Στα Social Media (ή αλλιώς στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης) η προστασία της προσωπικότητάς μας και της ιδιωτικής της πλευράς είναι εξ ορισμού θολή, γιατί πρώτα από όλα οι ίδιοι επιλέγουμε να προβούμε σε μια συνεχή και σημαντική προβολή του ιδιωτικού μας βίου. Δημοσιεύουμε τις φωτογραφίες μας (δημόσιες και ιδιωτικές), σχολιάζουμε, «ποστάρουμε» τον εαυτό μας στους άλλους, επιζητάμε τη διάδραση, τα σχόλια, τα likes τους, ή ακόμη και τη διαφωνία, την αναπαράσταση (acting out), τη σύγκρουση, την αντιπαραβολή τελικά των σχεδίων ζωής μας και των γούστων μας, σε ένα αβέβαιο, από την οπτική των νομικών εγγυήσεων, παιχνίδι επικοινωνίας.
Είναι, δηλαδή, τελικά η ίδια η κατά κανόνα αυτόματη συναίνεσή μας, που οδηγεί σε μια «παραίτηση» από τη μείζονα σφαίρα της ιδιωτικότητάς μας, μια μορφή εθελούσιας δουλείας στην έκθεση και την αποκάλυψη του προσωπικού μας πορτραίτου. Ποιά, ωστόσο, είναι τα όρια της εκούσιας αυτής απομείωσης της ιδιωτικότητάς μας (άρθρο 9 του Συντάγματος), δεδομένου ότι παραίτηση, συνταγματικά μιλώντας, από τα ατομικά δικαιώματα, δεν νοείται;
Η έκθεση στο Facebook: Η συναίνεση του χρήστη εγγυάται την ουσιαστική προστασία του;
Η έκθεσή μας στο Facebook είναι συναινετική, καθώς η χρήση του μέσου προϋποθέτει την αποδοχή και επεξεργασία σε εξατομικευμένο επίπεδο των ρυθμίσεων ιδιωτικότητας (privacy settings). Συνεπώς, πρόκειται για μια ακόμη σύμβαση που επιτελούμε και με την οποία αποδεχόμαστε τον βαθμό δημοσιότητας και προσβασιμότητας του προφίλ μας και της διαδικτυακής μας δράσης, όπως και την εκχώρηση των δεδομένων μας στην εταιρεία.
Ωστόσο, η τυπικότητα και η μηχανική παραγωγή της συναίνεσης δεν μπορεί παρά να επισύρει και εύλογες απορίες για την ουσιαστική μας προστασία, με δεδομένη την εμφάνιση σημαντικών ρωγμών στην ιδιωτικότητά μας, όπως για παράδειγμα στα πρόσφατα επεισόδια της Cambridge Analytica και εν γένει της διαρροής των προσωπικών δεδομένων χρηστών του Facebook σε άλλες εταιρείες για πολιτικούς, διαφημιστικούς και άλλους σκοπούς (π.χ. σε μηχανές αναζήτησης, όπως η Bing ή σε πλατφόρμες όπως το Netflix, μέσω, κυρίως, εφαρμογών που συνδέονται με το Facebook).
Είμαστε λοιπόν, θέλοντας και μη, ευάλωτοι και έτσι ανακύπτει η σύγχρονη προβληματική για την επάρκεια της αυτορρύθμισης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και το κυριότερο, για την πρόθεσή τους (;) να προστατέψουν τους χρήστες από τις ανεπιθύμητες και προφανώς παράνομες διαρροές. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου και αυστηρού Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR, 2018), πλατφόρμες, όπως το Facebook, δίνουν, εν είδει συμμόρφωσής τους στο νέο νομικό καθεστώς, έμφαση στη συναίνεση του χρήστη ως προς την αξιοποίηση των δεδομένων του για διαφημίσεις που προβάλλονται στη σελίδα του, την εμφάνιση πληροφοριών για τις πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις καθώς και ως προς τη χρήση τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου (face recognition).
Η προστασία της βούλησής μας είναι η πιο ισχυρή εγγύηση που έχουμε στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη και για τα πιο «εξωστρεφή» προφίλ του Facebook, δηλαδή τους χρήστες που συνεχώς και επιθετικά δημοσιεύουν προσωπικά τους δεδομένα, πληροφορίες και εικόνες, αυτούς που, με άλλα λόγια, «ζουν στο Facebook», δεν νοείται αυτόματα ότι συναινούν και στην οποιαδήποτε χρήση τους από τους τρίτους, ενώ διατηρούν σε κάθε περίπτωση το δικαίωμά τους στην εικόνα εφόσον, βέβαια, δεν συνάγεται από το προφίλ τους η αποδοχή της πλήρους δημοσιότητας (βλ. Εφετείο Αθηνών 963/2016, απόφαση στην οποία το δικαστήριο θεώρησε ότι μπορεί η εφεσίβλητη να είχε δημοσιεύσει δημόσια φωτογραφίες στο διαδίκτυο, αλλά, δεδομένου ότι διατηρούσε προφίλ με ψευδώνυμο και δίχως στοιχεία ταυτοποίησης, θα έπρεπε να έχει συναινέσει στη χρήση τους). Στην πραγματικότητα, όσο κι αν το νομικό καθεστώς της προστασίας του ιδιωτικού μας βίου εμπλουτίζεται και ανανεώνεται, η κύρια ευθύνη βαρύνει εμάς τους ίδιους.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης