Search
Close this search box.

«Για το καλό τους»: Η πρακτική της υποχρεωτικής σίτισης απεργών πείνας. Μια προσέγγιση με αφορμή την απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα

Με αφορμή την επίκαιρη περίπτωση του φυλακισμένου απεργού πείνας, Δ. Κουφοντίνα και του ενδεχόμενου αναγκαστικής σίτισής του, ο Ανδρέας Ματθαίου προτείνει μία ερμηνευτική προσέγγιση σχετικά με την αμφιλεγόμενη αυτή πρακτική.

Προκαταρκτικά διευκρινίζω ότι το παρόν κείμενο γράφεται κυριολεκτικά «με αφορμή» την επίκαιρη περίπτωση του φυλακισμένου απεργού πείνας, Δ. Κουφοντίνα και του ενδεχόμενου αναγκαστικής σίτισής του. Δεν ασχολείται ούτε με τα συγκεκριμένα αιτήματα του φυλακισμένου απεργού πείνας Δ. Κουφοντίνα, ούτε με οποιαδήποτε τοποθέτηση για το συγκεκριμένο πρόσωπο και τη δράση του, ούτε με την παρούσα συγκυρία. Άλλωστε, η απεργία πείνας δεν συνιστά πρωτόγνωρη πρακτική, ούτε στη χώρα μας, ούτε διεθνώς. Απεργίες πείνας, κρατουμένων και μη, έχουν συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν και το ενδεχόμενο επιβολής της αναγκαστικής σίτισης των απεργών έχει ανακύψει επίσης αρκετές φορές .

1. Μια πρώτη προσέγγιση των διατάξεων του σωφρονιστικού κώδικα για περιπτώσεις απεργίας πείνας.

Λόγω της παρατεταμένης απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα ανέκυψε και πάλι το ενδεχόμενο να του επιβληθεί η αναγκαστική του σίτιση. Επανέρχεται έτσι το ζήτημα της αντιμετώπισης παρατεταμένων απεργιών πείνας και ιδιαίτερα φυλακισμένων με την αναγκαστική σίτισή τους και ως επείγον πρακτικό ζήτημα, και ως αντικείμενο νομικού και γενικότερου δημοσίου διαλόγου.

Οι υποστηρικτές της νομιμότητας ή/και αναγκαιότητας των πρακτικών αναγκαστικής σίτισης σε περιπτώσεις όπως του Κουφοντίνα συχνά συνδέουν τη δικαιολόγηση της θέσης τους με αναφορές σε διατάξεις που ρυθμίζουν άλλα ζητήματα, όπως τα άρθρα 300, 301 και 307 Π.Κ. που αφορούν την ευθανασία, τη συμμετοχή σε αυτοκτονία και την παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής αντίστοιχα.

Προκαταρκτικά, αξίζει να τονιστεί ότι σε περιπτώσεις απεργίας πείνας φυλακισμένων, άμεσα εφαρμοστέες είναι οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999). Σε επίπεδο τυπικού νόμου δεν τίθεται ζήτημα προσφυγής σε αναλογίες αντλούμενες από άλλες διατάξεις, παρά μόνο αν διαπιστωθεί κενό δικαίου. Κενό δικαίου μπορεί να προκύψει α) αν απουσιάζει εντελώς ρητή νομοθετική ρύθμιση κάποιου θέματος β) αν η εφαρμοστέα ρύθμιση κρίνεται αντίθετη με υπερνομοθετικούς κανόνες δικαίου αλλά ταυτόχρονα μετά τον παραμερισμό της δημιουργείται κενό δικαίου (κάτι που δεν συμβαίνει κατά κανόνα όταν παραμερίζεται κάποια ειδική νομοθετική ρύθμιση ως αντίθετη σε υπερνομοθετικό δίκαιο, αλλά είναι δυνατόν να προκύψει σε εξαιρετικές περιπτώσεις).

Πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί νομικά υποχρέωση ή δυνατότητα των κρατικών οργάνων να προβαίνουν σε αναγκαστική σίτιση απεργών πείνας κατά αναλογική εφαρμογή διατάξεων του Π.Κ. που ρυθμίζουν διαφορετικά ζητήματα, όπως τα άρθρα 300, 301 και 307 Π.Κ. Και αυτό γιατί η αναλογική, αλλά ακόμα και η διασταλτική εφαρμογή ποινικών διατάξεων, απαγορεύεται και από το υπερνομοθετικό δίκαιο και από τις θεμελιώδεις ρυθμίσεις του Γενικού Ποινικού Δικαίου.

Είναι διαφορετικό ζήτημα το αν στα πλαίσια κριτικής αξιολόγησης ή ερμηνείας των ειδικών διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα μπορούν να συνεκτιμηθούν και επιχειρήματα αντλούμενα από άλλες διατάξεις, είτε νομοθετικής είτε υπερνομοθετικής ισχύος. Το δεύτερο αυτό ζήτημα αντιμετωπίζεται ξεχωριστά στο δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος κειμένου.

Τα εφαρμοστέα άρθρα 29 παρ. 3 και 31 του Ν. 2776/1999 θεσπίζουν κατ’ αρχήν την υποχρέωση παροχής ιατρικής φροντίδας στον φυλακισμένο απεργό πείνας με τη συναίνεσή του. Στη συνέχεια μεριμνούν:

Α) Για περιπτώσεις αδυναμίας συναίνεσης του κρατουμένου σε αναγκαία ιατρική πράξη. Για τις περιπτώσεις αυτές, η ρύθμιση του Σωφρονιστικού Κώδικα ταυτίζεται με τη γενικότερη ρύθμιση του άρθρου 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005). Τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα.

Β) Για περιπτώσεις άρνησης του κρατουμένου να συναινέσει σε ιατρικά αναγκαίες επεμβάσεις. Για αυτές τις περιπτώσεις προβλέπεται ότι εφόσον «ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου κινδύνου ζωής ή σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του» και αρνείται την ιατρική παρέμβαση, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός «διατάσσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων».

