Search
Close this search box.

“Αναπάντεχο συναπάντημα”: Η βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση της αστυνομικής δράσης από τους πολίτες

Η συνάντηση με την αστυνομία ενδέχεται να πάρει αναπάντεχη τροπή. Η βιντεοσκοπική καταγραφή της συνδέεται με την υπέρμετρη αστυνομική βία, η οποία έχει επισημανθεί επανειλημμένως. Αυτή είναι η περίπτωση που καταγγέλλεται με την πιο στεντόρεια φωνή. Αλλά το ζήτημα είναι ευρύτερο και θεμελιώδες. Αφορά τη διαφάνεια στη δράση της αστυνομίας και τη λογοδοσία των οργάνων της τάξης, την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών από τους ίδιους τους πολίτες και την αξιοπιστία της ποινικής δίκης. Εξάλλου κρίσιμη είναι η σχέση της τεχνολογίας με τα δικαιώματα, στο σύγχρονο κράτος δικαίου, όχι μόνο ως πηγή διακινδύνευσης, αλλά και ως εργαλείο προστασίας τους.

1. Μετά από αρκετά χρόνια αγκύλωσης και αδράνειας (κατά τα οποία ίσχυε το δικτατορικό ν.δ. 794/1971), το δικαίωμα του συνέρχεσθαι έχει βρεθεί στο προσκήνιο των συνταγματικών εξελίξεων. Σε συνέχεια του ν. 4703/2020 “Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις” δημοσιεύτηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 3917/2011, το π.δ. 75/2020 “Χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους” από υπεύθυνες επεξεργασίας δημόσιες αρχές[1], μεταξύ των οποίων και η αστυνομία[2]. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να εξετάσει την αντίστροφη πλευρά από αυτή του π.δ. Δικαιούται ο πολίτης α) να καταγράφει και β) να δημοσιοποιεί, διαδίδοντας στο διαδίκτυο, «το συναπάντημα» με την αστυνομία;

Η συνάντηση με την αστυνομία ενδέχεται να πάρει αναπάντεχη τροπή. Η βιντεοσκοπική καταγραφή της συνδέεται με την υπέρμετρη αστυνομική βία, η οποία έχει επισημανθεί επανειλημμένως.[3] Αυτή είναι η περίπτωση που καταγγέλλεται με την πιο στεντόρεια φωνή. Αλλά το ζήτημα είναι ευρύτερο και θεμελιώδες. Αφορά τη διαφάνεια στη δράση της αστυνομίας και τη λογοδοσία των οργάνων της τάξης, την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών από τους ίδιους τους πολίτες και την αξιοπιστία της ποινικής δίκης. Εξάλλου κρίσιμη είναι η σχέση της τεχνολογίας με τα δικαιώματα, στο σύγχρονο κράτος δικαίου, όχι μόνο ως πηγή διακινδύνευσης, αλλά και ως εργαλείο προστασίας τους. Ας εστιάσουμε στο τυπικό παράδειγμα των δημόσιων συναθροίσεων.

2. Η βιντεοσκόπηση από τον πολίτη

Ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ της αστυνομίας και της ποινικής δίκης στις περιπτώσεις κατηγορούμενου για συμμετοχή σε δημόσιες συναθροίσεις, οι οποίες είχαν βίαιη κατάληξη[4] (πράγμα σύνηθες στην Ελλάδα), είναι η μαρτυρική κατάθεση αστυνομικού ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε ενεργά στη διαδήλωση, ότι εξύβρισε άλλον αστυνομικό, ότι τον είδε να μετέχει σε βιαιοπραγίες ή να αντιστέκεται κατά της αρχής κ.λπ. Το δικαστήριο δίνει συνήθως βαρύτητα στην αστυνομική μαρτυρία, παρά το γεγονός ότι η συναδελφική αλληλεγγύη, το περίφημο esprit de corps, κλονίζει την αξιοπιστία της. Η καταγραφή των γεγονότων με τη βιντεοσκόπησή τους από τον πολίτη παρέχει αποδεικτικό υλικό πρόσφορο για να απονεμηθεί δικαιοσύνη με βάση την αλήθεια. Ενόψει της ευχέρειας της αστυνομίας να καταγράφει τα γεγονότα σύμφωνα με τους όρους του π.δ. 75/2020, η αντίστοιχη δυνατότητα του πολίτη επιβάλλεται για λόγους ισότητας των αποδεικτικών μέσων, επειδή έχει σημασία η «γωνία λήψης» και εξισορροπείται ο κίνδυνος να καταγραφεί επιλεκτικά μόνον ότι ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο, ή ό,τι συμφέρει την αστυνομία.

