Η πανδημία κατέστησε κρίσιμη τη συζήτηση για τη συμβατότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού με το Σύνταγμα. Η συζήτηση αυτή δεν είναι νέα. Αναζωπυρώνεται στη διάρκεια πανδημιών, αλλά και με αφορμή την επανεμφάνιση παιδικών ασθενειών που είχαν εκλείψει. Με ποια κριτήρια οφείλουμε να αξιολογήσουμε τη συνταγματικότητα των υποχρεωτικών εμβολιασμών; Στη χώρα μας η κρατούσα άποψη, την οποία εκφράζουν συχνά τα μέλη της Επιτροπής Βιοηθικής, είναι ότι ο εμβολιασμός, ως ιατρική πράξη με πιθανές παρενέργειες, προϋποθέτει την ενημερωμένη συναίνεση του ατόμου.
Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υπερισχύει της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για τη δημόσια υγεία. Ως προς τους ανήλικους, ερωτάται αν η γονική μέριμνα επικρατεί της υποχρέωσης του κράτους να τους προστατεύει, παρά τη συνταγματική δέσμευσή του να μεριμνά για την προστασία των παιδιών. Ο κανόνας παραμένει λοιπόν ότι δεν μπορούν να επιβληθούν δυσμενείς διακρίσεις εξαιτίας του μη εμβολιασμού.
Είναι όμως πράγματι τόσο δύσκολο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία να επιβληθεί η υποχρέωση εμβολιασμού, όταν κατά την κρατούσα ιατρική άποψη αποτελεί τη μόνη ασπίδα προάσπισης της δημόσιας υγείας; Η συναίνεση στην ιατρική πράξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιδρά όχι μόνο στο υποκείμενο της απόφασης, αλλά θέτει σε διακινδύνευση την υγεία των άλλων. Ακόμη περισσότερο, η άρνηση εμβολιασμού συχνά εκμεταλλεύεται την ανοσία αγέλης που αποκτάται μέσω του εμβολιασμού της πλειονότητας του πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό διακινδυνεύεται και η δυνατότητα να επωφεληθούν από την ανοσία όσοι πραγματικά την έχουν ανάγκη, δηλαδή εκείνοι που ιατρικοί λόγοι δεν τους επιτρέπουν τον εμβολιασμό.
Ενόψει της σοβαρής διακινδύνευσης για τη δημόσια υγεία που προκαλείται από την άρνηση εμβολιασμού, γιατί πολλοί άνθρωποι θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους άλλους; Γιατί κάποιοι γονείς θέτουν σε κίνδυνο τα παιδιά τους και τους άλλους, όπως συμβαίνει και με τη χρήση μάσκας; Για ορισμένους, ο λόγος είναι η ανησυχία ως προς πιθανές παρενέργειες. Άλλοι ισχυρίζονται ότι αντιτίθενται στον εμβολιασμό για θρησκευτικούς ή φιλοσοφικούς λόγους, ενώ για μια άλλη κατηγορία γονέων η έλλειψη πόρων επηρεάζει την πρόσβασή τους στον εμβολιασμό.
Ωστόσο η πανδημία, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, επιτάσσει τον αναστοχασμό πάνω στις παραδοσιακές σταθμίσεις μεταξύαντιτιθέμενων δικαιωμάτων και αγαθών. Η ανθεκτικότητα των δικαιωμάτων ενισχύεται όταν η κρατούσα άποψη επανεξετάζεται με βάση την εξέλιξη των δεδομένων. Κατά τη γνώμη μου, ο συνδυασμός της αρχής της πρόληψης με την αρχή της αναλογικότητας μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Ας υποθέσουμε ότι κυκλοφορεί ένα πιστοποιημένο εμβόλιο για τον COVID 19, καθιστώντας την ανοσία αγέλης εφικτή. Συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του αυτοκαθορισμού του ατόμου ο εμβολισμός, σταθμιζόμενος με τη δημόσια υγεία, την υγεία των άλλων, ιδίως με την υγεία των πιο ευάλωτων; Δεν είναι σκόπιμο να τεθεί επίσης στη ζυγαριά η ύφεση που επιφέρει η πανδημία και οι οικονομικές της συνέπειες;
Η αναλογικότητα προϋποθέτει όχι μόνο καταλληλότητα, αλλά και αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων, δηλαδή την αναζήτηση του ηπιότερου μέσου. Οι παραινέσεις και οι ισχυρές συστάσεις δεν αρκούν για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού. Απαιτείται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, με την πρόβλεψη κυρώσεων και ελεγκτικών μηχανισμών, παρότι αυτό θεωρείται μια «πατερναλιστική» προσέγγιση για τον ρόλο του κράτους.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις 20.9.2020