Η αναγκαστική σίτιση του απεργού πείνας δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο. Ρητά ορίζεται στο άρθρο 31 Ν. 2776/1999 μόνο ότι: «Για τη φύση και την έκταση των μέτρων συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, οι επιδιώξεις του και η σταθερότητα της απόφασής του». Η διατύπωση του Σωφρονιστικού Κώδικα δείχνει κάπως άτολμη.

Υπάρχει ειδική ρύθμιση στο άρθρο 31 για την απεργία πείνας κρατουμένου. Με την ειδική αυτή ρύθμιση η απεργία πείνας αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν ως νόμιμη συμπεριφορά του κρατουμένου που πρέπει να γίνεται σεβαστή και να μην καταστέλλεται, μέχρι να εμφανιστεί σοβαρός κίνδυνος θανάτου ή μη αναστρέψιμης βλάβης. Θα περίμενε κανείς να συναντήσει στη συνέχεια του κειμένου κάποια ρητή αναφορά στο ενδεχόμενο αναγκαστικής σίτισης, όταν και αν σε επόμενο στάδιο της απεργίας πείνας προκύψει τέτοιος σοβαρός κίνδυνος. Όμως, αντί κάποιας τέτοιας αναφοράς, το άρθρο 31 παραπέμπει στο 29 παρ. 3 του Ν. 2776/1999, το οποίο μεριμνά γενικά για τη λήψη των «κατάλληλων μέτρων» σε οποιαδήποτε περίπτωση άρνησης φυλακισμένου να συναινέσει σε οποιαδήποτε αναγκαία για την αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου ζωής και υγείας ιατρική παρέμβαση.

Το πρώτο ζήτημα που θα μπορούσε να ανακύψει είναι το αν, ενόψει της παράλειψης ρητής και ειδικής αναφοράς του νομικού κειμένου, το ζήτημα της υποχρεωτικής σίτισης ρυθμίζεται από τις συγκεκριμένες διατάξεις. Στη συνέχεια, εφόσον γίνει δεκτό πως η αναγκαστική σίτιση περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα, ανακύπτει και ερώτημα, αν η πρακτική της αναγκαστικής σίτισης απαγορεύεται, επιβάλλεται, ή θεσπίζεται ως μια δυνατή αλλά όχι αναγκαστική επιλογή.

Από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 του Ν. 2776/1999, προκύπτει ως ορθότερη η ερμηνεία ότι ο νομοθέτης θεσπίζει ως κατ’ αρχήν δυνατή, αλλά όχι γενικά υποχρεωτική επιλογή την αναγκαστική σίτιση του εκάστοτε απεργού πείνας που κινδυνεύει. Η αναγκαστική σίτιση δηλαδή, (υπο)νοείται ως ένα από τα «κατάλληλα μέτρα» που μπορεί να διατάξει ο εισαγγελικός λειτουργός στη βάση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε ατομικής περίπτωσης. Το αυτό προκύπτει και από τη συστηματική ερμηνεία.

Άρνηση συναίνεσης σε ιατρική παρέμβαση αν και υπάρχει κίνδυνος ζωής ή μη αναστρέψιμης βλάβης μπορεί να εκδηλωθεί και σε άλλες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 29 παρ. 3 Ν. 2776/1999. Π.χ. μπορεί να αρνείται ο κρατούμενος να συναινέσει σε μια απαραίτητη ιατρική πράξη επειδή, αν και ο ίδιος δεν είναι γιατρός, προτιμάει να βασιστεί σε κάποια, αντίθετη στους κανόνες της επιστήμης, προσωπική άποψη – προκατάληψή του ως προς την προσφορότητα ή την αποτελεσματικότητα κάποιας ιατρικής επέμβασης, ή να αποκρούει μια αναγκαία ιατρική παρέμβαση λόγω προλήψεων, παράλογων φόβων κλπ. Όμως, μόνο στην παράγραφο 3 του άρθρου 31 Ν. 2776/1999, που ρυθμίζει ειδικά τα ζητήματα απεργίας πείνας, προβλέπεται ότι, για την επιλογή των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων που διατάσσει ο εισαγγελικός λειτουργός, συνεκτιμώνται υποχρεωτικά «η προσωπικότητα του κρατουμένου, οι επιδιώξεις του και η σταθερότητα της απόφασής του», σε αντιδιαστολή με άλλες περιπτώσεις άρνησης συναίνεσης σε αναγκαίες ιατρικές πράξεις, όπως π.χ. την ενδεχόμενη περίπτωση ενός κρατούμενου Μάρτυρα του Ιεχωβά που αρνείται, για θρησκευτικούς λόγους, να συναινέσει σε ιατρικά αναγκαία μετάγγιση αίματος εκθέτοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο. 

Η ερμηνεία ότι με το άρθρο 31 Ν. 2776/1999 θεσπίζεται η αναγκαστική σίτιση ως ευχέρεια κατά περίπτωση, αλλά δεν επιβάλλεται νομικά για κάθε περίπτωση που ο απεργός πείνας κινδυνεύει αλλά αρνείται να δεχτεί τη σίτιση, είναι η κυρίαρχη νομολογιακή και θεωρητική ερμηνεία. Γίνεται δεκτή και από την πλευρά όσων, κατά τα άλλα υποστηρίζουν την αναγκαστική σίτιση των φυλακισμένων απεργών πείνας, ως νομικά αναγκαία επιλογή, είτε κατά κανόνα είτε σε όλες τις περιπτώσεις [1]. Τυχόν εναλλακτικές ερμηνείες, όπως ότι οι διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα δεν ρυθμίζουν την αναγκαστική σίτιση, ή την απαγορεύουν, ή πολύ περισσότερο την επιβάλλουν, δεν είναι εύκολα συμβατές με το κείμενο του άρθρου 31 .

Η ρύθμιση του Σωφρονιστικού Κώδικα δείχνει να αποκλίνει από τη, γενικότερη αλλά νεότερη, ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), με την οποία απαγορεύονται οι αναγκαστικές ιατρικές επεμβάσεις επί προσώπων που έχουν ατομική δικαιοπρακτική ικανότητα και δυνατότητα συναίνεσης [2].