Όπως στις απόψεις έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες, το ίδιο ισχύει και με τις βιντεοσκοπήσεις κι όσο είναι αδιανόητο να επιβληθεί μονόπλευρη ενημέρωση, άλλο τόσο είναι να υπάρχει μονοπώλιο βιντεοσκοπικής λήψης στη δημόσια σφαίρα.

Τα άτομα είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ εκτεθειμένα στον κίνδυνο χρήσης της τεχνολογίας για τον αποτελεσματικό έλεγχό τους. Γιατί να μην υπόκειται σε απόδειξη και αξιόπιστη καταγραφή, δηλαδή σε επαλήθευση, τυχόν ισχυρισμός της αστυνομίας ότι η κάθε μορφής βία που ασκείται σε βάρος πολιτών οφείλεται σε προηγούμενη αντίσταση των ενδιαφερομένων; Η τεχνολογία δεν αποτελεί προνόμιο της εξουσίας ούτε είναι μόνο απειλή για τα δικαιώματα. Είναι και ασπίδα προστασίας στα χέρια των ίδιων των πολιτών, που έχουν δικαίωμα να καταγράφουν κάθε δική τους επαφή με τις αστυνομικές αρχές, για να προστατεύσουν πρωτίστως τον εαυτό τους και εν συνεχεία την ίδια τη νομιμότητα και το κράτος δικαίου.

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί όριο του περιορισμού των δικαιωμάτων από το κράτος, δεν υποκαθιστά όμως σε καμία περίπτωση την ελευθερία των πολιτών να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα κατοχής και κυριότητάς τους για να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους, καταγράφοντας τα πεπραγμένα της εξουσίας. Στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, η αυτενέργεια και το αυτεξούσιο είναι γνωρίσματα του αυτοκαθορισμού, που προστατεύει η θεμελιώδης αρχή της αξίας του ανθρώπου. Ο πολίτης απέναντι στη δημόσια εξουσία έχει δικαιώματα, υψώνει το ανάστημά του και διαλέγεται μαζί της, επειδή οφείλει έλλογη υπακοή και όχι άκριτη υποταγή.

3. Η δημοσιοποίηση του βίντεο…

Η δημοσιοποίηση – συνήθως με ανάρτηση στο διαδίκτυο – του βίντεο από το αναπάντεχο συναπάντημα του πολίτη με την αστυνομία είναι το επακόλουθο της καταγραφής των γεγονότων από την οπτική γωνία του λήπτη τους και αποσκοπεί στην ενημέρωση και την πληροφόρηση του κοινού, για να ασκήσει έλεγχο και κριτική στη δράση και τη συμπεριφορά της αστυνομίας όπως αποτυπώνεται στο βίντεο. Η δημοσιογραφική έρευνα και η δημοσιοποίηση συνυφαίνονται με σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία: δικαίωμα πληροφόρησης, ελευθερία του τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης, ελευθερία της έκφρασης.

Η σχέση μεταξύ βιντεοσκόπησης και δημοσιοποίησης από τους πολίτες της δράσης της αστυνομίας πάει σε βάθος. Είναι συνθήκη αμοιβαίας αλληλεπίδρασης στην προοπτική αποκατάστασης και εμπέδωσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Σε μία σημαντική μελέτη ο αμερικανός ομοσπονδιακός Εφέτης, Stephanos Bibas[5], μίλησε για ρήγμα που χωρίζει “τους εντός” (αστυνομία, δικαστές κ.λπ.) από “τους εκτός” του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, εξαιτίας ιδίως της διακριτικής ευχέρειας, της πληροφόρησης και της αλληλοκάλυψης “των εντός”, οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα ως εκπρόσωποι του νόμου και της τάξης · όλα αυτά εκθέτουν σε αντίστοιχους κινδύνους τους “εκτός” του ποινικού συστήματος.

