17, ο Τραμπ δημοσιοποίησε ένα βίντεο με το οποίο ζητούσε από τους εισβολείς να «πάνε σπίτια τους», αφού προηγουμένως τους είχε πει ότι ήταν «ήρωες» και ότι τους «αγαπούσε». Στην ίδια βιντεοσκόπηση, σε κομμάτι που δεν δόθηκε στη δημοσιότητα από το περιβάλλον του Τραμπ αλλά βγήκε στο φως αργότερα κατά την έρευνα, ο τυπικά ακόμα Πρόεδρος αλλά ουσιαστικά ήδη πρώην, ακούγεται να λέει ότι «ποτέ και σε καμία περίπτωση» (no way) δεν πρόκειται να παραδεχτεί ότι έχασε. Ο απολογισμός της εισβολής ήταν τουλάχιστον 7 νεκροί και αρκετές δεκάδες τραυματίες, καθώς επίσης και 147 ψήφοι Ρεπουμπλικανών κατά της επικύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος.     

Στις 19 Δεκεμβρίου 2022, μετά από μια αρκούντως χολυγουντιανή αλλά και απολύτως τιμητική για όσους την έφεραν εις πέρας διαδικασία διερεύνησης των γεγονότων, η ειδική Επιτροπή της Γερουσίας δημοσίευσε την 845 σελίδων, 8 κεφαλαίων, 11 υποδείξεων, 4 παραρτημάτων και 4885 υποσημειώσεων Έκθεσή της. Στην Έκθεση αποδίδεται πλήρης προσωπική ευθύνη στον πρώην Πρόεδρο Τραμπ και ειδικότερα για «παρεμπόδιση επίσημης διαδικασίας», «συνωμοσία για να εξαπατήσει το έθνος», «συνωμοσία για τη διατύπωση αναληθών γεγονότων» και, κυρίως, για «πρόκληση, συμμετοχή, υποβοήθηση και προώθηση ένοπλης εξέγερσης» (insurrection). Από τα 17 κύρια ευρήματα της Έκθεσης, 11 συνιστούν ευθείες κατηγορίες κατά του Τραμπ: «συνειδητά διέσπειρε ψεύτικες αιτιάσεις περί απάτης», «αρνήθηκε να δεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020», «με τρόπο διεφθαρμένο (corruptly) πίεσε τον Αντιπρόεδρο Πενς να αρνηθεί την καταμέτρηση των ψήφων των εκλεκτόρων», «επιχείρησε να διαφθείρει το Υπουργείο Δικαιοσύνης», «παράνομα πίεσε αξιωματούχους και νομοθέτες», «επόπτευσε σχέδιο να δοθούν ψεύτικα εκλογικά πιστοποιητικά», «πίεσε μέλη του Κογκρέσου να αρνηθούν να επικυρώσουν νόμιμες ψήφους εκλεκτόρων», «συνειδητά επικύρωσε ψεύτικα στοιχεία προς επίδοση στο Ανώτατο Δικαστήριο», «συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες οπαδούς του στην Ουάσινγκτον στις 6 Ιανουαρίου», «επίτηδες ανήρτησε ένα μήνυμα μέσω κοινωνικού δικτύου καταδικάζοντας δημόσια τον Αντιπρόεδρο Πενς», «αρνήθηκε επανειλημμένα και επί πολλές ώρες να ζητήσει από τους οπαδούς του να διαλυθούν και να εγκαταλείψουν το λόφο του Καπιτωλίου».

Με τα λόγια του Διευθυντή του περιοδικού New Yorker, David Remnick (22.12.2022), η Έκθεση είναι η εξιστόρηση του «πώς ο Τραμπ, ταπεινωμένος από την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν, συνωμότησε να παρεμποδίσει το Κογκρέσο, να εξαπατήσει τη χώρα την οποία είχε ορκιστεί ότι θα υπηρετούσε και να προκαλέσει μια ένοπλη εξέγερση για να μείνει στην εξουσία». Παρότι η διαπρεπής ιστορικός Jill Lepore, σε άρθρο της στο New Yorker (9.1.2023), θα προτιμούσε η Έκθεση να είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «εισβολή» και να διέθετε μεγαλύτερη ιστορική συνείδηση και βάθος (σαν κι αυτή για τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ρίχνει άπλετο φως στα γεγονότα και τον ρόλο του Τραμπ: την 6η Ιανουαρίου έγινε μια απόπειρα ανατροπής της νομιμότητας και του πολιτεύματος στις ΗΠΑ, δηλαδή ένα πραξικόπημα, το οποίο προκάλεσε και επιχείρησε να υλοποιήσει εν ενεργεία Πρόεδρος, που δεν μπορεί να αποκληθεί αλλιώς παρά προδότης της πατρίδας του.