Η απόκλιση αυτή έχει και ενδεχόμενη πρακτική συνέπεια για τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους:

Οι υπάλληλοι του σωφρονιστικού συστήματος συνήθως περιμένουν την εξέλιξη της απεργίας πείνας και μόλις διαπιστωθεί σοβαρός κίνδυνος παραπέμπεται για τα περαιτέρω ο ασθενής φυλακισμένος απεργός σε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. (εν όψει και των περιορισμένων δυνατοτήτων νοσηλείας εντός σωφρονιστικών καταστημάτων).

Όμως, το δίλημμα της επιλογής ή μη της αναγκαστικής σίτισης παραμένει. Όταν διατάσσεται βάσει του Σωφρονιστικού Κώδικα η αναγκαστική σίτιση του απεργού πείνας, ενώ αυτός νοσηλεύεται σε νοσοκομείο, (όπως στην παρούσα περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα), τα σχετικά προβλήματα επεκτείνονται. Έτσι, μεταξύ άλλων, εκτίθενται ευρύτεροι μηχανισμοί άσχετοι με το Σωφρονιστικό Σύστημα, όπως οι δομές του Ε. Σ. Υ. στις τυχόν σχετικές κοινωνικοπολιτικές ή και ατομικές εντάσεις.

Επιπλέον, ζητήματα σύγκρουσης καθηκόντων μεταφέρονται από  το Σωφρονιστικό Σύστημα σε ολόκληρες δομές υγείας άλλης κατεύθυνσης. όπως είναι τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ.  Ως προς τη σύγκρουση καθηκόντων πρέπει να αναφερθεί ότι κάθε γιατρός που εντέλλεται να προβεί σε αναγκαστική σίτιση υπάγεται ταυτόχρονα και στην αντίθετη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3418/2005, αλλά και σε άλλους κανόνες δεοντολογίας, κανόνες της τέχνης και της επιστήμης και ηθικούς κανόνες άσκησης της ιατρικής επιστήμης, κανόνες που βρίσκονται σε αντίθεση με πρακτικές αναγκαστικής σίτισης (τουλάχιστον κατά ισχυρά υποστηριζόμενες ερμηνείες τους). Από την πλευρά των επαγγελματιών υγείας προβάλλεται ισχυρή υποστήριξη στη θέση ότι η αναγκαστική σίτιση απεργού πείνας είναι ασύμβατη με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του γιατρού, αλλά ακόμα και η αναγκαστική σίτιση απεργού πείνας συνιστά βασανιστήριο [3]. Επομένως κάθε συγκεκριμένος γιατρός που εντέλλεται να προβεί σε αναγκαστική σίτιση απεργού πείνας βρίσκεται ατομικά αντιμέτωπος τουλάχιστον με μια ατομική σύγκρουση καθηκόντων[4]. Η εμπλοκή πέραν των ατόμων και ολόκληρων δομών, όπως τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., σε τέτοιες συγκρούσεις καθηκόντων, μάλλον δυσκολεύει ακόμη περισσότερο μια δύσκολη κατάσταση.

Μια απόπειρα μεσοβέζικης τοποθέτησης στο δίλημμα μεταξύ σεβασμού της θέλησης του απεργού πείνας ή προστασίας της ζωής και υγείας του που τίθεται από τη συνέχισης μακροχρόνιων απεργιών πείνας θα ήταν να περιμένει η Πολιτεία μέχρις ότου η υγεία του απεργού πείνας χειροτερεύσει τόσο, ώστε αυτός να περιέλθει σε κατάσταση σύγχυσης ή απώλειας συνείδησης και στη συνέχεια να επιβάλλει την αναγκαστική σίτισή του, με την αιτιολογία ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ο απεργός δεν είναι πια σε θέση να έχει ελεύθερη βούληση και άρα δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των ατομικών του επιλογών. Μια τέτοια προσέγγιση θα συνιστούσε μια εμφανώς «νομικίστικη» και όχι νομική, απόπειρα παράκαμψης των δύσκολων διλημμάτων. Επιπλέον, όμως, μια τέτοια προσέγγιση συχνά δεν είναι και πρακτικά υλοποιήσιμη, καθώς ο απεργός πείνας μπορεί να διατηρεί την ικανότητα σκέψης του μέχρι το τέλος, ή είναι δυνατόν όταν αυτός φτάσει σε κατάσταση έλλειψης ή διαταραχής της συνείδησης να έχουν ήδη καταστεί μάταιες και οι όποιες ιατρικές παρεμβάσεις για τη σωτηρία της ζωής του. Γι’ αυτό κάθε τέτοια προσπάθεια παράκαμψης των διλημμάτων που τίθενται από την επικίνδυνη απεργία πείνας απορρίπτεται και στη χώρα μας και διεθνώς.

Επομένως απομένει το ζήτημα αν από κάποιο συνδυασμό των διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα με διατάξεις ή αρχές του γενικότερου νομικού πλαισίου προκύπτουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα είτε για την ερμηνεία είτε για την αξιολόγηση των επιλογών του Σωφρονιστικού Κώδικα στο ζήτημα της αναγκαστικής σίτισης, και σε καταφατική περίπτωση, ποια είναι αυτά.

Η ρήτρα του άρθρου 31 Ν. 2776/1999 ότι: «Για τη φύση και την έκταση των μέτρων συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, οι επιδιώξεις του και η σταθερότητα της απόφασής του», θεσπίζει μια περιπτωσιολογική εφαρμογή. Όμως, ακόμα και όταν, καλώς ή κακώς, ο νομοθέτης επιλέγει μια περιπτωσιολογική αντιμετώπιση, είναι νομικά αναγκαία η υπαγωγή των κατά περίπτωση εφαρμογών της διάταξης σε κάποιες κατευθύνσεις και σε κάποιο πλαίσιο. Τα κριτήρια του άρθρου 31 χρειάζονται ερμηνευτική εξειδίκευση τουλάχιστον ως προς τον πυρήνα τους. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων. Η αυθαιρεσία αντίκειται στον σκοπό του δικαίου γενικώς. Επιπλέον, το να προβλέπει ο νόμος μια ευχέρεια για τη λήψη απόφασης αναγκαστικής σίτισης (και μάλιστα έμμεσα) και να υιοθετεί κατά τα λοιπά μια αυστηρά ουδέτερη στάση, «φορτώνοντας» το σύνολο του βάρους των σχετικών επιλογών σε όποιο άτομο έτυχε να βρεθεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, αντιμέτωπο με αυτή τη σχετικά σπάνια περίπτωση, είναι απαράδεκτο. Η αξίωση τουλάχιστον μια νομικής κατεύθυνσης – πλαισίου σε κάθε κρατικό όργανο που καλείται να λάβει αποφάσεις με βαρύ ατομικό συνειδησιακό φορτίο, είναι η ελάχιστη απαίτηση και από δικαιϊκή σκοπιά και από τη σκοπιά της στοιχειώδους ηθικής.