Η διαφάνεια, η πληροφόρηση, η συμμετοχή των πολιτών και η εμπέδωση της πεποίθησης ότι ισχύει η νομιμότητα για την αστυνομική δύναμη επί του πεδίου, στο μέτρο που τυχόν περιπτώσεις υπέρμετρης βίας καταγράφονται και δημοσιοποιούνται, είναι κρίσιμα εργαλεία για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ “των εντός” και “των εκτός”. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ανάγκη στάθμισης και ισορροπίας αφορά ιδίως τις εγγυήσεις δικαστικής προστασίας των προσώπων που μπλέκουν στα γρανάζια του ποινικού συστήματος ως ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, με το δημόσιο συμφέρον του κράτους και της κοινωνίας για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Διαφορετικά, η αφηρημένη στάθμιση δικαιολογεί κατά κανόνα τη δυνατότητα των διωκτικών αρχών να κάμπτουν την προστασία ατομικών δικαιωμάτων χάριν της αποτελεσματικότητας. Το ζήτημα είναι η προστασία, άπαξ και έχεις γίνει στόχος. Η βιντεοσκόπηση και η δημοσιοποίηση συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή.

4. …και τα προσωπικά δεδομένα των αστυνομικών

Η κύρια αντίρρηση στην βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση της αστυνομικής δράσης αφορά τα προσωπικά δεδομένα των αστυνομικών που εμφανίζονται στο βίντεο. Το ΔΕΕ στην υπόθεση C-345/17[6] έκρινε ότι (παρ. 47) στο άρθρο 3 της οδηγίας 95/46 εμπίπτει “η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτόν βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο”. Αλλά (παρ. 48) το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι κάτω από τις εν λόγω περιστάσεις η εν λόγω βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Το γεγονός ότι (παρ. 55) το άτομο που προέβη στις ανωτέρω ενέργειες δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η μαγνητοσκόπηση του βίντεο και η δημοσιοποίησή του στο YouTube να γίνονται για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Ωστόσο, το δικαστήριο πρέπει να κρίνει (παρ. 59-61) εάν από το επίμαχο βίντεο προκύπτει ότι η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίησή του είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, απόψεων ή ιδεών σε σχέση με μη σύννομες πρακτικές εκ μέρους της αστυνομίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιτρέπεται η δημοσιοποίηση μόνο μη σύννομων πρακτικών. Το ΔΕΕ (παρ. 66) αναφέρθηκε στα κριτήρια του ΕΔΔΑ για τη στάθμιση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου: “η συμβολή σε συζήτηση δημόσιου ενδιαφέροντος, η φήμη του θιγομένου, το αντικείμενο της γνωστοποιήσεως, ο πρότερος βίος του ενδιαφερομένου, το περιεχόμενο, η μορφή και οι συνέπειες της δημοσιεύσεως, ο τρόπος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αποκτήθηκαν οι πληροφορίες καθώς και η αλήθειά τους” κ.λπ. “Ομοίως, πρέπει να εκτιμάται η δυνατότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας να λάβει μέτρα για να μετριασθεί η έκταση της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή”. Η κρίση γίνεται κατά περίπτωση.

Το ΕΔΔΑ (Grand Chamber), στην υπόθεση Pentikäinen κατά Φινλανδίας (20.10.2015, αριθ. προσφυγής 11882/10, § 55) έλαβε υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Υπηρεσίας Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του Οργανισμού Συνεργασίας και Ασφάλειας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και της Επιτροπής της Βενετίας, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τη διάρκεια δημόσιων συγκεντρώσεων, “οι φωτογραφίες και οι ηχογραφήσεις βίντεο [που λήφθηκαν είτε από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας είτε από τους συμμετέχοντες] δεν πρέπει να περιορίζονται, παρόλο που η διατήρηση δεδομένων ενδέχεται να παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή”. Το Δικαστήριο τόνισε (παρ. 89) τον κρίσιμο ρόλο των δημοσιογράφων στην ενημέρωση για τον τρόπο που οι αρχές αντιμετωπίζουν, π.χ. διαλύουν, μία διαδήλωση. Οποιαδήποτε προσπάθεια των αρχών για απομάκρυνση των δημοσιογράφων υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο. Πρέπει όμως και οι δημοσιογράφοι να ενεργούν με καλή πίστη (παρ. 90).

