ΕΡΩΤΗΜΑ: Θα ήταν σύμφωνος προς το ισχύον Σύνταγμα ο νόμος που θα προέβλεπε την εγκατάσταση αστυνομικής δύναμης εντός των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ) και θα της χορηγούσε συγχρόνως την εξουσία να ενεργεί χωρίς την άδεια ή την εντολή, γενική ή ειδική, των πανεπιστημιακών αρχών, ή ακόμη και αντίθετα προς τη ρητή ή εύλογα εικαζόμενη βούλησή τους;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η απάντησή μου είναι κατηγορηματικά αρνητική. Πρόκειται μάλιστα για την απολύτως κρατούσα στην ελληνική συνταγματική θεωρία άποψη, ότι, δηλαδή, χωρίς την άδεια των πανεπιστημιακών αρχών, η δημόσια δύναμη δεν δύναται ούτε διά νόμου (σύμφωνου προς το Σύνταγμα) να εισέλθει εντός των χώρων των ΑΕΙ – υπό την επιφύλαξη ασφαλώς κάποιων εύλογων εξαιρέσεων (ανεξαρτήτως μάλιστα της προβλέψεώς τους στον νόμο) για την αυτεπάγγελτη επέμβασή της∙ π.χ. στην περίπτωση που τελείται έγκλημα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας (ή σε ανάλογη περίπτωση). Πρόκειται, δηλαδή, για συνταγματική εγγύηση διαδικαστικής υφής. Τούτο δεν αποκλείει πάντως κατά το Σύνταγμα (κάθε άλλο) τη διά νόμου διάθεση στα ΑΕΙ αστυνομικής δύναμης, η οποία όμως θα υπάγεται ιεραρχικά στις πανεπιστημιακές αρχές κατά τον οργανισμό του ΑΕΙ. Η εν λόγω αστυνομική δύναμη, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, θα λειτουργούσε ως πανεπιστημιακή αστυνομία. Η πανεπιστημιακή αστυνομία, υπαγόμενη ιεραρχικά στις αρχές του ΑΕΙ, είναι μεν αποκλειστικά του πανεπιστημίου, αποτελεί όμως και αστυνομία (έχει, δηλαδή, κάποιες από τις κρίσιμες αρμοδιότητές της, π.χ. ανακριτικές).
Όπως έχω αναπτύξει αναλυτικά σε σχετική μελέτη μου[1], το ισχύον Σύνταγμα, επειδή εγγυάται την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, εγγυάται συγχρόνως και την πανεπιστημιακή αστυνομική εξουσία (όχι την πανεπιστημιακή αστυνομία ως θεσμό, ανύπαρκτο εξάλλου στην ελληνική έννομη τάξη). Η άσκηση, δηλαδή, αστυνομικής εξουσίας εκ μέρους των πανεπιστημιακών αρχών δεν αποτελεί αυταξία (κάτι τέτοιο θα ήταν θεσμικά γελοίο και αντίθετο στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημίου), αλλά μέσον για τη διασφάλιση της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Εν προκειμένω μάλιστα, το κρίσιμο αγαθό δεν είναι απλώς η ακαδημαϊκή ελευθερία (καθώς λέγεται), αλλά και η πανεπιστημιακή ειρήνη. Ο κοινός νομοθέτης, αποβλέποντας στην αποτελεσματική προστασία και της τελευταίας, ως συνταγματικού αγαθού συνυφασμένου με την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, έχει ασφαλώς τη διακριτική ευχέρεια να ρυθμίσει την άσκηση της πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας (τα ΑΕΙ δεν είναι αυτόνομα) με διάφορους κατάλληλους, κατά την κρίση του, τρόπους (όχι δήθεν με έναν και μόνο ορθό). Δεν έχει πάντως την εξουσία να αφαιρέσει από τις πανεπιστημιακές αρχές την αρμοδιότητα να σταθμίζουν, π.χ. οι ίδιες (και όχι οι προϊστάμενοι της δημόσιας δύναμης ή ο εισαγγελέας) τι συνιστά υπό περιστάσεις μεγαλύτερο κίνδυνο για την πανεπιστημιακή ειρήνη και να αναλαμβάνουν αυτές την ευθύνη για την προστασία της (που προϋποθέτει αστυνομική εξουσία), με τη λήψη των κατά την κρίση τους πρόσφορων και αναγκαίων μέτρων, π.χ. με την κλήση της δημόσιας δύναμης να επέμβει στους χώρους των ΑΕΙ ή ακόμη και, προσωρινά, με τη μη λήψη κανενός αστυνομικού μέτρου. Ο σχετικός νόμος, περαιτέρω, δύναται και πρέπει –σημειωτέον – να ρυθμίζει την υποκατάσταση των πανεπιστημιακών αρχών από τον εποπτεύοντα Υπουργό Παιδείας (ο οποίος καλείται βέβαια να αναλάβει και τη σχετική ευθύνη) στην εξαιρετική περίπτωση που αυτές δεν ασκούν, ενώ είναι επιβεβλημένο, την αστυνομική εξουσία τους.
Οπωσδήποτε πάντως η πανεπιστημιακή αστυνομική εξουσία δεν ασκείται κατ’ ανάγκην διά πανεπιστημιακής αστυνομίας. Κρίσιμη είναι πάντοτε, ως προς την αξιολόγηση της συνταγματικότητας του σχετικού νόμου, η ιεραρχική υπαγωγή, όπως προανέφερα, της οποιασδήποτε διαθέσιμης δημόσιας δύναμης στις πανεπιστημιακές αρχές. Γι’ αυτό και ως προς τα ισχύοντα, π.χ. στις ΗΠΑ, κατά κάποια αντεπιχειρηματολογία του συρμού, πρέπει να διακρίνει κανείς την πανεπιστημιακή αστυνομία από την τοπική κλπ. (και βέβαια την προμήθεια αστυνομικών υπηρεσιών με τη σύναψη σχετικών, αξιοσημείωτα δαπανηρών, συμβάσεων). Επίσης, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το δικαιοσυγκριτικό πλαίσιο της έρευνας, πρέπει να διακρίνει κανείς τη νομική βάση ίδρυσης της πρώτης (εν ευρεία εννοία νόμο) από την ειδικότερη νομική βάση της συνεργασίας της με τη δεύτερη κλπ. (μνημόνιο ή άλλη συνεννόηση, ακόμη και άτυπη).
Κάθε άξια λόγου ερμηνεία του Συντάγματος, τέλος, προϋποθέτει μια ηθικοπολιτική θεωρία, και η θεωρία που δικαιολογεί τη συνταγματικότητα του νόμου της ερώτησης, όχι μόνο δεν είναι η καλύτερη, είναι κακή. Εξηγούμαι: Εκτός από το δικαιοσυγκριτικό πλαίσιο ως προς τη θεμελίωση της (δεδομένης) πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας, π.χ. στις ΗΠΑ και στη χώρα μας, υπάρχει και ένα εν ευρεία εννοία πολιτικοσυγκριτικό, το οποίο οφείλει να μην αγνοήσει κανείς: εδώ και καιρό, με αφορμή πολύ γνωστά γεγονότα αυθαίρετης αστυνομικής βίας, διεξάγεται στις ΗΠΑ μια ενδοπανεπιστημιακή διαμάχη ως προς το αν, πώς και κατά πόσον τα πανεπιστήμια (συνάπτοντας τις προαναφερθείσες συμβατικές σχέσεις) πρέπει να συνεχίσουν (ή να παύσουν) να καταβάλλουν τη δαπάνη για την προμήθεια (αμφισβητούμενων) αστυνομικών υπηρεσιών. Τα δίδακτρα δεν αποτελούν μεν φόρους κλπ., ωστόσο, αγνοώντας τις επουσιώδεις δυσαναλογίες, έχουμε την κανονιστική δυνατότητα, στο πλαίσιο ενός νοητικού πειράματος, να μετατεθούμε στη θέση των μεν ή των δε(ν) με τις ποικίλες ασφαλώς αποχρώσεις τους. Για τον φιλελεύθερο τρόπο σκέψης, αυτό ακριβώς, το να λάβουμε, δηλαδή, νοητά μέρος στην εν λόγω αντιγνωμία, συναντώντας τους πολλούς φίλους μας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (πες μου τους φίλους σου, ή τους εχθρούς σου, να σου πω ποιος είσαι…), είναι μάλιστα ηθικά και πολιτικά επιβεβλημένο.
Το εν λόγω χρόνιο ζήτημα, υπό το παραδοσιακό και ίσως παραπλανητικό όνομα του πανεπιστημιακού ασύλου, ανήκει, για να μιλήσουμε με την προσήκουσα ευθύτητα, στην προσφιλή θεματολογία του κατά Umberto Eco πρωτοφασισμού (μιας εκ προοιμίου απαξίωσης των πανεπιστημίων και ιδίως των λειτουργών τους)[2]. Ενδέχεται, λοιπόν, τα ΑΕΙ να αποτυγχάνουν και πράγματι κάποια δυστυχώς αποτυγχάνουν στην πλήρη αυτοδιοίκησή τους: η αποτυχία τους αποτελεί πάντως ζήτημα βαθμού (δεν φαίνεται, ωστόσο, ότι απειλεί την πλήρη αυτοδιοίκησή τους πρωτίστως η ωμή βία). Το μη πλήρως αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο αποτελεί ασφαλώς ένα εγγενές θεσμικό κακό. Η απαξία του κακού επιτείνεται, ωστόσο, αν η εν λόγω αποτυχία οφείλεται στη συμμόρφωση των αρχών του προς τον νόμο (π.χ. προς αυτόν που κυοφορείται αυτή τη στιγμή κατά την ειδησεογραφία), και όχι στην παραβίασή του (όπως συχνά κατά το παρελθόν).
Φίλιππος Βασιλόγιαννης
Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. «Η συνταγματική εγγύηση της πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας», μελέτη αναρτημένη στον ιστότοπο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» (https://www.constitutionalism.gr).
[2] Πρβλ. «Ur-Fascism», in Five Moral Pieces (New York: Harcourt, 2001), 65 επ.