Από το κείμενο του άρθρου 31 Ν. 2776/1999 δεν προκύπτει καν μια κατευθυντήρια γραμμή, όπως θα ήταν π.χ. μια σχέση κανόνα- εξαίρεσης, ή μια κατεύθυνση εξειδίκευσης των «κατάλληλων» κατά περίπτωση μέτρων, μέσω κάποιας έστω ενδεικτικής, αναφοράς σε νομοθετική επιλογή αποδοχής ή απόρριψης της αναγκαστικής σίτισης σε κάποιες ιδεοτυπικές περιπτώσεις.

Και γι’ αυτό το λόγο, μεταξύ άλλων, επιστρατεύονται στο σχετικό με την αναγκαστική σίτιση διάλογο και επιχειρήματα αντλούμενα από το γενικότερο νομικό πλαίσιο. Τέτοια επιχειρήματα επιστρατεύονται και για την απόκρουση της αναγκαστικής σίτισης και, συχνότερα, για την υποστήριξη της νομιμότητας, ή/και αναγκαιότητάς της, ιδίως σε περιπτώσεις, όπως η απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα. Παρακάτω εξετάζονται ορισμένες τέτοιες προσεγγίσεις.

2. Εξέταση της υποχρεωτικής σίτισης απεργών πείνας με κριτήρια αντλούμενα από το ευρύτερο νομικό πλαίσιο. Ενδεχόμενες συνέπειες ευρύτερων δικαιϊκών θέσεων και αξιολογήσεων για την ερμηνεία των ειδικών διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα.

Ως κύριοι άξονες για την αναγκαία ερμηνευτική κατεύθυνση – εξειδίκευση – αξιολόγηση νομικών ζητημάτων της αναγκαστικής σίτισης, προτείνονται στο νομικό διάλογο, κυρίως το δικαίωμα στη ζωή και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αυτονομίας. Συμπληρωματικά αναφέρονται από κάποιες πλευρές και επιχειρήματα σχετικά με την απαγόρευση βασανιστηρίων.

Το ότι η αναγκαστική σίτιση ενός απεργού πείνας συνιστά πρακτική αντίθετη με την προσωπική του αξιοπρέπεια και αυτονομία είναι σαφές και γενικά αποδεκτό και από τους υποστηρικτές της υποχρεωτικής σίτισης. Όσοι υποστηρίζουν την νομιμότητα – αναγκαιότητα της υποχρεωτικής σίτισης φυλακισμένων απεργών πείνας συχνά θεωρούν αυτονόητο ότι σε τέτοιες περιπτώσεις προκύπτει μια σύγκρουση μεταξύ θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων: του δικαιώματος στη ζωή και του δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και αυτονομία [5]. Ξεκινώντας από την παραδοχή περί σύγκρουσης μεταξύ των παραπάνω θεμελιωδών δικαιωμάτων υποστηρίζεται στη συνέχεια ο ακόλουθος συλλογισμός. Μια απεργία πείνας που δημιουργεί κίνδυνο ζωής, συνιστά αυτονόητα μια ειδική περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων της ζωής και της αξιοπρέπειας – αυτονομίας. Σε περίπτωση τέτοιας σύγκρουσης υπερέχει το δικαίωμα στη ζωή (ή γενικά η ζωή). Άρα, σε περίπτωση απεργίας πείνας, επιβάλλεται (η έστω είναι επιτρεπτό κατά τη μετριοπαθέστερη εκδοχή) η αντιμετώπισή της με αναγκαστική σίτιση, τουλάχιστον όταν ανακύψει σοβαρός κίνδυνος ζωής.

Συχνά για την ενίσχυση της νομικής αναγκαιότητας των πρακτικών αναγκαστικής σίτισης επιστρατεύονται και αναφορές σε διατάξεις νόμων που ρυθμίζουν θέματα αυτοκτονίας, ευθανασίας ή/και της υποχρέωσης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής, με την παραδοχή ότι τέτοιες διατάξεις συνιστούν ειδικότερες εκδηλώσεις μιας γενικής δικαιϊκής αξιολογικής θέσης ότι το δικαίωμα στη ζωή υπερισχύει κάθε ατομικού δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και την ελευθερία, σε περίπτωση σύγκρουσής τους.

Θεωρώ ότι η νομική θεμελίωση των πρακτικών υποχρεωτικής σίτισης σε παρόμοιες παραδοχές, όχι μόνο δεν είναι αυτονόητη νομικά και λογικά (ή ακόμη και κοινωνικά), αλλά παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα. Κάποια τέτοια προβλήματα επισημαίνω παρακάτω.

Α) Πρώτα απ’ όλα, ο όρος «δικαίωμα» ερμηνεύεται κατά κανόνα, και στη νομική και στην κοινή γλώσσα, ότι εμπεριέχει τόσο τη θετική πλευρά της άσκησης του δικαιώματος, όσο και την αρνητική πλευρά. Το δικαίωμα σύναψης γάμου εμπεριέχει και το δικαίωμα του ατόμου να μείνει ανύπαντρο, το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής εμπεριέχει και το δικαίωμα αποχής από την πολιτική ζωή κλπ.

Βάσει αυτού του κανόνα, και το «δικαίωμα στη ζωή» πρέπει να θεωρηθεί ότι ενσωματώνει και την αρνητική του πλευρά, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για μια τέτοια ερμηνεία. Άρα, το «δικαίωμα στη ζωή», ερμηνευόμενο κατά τον συνήθη τρόπο, όχι μόνο δεν είναι πρόσφορο αντίβαρο του δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και τη σωματική αυτονομία του ατόμου, αλλά πρόκειται για αλληλοϋποστηριζόμενα δικαιώματα. Από τα αλληλοϋποστηριζόμενα αυτά θεμελιώδη δικαιώματα προκύπτει ότι επικίνδυνες για τη ζωή επιλογές του ατόμου γίνονται καταρχήν νομικά ανεκτές. Η τουλάχιστον κατά μετριοπαθέστερη διατύπωση, σύγκρουση μεταξύ των παραπάνω θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών, όχι μόνο δεν προκύπτει αυτονόητα κάθε φορά που ένα άτομο συνειδητά υιοθετεί επικίνδυνες για τη ζωή του συμπεριφορές, αλλά δεν προκύπτει ούτε κατά κανόνα. Αν γίνει δεκτή μια σύγκρουση μεταξύ δικαιώματος στη ζωή και δικαιώματος στην αξιοπρέπεια στην περίπτωση της αναγκαστικής σίτισης, θα πρόκειται για εξαίρεση από τον κανόνα. Άρα, ορθότερο είναι ότι το βάρος τεκμηρίωσης της εξαιρετικής ερμηνείας φέρει βασικά όποιος υποστηρίζει την εξαίρεση. Έτσι, η πλευρά που υποστηρίζει την αναγκαστική σίτιση απεργών πείνας απαιτείται μεθοδολογικά πρώτιστα να τεκμηριώσει για ποιον ειδικό εξαιρετικό λόγο πρέπει να υιοθετείται στην περίπτωση της αναγκαστικής σίτισης, μια εξαιρετική – αποκλίνουσα ακόμη και από την κοινή γλώσσα – ερμηνεία του δικαιώματος στη ζωή. Στη συνέχεια, αφού τεκμηριωθεί η διάγνωση περί σύγκρουσης θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει επιπρόσθετα να τεκμηριωθεί και η προβαλλόμενη θεμελιακή δικαιϊκή υπεροχή του δικαιώματος στη ζωή σε σχέση με άλλα συγκρουόμενα δικαιώματα.

Η αντίστροφη θέση, δηλαδή η θέση ότι η αναγκαστική σίτιση πρέπει, καταρχήν, να αποκρούεται ως αντίθετη σε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα έχει το προνόμιο του κανόνα. Άρα, δεν απαιτείται και ιδιαίτερη προσπάθεια για τη θεμελίωσή της.

Β) Από την κατοχύρωση ενός δικαιώματος στη ζωή στο Σύνταγμα, σε Διεθνείς Συμβάσεις που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Ε.Σ.Δ.Α., αλλά και από επιμέρους διατάξεις τυπικής ισχύος, όπως η πρόβλεψη για παρέμβαση του γιατρού και χωρίς συναίνεση σε περιπτώσεις απόπειρας αυτοκτονίας κατά το άρθρο 12 παρ. 3 περίπτωση β Ν. 3418/2005, ή η ποινικοποίηση της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατά το άρθρο 301 Π.Κ., δεν προκύπτει (και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και γενικά αποδεκτό) και η θέσπιση μιας νομικής υποχρέωσης του ατόμου να ζει [6] ούτε γενικά, ούτε ειδικά επί φυλακισμένων.

Η παραδοχή ότι υπάρχει γενικότερη νομική υποχρέωση του ατόμου να ζει με αναφορά και στην ειδική διάταξη του 301 Π.Κ., δεν είναι ούτε καν γενικά αποδεκτή αυτή καθαυτή [7]. Αντίθετα, ακόμη και στην αιτιολογική έκθεση του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα, αναγράφεται ρητά ότι η αυτοκτονία δεν συνιστά άδικη πράξη. Άρα, πολύ περισσότερο, δεν αντλείται από το 301 Π.Κ κάποια γενικότερη νομικά καθιερωμένη «υποχρέωση ζωής», και πολύ περισσότερο δεν ανιχνεύεται και νομική υποχρέωση ή ευχέρεια του κράτους να καταστέλλει κάθε πολυήμερη απεργία πείνας, (όπως να καταστέλλει κάθε επικίνδυνη για τη ζωή ατομική επιλογή γενικά). Αν δηλαδή δεν υπήρχαν οι ειδικές ρυθμίσεις του Σωφρονιστικού Κώδικα απλά θα εφαρμοζόταν και επί απεργιών πείνας φυλακισμένων το άρθρο 12 παρ. 3 περίπτωση β Ν. 3418/2005. Μια θέση υπέρ της αναγκαστικής σίτισης μπορεί ενδεχόμενα να θεμελιωθεί σε κάποιες ειδικότερες νομικές παραδοχές, αλλά όχι σε μια θεμελιώδη «γενική υποχρέωση ζωής».

Αν μπορεί να εξαχθεί κάποια γενική αρχή από επιμέρους διατάξεις του γενικού (υπερνομοθετικού και κοινού) νομικού πλαισίου, αυτή μάλλον θα ήταν μια ερμηνευτική ιεράρχηση της μορφής: «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής», αλλά όχι και μια γενική αξιωματική ιεράρχηση της ζωής ως ανώτερου αγαθού από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή ελευθερία [8]. Μια γενική προσέγγιση με περιεχόμενο το «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής» μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αναγκαστικής επέμβασης τρίτων για την προστασία της ζωής ενός προσώπου, π.χ. όταν υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες για την ψυχική και διανοητική υγεία κάποιων προσώπων, ή σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, π.χ. όταν υπάρχουν υποψίες αποφάσεων παρορμητικών, ή λαμβανόμενων σε συνθήκες ιδιαίτερης συναισθηματικής σύγχυσης, ή στην (εξαιρετική βέβαια) περίπτωση που μια ολιγοήμερη απεργία πείνας οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρές επιπλοκές (εξαιτίας άλλων συμπλεκόμενων παθήσεων γνωστών ή μη στον απεργό) και δικαιολογείται αμφιβολία για αν αυτό το σπάνιο ενδεχόμενο δυσανάλογης επιβάρυνσης της υγείας έχει γίνει κατανοητό και έχει ληφθεί σοβαρά υπόψιν από το συγκεκριμένο άτομο. Μια τέτοια αρχή υποστηρίζεται και από το εμπειρικό δεδομένο ότι ο θάνατος (όπως και κάποιες σοβαρές βλάβες της υγείας) είναι μη αναστρέψιμα γεγονότα, άρα δικαιολογείται μια ιδιαίτερα αυστηρή εξέταση της βούλησης του προσώπου, πριν καταλήξουμε ότι τέτοιες ατομικές αποφάσεις με δυνητικά μη αναστρέψιμες συνέπειες συνιστούν νομικά αποδεκτή εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης.

Η αναφορά στην προσωπικότητα, στις επιδιώξεις και στη σταθερότητα της απόφασης του κάθε συγκεκριμένου ατόμου στο άρθρο 31 Ν. 2776/1999, μπορεί εύκολα να ενταχθεί σε μια γενικότερη νομοθετική ερμηνευτική τοποθέτηση ότι «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής». Έτσι, η προτεινόμενη εδώ γενικότερη αρχή ανάγεται σε ερμηνευτικό βοήθημα για την επιλογή των κατάλληλων μέτρων σε αμφίβολες ατομικές περιπτώσεις. Αντίθετα, η παραδοχή μιας γενικής νομικής υποχρέωσης για προστασία της ζωής «πάσει θυσία» δεν είναι συμβατή με την πρόβλεψη υποχρεωτικής συνεκτίμησης ατομικών χαρακτηριστικών άσχετων με την ιατρική εκτίμηση κινδύνου στο άρθρο 31 Ν. 2776/1999. Μόνο αν και εφόσον ερμηνευθεί το άρθρο 31 Ν. 2776/1999 (και κάθε παρόμοια διάταξη όπως το άρθρο 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) ως ανεφάρμοστη, θα μπορούσε να συζητηθεί το ενδεχόμενο νομικής θεμελίωσης της αναγκαστικής σίτισης σε κάποια γενικότερη «υποχρέωση ζωής», είτε κάθε κρατουμένου είτε κάθε προσώπου.

Γ) Αν υπήρχε στο ελληνικό ή διεθνές δίκαιο κάποιο γενικό αξίωμα ότι η ζωή πρέπει να προστατεύεται πάσει θυσία, ως αγαθό υπέρτερο κάθε άλλου και από την αρχή αυτή απέρρεε αντίστοιχη κρατική αρμοδιότητα και υποχρέωση επιβολής της αναγκαστικής σίτισης, τότε οποιαδήποτε επικίνδυνη απεργία πείνας γίνεται γνωστή στα κρατικά όργανα θα έπρεπε να καταστέλλεται με αναγκαστική σίτιση. Σε απεργίες πείνας προβαίνουν, ακόμη και δημοσίως και άλλα άτομα εκτός των φυλακισμένων. Αλλά η καταστολή τέτοιων συμπεριφορών άλλων ατόμων πλην των φυλακισμένων με την επιβολή αναγκαστικής σίτισης, όχι μόνο δεν προβλέπεται, αλλά αντιθέτως απαγορεύεται από το άρθρο 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και άλλους αντίστοιχους κανόνες δικαίου. Άλλωστε θέση υπέρ της αναγκαστικής σίτισης άλλων προσώπων πλην κρατουμένων δεν απαντάται συχνά στη νομική θεωρία, αλλά στην διοικητική πρακτική και της χώρας μας και άλλων συγκρίσιμων χωρών.

Το αν υποστηρίζεται ως επιβαλλόμενη κρατική δράση η αναγκαστική σίτιση σε κάθε παρατεταμένη απεργία πείνας οποιουδήποτε, ή ειδικά για περιπτώσεις φυλακισμένων, δεν είναι ασήμαντη διάκριση. Πρόκειται για διακριτές παραδοχές, οι οποίες απαιτούν και διακριτή αιτιολόγηση. Δεν είναι συνεπές να θεωρηθεί ότι από κάποια γενικότερη «υποχρέωση ζωής» απορρέει νομικά η αναγκαστική σίτιση ειδικά των κρατουμένων. Αν πάλι υποστηρίζεται η αναγκαστική σίτιση για την καταστολή μακροχρόνιων απεργιών πείνας μόνο των φυλακισμένων και όχι του οποιουδήποτε, τότε, αναγκαστικά, μια τέτοια θέση πρέπει να βασίζεται στην επίκληση κάποιας ειδικής επιτακτικής ανάγκης για αναγκαστική σίτιση ειδικά των φυλακισμένων.

Επιπλέον, η συχνή στον νομικό λόγο προσφυγή σε ρυθμίσεις επιμέρους ζητημάτων που σχετίζονται με την αυτοκτονία, για τη νομική υποστήριξη της πρακτικής της αναγκαστικής σίτισης, είναι μάλλον προβληματική ερμηνευτική προσέγγιση.

Οι τυχόν αναφορές στη νομική αντιμετώπιση ζητημάτων αυτοκτονίας είναι χρήσιμες βασικά στο πλαίσιο της ερμηνευτικής αρχής «από το μείζον στο έλασσον». Αν η αυτοκτονία είναι και διαφορετικό και μείζον ζήτημα σε σχέση με την απεργία πείνας, κάτι που πράγματι ισχύει, τότε βάσει της αρχής «από το μείζον στο έλασσον», ό,τι δεν απαγορεύεται νομικά ούτε καν σε περιπτώσεις αυτοκτονίας, θα είναι μάλλον ασυνεπές να απαγορεύεται επί απεργίας πείνας. Αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει. Για τον λόγο αυτό, οι αναφορές σε διατάξεις περί αυτοκτονίας είναι πολύ πιο χρήσιμες ερμηνευτικά για την απόκρουση της αναγκαστικής σίτισης, παρά για την υποστήριξη της. Π.χ. αν δεν είναι άδικη πράξη η αυτοκτονία (όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του προηγούμενου Π.Κ.), άρα φαίνεται συνεπές ότι δεν συνιστά άδικη πράξη και η παρατεταμένη απεργία πείνας, που είναι συμπεριφορά διακινδύνευσης.

Άλλωστε, το αξιοσημείωτο δεδομένο δεν είναι το ότι δεν προβλέπεται ποινή για την απόπειρα αυτοκτονίας. (Αυτό από μόνο του μπορεί να θεμελιωθεί άριστα και σε αυτονόητα πραγματιστικά επιχειρήματα, χωρίς ανάγκη προσφυγής σε θεωρίες). Η ποινική ατιμωρησία, άλλωστε, δεν συνιστά αξιόλογο στοιχείο για τη συγκριτική προσέγγιση της αναγκαστικής σίτισης και επειδή η αναγκαστική σίτιση δεν προβάλλεται συνήθως από τους υποστηρικτές της ως ποινή, αλλά ως διοικητικό μέτρο για την προστασία της ζωής του απεργού (για το καλό του [9]). Συγκριτική αναφορά μπορεί να γίνει με τη συνολική αντιμετώπιση της απόπειρας αυτοκτονίας από το δίκαιο. Το κάθε άτομο που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δεν υποβάλλεται απαραίτητα και αναγκαστικά σε κρατικές παρεμβάσεις – μέτρα για την αποτροπή του ενδεχομένου μελλοντικής επανάληψης της απόπειρας του. Κρατικές παρεμβάσεις, όπως ο υποχρεωτικός εγκλεισμός με εισαγγελική παραγγελία, θεσπίζονται και επιβάλλονται ειδικά όταν διαπιστώνεται επικίνδυνη ψυχιατρική πάθηση και όχι ως αυτονόητο επακόλουθο κάθε απόπειρας αυτοκτονίας ανεξαιρέτως. Πολύ περισσότερο, επομένως, βάσει της ερμηνευτικής αρχής «από το μείζον στο έλασσον», παρουσιάζεται νομικά ασυνεπής η αξίωση να επιβάλλονται αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα για συμπεριφορές διακινδύνευσης της ζωής, όπως η απεργία πείνας, απ’ ό,τι για συμπεριφορές με διαπιστωμένα θανάσιμο σκοπό.

Γενικότερα, επιχειρήματα που αντλούνται έμμεσα από διατάξεις περί αυτοκτονίας, όπως το άρθρο 12 παρ. 3 περίπτωση β Ν. 3418/2005, ή το άρθρο 301 Π.Κ., δεν μπορούν εύκολα να στηρίξουν την άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση καταστολής με αναγκαστική σίτιση κάθε επικίνδυνης απεργίας πείνας. Και αυτό γιατί, η αυτοκτονία έχει ουσιώδεις διαφορές από την απεργία πείνας (ακόμη και την παρατεταμένη). Τονίζω ορισμένες ουσιώδεις διαφορές:

Η απεργία πείνας δεν έχει κατά κανόνα στόχο τον θάνατο του ατόμου. Είναι από τη φύση της κυρίως μέσο διαμαρτυρίας, ή/και διεκδίκησης κάποιου άλλου στόχου. Ούτε και πραγματολογικά ισχύει ότι κάθε απεργία πείνας λήγει είτε με το θάνατο του απεργούντος, είτε με την αναγκαστική σίτισή του. Καταρχήν, δεν ξεκινούν όλες οι απεργίες πείνας με πρόθεση συνέχισής τους μέχρι θανάτου, ούτε συνοδεύονται πάντα με τη διακήρυξη τέτοιας πρόθεσης. Επιπλέον, ακόμη και αν μια απεργία πείνας ξεκινάει αρχικά με τη διακηρυγμένη πρόθεση να συνεχιστεί «μέχρι τελικής πτώσεως» και πάλι είναι δυνατόν (και συχνό) να λήξει οποιαδήποτε στιγμή με απόφαση του απεργού. Αποφάσεις για λήξη της απεργίας πείνας μπορούν να ληφθούν, είτε επειδή αυτή η μέθοδος διεκδίκησης κρίνεται στην πορεία από τον απεργό πως δεν έχει περιθώρια επιτυχίας του πρωταρχικού στόχου του, είτε επειδή ικανοποιήθηκαν, μερικά ή ολικά, κάποιες διεκδικήσεις του απεργού, είτε γιατί ο απεργός άλλαξε γνώμη και δεν επιθυμεί πια να συνεχίσει, είτε γιατί ποτέ δεν σκόπευε να φτάσει μέχρι τέλους, είτε για άλλους λόγους. Είναι εμπειρικό δεδομένο ότι τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται συχνά.

Αντιθέτως, στην περίπτωση της αυτοκτονίας:

1) Η αυτοκτονική συμπεριφορά έχει τον θάνατο ως στόχο και ως μοναδικό δυνατό αποτέλεσμα επιτυχούς υλοποίησης της. Δεν είναι συμπεριφορά διακινδύνευσης της ζωής, με άλλους στόχους.

2) Η αυτοκτονία πραγματώνεται (ή αποτυγχάνει) σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Για τον λόγο αυτό, η αυτοκτονία μπορεί να είναι αποτέλεσμα παρορμητικής απόφασης, ή προσωρινής αδυναμίας λογικής επεξεργασίας, ακόμα και ενός καταρχήν υγιούς ατόμου [10].

3) Οι αυτοκτονικές συμπεριφορές πολύ συχνά οφείλονται σε καταστάσεις που η ψυχιατρική επιστήμη χαρακτηρίζει παθολογικές, (καταστάσεις δηλαδή στις οποίες δεν τίθεται καν ζήτημα αυτοπροσδιορισμού και ελεύθερης βούλησης), ή σε καταστάσεις τουλάχιστον αμφίβολες από ψυχιατρική άποψη. Αυτή είναι μάλλον και η σημαντικότερη διαφορά τους από την απεργία πείνας.

4) Είναι δυνατόν, ακόμη και προσχηματικές – εικονικές «αυτοκτονικές» συμπεριφορές (δηλαδή συμπεριφορές χωρίς θανάσιμη πρόθεση), να έχουν τελικά θανάσιμο αποτέλεσμα (εξαιτίας λάθους ή σύμπτωσης).

