Search
Close this search box.

Ο ελληνικός ιακωβινισμός: Διάγραμμα της ύλης*

Ο Γιάννης Τασόπουλος γράφει για το θεωρητικό υπόβαθρο του ιακωβινισμού, τη θέση του στη συνταγματική θεωρία, αλλά και την ελληνική του εκδοχή.

Ι. Θεωρητικό Περιεχόμενο

Ο ιακωβινισμός είναι πολύπλευρο φαινόμενο. Αφετηρία έχει την ιστορική λέσχη των Ιακωβίνων η οποία ιδρύθηκε το 1789 και συνδέεται με την εποχή της Τρομοκρατίας. Στην Ελλάδα εμφανίζεται με τον Ρήγα. Η Νέα Πολιτική Διοίκηση του 1797 βασίζεται στο δημοκρατικό Σύνταγμα των Ιακωβίνων του 1793. Αλλά στην περίοδο της Ιερής Συμμαχίας, οι Έλληνες επαναστάτες έκαναν ότι μπορούσαν για να διαφοροποιηθούν από τον ιακωβινισμό.

Ο ιακωβινισμός απηχεί την πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ και υιοθετεί ως πρότυπη πολιτεία τη Σπάρτη αντί της Αθήνας, επειδή αφήνει ως παρακαταθήκη την αρετή του Λυκούργου και του Λεωνίδα. 

Στο συνταγματικό επίπεδο, ο ιακωβινισμός συνδέεται με τη δημοκρατική αντίληψη του Ρουσσώ για τη λαϊκή κυριαρχία. Στον πυρήνα του βρίσκεται η αναγνώριση του λαού ως ενεργού, αδιαίρετου υποκειμένου της ιστορίας και ως φορέα της κυριαρχίας, με ενιαία βούληση, στα πρότυπα της γενικής βούλησης του Ρουσσώ. Το βασικό μέλημα του ιακωβίνικου συνταγματισμού είναι η συνεχής παρουσία του λαού στην πολιτική ζωή. Επομένως συνδέεται με την εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας για να διασφαλίζεται η αυθεντικότητα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.[1]

ΙΙ. Συνταγματική θεωρία

Φλέβες του συνταγματικού ιακωβινισμού βρίσκονται και στη σκέψη πολλών συνταγματολόγων. Την πνευματική προδιάθεση του Ιακωβινισμού απηχεί το ακόλουθο απόσπασμα από την Πραγματεία του Ν. Ι. Σαρίπολου: “Όχι, μυριάκις όχι! Η κυριαρχία του έθνους ουδ’ εκλείπει απέναντι του έργου των χειρών της ουδ’ Επιμενίδειον κοιμάται ύπνον υπό τα φύλλα του συνταγματικού χάρτου του, αλλά τουναντίον παρίσταται αείποτε και γρηγορεί επιβλέπουσα τας αρχάς, φρουρούσα το έργον της, και ούσα πάντοτε έτοιμη να ανακαλέση τα παρεκκλίνοντα εις την ην αφήκαν τάξιν”.[2] 

Στον 20ο αιώνα, τυπική για την αντίληψη που συζητάμε είναι η φράση του Αρ. Μάνεση: “Ο λαός, ως κυρίαρχος, δύναται να θέλη ο,τιδήποτε∙ αρκεί ότι το θέλει”.[3] Ο ιακωβίνικος συνταγματισμός χαρακτηρίζεται από την αυτοαναφορική αντίληψη της λαϊκής θέλησης ως αυτοσκοπού,[4] εργαλειοποιώντας τις δομές και τους θεσμούς του κράτους με στόχο την ικανοποίηση της θέλησης-επιθυμίας του λαού αντί του σχηματισμού έλλογης κρατικής θέλησης.[5] Ο ελληνικός ιακωβινισμός εκφράζει την ανισορροπία μεταξύ πολιτεύματος και κράτους, υπέρ του λαού αλλά συχνά εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.