Δυο ακριβώς χρόνια μετά τα γεγονότα της Ουάσινγκτον και λιγότερο από ένα μήνα μετά τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης της Γερουσίας, στις 8 Ιανουαρίου 2023, στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας Μπραζίλια, πλήθος περίπου 4.000 με 5.000 χιλιάδων ατόμων, στρατοπεδευμένων επί μέρες μπροστά στα επίσημα πολιτειακά κτίρια – όλα επί της πλατείας Planalto και όλα μοντέρνα, κατασκευής του μεγάλου αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer –, κινήθηκε και γρήγορα εισέβαλε, σχεδόν ανενόχλητο, στο Προεδρικό Μέγαρο, τη Γερουσία και το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο λόγος: η αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των εκλογών της 30ης Οκτωβρίου 2022, που είχαν βγάλει νικητή, με πολύ μικρή διαφορά, τον πρώην πρόεδρο και υποψήφιο της «ενωμένης αριστεράς» Λουίς Ιγνάσιο ντα Σίλβα, γνωστό ως Λούλα, επί του απερχόμενου ακροδεξιού και στρατοκράτη Προέδρου Ζαϊρ Μπολσονάρο. Η βραζιλιάνικη εισβολή πραγματοποιήθηκε Κυριακή και τα κτίρια ήταν άδεια, ενώ ο ίδιος ο Μπολσονάρο, αντίθετα από το είδωλό του, τον Τραμπ, απουσίαζε όχι μόνο από τον τόπο των γεγονότων αλλά και από τη χώρα (ο πιθανότερος λόγος της φυγής του ήταν η επιθυμία να αποφύγει άρση της ασυλίας του και πιθανή σύλληψη για άλλες παραβάσεις, οικονομικού κυρίως χαρακτήρα). Όπως ο Τραμπ, πάντως, έτσι και ο Μπολσονάρο είχε αρνηθεί να αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα, δηλαδή την ήττα του, και είχε επανειλημμένα κάνει λόγο για «νοθεία»: ακόμα και μετά την εισβολή, από τις ΗΠΑ, όπου βρισκόταν, δήλωσε ότι τη νίκη στο Λούλα «έδωσε το Συνταγματικό δικαστήριο, όχι ο λαός», ενώ χαρακτήρισε την εισβολή «εξαίρεση από τον κανόνα». Για αυτή την «εξαίρεση» συνεληφθησαν πάνω από 1500 άτομα, αποδόθηκαν ανοιχτές κατηγορίες όχι απλώς για παθητικότητα αλλά για συνεργασία στην αστυνομία και σε στρατιωτικούς, παύθηκε για ένα μήνα από τα καθήκοντά του ο Κυβερνήτης της Μπραζίλια, ζητήθηκε η απέλαση του Μπολσονάρο από την Αμερική για να του αποδοθούν κατηγορίες και κινήθηκε η διαδικασία για «πάγωμα» των λογαριασμών του, εξαγγέλθηκε δίκη των εισβολέων σε σύντομο χρονικό διάστημα.      

Η επίθεση στα πολιτειακά κτίρια της Μπραζίλια είχε προετοιμαστεί ανοικτά και επί μέρες, κυρίως από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που καλούσαν για συγκέντρωση (100 περίπου λεωφορεία είχαν φέρει οπαδούς του Μπολσονάρο από όλη τη χώρα) και στρατοπέδευση στην πρωτεύουσα και έδιναν πρακτικές συμβουλές για τη μέρα και τον τρόπο της εισβολής. Νεκροί εδώ δεν αναφέρθηκαν (λογικά: τα κτίρια ήταν άδεια και η αστυνομία απούσα), αλλά οι ζημιές από τους βανδαλισμούς ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες, ίσως πιο εκτεταμένες από ό,τι στην Ουάσινγκτον. Αντί για αμερικανικές σημαίες ή εμβλήματα της στρατιάς των Νοτίων στον Εμφύλιο Πόλεμο, οι εισβολείς ήταν σχεδόν ομοιόμορφα «ντυμένοι» με τη φανέλα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που μπορεί να είχε αποτύχει στο πρόσφατο Μουντιάλ, την είχε όμως, από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στην πολιτική σκηνή, «υιοθετήσει» ο Μπολσονάρο. Εντός των κτιρίων έγινε, σύμφωνα με δήλωση αυτόπτη μάρτυρα, «η κόλαση του Δάντη», ενώ οι εισβολείς βιντεοσκοπούσαν τα έργα τους και τα μοιράζονταν με το παγκόσμιο φιλοθεάμον κοινό σε απευθείας μετάδοση. «Στο όνομα του Θεού, ο πόλεμος άρχισε», φώναζε ένας εξαγριωμένος εισβολέας. «Στρατέ, ήρθε η ώρα να παρέμβεις», κραύγαζε το πλήθος. Θεός, Πατρίδα, Πόλεμος: γι’ αυτά τα ιδανικά γίνονται εισβολές στους «ναούς της δημοκρατίας» τη σήμερον ημέρα.  

