Search
Close this search box.

Υπερδιεύρυνση αρμοδιοτήτων Ρυθμιστικών Αρχών και αποτελεσματικότητα του εποπτικού τους ρόλου: Η περίπτωση της διευρυμένης Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (Ρ.Α.Α.Ε.Υ.)

Ο Αντώνης Μεταξάς (Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών & Επισκ. Καθηγητής, στο Πανεπιστήμιο Βερολίνου) γράφει για τη διευρυμένη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, εκφράζοντας παράλληλα τους προβληματισμούς του σχετικά με την ουσία, αλλά και τις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής.

Ι. Εισαγωγικές επισημάνσεις – Σύνοψη των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων

Δημοσιεύθηκε προ ημερών, στις 28.03.2023, ο νόμος 5037/2023 (ΦΕΚ Α΄ 78/28.03.2023) με τίτλο «Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων και διεύρυνση του αντικειμένου της με αρμοδιότητες επί των υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων, ενίσχυση της υδατικής πολιτικής – Εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για τη χρήση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέσω της ενσωμάτωσης των οδηγιών ΕΕ 2018/2001 και 2019/944 – Ειδικότερες διατάξεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την προστασία του περιβάλλοντος», στον οποίο περιλαμβάνονται όλως κρίσιμες διατάξεις, όχι μόνο για την εγχώρια ενεργειακή αγορά, αλλά και για την εποπτεία και τον έλεγχο των «παρόχων υπηρεσιών ύδατος», κατά τη διατύπωση του νομοθέτη, αλλά και τον έλεγχο των φορέων διαχείρισης αστικών αποβλήτων.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ως άνω νόμου, οι αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου των παρόχων «υπηρεσιών ύδατος» και των φορέων διαχείρισης αστικών αποβλήτων ανατίθενται στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία μετονομάζεται σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ). Η έμφαση από την Ανεξάρτητη Αρχή θα δίδεται στον έλεγχο της κοστολόγησης – τιμολόγησης των σχετικών υπηρεσιών, «σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας της υψηλής στάθμης παροχής υπηρεσιών, καθώς και της προστασίας του καταναλωτή.» Δηλαδή η ΡΑΑΕΥ θα ελέγχει αφενός τη διαδικασία υπολογισμού του συνολικού κόστους των «υπηρεσιών ύδατος» και αφετέρου τη διαδικασία χρέωσης αυτών των υπηρεσιών από τους παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών σε άλλους φορείς ή απευθείας στον τελικό χρήστη, με βάση την ως άνω κοστολόγηση και την επιδιωκόμενη ανάκτηση κόστους.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 στ. α΄ του ως άνω νόμου, υπηρεσίες ύδατος δύνανται να παρέχουν: 1) οι δημόσιοι και δημοτικοί φορείς, 2) οι ανώνυμες εταιρείες του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 (Α’ 181), 3) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δίκαιου και λοιποί φορείς του Δημοσίου, ιδίως οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), η Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ ΑΕ), η Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ ΑΕ), η Εταιρεία Παγίων «ΕΥΔΑΠ», η Εταιρεία Παγίων «ΕΥΑΘ», ο Οργανισμός Ανάπτυξης Κρήτης (ΟΑΚ ΑΕ), οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ), οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α΄ βαθμού και οι Σύνδεσμοι ύδρευσης ΟΤΑ του Κεφαλαίου Β’ του Ένατου Μέρους του ν. 3463/2006 (Α’ 114), οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ύδατος, είτε προς άλλους φορείς, είτε προς τελικούς χρήστες.