Με βάση τα ανωτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε: α) την καταγραφή από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο πολίτη ή από τρίτους της συνάντησής του με την αστυνομία. Αυτή κατά κανόνα προστατεύεται πλήρως και είναι νόμιμη ενέργεια, η οποία ελλείψει άλλων στοιχείων ή παραγόντων που διαφοροποιούν τα δεδομένα επιτρέπεται και δεν μπορεί να εμποδιστεί από τα αστυνομικά όργανα, καθώς δεν υπάρχει σοβαρό έννομο συμφέρον που να την παρεμποδίζει.[7] β) την περαιτέρω επεξεργασία και ανάρτηση από τον ενδιαφερόμενο πολίτη ή τρίτους της καταγεγραμμένης και βιντεοσκοπημένης συνάντησης στο διαδίκτυο, ή σε άλλο πρόσφορο μέσο και της κοινοποίησής της στο ευρύτερο κοινό. Εδώ απαιτούνται πιο ουσιαστικές σταθμίσεις: β.1. αν καταγράφεται αμφισβητούμενη αστυνομική βία και η ανάρτηση γίνεται προκείμενου να καταγγελθεί το γεγονός, τότε υπερισχύει αναμφίβολα η δημοσιογραφική πλευρά του ζητήματος, β.2. αν δεν έχει εκδηλωθεί αμφισβητούμενη αστυνομική βία, τότε η καταγραφή των γεγονότων στο βίντεο και η διάδοσή του πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται χωρίς κοντινή εστίαση στα πρόσωπα των αστυνομικών στο μέτρο που αυτό δεν δικαιολογείται από δημοσιογραφική ανάγκη, π.χ. για να αποθανατίσει την ένταση μιας σκηνής. Εδώ οι περιστάσεις παίζουν βέβαια σπουδαίο ρόλο. Οι ανωτέρω διακρίσεις λειτουργούν μάλλον ως κριτήρια κατανομής του βάρους απόδειξης. Πάντως, αν η βία μπορεί να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή, τότε η συνεχής ροή της λήψης είναι εύλογη και δικαιολογημένη.

Από την πλευρά της αστυνομίας, πρέπει να διακρίνουμε αντίστοιχα: γ) την περίπτωση όπου βρισκόμαστε στο στάδιο «αστυνομικών ερευνών διοικητικής φύσης» ή δ) στη συνέχεια στο στάδιο «προανακριτικών ερευνών ποινικοδικονομικού χαρακτήρα»[8]. Στην τελευταία περίπτωση, οι εξουσίες της αστυνομίας είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι στην προηγούμενη, χωρίς όμως να δικαιολογείται η διαγραφή από το κινητό του ενδιαφερομένου του βίντεο που καταγράφει το επεισόδιο, ενώ καλό θα ήταν να προβλεφθεί τρόπος να ικανοποιηθεί το αίτημα του ενδιαφερομένου για καταγραφή της συνάντησής του με την αστυνομία, εν ανάγκη και σε διαθέσιμο για τον σκοπό αυτό υπηρεσιακό κινητό.