*

Τι είναι άραγε αυτό που επέτρεψε τη μετάβαση από το προαναγγελθέν «ανεπανάληπτο» γεγονός στη «χώρα στην κορφή του λόφου», την Αμερική, στην προαναγγελθείσα μίμησή του σε λιγότερο περίβλεπτη, με μικρότερη δημοκρατική παράδοση, αλλά εξίσου μεγάλη και κρίσιμη για την παγκόσμια δημοκρατία χώρα; Θα ακολουθηθεί άραγε αυτή η μίμηση και από άλλες, ώστε να καταστεί η εισβολή σε κυβερνητικά κτίρια και η προσπάθεια δια της βίας ανατροπής ενός εκλογικού αποτελέσματος που δεν «αρέσει» σε κάποιους, μέρος, και αυτή, μιας «νέας κανονικότητας»; Πόσο άμεσος και κυρίως πόσο βαθύς είναι ο κίνδυνος κατά της δημοκρατίας, καθώς είναι προφανές ότι δεν νοείται δημοκρατία με άρνηση εκλογικών αποτελεσμάτων, κοινοβουλευτικών διαδικασιών και δικαστικών αποφάσεων;

Δεν είναι η ώρα να δώσουμε μια οριστική απάντηση – εξάλλου δεν υπάρχει τίποτα το οριστικό σε μια εποχή κατά την οποία η μόνη βεβαιότητα συνίσταται στη διαρκή αβεβαιότητα. Θα είχε ίσως όμως κάποια αξία (και πάλι, σχετική: οι αναλύσεις μπροστά στα πραξικοπήματα είναι σαν ξύλινα σπαθιά μπροστά στα τανκς), ένα σκάψιμο κάτω από την επιφάνεια, στα πιθανά αίτια αυτής της νέας κατάστασης, δηλαδή της απειλής με τη βία κατάλυσης της δημοκρατίας σε κατά τα άλλα «δημοκρατικές» χώρες και περιοχές της γης. Όσο κι αν δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα αυτά που θα ακολουθήσουν – έχω και ο ίδιος εξάλλου αποπειραθεί μια «σφαιρική» ματιά, μετά τα γεγονότα στη Ουάσινγκτον και πριν από αυτά στη Μπραζίλια, στο βιβλίο μου «Το τοπίο της Δημοκρατίας» – θέλω να ελπίζω ότι, ιδίως συνδεόμενα μεταξύ τους, φωτίζουν κάπως, χωρίς να δραματοποιούν, την ούτως ή άλλως ζοφερή εικόνα.  

Η πρώτη και, στα μάτια μου, πιο δομική αιτία συνίσταται στο γεγονός ότι, όχι για πρώτη φορά στις μέρες μας, αλλά ιδιαίτερα εμφανώς σε αυτές, η δημοκρατία, λειτουργώντας περίπου στον «αυτόματο πιλότο», αδυνατεί να δώσει απάντηση στα βασικά προβλήματα των πολιτών και να δείξει ότι βελτιώνει τις ζωές τους. Η ανάγκη να «δοθούν απαντήσεις» κατέστη για τους πολίτες πιεστική, αν όχι αδήριτη, εξαιτίας των απανωτών κρίσεων αυτού που ονομάζω, ενώ δεν έχει καν συμπληρώσει το πρώτο του τέταρτο, «τρομερό 21ο αιώνα»: εκκινώντας από το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και περνώντας στο χρηματοοικονομικό κραχ του 2007 που διάρκεσε (διαρκεί;) τουλάχιστον μια δεκαετία, της πανδημίας που ξέσπασε το 2019 και δεν έχουμε δει το τέλος της, του γενικευμένου πολέμου που ξέσπασε, με επίκεντρο την Ουκρανία, το 2022 και, παράλληλα και ίσως πάνω απ’ όλα, των απανωτών χτυπημάτων, σε κάθε γωνιά της γης, εκ της κλιματικής αλλαγής.