Oι ανατεθείσες, στο πλαίσιο της εποπτείας και παρακολούθησης της παροχής υπηρεσιών ύδατος, συγκεκριμένες αρμοδιότητες στη ΡΑΑΕΥ είναι σύμφωνα με το άρθρο 11 του ως άνω νόμου, με το οποίο προστίθεται άρθρο 12Α στον βασικό ενεργειακό Νόμο 4001/2011, οι εξής: 1) να παρακολουθεί και να εποπτεύει την εφαρμογή των γενικών κανόνων και αρχών διαχείρισης των υπηρεσιών ύδατος, ιδίως των μέτρων εξοικονόμησης, των ζωνών προστασίας, των σχεδίων ασφαλείας και των υποχρεώσεων των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, 2) να προτείνει στη Γνωμοδοτική Επιτροπή της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3199/2003 (Α’ 280) τη μέθοδο κοστολόγησης και τιμολόγησης, 3) να εποπτεύει την εφαρμογή της ισχύουσας μεθόδου κοστολόγησης και τιμολόγησης και, αν διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης ή μη συμμόρφωση σε γενικότερους κανόνες, να προβαίνει σε συστάσεις. Εάν οι πάροχοι δεν συμμορφωθούν με τις συστάσεις, η ΡΑΑΕΥ δύναται να επιβάλει χρηματικά πρόστιμα.    

Σημαντικό είναι εδώ να επισημανθεί ότι προ της ψηφίσεως και κατόπιν διατυπωθείσας έντονης κριτικής από την αντιπολίτευση αλλά και επιστημονικούς φορείς, τροποποιήθηκε η περ. δ΄ της παρ. 4 του ως άνω άρθρου, η οποία όριζε ότι «Η ΡΑΑΕΥ παρακολουθεί και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος σε τρίτους». Η τελικώς υιοθετηθείσα διατύπωση προβλέπει ότι η ΡΑΑΕΥ «παρακολουθεί και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος στις εταιρείες «ΕΥΔΑΠ ΑΕ» και «ΕΥΑΘ ΑΕ», καθώς και οιασδήποτε άλλης μορφής συνεργασίας, προγραμματικής σύμβασης ή σύμβασης παραχώρησης, μεταξύ παρόχων υπηρεσιών ύδατος με σκοπό τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας. Επιπλέον, εγκρίνει με απόφαση πενταετούς ισχύος, η οποία εκδίδεται στο τέλος κάθε πενταετούς περιόδου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα τιμολόγια των υπηρεσιών ύδατος των Ανωνύμων Εταιριών Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης για τις διάφορες κατηγορίες καταναλωτών και χρηστών, υπό την επιφύλαξη των συμβάσεων του εκατοστού δέκατου τετάρτου άρθρου του ν. 4812/2021 (Α’ 25 110) και των σε εκτέλεση αυτού, από 2 Φεβρουαρίου 2022, συναφθεισών συμβάσεων, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης για την ανανέωση του αποκλειστικού δικαιώματος παροχής ακατέργαστου ύδατος και της συντήρησης του εξωτερικού υδροδοτικού συστήματος της πρωτεύουσας. Η  ΡΑΑΕΥ επιβλέπει την εφαρμογή των άνω συμβάσεων, μη δυνάμενη να τροποποιήσει ή μεταβάλει του συμβατικούς όρους αυτών, παρακολουθεί τα επιχειρησιακά σχέδια και τα Γενικά Σχέδια Υπηρεσιών Ύδατος των υπηρεσιών ύδατος και εισηγείται τροποποιήσεις, πιστοποιεί τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 12Β, παρακολουθεί και εποπτεύει την απρόσκοπτη, ασφαλή, ποιοτικά αξιόπιστη και οικονομικά προσιτή παροχή πόσιμου νερού προς τους καταναλωτές, παρακολουθεί τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα, προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση του κόστους αντίστοιχων υπηρεσιών ύδατος και, τέλος, εισηγείται μέτρα βελτιστοποίησης της επιχειρησιακής λειτουργίας στους παρόχους, που δεν παρουσιάζουν καλές αποδόσεις και ενημερώνεται από τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος για τον υπολογισμό του χρηματοοικονομικού κόστους λειτουργίας τους.

Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής στην εμπεριστατωμένη έκθεσή του και στις παρατηρήσεις του για το ως άνω άρθρο 11, ειδικώς υπό την αρχική του γλωσσική διατύπωση, αφού εξέθεσε με πληρότητα το ισχύον εθνικό και ενωσιακό κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία και διαχείριση των υδάτων, διατύπωσε τον προβληµατισµό κατά πόσον οι προτεινόµενοι στα υπό ψήφιση άρθρα ορισµοί και διαδικασίες κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος εκπληρώνουν την απαίτηση «(…) για προηγούμενη οικονομική ανάλυση, η οποία αποτελεί τη νόµιµη προϋπόθεση και το αιτιολογικό έρεισμα της τιμολογιακής πολιτικής, στηρίζεται στην ανάλυση των χαρακτηριστικών συγκεκριμένης περιοχής και διέπεται από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», κατανέμει, δηλαδή, τα οικονομικά βάρη στους χρήστες των υπηρεσιών ύδατος µε γνώµονα τις προκαλούµενες από τις δραστηριότητές τους επιπτώσεις στην κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων (….) κατά τρόπον ώστε, µέσω της τιμολόγησης των εν λόγω υπηρεσιών, να προστατεύονται κατά τρόπον αποτελεσματικό οι υδατικοί πόροι και να ελέγχεται η υπερβολική κατανάλωση του ύδατος (…)» (βλ. σχετικά ΣτΕ 92/2022 επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά σχετικής απόφασης της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, παραπεµπτική στην 7µελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος, κατά την οποία «(…) [η] εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συµπεριλαµβανοµένης και της τιμολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη µέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, µε βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Λαμβάνονται υπόψιν, κατά την ανάκτηση του κόστους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής λεκάνης απορροής, οι κρατούσες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες και τα δεδομένα που προκύπτουν από την οικονομική ανάλυση της χρήσης του ύδατος». Εν προκειμένω δεν θεσπίζονται συγκεκριμένοι κανόνες και διαδικασίες «µε τις οποίες να διασφαλίζεται ότι οι πάροχοι των υπηρεσιών ύδατος προσαρμόζουν την τιμολογιακή τους πολιτική στα δεδομένα που προκύπτουν από τα εγκεκριµένα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών (…) ούτε προβλέπεται ότι κατά την έγκριση των τιμολογίων των παρόχων από τις αρμόδιες αρχές ελέγχεται η τήρηση των κατευθύνσεων που τίθενται στα σχέδια διαχείρισης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιμολογιακή πολιτική διαμορφώνεται κατά τρόπο σύμφωνο προς τις ανωτέρω επιταγές του νόμου και της οδηγίας, κατ’ εκτίμηση των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών αποτελεσμάτων της ανάκτησης και της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένες παράμετροι, κατ’ εκτίμηση των οποίων πρέπει να καθορίζεται το επίπεδο ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις, σύμφωνα µε τα κριτήρια που µνηµονεύονται στο άρθρο 12 του ν. 3199/2003»).

Σε συνέχεια των προαναφερθέντων, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής αμφισβητεί κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε το εν λόγω νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη  ΡΑΑΕΥ συµβαδίζουν µε τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα µε την οποία η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως αυτή της υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δύναται μεν να ανατίθεται σε δηµόσια επιχείρηση υπό µορφή ανώνυµης εταιρείας, όπως η ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σηµασίας… Είναι (εντούτοις) «συνταγµατικώς επιβεβληµένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δηµόσιο, όχι απλώς µε την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και διά του µετοχικού της κεφαλαίου (…)». (ΣτΕ 190, 191/2022 Ολοµ. Βλ., επίσης, ΣτΕ 1223-1224/2020 7µελής, παραπεµπτικές στην Ολοµέλεια)

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρουσιαζόμενου νόμου, με το οποίο προστίθεται άρθρο 12Β στο Ν. 4001/2011, προβλέπεται, μετά την τροποποίηση των αρχικά προταθεισών διατυπώσεων, ότι:

«1. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) υποβάλει στους Υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών πρόταση ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων, συνοδευόμενη από ανάλυση οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του συνόλου των παρόχων υπηρεσιών ύδατος. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει την αναδιοργάνωσή τους, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διαδημοτικών συνεργασιών και σύναψης προγραμματικών συμβάσεων, καθώς και κάθε πρόσφορο μέτρο, προς ενίσχυση της διαχειριστικής τους ικανότητας. Οι προτάσεις της  ΡΑΑΕΥλαμβάνουν υπόψη, ιδίως, γεωγραφικές παραμέτρους και οικονομικά κριτήρια, όπως το λειτουργικό κόστος, το ποσοστό ανάκτησης κόστους και τις ταμειακές ροές, πληθυσμιακά κριτήρια, την περιβαλλοντική συμπεριφορά των παρόχων και τις υφιστάμενες υποδομές, καθώς και κοινωνικές παραμέτρους, και αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ύδατος, τη μείωση των αρνητικών συνεπειών στο φυσικό περιβάλλον και τη βέλτιστη τιμή. 2. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η  ΡΑΑΕΥ υποβάλλει στους Υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών πρόταση ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων, συνοδευόμενη από ανάλυση οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του συνόλου των ΦΟ.Δ.Σ.Α.. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει την αναδιοργάνωση των υφιστάμενων παρόχων υπηρεσιών ύδατος με συνενώσεις, προς ενίσχυση της διαχειριστικής τους ικανότητας. 3. Η διαπίστωση διαχειριστικής επάρκειας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και των ΦΟ.Δ.Σ.Α. από τη  ΡΑΑΕΥ αποτελεί προϋπόθεση για την αξιολόγηση προτάσεων των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων και την υλοποίηση προγραμμάτων μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων στον τομέα των υπηρεσιών ύδατος. Από το πρώτο εδάφιο εξαιρούνται οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών θεσπίζονται κριτήρια αξιολόγησης της διαχειριστικής ικανότητας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και των ΦΟ.Δ.Σ.Α., καθώς και τα ελάχιστα επίπεδα πλήρωσης των κριτηρίων αυτών, για την πιστοποίηση της επάρκειάς τους, ως προς το ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών στους οικείους καταναλωτές, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τους δείκτες των Παραρτημάτων ΙΙΙ και Ι, αντίστοιχα. Προϋπόθεση για την εξέταση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αξιολόγησης είναι η διασφάλιση της δυνατότητας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και των ΦΟ.Δ.Σ.Α. για επαρκή στελέχωσή τους, σύμφωνα με τον οικείο οργανισμό».

ΙΙ. Κριτική αποτίμηση και επισημάνσεις

Σε σχέση με τις νεοεισαχθείσες προαναφερθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις διατυπώθηκαν σημαντικές επιφυλάξεις σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο.

Αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε δύο βασικούς άξονες:

1) Διατυπώνονται επιφυλάξεις σε σχέση με τη συμβατότητα της διαπνέουσας την εν θέματι νομοθετική πρωτοβουλία προσέγγισης του νομοθέτη σε σχέση με τη θεμελιακή, σύμφωνα και με πρόσφατη νομολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας (ΣτΕ), παραδοχή για τον κοινωφελή χαρακτήρα των υπηρεσιών ύδατος, από τον οποίο απορρέει νομική υποχρέωση παροχής τους χωρίς διακρίσεις και αποκλειστικά από φορείς ελεγχόμενους μετοχικά από το Δημόσιο. Χαρακτηριστικές είναι επ΄ αυτού οι επισημάνσεις της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, η οποία με υπόμνημά της προς τη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου εξέφρασε την ανησυχία της ως προς το ότι «η διαχείριση των υδάτων, η διαμόρφωση της υδατικής πολιτικής και οι συναφείς αποφάσεις των παρόχων υπηρεσιών ύδατος απομακρύνονται από το Κράτος και ανατίθενται στην αρμοδιότητα της δημιουργούμενης Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων». Συνεχίζει δε αναφέροντας ότι «με τον τρόπο αυτό χάνεται ο χαρακτήρας του πόσιμου ύδατος ως κοινωνικού αγαθού, απαραιτήτου για την ζωή και την υγεία των πολιτών και αντί αυτού αντιμετωπίζονται οι σχετικές υπηρεσίες ως ρυθμιζόμενες κατ’ αντιστοιχία με αγορές άλλων αγαθών και υπηρεσιών». Στο εν λόγω υπόμνημα σημειώνεται επίσης ότι «σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1906/2014, 190-191/2022), για την εξασφάλιση της υγείας των πολιτών δεν νοείται παρά μόνο άμεσος κρατικός έλεγχος στους παρόχους υπηρεσιών ύδατος (π.χ. ΕΥΔΑΠ), ο οποίος δεν μπορεί να υποκατασταθεί με την απλή εποπτεία μέσω της ως άνω Ανεξάρτητης Αρχής, ενώ, από τις παραδοχές αυτές της νομολογίας δεν νοείται καν η συζήτηση για ιδιωτικοποίηση των παρόχων αυτών, μέσω της απόκτησης πλειοψηφικού πακέτου μετοχών από ιδιώτες επενδυτές».

Περαιτέρω, στο υπόμνημα που κατέθεσε στην ως άνω Επιτροπή η Αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ., κ. Μαρία Καραμανώφ, εκ μέρους του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, αναφέρεται ότι: «Το νομοσχέδιο αποτελεί το τελευταίο βήμα για την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης του νερού που πραγματοποιήθηκε με τον αντισυνταγματικό μεν, αλλά ισχύοντα πλέον νόμο 4964/2022 (άρθρα 114, 115) που ψηφίστηκε τον περασμένο Ιούλιο. Με το νόμο αυτό επαναμεταβιβάστηκαν στο Υπερταμείο οι μετοχές ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά πρωτοφανή παραβίαση των αποφάσεων 190/2022, 191/2022 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με τις οποίες η μεταβίβασή τους είχε κριθεί αντισυνταγματική. Ήδη λοιπόν, έχει επέλθει η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση των δύο μεγαλύτερων φορέων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης της χώρας, αφού δεν υπάγονται πλέον στον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου. Τι απέμεινε για να ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση αυτή; Να παραδώσει το κράτος, εκτός από τον έλεγχο, ακόμα και την απλή εποπτεία του. Με την υπαγωγή των φορέων υδροδότησης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, το κράτος παραδίδει σε αυτήν τις αρμοδιότητές του επί των φορέων υδροδότησης (ρυθμιστικές, κανονιστικές, αδειοδοτικές, κυρωτικές, τιμολογιακές), οι οποίες κατά το Σύνταγμα του ανήκουν αποκλειστικά. Είναι γνωστό ότι οι Ρυθμιστικές Αρχές, από τη φύση τους, δεν έχουν καμία αρμοδιότητα σε τομείς δραστηριότητος που δεν ανήκουν στην αγορά. Αποστολή τους είναι να διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την τήρηση των αρχών του ανταγωνισμού σε σχέση με τις υπηρεσίες που έχουν ήδη ιδιωτικοποιηθεί όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι συγκοινωνίες (λεωφορεία, τραίνα) κ.λπ.».

Είναι όντως ορθή η επισήμανση ότι οι τομεακές ρυθμιστικές αρχές έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες στους τομείς της εποπτείας τους, οι δε πράξεις τους είναι εκτελεστές χωρίς να υπόκεινται σε κανενός είδους έλεγχο νομιμότητος ή σκοπιμότητος από τον αρμόδιο Υπουργό. Είναι κατά τούτο αμφίβολο το κατά πόσο η άσκηση «εποπτείας» από μια Ρυθμιστική Αρχή δύναται να υποκαταστήσει τον απαιτούμενο από τη νομολογία του ΣτΕ «δημόσιο έλεγχο», υπό τον οποίο οφείλουν να τελούν οι υπηρεσίες υδροδότησης και αποχέτευσης. Τούτο διότι, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ, η δημόσια υπηρεσία ύδρευσης και αποχέτευσης, κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες υπηρεσίες που έχουν πλέον περιέλθει στο χώρο της αγοράς (ενέργεια, ταχυδρομικές υπηρεσίες, επιβατικές μεταφορές, τηλεπικοινωνίες), ρητά δεν επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθεί. Συνεπώς, δεν είναι εδώ επιστημονικά ακριβής η χρήση του όρου «μονοπώλιο», καθότι αυτό θα προϋπέθετε εμπορικό προϊόν που (απλώς) επιτρέπεται να πωλείται από ένα και μόνο φορέα. Είναι σαφής εντούτοις η κανονιστική διάστιξη μεταξύ «εμπορικού προϊόντος» και «δημόσιου αγαθού» που παρέχεται σε όλους τους πολίτες χωρίς διακρίσεις, με μερική ανάκτηση του κόστους του. Γεγονός είναι επίσης ότι με την επαναμεταβίβαση των μετοχών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο δια του Νόμου 4964/2022 καταστρατηγήθηκε η σαφής νομολογία του ΣτΕ, η οποία προσεγγίζει την παροχή ασφαλούς, ποιοτικής και καθολικής υδροδότησης σε προσιτή τιμή, όχι ως κρατική ευχέρεια αλλά ως κρατική υποχρέωση υλοποιούμενη αποκλειστικά από τελούντες υπό άμεσο κρατικό ιδιοκτησιακό έλεγχο φορείς. Οι δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης είναι κοινωφελείς, εκπληρώνουν δημόσιο και μη κερδοσκοπικό σκοπό και υπόκεινται υποχρεωτικά στον άμεσο και αποτελεσματικό έλεγχο του Δημοσίου, δια της κατοχής τουλάχιστον της πλειοψηφίας του μετοχικού τους κεφαλαίου από αυτό.

