Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ένα σοβαρό πολιτικό δίλημμα, που έχει εξελιχθεί σε μία δύσκολη άσκηση Συνταγματικού Δικαίου: Θέλουμε να αποκλειστούν από τις εκλογές οι Νεοναζί που έχουν διαπράξει εγκλήματα, αλλά δεν θέλουμε αυτό να γίνει κατά τρόπο αντίθετο στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η πρόταση της Κυβέρνησης, που διακινήθηκε άτυπα προχτές, έχει ως βάση την ανάθεση στον Άρειο Πάγο να κρίνει αν ένα κόμμα υπηρετεί την “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, προκειμένου να αποφασίσει αν το κόμμα αυτό θα συμμετάσχει στις εκλογές ή θα αποκλειστεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει στο ανώτατο δικαστήριο μια ευρύτατη αρμοδιότητα, με ένα εξαιρετικά επισφαλές κριτήριο και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η εναλλακτική που έχει υποστηριχθεί είναι να υπάρξει στη νομοθετική ρύθμιση συγκεκριμένη μνεία στη ναζιστική ιδεολογία, ώστε η μη ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών να περιοριστεί σε σχέση με το προηγούμενο κριτήριο. Και αυτή η πρόταση ανοίγει όμως μια επικίνδυνη πόρτα για την “ιδεολογικοποίηση” των προϋποθέσεων συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές, που ξυπνάει μνήμες άλλων εποχών. Και οι δύο αυτές λύσεις είναι κατά τη γνώμη μου ακατάλληλες και οριακής συνταγματικότητας.
Μία υποστηρίξιμη λύση θα ήταν ο αποκλεισμός να εδράζεται στην εξής πρόβλεψη, την οποία θέτω προς συζήτηση και περαιτέρω επεξεργασία:
“Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα.
β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος να μην έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία ή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.”
Άρα, σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση, δεν αποκλείεται να είναι μεμονωμένος υποψήφιος ή υποψήφιος σε συνασπισμό ανεξάρτητων υποψηφίων κάποιος που έχει καταδικαστεί για τα προηγούμενα αδικήματα, δεδομένου ότι μια τέτοια ρύθμιση θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 51 του Συντάγματος. Επίσης, τα αδικήματα που επισύρουν τον αποκλεισμό του κόμματος περιορίζονται σε δύο. Κρίσιμο είναι ότι αφαιρείται από το δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να αξιολογήσει ποια κόμματα υπηρετούν την “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, ενώ ταυτόχρονα αποϊδεολογικοποιείται η σχετική απόφαση. Η πρόταση που υποβάλλω εδώ προς συζήτηση αποσκοπεί να συνδυάσει την τήρηση του Συντάγματος με τον εκλογικό αποκλεισμό των επιγόνων της Χρυσής Αυγής.
Ωστόσο ανάμεσα στον αποκλεισμό των Νεοναζί και τον σεβασμό του Συντάγματος, προτεραιότητα έχει ο σεβασμός του Συντάγματος. Ευκταίος είναι ο συνδυασμός και των δύο, όμως τυχόν παραβίαση του Συντάγματος για την αντιμετώπιση των εχθρών του θα αποτελούσε για τους Νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει η νομοθετική ρύθμιση που θα υιοθετηθεί να μελετηθεί με μεγάλη προσοχή και όχι με βιασύνη και προχειρότητα. Προφανώς τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής στους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού λόγου.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του ΚΕΣΔ- Ιδρύματος Τσάτσου