Αυτές οι κρίσεις άγγιξαν όλες τις χώρες και όλους τους πολίτες του κόσμου, στα πιο βασικά υλικά αλλά και ψυχικά αγαθά τους: ασφάλεια, ευημερία, υγεία, ειρήνη, περιβάλλον. Συγκρότησαν, ερήμην των πολιτών και υπερνικώντας τις όποιες, μάλλον χλιαρές και ασύνδετες, προσπάθειες αντιμετώπισης από τις δημόσιες αρχές, έναν «νέο», για όσους δεν είχαν παρόμοια εμπειρία ή δεν έχουν διαβάσει Ιστορία, κόσμο γενικευμένης ανασφάλειας, διαρκούς πτώσης της αγοραστικής δύναμης, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, καταφυγής στη δημόσια και ιδιωτική βία – έναν κόσμο, για να το πούμε με τον πιο απτό τρόπο, στον οποίο, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τα παιδιά μας έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν χειρότερα και όχι καλύτερα από τους γονείς τους.

Το μέγεθος των προβλημάτων και, κυρίως, η σώρευσή τους, δημιούργησε, αντικειμενικά, δυσκολία έως αδυναμία αντιμετώπισης τους με τα «μέσα της δημοκρατίας»: επιστήμη, λογική, διαβούλευση, δημόσιο συμφέρον, συλλογικές αποφάσεις, στήριξη στην πλειοψηφία, σεβασμός στον νόμο. Καθοριστική για την πρόσληψη αυτής της αδυναμίας ήταν η οικονομική κρίση και η εξαιτίας της μείωση των μισθών και του εισοδήματος για την πλειοψηφία των ανθρώπων σε κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης – αυτή είναι η μεγάλη, και αισθητή από όλους, «αλλαγή παραδείγματος»- της λεγόμενης «μεσαίας τάξης»: από «κοινωνίες των 2/3», με το 1/3 να είναι εκτός συστήματος και να δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, οδηγηθήκαμε σε κοινωνίες γενικευμένης ανέχειας και δυσκολίας εύρεσης εργασίας, ιδίως εκτός μεγάλων αστικών κέντρων. Οι κρίσεις, και ιδίως η οικονομική κρίση, πλάτυναν την κατηγορία των μη εχόντων και μεγάλωσαν τη διαφορά, που μετατράπηκε πλέον όχι μόνο σε περιουσιακό αλλά και σε ψυχολογικό χάσμα, μεταξύ των πάρα πολλών που εισήλθαν σε τούνελ (μόνιμης;) υποβάθμισης και των ελάχιστων (επιχειρηματιών σε ορισμένους κλάδους, επικεφαλής και υψηλόβαθμα στελέχη εταιριών, ιδίως τεχνολογικών, κερδοσκόπους στο χρηματιστήριο και στη «σκοτεινή» οικονομία, μεσάζοντες σε πολιτικοοικονομικές «διευκολύνσεις» ή μέλη της πολιτικής τάξης επιρρεπή στη διαφθορά), τους οποίους οι κρίσεις εκτόξευσαν ακόμα πιο ψηλά στη στρατόσφαιρα του υπερ-πλούτου.

Το ζήτημα των ανισοτήτων έλαβε, έτσι, εκτός από τη θεωρητική (με κυρίαρχο και πρωτοπόρο το έργο του Thomas Piketty) και απτή πρακτική διάσταση. Οι πολίτες είδαν τις δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες να αντιμετωπίζουν την «τρομοκρατία» (Δίδυμοι Πύργοι) με ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας και περιστολή των δικαιωμάτων –  των δικών τους δικαιωμάτων, να πτωχεύουν, μέσα στο χρηματοοικονομικό κραχ, επιχειρήσεις, ακόμα και χώρες, αλλά να «διασώζεται» η πλειοψηφία των τραπεζών και να παίρνουν ξανά την ανηφόρα, μετά από ένα μικρό διάλειμμα, τα μπόνους των τραπεζιτών – να κινείται με πολύ γρήγορους και σωτήριους ρυθμούς η επιστήμη και να βγάζει εμβόλια μέσα στην πανδημία, αλλά δυο-τρεις μεγάλες εταιρίες να διατηρούν τα δικαιώματα, και την ισχύ εκ των εμβολίων και πολλές χώρες να μείνουν πίσω και στην υγειονομική και στην οικονομική κούρσα· τον πόλεμο στην Ουκρανία να ξαναμοιράζει την παγκόσμια τράπουλα σε επίπεδο εξουσίας αλλά οι λαοί, με πρώτους βέβαια τους λαούς της αμυνόμενης για την επιβίωσή της Ουκρανίας και της επιτιθέμενης λόγω της δολοφονικής μεγαλομανίας του προέδρου της, Ρωσίας, να μπαίνουν πιο βαθιά στο λαβύρινθο του φόβου της δυσπραγίας· ακόμα και στον – υποτίθεται – κατεξοχήν κοινό αγώνα, τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, να εμφανίζονται «πολιτικές» σταθμίσεις και αδικίες, νικητές και χαμένοι, ανερχόμενοι και βυθιζόμενοι.

Η αύξηση των ανισοτήτων, συνεπώς, μεταξύ χωρών και περιφερειών, αλλά και μεταξύ κοινωνικών ομάδων και ατόμων, χωρίς σύνδεση, ή με ελάχιστη σύνδεση, με προσόντα, αξίες και προσπάθειες, αποτελεί πρόβλημα δημοκρατίας – και μάλιστα το πρωταρχικό πρόβλημα δημοκρατίας. Φυσικά οι ανισότητες είναι εγγενείς στον καπιταλισμό, ειδικά στον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό, αυτόν τον αγώνα για αύξηση του πλούτου μέσα από όλο και πιο μονομερή, κατευθυνόμενη και παράλογη κατανομή του. Φυσικά οι ανισότητες δεν εμφανίστηκαν εξαιτίας των κρίσεων του 21ου αιώνα και τα δημοκρατικά συστήματα δεν άρχισαν να δείχνουν τη γύμνια τους μόνον τότε. Η σώρευση, όμως, των κρίσεων και η υστέρηση στην αντιμετώπισή τους από τις μεγάλες δημοκρατικές δυνάμεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέβαλαν καθοριστικά στην απώλεια εμπιστοσύνης στο δημοκρατικό σύστημα εκ μέρους των λαών και την ενίσχυση της φωνής των αντιδημοκρατών και των διόλου ανιδιοτελώς «αγανακτισμένων».          

Σε σύνδεση με την παραπάνω πρωταρχική αιτία, και επιτείνοντας τις συνέπειες της, λειτουργεί η λεγόμενη «δημοκρατική κόπωση». Μετά τη δεκαετία του 1980, και ιδίως μετά την πτώση του Τείχους και το – τυπικό – τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η δημοκρατία έμοιαζε να κυριαρχεί και ως σύστημα και ως πραγματικότητα. Επρόκειτο βέβαια για μια «φιλελεύθερη» δημοκρατία δυτικού τύπου, που δεν ταίριαζε αναγκαστικά σε όλες τις χώρες και όλα τα ήθη, αλλά που επεκτάθηκε και σε περιοχές εκτός του πυρήνα της «Δύσης» (Ασία, Νότια Αμερική) κι έδωσε μια πρόσκαιρη εικόνα «ιστορικής αναγκαιότητας» – αυτήν ακριβώς την εικόνα εξαιτίας της οποίας ο Φουκουγιάμα υπέπεσε στη γκάφα του αιώνα με το «τέλος της Ιστορίας». Χωρίς όλες οι χώρες του κόσμου να γίνουν δημοκρατικές (και μόνο το γεγονός ότι η Κίνα δεν είναι κι αρνείται να θεωρήσει ότι θα μπορούσε να γίνει δημοκρατική, χωρίζει τον κόσμο στη μέση), σε όλες σχεδόν τις χώρες, είτε βιώνουν την «τυπική δημοκρατία» (συμμετοχή του λαού μόνο μέσω των εκλογών, αλλά ελεύθερων εκλογών), είτε προσβλέπουν σε αυτήν, η «δημοκρατική δυναμική» έμοιαζε, ως πριν δέκα χρόνια, ασταμάτητη όσο και αυτονόητη.