Τούτων όλων δοθέντων, θεωρώ εύλογη τη διατύπωση σοβαρών αμφιβολιών για τη συνταγματικότητα των εν προκειμένω σχετικών νεοεισαγόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων.

2) Έχω (και δεν είμαι προφανώς ο μόνος) επανειλημμένα επισημάνει ότι η ΡΑΕ καλείται ήδη σήμερα να επιτελέσει, κινούμενη στα (ποσοτικά) όρια των στελεχιακών της δυνατοτήτων, ένα άκρως απαιτητικό έργο εποπτείας και ρύθμισης της εγχώριας ενεργειακής αγοράς. Μιας αγοράς που χαρακτηρίζεται από πυκνά ρυθμιστικά διακυβεύματα, δυναμικές μεταβολές και μείζονες ρυθμιστικές και επιστημονικές προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο από μια Ρυθμιστική Αρχή που θα είναι επαρκώς στελεχωμένη και θα της παρέχονται όλες οι διασφαλίσεις και προϋποθέσεις για την άρτια επιτέλεση του σύνθετου ρόλου της. Τούτων δεδομένων διερωτάται κανείς πώς ο υφιστάμενος Ρυθμιστής θα ανταπεξέλθει σε μια επιπρόσθετη σημαντική διεύρυνση του αντικειμένου του χωρίς δραστικές παρεμβάσεις ενίσχυσης της στελεχιακής του επάρκειας. Διατυπώνεται συνεπώς η ελπίδα ο νομοθέτης να έχει λάβει τα παραπάνω υπόψη του και να προβεί άμεσα έστω στις δέουσες ενισχυτικές κινήσεις.

Η διασφάλιση της στήριξης της ανεξαρτησίας δράσης και της ποιοτικής λειτουργίας των Ανεξαρτήτων Αρχών που εποπτεύουν σημαντικούς τομείς της κρατικής λειτουργίας, του κράτους Δικαίου αλλά και κομβικών τομέων της οικονομίας δεν συνιστά ευχέρεια εκάστου κράτους μέλους, αλλά υποχρέωσή του, συνιστώσα πλέον ένα ενωσιακό κεκτημένο από το οποίο δεν δύναται να αφίσταται.

Αντώνης Μεταξάς
Αν. Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επισκ. Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Βερολίνου

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Υπόμνημα Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών επί του ν/σ “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων”

Διαβάστε το υπόμνημα της Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών για το ν/σ “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων”

Περισσότερα

Η «υπηρεσιακή» Κυβέρνηση κατά το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Σ

Ο Χάρης Τσιλιώτης αναφέρεται στη διαδικασία, τον χρονικό ορίζοντα και τις αρμοδιότητες της “υπηρεσιακής” Κυβέρνησης σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ ανατρέχει και στις περιπτώσεις εφαρμογής της διάταξης κατά τη μεταδικτατορική περίοδο.

Περισσότερα

Ο σεβασμός του απορρήτου

Ο Κώστας Χρυσόγονος καυτηριάζει τις ανεπαρκείς εγγυήσεις σεβασμού του απορρήτου των επικοινωνιών στη χώρα μας, με αφορμή την πρόσφατη καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.