Πρόσφατα (20.11.2020) ψηφίσθηκε από την Γαλλική Βουλή μια αμφιλεγόμενη διάταξη, η οποία απαγόρευε όχι τη λήψη αλλά τη “διάδοση” φωτογραφιών αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 24 του νόμου 3452 ποινικοποιεί τη μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε μέσο της εικόνας του προσώπου ή άλλου στοιχείου ταυτοποίησης αστυνομικού που παίρνει μέρος σε αστυνομική επιχείρηση, εφόσον υπονομεύεται η ακεραιότητά του, σωματική ή ψυχολογική. Μετά από μεγάλες διαδηλώσεις, η γαλλική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να αναθεωρήσει πλήρως τη σχετική διάταξη[9] .Παλιότερα[10], οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να αντιταχθούν, με σχετικά περιορισμένες εξαιρέσεις, στην καταγραφή της εικόνας τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθόσον η ελευθερία πληροφόρησης είτε από δημοσιογράφο είτε από ιδιώτη, υπερισχύει του δικαιώματος του αστυνομικού στην εικόνα του[11].

Στη Γαλλία, η τελευταία προσπάθεια περιορισμού του δικαιώματος διάδοσης βίντεο αστυνομικών επεμβάσεων, κυρίως μέσω κοινωνικών δικτύων, εκδηλώθηκε μετά από την ευρεία χρήση της πρακτικής αυτής από το κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας “Κίτρινα Γιλέκα”. Το επονομαζόμενο copwatching[12] εμφανίσθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990. Σταδιακά διαδόθηκε στη Γαλλία, παίρνοντας ώθηση από την άνοδο των νέων ψηφιακών τεχνολογιών. Στις ΗΠΑ συνδέθηκε με τη δημιουργία οργανωμένων ομάδων, στις διάφορες τοπικές κοινότητες, που παρακολουθούν και τεκμηριώνουν τις αστυνομικές πρακτικές για να αποτραπεί η προσβολή δικαιωμάτων ή να αποδειχθεί τυχόν αστυνομική βία. Πρόκειται για συμμετοχική προσπάθεια πολιτών να επηρεάσουν το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στη λογική της αλληλεπίδρασης “των εντός” με “τους εκτός”, με την προβολή των απόψεων της κοινότητας που αστυνομεύεται αναφορικά λ.χ. με το πότε ένας πολίτης κρίνεται “ύποπτος” από την αστυνομία ώστε να υποβληθεί σε έλεγχο (π.χ. φυλετικά κριτήρια). Η διαφάνεια, ο έλεγχος και η λογοδοσία της αστυνομίας είναι περαιτέρω επιδιώξεις της δραστηριοποίησης των πολιτών.

5. Η νόμιμη βία και η αξιοπρέπεια των αστυνομικών

Ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί ότι: “η απαγόρευση της, με ειδικά τεχνικά μέσα, μαγνητοσκόπησης αθεμίτως αφορά πράξεις ή εκδηλώσεις της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους. Δεν περιλαμβάνει δε και τις πράξεις ή εκδηλώσεις τούτων, οι οποίες, ανεξάρτητα από τον τόπο και το χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ΄ αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία ως εκ του τρόπου πραγματοποιήσεώς της και της φύσεως και του είδους των εκπληρούμενων καθηκόντων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική” [13].Η θέση αυτή συμβιβάζεται με τη φύση των καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων. Οι αστυνομικές δυνάμεις μπορεί να κληθούν να ασκήσουν νόμιμη βία. Η έννοια της νόμιμης βίας δεν κρίνεται μόνο με βάση το οργανικό κριτήριο, δηλαδή το γεγονός ότι ασκείται από κρατικά όργανα[14] που έχουν αστυνομική αρμοδιότητα και δικαιούνται ως εκ τούτου να επιβάλλουν κυρώσεις και μάλιστα αυτής της φύσης, ήδη από τη Magna Carta, 1215 (άρθρο 20), η νόμιμη βία έχει και ουσιαστικό περιεχόμενο και ελέγχεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας των χρηματικών και άλλων ποινών προς τις παραβάσεις. Πτυχή της προστατευόμενης προσωπικότητας του αστυνομικού είναι και η αξιοπρέπειά του. Η αξιοπρέπεια του αστυνομικού καταρρακώνεται όταν η βία είναι υπέρμετρη, αυθαίρετη και παράνομη. Κάθε σωστός αστυνομικός έχει συμφέρον να διακρίνεται η νόμιμη από την παράνομη βία. Η συγκάλυψη της παράνομης βίας οδηγεί σε απαξίωση της τιμής και της υπόληψης νόμιμων αστυνομικών, οι οποίοι κηλιδώνονται από την παράνομη βία. Αλλά δεν νοείται «ισότης εν τη παρανομία».

Πίσω από το προσωπείο του οργάνου της τάξης ή του λειτουργού της δικαιοσύνης βρίσκονται τα πρόσωπα με τη συνείδησή τους. Η συνείδηση έχει έναν ασυμπίεστο πυρήνα[15]. Ο δικαστής καλείται να κρίνει κατά συνείδηση. Το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ θεσπίζει την αρχή της «ηθικής απόδειξης» και ορίζει ότι οι δικαστές αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους. Τα αστυνομικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.). Όχι μόνο οι ίδιοι αστυνομικοί, αλλά και η Δημοκρατία και οι πολίτες έχουν κάθε συμφέρον να μην υπάρχει ένα αστυνομικό σώμα που ενεργεί τυφλά και πειθήνια, ακυρώνοντας εν ώρα υπηρεσίας τα πρόσωπα πίσω από την ημιστρατιωτική εξάρτηση. Αυτό θα υποβάθμιζε τους αστυνομικούς σε ειδική κατηγορία πολιτών, στους οποίους το κράτος στερεί την αξιοπρέπεια, απαιτώντας να δρουν σαν αυτόματα και να ασκούν φυσική βία, νόμιμη ή παράνομη αδιάφορο.

Η καταγραφή και η διαφάνεια των πράξεων των αστυνομικών προστατεύει ταυτόχρονα: α) τους αστυνομικούς που ενεργούν με επαγγελματισμό και ευσυνειδησία, τηρώντας το συνταγματικό καθήκον τους να σέβονται τα δικαιώματα των πολιτών, β) το σώμα της αστυνομίας από τη δυσφήμηση που προκαλεί η αυθαίρετη και παράνομη βία, γ) τη Δημοκρατία που απειλείται από την απονομιμοποίηση των θεσμών του κράτους και τέλος δ) τα δικαιώματα του ανθρώπου σε μία ανοικτή και φιλελεύθερη κοινωνία.

Η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν μπορεί να επισκιάσει και να απορροφήσει τη δημόσια εξουσία που ασκεί το όργανο της τάξης με τη μορφή του καταναγκασμού και της καταστολής. Αν η ιδιώτευση της εξουσίας είναι ανεπίτρεπτη όταν παίρνει τον χαρακτήρα εκφοβιστικών αγωγών αποζημίωσης πολιτικών προσώπων, που επιδιώκουν να παγώσουν την πολιτική κριτική σε σχέση με την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αυτό ισχύει προδήλως κατά μείζονα λόγο όταν η ιδιώτευση της εξουσίας επιχειρεί να συγκαλύψει με αδιαφάνεια και μυστικότητα την άσκηση από τα όργανα του κράτους του μονοπωλίου της φυσικής βίας.

Τί ερμηνεία δικαίου θα ήταν αυτή όπου οι αξιοπρεπείς θα στιγματίζονταν από τους αυθαίρετους και παρανόμους για να συγκαλύπτεται η άδικη βία εις βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών;

Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος

Σταυρούλα Γεωργίου
Δ.Ν, Δικηγόρος


Υποσημειώσεις:

[1] Άρθ. 4 του π.δ. 75/2020, πρόκειται για αρχές αρμόδιες «για την πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση ή δίωξη των εγκλημάτων ή την εκτέλεση των ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους».

[2] Βλ. γενικά για το ζήτημα αυτό Γ. Τασόπουλου, Α. Τάκη, Τα υπόρρητα της συζήτησης για τις συναθροίσεις: Το πρόβλημα της αστυνομικής βίας και η χρησιμότητα των τύπων, SyntagmaWatch, 14.7.2020 https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/ta-yporrita-tis-syzitisis-gia-tis-stbathroiseis-to-provlima-tis-astynomikis-vias-kai-i-xrisimotita-ton-typon/?fbclid=IwAR0hAeUGCSW718qdOCXRvlKzxoILzyawEc2GsGm8flz-l79Ug1Z5EXwajE8

Βλ. ειδικά την ανάλυση των διατάξεων του π.δ. 75/2020,Φ. Παναγοπούλου – Κουτνατζή, Τo ζήτημα των καμερών (φορητών και σώματος) που φέρουν οι Μονάδες Αποκαταστάσεως της Τάξεως (Μ.Α.Τ.) της Ελληνικής Αστυνομίας,SyntagmaWatch,4.1.2021https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-zitima-twn-kamerwn-foritwn-kai-swmatos-poy-feroun-oi-monades-apokatastaseos-tis-taxis-mat-tis-ellhnikhs-astynomias/

[3] Βλ. ενδεικτικώς το από 4.5.2020 Πόρισμα της Επιτροπής Αλιβιζάτου για την διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας, στην ιστοσελίδα https://vouliwatch.gr/resources/file/2020/11/6/6f81b7f3-b774-478d-8832-dfa52f252cfe.pdf, όπου προτείνεται μεταξύ άλλων η άμεση επαναφορά ατομικών διακριτικών στοιχείων στις στολές όλων των αστυνομικών οργάνων και η τοποθέτηση καμερών στο εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων, στα κρατητήρια και τα γραφεία των παραρτημάτων ασφαλείας, όπου διεξάγονται ανακριτικές πράξεις με τη συνδρομή της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, καθώς και την από Ιουνίου 2019 Ειδική Έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας του Συνηγόρου του Πολίτη στα σώματα ασφαλείας και στους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης, στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη https://www.synigoros.gr/resources/docs/emhdipa_2017_2018_gr.pdf, όπου στη σελ. 68 επισημαίνεται ρητώς ότι: «Από τις υποθέσεις που χειρίστηκε ο Μηχανισμός προέκυψε ότι, σε περιστατικά κακομεταχείρισης με τη χρήση σωματικής βίας και με επακόλουθο τον τραυματισμό προσώπων, είναι αναγκαία η διατήρηση τυχόν βιντεοληπτικού υλικού, καθώς αυτό αποτελεί αποδεικτικό υλικό των πραγματικών περιστατικών, αλλά και των πράξεων των αρμόδιων κρατικών λειτουργών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, τα άτομα που τελούν υπό κράτηση βρίσκονται σε ευάλωτη θέση, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι στα καταστήματα κράτησης, καθώς και στις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και του ΛΣ – ΕΛΑΚΤ όπου λειτουργούν κρατητήρια τα οποία διαθέτουν σύστημα βιντεοεπιτήρησης θα πρέπει, σε περίπτωση τραυματισμού, πρόκλησης σωματικών βλαβών ή εν γένει άσκησης βίας σε βάρος ατόμων που βρίσκονται υπό κράτηση ή υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας τους, το βιντεοληπτικό υλικό να τηρείται υποχρεωτικά σε μέσο αποθήκευσης και να διαβιβάζεται, πέραν των αρμόδιων για την ποινική προανάκριση οργάνων, στο αρμόδιο για τη διοικητική διερεύνηση της υπόθεσης όργανο, ώστε να αποτελέσει τμήμα της πειθαρχικής-διοικητικής εξέτασης. Η διατήρηση του υλικού σε συγκεκριμένο εξωτερικό μέσο αποθήκευσης θα πρέπει να ακολουθείται από σχετική έκθεση και το υλικό να φυλάσσεται σε χώρο μη προσβάσιμο στο προσωπικό. Με αυτή την επιλογή θα διασφαλίζεται η διατήρησή του, ο περιορισμός της πρόσβασης σε αυτό, αλλά και η αποστολή του στα αρμόδια για τη διοικητική διερεύνηση όργανα».

[4] Άρθρο 189 νέου ΠΚ (Διατάραξη της κοινής ειρήνης).