Αυτό άλλαξε μέσα από μια αλληλουχία εξελίξεων συνδεόμενων αλλά παραπληρωματικών των πολλαπλών κρίσεων: υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής υπό τον σοβαρότερο σύγχρονο Πρόεδρό της, τον Ομπάμα, άνοδος της επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας, κινήματα «αγανακτισμένων», χρεωκοπίες χωρών του «πυρήνα» (Αργεντινή, Ελλάδα), εκλογή του Τραμπ και, την ίδια χρονιά, το μοιραίο 2016, Μπρέξιτ, γενικευμένη εκλογική και κοινωνική άνοδος των «άκρων» (τόσο της ακροδεξιάς όσο και της ακροαριστεράς), δημιουργία άτυπης «αυταρχικής Διεθνούς» (Σι, Πούτιν, Ερντογάν, Νετανιάχου, Μπολσονάρο, Μόντι στην έτοιμη να ξεπεράσει την Κίνα σε πληθυσμό Ινδία) και «αντιφιλελεύθερης συμμαχίας» (Ουγγαρία, Πολωνία, πρόσκαιρα Τσεχία και Σλοβακία) εντός του προπύργιου της δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω γεγονότων, αλλά και χειρισμών, αδυναμίας των κατά δήλωσή τους ή και έμπρακτα δημοκρατικών ηγετών και εκμετάλλευσης της κατάστασης από τους υπονομευτές της δημοκρατίας, η δημοκρατία όχι μόνο έπαψε, για όλο και πιο πολλούς πολίτες σε όλο και σε πιο πολλές χώρες, να είναι αυτονόητη αλλά σχεδόν έπαψε να είναι επιθυμητή. Το δείχνει η αδιαφορία για την πολιτική, ιδίως από τους νέους, η αύξηση της αποχής στις εκλογές, το φλερτ με τα άκρα και πάντως η ανοχή τους (το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής, μιας εγκληματικής συμμορίας που εκκολάφθηκε μπροστά στα μάτια μας κι έφτασε να γίνει τρίτο κόμμα στη Βουλή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό), η ντε φάκτο υποχώρηση ακόμα και της τυπικής δημοκρατίας: σήμερα, γύρω στο 70% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει υπό μη δημοκρατικά ή ατελώς δημοκρατικά καθεστώτα. Και δεν φαίνεται να εξεγείρεται για να αλλάξει την κατάσταση – αντίθετα οι περισσότερες από τις «εξεγέρσεις» (με εξαίρεση τη Βιρμανία, τη Λευκορωσία, πιο πρόσφατα το Ιράν) έχουν στόχο την «επιστροφή» ανθρώπων που ταπείνωσαν τη δημοκρατία, όπως ο Τραμπ, ο Μπολσονάρο, αλλά και ο Νετανιάχου.

Ειδική ανάλυση απαιτεί η έλξη που φαίνονται να ασκούν, σε ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους χώρες και περιοχές, οι αυταρχικοί ηγέτες. Η τάση αυτή είναι όχι μόνο ιδιαίτερα ανησυχητική αλλά και, σύμφωνα με τους κανόνες τής (μάλλον ξεπερασμένης) λογικής, αντιφατική σε σχέση με τα γεγονότα, αφού θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι η απειλή κατά της δημοκρατίας θα ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά των κοινωνιών και θα τις απομάκρυνε από όσους ενσαρκώνουν τον αυταρχισμό. Η έλξη, ακόμα και της γλώσσας, από το πρότυπο του «ισχυρού ηγέτη» («τσάρος» αποκαλείται διεθνώς ο Πούτιν, «σουλτάνος» ο Ερντογάν), η ανάγκη «πατρικής φιγούρας» στο τιμόνι μιας κρατικής εξουσίας που κλυδωνίζεται αλλά και καλείται να «προστατεύσει» και να μοιράσει (η επιστροφή της κρατικής ισχύος φέρνει και επιστροφή του μοντέλου ενός ηγέτη που «προχωράει χωρίς να ρωτάει»), έχουν διπλή ρίζα: τον φόβο, που απομακρύνει από το ήθος και τη μέθοδο της δημοκρατίας, και τη σύγκριση: η ενίσχυση της δύναμης των αυταρχικών ηγετών πάει χέρι-χέρι με την ανάδειξη της αδυναμίας των δημοκρατών ηγετών.

Αν εξαιρεθεί ο Ομπάμα, που κι αυτός όμως συνέβαλε σε αποδυνάμωση της χώρας του και άρα και της παγκόσμιας δημοκρατίας, ανοίγοντας κατά κάποιο τρόπο, τον δρόμο στον Τραμπ, και, με πολλές υποσημειώσεις, ο Μακρόν, ολόκληρος ο 21ος αιώνας αποτελεί μια πινακοθήκη μικρών ηγετών: από τον Σιράκ, τον Σαρκοζί και τον Ολάντ στη Γαλλία ως τους επιγόνους του Μπλερ στη Βρετανία (αλλά και τον ίδιο το Μπλερ μετά την εισβολή στο Ιράκ), από τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως τους χλωμούς «τεχνοκράτες» των διεθνών οργανισμών, από τη μεγάλη πλειοψηφία εκφραστών τόσο του «μοντέρνου» όσο και του παραδοσιακού τρόπου δημοκρατικής ηγεσίας. Οι λαοί συγκρίνουν, ενδόμυχα, και, αν δεν προτιμούν, λόγω ενοχών, τους εκπροσώπους του αυταρχικού στρατοπέδου, τείνουν να τους συγχωρούν περισσότερα από όσα δικαιολογούνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ηγέτες στις δυο χώρες στις οποίες κινδύνευσε η δημοκρατία στις εισβολές που περιγράφηκαν πιο πάνω: τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Λούλα είναι αναμφισβήτητα δημοκρατικότεροι και προτιμότεροι από τον Τραμπ και το Μπολσονάρο (για την ακρίβεια: η εκλογή τους διέσωσε, έστω πρόσκαιρα, τη δημοκρατία), δύσκολα όμως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παραδείγματα προς μίμηση και έμπνευση για τους πολίτες.