ΙΙΙ. Ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ο ιακωβινισμός συνδέεται με τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό ο οποίος εκφράζει, θα λέγαμε, την αριστερή ιδεολογία στη Β΄ Εθνική Συνέλευση του 1862-4.[6] Ο Ιωσήφ Μομφερράτος πρότεινε μαζί με τον Τιμολέοντα Βάσσο την τροποποίηση των άρθρων 21 και 22 του σχεδίου Συντάγματος του 1864 ως εξής: “Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος, και εις αυτό μόνον ανήκει. Πασά εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και ενεργείται καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα”, ενώ “Η νομοθετική εξουσία ανατίθεται εις την υπό του λαού ελευθέρως εκλεγομένην Βουλήν των αντιπροσώπων”.[7] Ο Μομφερράτος υποστήριζε ότι το αδιαίρετο της εθνικής κυριαρχίας έχει ως αναγκαία συνέπεια το αδιαίρετο της νομοθετικής εξουσίας, η οποία είναι απόρροια της κυριαρχίας και έχει εντολή να παριστάνει και να τρέπει σε νόμο την ενιαία εθνική θέληση. Η διχοτόμηση της νομοθετικής εξουσίας μεταξύ έθνους και βασιλιά είναι ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα του έθνους. Από τη σκοπιά του εξισωτικού κοινωνικού περιεχομένου του ιακωβινισμού, μεγάλη σημασία έχει και η κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και των τίτλων ευγενείας που υπήρχαν στα Επτάνησα, στα πλαίσια της νομοθετικής αφομοίωσης των Ιονίων νήσων στους κόλπους της Ελληνικής Πολιτείας.

ΙV. Η αντίληψη του Ανδρέου Παπανδρέου για τη λαϊκή κυριαρχία

Το αποτύπωμα του ελληνικού ιακωβινισμού διακρίνεται ευκρινώς στον κοινοβουλευτικό λόγο του Αν. Παπανδρέου κατά την επεξεργασία του Συντάγματος 1975. “Ημείς, το ΠΑΣΟΚ ασφαλώς δεν συμφωνούμε με αυτήν την τάσιν [σημ. ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας]. Πιστεύομε ότι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας εξυπηρετείται όχι μόνον με δυνατούς Κοινοβουλευτικούς θεσμούς, όπως είναι ένα Κοινοβούλιον με πραγματικές και αδέσμευτες Κοινοβουλευτικές εξουσίες, αλλά και με άλλα μέσα, που επιτρέπουν την συμμετοχήν του λαού εις τοπικά και περιφερειακά συμβούλια διά τα τοπικά και περιφερειακά αντιστοίχως θέματα”.[8] “Το βασικό θέμα είναι, ποία είναι η πηγή νομιμότητος του Συντάγματος. Επειδή ημείς οι 300 το ψηφίζομεν αυτό και μόνον αρκεί να προσδώση νομιμότητα στο Σύνταγμα; […] Όχι, εφ’ όσον η πηγή της νομιμότητος ενός Δημοκρατικού Συντάγματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. […] Πιστεύω, ότι η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να προσλάβει τρεις μορφές. Πρώτον, μέσω του αντιπροσωπευτικού μηχανισμού, του κοινοβουλευτικού μηχανισμού. […] Υπάρχει όμως και μία δευτέρα σημαντικώτερη, που είναι η άμεση συμμετοχή του πολίτη στις αποφάσεις που τον αφορούν. Και εδώ βέβαια αναφέρομαι κυρίως στην τοπική μονάδα και την περιφέρεια. Υπάρχει και μία τρίτη. Είναι η διεκδίκησις των αιτημάτων του λαού μέσω συντεχνιακών οργανώσεων. Είναι και οι τρεις αυτές πτυχές έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας και θα άξιζε [ν]α ρίξωμε μια ματιά σ’ αυτό το Σύνταγμα και να δούμε πως τα βγάζει πέρα με αυτή την πηγή νομιμότητος, την λαϊκή κυριαρχία”.[9] “[Ο] δανεισμός του κράτους, αυτό και μόνον, είναι πράξις, η οποία αφορά πολύ συχνά άλλη γενιά. Το να μην το λάβω αυτό υπ’ όψει σήμερα, ως Υπουργός των Οικονομικών, είναι λάθος. Ασκώ εξουσία από τον λαό, για τον λαό, αλλά περιλαμβάνει αυτός ο λαός και πρόσωπα σήμερα μη υπαρκτά. Και αυτό αφορά πολλές πτυχές της πολιτικής μιας Κυβερνήσεως”.[10]

Η ιακωβίνικη αντίληψη για το Σύνταγμα διαφέρει σημαντικά από αυτήν που ανέπτυξε ο Γεώργιος Μαύρος, η οποία θεωρεί το Σύνταγμα ως κανόνες του παιχνιδιού στοιχειωδώς αμερόληπτους και συμπεριληπτικούς για να εξασφαλιστεί η συναίνεση της μειοψηφίας. Έλεγε ο Γ. Μαύρος: “[Τ]ο Σύνταγμα είναι ο κατ’ εξοχήν βασικός θεσμικός νόμος της Πολιτείας […]. Το Σύνταγμα, δεν είναι όμως θέμα μειοψηφίας και πλειοψηφίας, είναι κανών, ο οποίος ρυθμίζει τας σχέσεις μειοψηφίας και πλειοψηφίας και υπ’ αυτήν την άποψιν δεν είναι δυνατόν το Σύνταγμα, να εκφράζη μόνον τις απόψεις της πλειοψηφίας, δηλαδή, να είναι προϊόν επιβολής μιας πτέρυγος μόνον της Βουλής”.[11]

Σε πολύ πιο πραγματιστικό επίπεδο η ανάλυση του Κωσταντίνου Καραμανλή αναδεικνύει το γεγονός ότι σύμφωνα με εκείνον το ζητούμενο είναι “η Εκτελεστική Εξουσία να αντιμετωπίζη με ταχύ και αποφασιστικόν ρυθμόν τα πολύπλοκα και δύσκολα προβλήματα, τα οποία παρουσιάζει η τεχνοκρατική εποχή μας. […] Με άλλους λόγους, ημείς θέλομεν μιαν Δημοκρατίαν μαχομένην και δημιουργικήν. Η Αντιπολίτευσις, εξ όσων λέγει, φαίνεται ότι την θέλει παράλυτον”.[12]

Στον ηγεμονικό πολιτικό σχηματισμό της Μεταπολίτευσης, από το 1981 μέχρι το 2012, το ΠΑΣΟΚ, βλέπουμε την επιρροή αλλά και τα όρια του ελληνικού ιακωβινισμού στην ανταγωνιστική συμβίωση εντός του αυτού κόμματος των δύο πολιτικών τάσεων: του λαϊκισμού και του εκσυγχρονισμού. Η πρώτη, η λαϊκιστική, εξέφραζε και εξέτρεφε τις κοινωνικές διεκδικήσεις, ενώ η δεύτερη έκανε τις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις στα δημόσια οικονομικά. Είναι γνωστή η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου στη συζήτηση του προϋπολογισμού το 1993: «Ή το έθνος θα τιθασεύσει το χρέος ή το χρέος θα φάει το έθνος».

Παρά όμως την αμοιβαία πολιτική αντιπάθεια και αντιπαλότητα, οι δύο αυτές τάσεις χρειάζονταν η μία την άλλη για την εκλογική νίκη. Αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ παροχικού κρατισμού και δημοσιονομικής σταθερότητας ανατράπηκε τελείως την περίοδο 2007-2009. Η συνύπαρξη των δύο ανωτέρω πολιτικών τάσεων και των αντίστοιχων αντιλήψεων που εκφράζουν για τη σχέση κράτους και λαού δεν περιορίζεται στο ΠΑΣΟΚ αλλά συναντάται σε όλα τα μεγάλα κόμματα και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.[13]

V. Η πελατειακή, παλαιοκομματική λογική του ελληνικού ιακωβινισμού

Το διαχρονικό σχήμα αυτόχθονες/ετερόχθονες, δυτικόστροφοι/παραδοσιακοί, εκσυγχρονιστές/λαϊκιστές, το οποίο έχουμε συνηθίσει να το σκεφτόμαστε ως αντιθετικό δίπολο, ο ιακωβινισμός της Μεταπολίτευσης μας καλεί να το δούμε ως αναγκαστική συμμαχία. Η συμμαχία αυτή δεν χαρακτηρίζει μόνο το Σύνταγμα του 1975. Το αίτημα για Σύνταγμα δεν υποστηρίχθηκε στην Ελλάδα μόνο από φιλελεύθερους αστούς διανοουμένους, αλλά και από τα λαϊκά στρώματα και την παραδοσιακή εξουσία, με άξονα τις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αν στη θέση των προεστών υπήρχε άλλη κοινωνική και πολιτική εξουσία, η οποία αντιδρούσε στο φιλελεύθερο Σύνταγμα και απέρριπτε τον θεσμό των εκλογών, τότε η διαδρομή του ελληνικού συνταγματισμού δεν θα ήταν η ίδια.

Στη Μεταπολίτευση, ο ελληνικός ιακωβινισμός έχει πελατειακά-κομματικά χαρακτηριστικά και είναι επικεντρωμένος στο κράτος-λάφυρο για τον νικητή των εκλογών. Αναπαράγει σταθερά την τραγική αντίφαση της ελληνικής κοινωνίας η οποία, ενώ στο επίπεδο της οικογένειας προβαίνει σε υπερβολικές θυσίες για το καλό των παιδιών της, εντούτοις αποτυγχάνει οικτρά να τους εξασφαλίσει τη βασική συλλογική προϋπόθεση για την πρόοδό τους: κράτος λειτουργικό, αμερόληπτο, αξιόπιστο, αποτελεσματικό, με εξορθολογισμένο κόστος και υψηλού επιπέδου κοινωνικές παροχές.

VI. Η τροφοδότηση της κρίσης νομιμοποίησης από τον ελληνικό ιακωβινισμό

Ο διεκδικητικός χαρακτήρας του πελατειακού ελληνικού ιακωβινισμού καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια, την οποία τα Greek statistics δεν μπορούν να αποκρύψουν, σε βαθειά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όταν οι εκλογικοί κύκλοι ωθούν τα κόμματα σε παροχική πλειοδοσία πέραν των αντοχών της οικονομίας, ενώ οι οικονομικοί κύκλοι οδηγούν σε αδυναμία περαιτέρω δανεισμού, με αποτέλεσμα τη χρεωκοπία του κράτους.[14] Αλλά η κρίση νομιμοποίησης δεν είναι γνώρισμα μόνο του ιακωβινισμού της Μεταπολίτευσης.

Χαρακτηριστική για τον 19ο αιώνα είναι η στάση του Μακρυγιάννη στα Απομνημονεύματά του, ο οποίος παρομοιάζει τον λαό με το άλογο που καβάλησαν για να πετύχει η Επανάσταση και να νικηθεί ο εχθρός, όμως “το δυστυχισµένο τ’ άλογον όχι που δεν ωφελήθη, αλλά του µπήκε κι’ ο χαλινός και η σέλα — κι’ ο διαβολάνθρωπος καβάλα και τ’ άφηνε νηστικόν και φορτωµένο.

Ο µύθος σα να µοιάζη µε την αρετή του Κυβερνήτη µας. […] Του Κυβερνήτη φάνηκαν τα αιστήµατά του, ότ’ είναι κυβερνήτης φατρίας κι’ όχι πατρίδας, και δεν θέλει λευτερίαν, αλλά δόλον και απάτη”.[15]

Στη σύγχρονη εποχή το πλήθος των αγανακτισμένων της περιόδου 2011-2012 με την ετερόκλητη σύνθεσή του, εξέθρεψε τόσο την απονενοημένη ελπίδα της απαλλαγής από τη μνημονιακή λιτότητα με ένα άρθρο και με ένα νόμο, όσο όμως και το πολιτικό έκτρωμα της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται νομίζω για προϊόν της κρίσης νομιμοποίησης που είναι σύμφυτη με τον ελληνικό ιακωβινισμό.

Το τελικό ερώτημα είναι πρόδηλο. Θα μπορέσει η Ελλάδα να σπάσει τον φαύλο κύκλο του ιακωβινισμού και να αποκτήσει κράτος αμερόληπτο, οικονομικά εξορθολογισμένο και αποτελεσματικό; Οι τεχνολογικές προκλήσεις της ψηφιακής εποχής και η απειλή της ειρήνης στο Αιγαίο καθιστούν σαφές ότι το αίτημα αυτό είναι, για τη χώρα μας και τον λαό μας, υπαρξιακό.

Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α., δικηγόρος


Υποσημειώσεις:

* Το κείμενο αποδίδει προφορική παρουσίαση στο κεντρικό κτίριο του Ε.Κ.Π.Α., στις 03.03.2022, στο πλαίσιο της ημερίδας με τίτλο “Οι περιπέτειες του ελληνικού κοινοβουλευτισμού” υπό την επιμέλεια του ομ. καθηγητή Ν. Κ. Αλιβιζάτου, στο πλαίσιο του Κύκλου για τα 200 χρόνια του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.

[1] Ιωάννη Τασόπουλου, Η ιακωβίνικη συνιστώσα της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης, σε Α. Τριανταφυλλίδου κ.α. (επιμ.), Ελληνική Κρίση και Ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα, Κριτική, Αθήνα 2013, σ. 99, 111.

[2] Ν. Ι. Σαρίπολος, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 56.

[3] Αρ. Μάνεση, Το πρόβλημα της ασφαλείας του κράτους και η ελευθερία, σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 390, 394 και του ιδίου, Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα, όπ.π. σ. 543, 566, καθώς και κριτικό σχολιασμό σε Γ. Τασόπουλου, Η Λαϊκή Κυριαρχία και η πρόκληση της αμεροληψίας, Κριτική, Αθήνα 2014, σ. 322 επ. και 333 επ.

[4] Τασόπουλου, Η ιακωβίνικη συνιστώσα όπ.π. σ. 99, 123

[5] Τασόπουλου, Η Λαϊκή Κυριαρχία όπ.π. σ. 446.

[6] Αγγ. Γιαννάτου, Επτανησιακός ριζοσπαστισμός 1848-1865, Περίπλους, Αθήνα 2019, σ. 259, 261.

[7] Πρακτικά των Συνεδριάσεων της εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνελεύσεως, τ. 6ος, Αθήναι 1865, σ. 128-129.

[8] Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ Προεδρευομένης Δημοκρατίας, Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής επί των Συζητήσεων του Συντάγματος 1975, Αθήναι, Αύγουστος 1975, σ. 21.

[9] Όπ.π. σ. 46.

[10] Όπ.π. σ. 80.

[11] Όπ.π. σ. 38.

[12] Όπ.π. σ. 42.

[13] Τασόπουλου, Η Λαϊκή Κυριαρχία όπ.π. σ. 353.

[14] Όπ.π. σ. 350-354.

[15] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημόνευματα, Κείμενο, Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γ. Βλαχογιάννης, έκδ. Β΄, τ. Β΄, Αθήνα, Εκδ. Βαγιονάκη, Αθήναι 1947, σ. 31.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Τι προβλέπει το Σύνταγμα για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης όταν τη ζητήσει ο πρωθυπουργός;

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 84) η πρόταση για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης που καταθέτει ο πρωθυπουργός αρκεί να υπερψηφιστεί από την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, συγκεντρώνοντας τουλάχιστον 120 θετικές ψήφους.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.