[5] Βλ. St. Bibas, Transparency and Participation in Criminal Procedure, 81 N.Y.U. L. Rev. 911 (2006), σ. 914-915. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εφέτης St. Bibas, καθηγητής της ποινικής δικονομίας και της εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας, διορίσθηκε από τον Πρόεδρο Trump το 2017, υπήρξε μέλος της συντηρητικής νομικής ομάδας The Federalist Society και σε καμία περίπτωση δεν ανήκει στο «φιλελεύθερο νομικό κατεστημένο». Έγινε ευρύτατα γνωστός επειδή έγραψε την απόφαση που απέρριψε την προσφυγή της Προεκλογικής Εκστρατείας του Trump στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2020 στις ΗΠΑ στην υπόθεση UNITED STATES COURT OF APPEALS FOR THE THIRD CIRCUIT No. 20-3371 DONALD J. TRUMP FOR PRESIDENT, INC.; et al v. SECRETARY COMMONWEALTH OF PENNSYLVANIA et al. https://www2.ca3.uscourts.gov/opinarch/203371np.pdf

[6] Απόφαση του ΔΕΕ (δεύτερο τμήμα) της 14ης Φεβρουαρίου 2019.

[7] Η καταγραφή αυτή δεν είναι απαραίτητο να δηλωθεί (γνωστοποιηθεί) στα όργανα της τάξης για να είναι νόμιμη, ιδίως αν κάτι τέτοιο είναι δυσχερές κάτω από τις περιστάσεις, συνεκτιμώντας και τη στάση των αστυνομικών.

[8] ΓΝΩΜΟ∆ΟΤΗΣΗ 3/2020 ΑΠΔΠΧ,σ. 32.

file:///C:/Users/Dell/Desktop/gnomodotisi%203_2020.pdf

[9] Le Monde, Proposition de loi de « sécurité globale » : la double leçon de l’article 24. Editorial. 2 décembre 2020 https://www.lemonde.fr/idees/article/2020/12/02/proposition-de-loi-de-securite-globale-la-double-lecon-de-l-article-24_6061899_3232.html

[10] Εγκύκλιος αριθ. 2008-8433-0 της 23ης Δεκεμβρίου 2008.

[11] H. Diaz, Documenter l’action de la police: état des lieux et perspectives, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.dalloz-actualite.fr/node/documenter-l-action-de-police-etat-des-lieux-et-perspectives#.X_Wb0Okzai5 

[12] J. Simonson, Copwatching, 104 Cal.L.Rev.391 (2016), σ. 391-445, L. HueyK.  WalbyA. Doyle, Copwatching in the Downtown Eastside: Exploring the Use of (Counter) Surveillance as a Tool of Resistance, Surveillance and Security, 2006, Routledge, σ. 161-178.

[13] ΑΠ (σε Συμβ.) 1317/2001.

[14] ΣτΕ 1934/1998 Ολομ. για τα παρκόμετρα

[15] Βλ. άρθρα 13 παρ .1 Σ., 48 παρ. 1 Σ., 110 παρ. 1 Σ.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Προστασία δεδομένων των μαθητών: Απαλλαγή από θρησκευτικά και αναγραφή της διαγωγής

Τον Ιούνιο του 2020, το Υπουργείο Παιδείας έφερε στην Βουλή για ψήφιση ένα νομοσχέδιο που αντί να περιλαμβάνει διάταξη για τον τρόπο απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, επέβαλε την αναγραφή της διαγωγής των μαθητών στα απολυτήρια. Μια αναχρονιστική πολιτική απόφαση, καθώς τρία χρόνια πριν, με τον Ν.4485/2017 η διαγωγή είχε απαγορευθεί να σημειώνεται επί των απολυτηρίων και των άλλων πιστοποιητικών σπουδών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μετά την απόφαση 32/200 της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων (7.9.2020) το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων φαίνεται να εξετάζει την συμμόρφωσή του ως προς το θέμα της διαγραφής της διαγωγής από τα απολυτήρια, αλλά ως προς το θέμα της απαλλαγής των θρησκευτικών υποστηρίζει ότι έχει συμμορφωθεί με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Περισσότερα

Αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολείων και αναλογικότητα

Μια ενδεχόμενη παράταση της αναστολής δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική, ή ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο; Αποτελεί ο ισχύων περιορισμός της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων έναν αναλογικό περιορισμό;

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.