Το πιο «περίεργο», και πάντως ανησυχητικό, είναι ότι οι λαοί και οι υπερασπιστές της δημοκρατίας έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους το κύμα του αυταρχισμού να φουσκώνει και τους εκπροσώπους του να ετοιμάζουν την τελική επίθεση και δεν έκαναν τίποτα – πάντως τίποτα αποτελεσματικό – για να τους σταματήσουν. Από το 1992 πήρε τα ηνία στα χέρια της η «ακροδεξιά» πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ΗΠΑ με τον Newt Gingrich («θα μάς κλέψουν τις εκλογές αν δεν τους τσακίσουμε») να αναρριχάται Πρόεδρος της Βουλής και το «Τσάι Πάρτι» («όσο πιο Δεξιά τόσο καλύτερα») να κερδίζει την ιδεολογική κυριαρχία. Ο Τραμπ είναι εξίσου προϊόν της ακροδεξιάς στροφής του μεγάλου και «μέινστριμ» Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όσο και της αποβιομηχάνισης που τσάκισε πολλές Πολιτείες και της «πολιτικής ορθότητας» που έκρυψε την πραγματικότητα από τα μάτια των «δημοκρατικών ελίτ». Αντίστοιχα, στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο επωάστηκε από τα σκάνδαλα διαφθοράς, από το στόμωμα της κοινωνικής εξισορρόπησης μόλις επιδεινώθηκε η παγκόσμια οικονομική κατάσταση, από την εμφάνιση των όπλων και του φανατισμού σε όλη τη Λατινική Αμερική, από το αίσθημα «δεν χάνουμε τίποτα αν τον δοκιμάσουμε κι αυτόν, οι προηγούμενοι τα έκαναν έτσι κι αλλιώς θάλασσα» – ένα διάχυτο αίσθημα που τρέφει τους αυταρχικούς και τους εχθρούς της δημοκρατίας απανταχού του κόσμου.          

Εξαιρετικά κρίσιμος, όχι μόνο ως μέσο αντιπαράθεσης αλλά και ως προς τη διαμόρφωση της ίδιας της πολιτικής, είναι, με ιδιαίτερη έμφαση από το 2016 (Τραμπ, Μπρέξιτ) και μετά, ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η αποδεδειγμένη πλέον παρέμβαση των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στην εκλογή Τραμπ και, στη συνέχεια, η ανάμιξη σε πολλές άλλες εκλογικές αναμετρήσεις (βοήθεια στη Λεπέν, στον Όρμπαν κλπ.), καθώς και ο κάθετος διαχωρισμός του Διαδικτύου σε «υπέρ» και «κατά» για όλα τα θέματα, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας, είναι η πιο φανερή όψη του παγόβουνου. Η μετάβαση της πολιτικής από τα κοινοβούλια και τον δημόσιο διάλογο στη μπλογκόσφαιρα, η εξάλειψη ανάμεσα στην «αλήθεια» και το ψέμα (αλήθεια είναι πλέον ό, τι πει το Διαδίκτυο, το οποίο κανείς δεν ελέγχει αλλά όλοι προσπαθούν να ποδηγετήσουν), η εσκεμμένη παραπληροφόρηση – τα παιδάκια που βίαζε και σκότωνε σε μια πιτσαρία η Χίλαρι Κλίντον, οι εκλογές που σχεδίαζε να «κλέψει», μήνες πριν διεξαχθούν, ο Μπάιντεν, η «νίκη» του Πούτιν στον πόλεμο σήμερα, το δηλητήριο εχθροπάθειας και καθαρού μίσους που διαχέεται, συνήθως ανώνυμα, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – αυτή είναι η άλλη, η λιγότερο ορατή αλλά ακόμα πιο επικίνδυνη, όψη. Κομμένη και ραμμένη για να αποσαθρώνει τα θεμέλια της δημοκρατίας – την ψυχραιμία, τη μετριοπάθεια, την ανταλλαγή επιχειρημάτων, τη στήριξη σε γεγονότα, την αμφισβήτηση της απόλυτης αλήθειας και την απόρριψη του φανατισμού, την εμπιστοσύνη στο ήθος περισσότερο από ό,τι στη γυμνή ισχύ – και να φέρνει διαρκώς νερό στο μύλο του αυταρχισμού. Επειδή ο ρυθμιστικός έλεγχος στη χοάνη του Διαδικτύου είναι όχι μόνο αδύνατος αλλά και αναποτελεσματικός – οι εξελίξεις στο Facebook και στο Twitter αρκούν για να μάς πείσουν, το δημοκρατικό στοίχημα – εξαιρετικά δύσκολο να κερδηθεί από τη στιγμή που όλος ο πλανήτης μοιάζει να έχει αποχαυνωθεί – είναι η μεταφορά του δημόσιου λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης σε μέσα, ή και σε μέσα, που τής αρμόζουν και τής αξίζουν (δεν είμαι διόλου βέβαιος, και θα μου επιτραπεί να συνεχίσω να αμφιβάλλω, ότι η υιοθέτηση των «όπλων του εχθρού» – για «TikTokification» της διαδικασίας διερεύνησης των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου από την ειδική Επιτροπή της Γερουσίας έκανε λόγο η Jill Lepore – είναι η καλύτερη μέθοδος για να πολεμήσει η δημοκρατία τη διαβρωτική επήρεια του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης).       

Ίσως τελικά όλες οι βασικές αιτίες, που αποτελούν συγχρόνως και απειλές, του σημερινού «λυκόφωτος της δημοκρατίας» να μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη με πολλές σημασίες και εκφάνσεις: «εκπαίδευση». Εκπαίδευση για τη δημοκρατία και στη δημοκρατία. Από τα «κάτω» – σχολείο, πανεπιστήμιο, ανταλλαγή απόψεων, διαπολιτισμικός διάλογος – αλλά και εκπαίδευση από τα «πάνω»  – λόγος και, ιδίως, παράδειγμα, εκ μέρους των δημοκρατικών ηγεσιών και της κοινότητας των «ειδικών». Η «παντοδυναμία των ελίτ», την οποία διαστρέφουν οι απανταχού λαϊκιστές αλλά και βάζουν στο στόχαστρο διαπρεπείς επιστήμονες όπως ο Michael Sandel, πρέπει να τεθεί, κατά τη γνώμη μου, στις ορθές της διαστάσεις: ένας «άλλος λόγος» από αυτούς που ξέρουν, αλλά και πονάνε, τη δημοκρατία, όχι μόνο δεν είναι άχρηστος, όχι μόνο δεν έχει ως βασικό αποτέλεσμα να εξοργίζει τον «μέσο άνθρωπο» και να τον στρέφει ακόμα περισσότερο προς τους λαϊκιστές και τους αυταρχικούς, που δήθεν λένε «τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» (ενώ στην πραγματικότητα μάς κατευθύνουν να φάμε τη σκάφη και να πλυθούμε στα σύκα)  – ένας τέτοιος λόγος, καθαρός, σαφής, στηριγμένος στα γεγονότα, με πάθος αλλά όχι φανατισμό, είναι απαραίτητος. Η δημοκρατία δεν προστατεύεται ούτε με τη σιωπή, ούτε με την αδιαφορία, ούτε με την ανοχή – ιδίως μπροστά σε γεγονότα σαν κι αυτά της 6ης Ιανουαρίου 2021 στην Ουάσινγκτον και της 8ης Ιανουαρίου 2023 στη Μπραζίλια.

Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, συγγραφέας, πρ. Ευρωβουλευτής      

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Όψεις της αρχής της αμεροληψίας στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα

Η τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα έφερε στο προσκήνιο διάφορες όψεις της αρχής της αμεροληψίας που συνδέονται με το ζήτημα της υποκρισίας και του κυνισμού στην πολιτική. Αν θέλουμε να ασκήσουμε την εξουσία με αμερόληπτο τρόπο, αυτό συνεπάγεται ορισμένες δεσμεύσεις και περιορισμούς. Μπορεί να ανταποκριθούμε σε αυτό το βάρος, παρότι πολιτικά, κομματικά, δεν συμφέρει. Είναι όμως δύσκολο να έχουμε και τα δύο: το ηθικό πολιτικό επιχείρημα ότι είμαστε αμερόληπτοι και το επιθυμητό αποτέλεσμα να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει πολιτικά και προτιμούμε κομματικά.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.