Ενόψει των παραπάνω διαφορετικών δεδομένων, οι όποιες περιοριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις ζητημάτων σχετικών με την αυτοκτονία, πέραν της ενδεχόμενης αντανάκλασης μεταφυσικών επιρροών, όπως η θέση της (επικρατούσας) χριστιανικής θρησκείας ότι η αυτοκτονία συνιστά το κορυφαίο αμάρτημα, μπορούν εξίσου να στηριχτούν και σε πραγματιστικά κατά βάση επιχειρήματα. Για παράδειγμα, μια νομοθετική απαγόρευση της συμμετοχής σε αυτοκτονία, ή μια νομοθετική υποχρέωση του γιατρού να επέμβει για τη σωτηρία της ανθρώπινης ζωής επί αυτοκτονικών συμπεριφορών, μπορεί κάλλιστα να στηριχθεί, όχι στη βάση κάποιας απόλυτης νομικής προστασίας της ζωής εις βάρος της ελευθερίας και αξιοπρέπειας του ατόμου, αλλά στο πραγματικό και στατιστικά πιθανό ενδεχόμενο[11] η αυτοκτονική συμπεριφορά να οφείλεται σε παθολογικά αίτια, ή σε παρορμητική στιγμιαία απόφαση που το άτομο πιθανότατα θα αναθεωρήσει αν επιζήσει κλπ. Με τα παραπάνω δεδομένα, από τυχόν επιμέρους διατάξεις που εισάγουν κάποιες ρυθμίσεις για επιμέρους ζητήματα αυτοκτονίας δεν συνάγεται, ούτε καν με έμμεσο αλλά λογικά απαραίτητο τρόπο, κάποιο νομικό αξίωμα ότι η κάθε ζωή είναι υπέρτερο αγαθό από την αξιοπρέπεια, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και τη σωματική αυτονομία του ατόμου γενικώς και ανεξαιρέτως. Οι όποιες επιμέρους περιοριστικές διατάξεις μπορούν άνετα να έχουν ως θεμέλιο πραγματιστικές στατιστικοπιθανολογικές σταθμίσεις, συμβατές μόνο με μια γενική προτίμηση του νομοθέτη ότι «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής».

Αντίθετα με την περίπτωση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς, η πρακτική της απεργίας πείνας συνιστά συχνότερα συμπεριφορά ατόμων που δεν αμφισβητείται η ικανότητα τους για καταλογισμό (όπως είναι η περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα), ενώ επιπλέον το να λάβει το άτομο σε κάποια στιγμή μια απόφαση να διακινδυνεύσει τη ζωή του, δεν είναι πρακτικά αρκετό για να προκύψει θανάσιμος κίνδυνος. Για να προκύψει τέτοιο ενδεχόμενο απαιτείται επιπρόσθετα και να επιβεβαιώνει συνεχώς ο απεργός την απόφαση του για συνέχιση της απεργίας πείνας, με επίπονο τρόπο, κάθε στιγμή, για σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα. Τέτοια στοιχεία φυσικά πρέπει να συνεκτιμώνται, μαζί με το γεγονός ότι η απεργία πείνας δεν στοχεύει συνήθως στο θάνατο, αλλά και στην πράξη συνηθέστερα δεν έχει θανάσιμο αποτέλεσμα. 

Επομένως, τα συνήθη επιχειρήματα υπέρ της υποχρεωτικής σίτισης απεργών πείνας, κατά παραμερισμό του δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και τον αυτοπροσδιορισμό, δεν υποστηρίζονται πειστικά από συγκριτικές αναφορές σε διατάξεις που ρυθμίζουν επιμέρους ζητήματα σχετικά με την αυτοκτονία. Αντίθετα, από τέτοιες συγκρίσεις προκύπτουν σοβαρά επιχειρήματα για τη διαφορετική νομική αντιμετώπιση της υποχρεωτικής σίτισης και ιδιαίτερα για την, καταρχήν, απόρριψη αυτής της πρακτικής.

Δ) Όπως προαναφέρθηκε, η απεργία πείνας εντάσσεται γενικά στις επικίνδυνες για τη ζωή συμπεριφορές και όχι στις αυτοκτονικές. Κατά κανόνα, το δίκαιο και στη χώρα μας και διεθνώς, επιτρέπει τις επικίνδυνες για τη ζωή ατομικές επιλογές. Οι συμπεριφορές διακινδύνευσης της ζωής μόνο κατ’ εξαίρεση αντιμετωπίζονται από το δίκαιο με απαγορεύσεις και καταστολή. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο της μέσης κοινωνικής συνείδησης και συμπεριφοράς. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα επενέβαιναν για να αποτρέψουν μια αυτοκτονία. Αλλά δεν θα προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν κάποιον να απόσχει από μια επικίνδυνη για τη ζωή του ατομική επιλογή συμπεριφοράς και ούτε θα υποστήριζαν τέτοιους εξαναγκασμούς. Πόσα μέλη της κοινωνίας θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα, ή υποχρέωση να εμποδίσουν κάποιον άλλο να ασχοληθεί με ένα επικίνδυνο σπορ, ή να γίνει πολεμικός ανταποκριτής, ή να πάει να πολεμήσει εθελοντής με μια κουρδική πολιτοφυλακή στη Συρία;

Επιπλέον και στην πράξη συναντάται το φαινόμενο ατόμων που επιλέγουν να διακινδυνέψουν σοβαρά ή ενίοτε και να θυσιάσουν τη ζωή τους για να υποστηρίξουν κάποια ανώτερη αξία και συναντάται και το φαινόμενο κοινωνικής αποδοχής τέτοιων συμπεριφορών. Ακόμη και στα σχολικά βιβλία ορισμένες συμπεριφορές εξαιρετικά επικίνδυνες ή ενίοτε και θυσιαστικές στην υπηρεσία υπέρτερων αξιών, αναφέρονται ως θετικά παραδείγματα και όχι ως εγκληματικές συμπεριφορές.

Αντίστοιχα προβληματική είναι και η προσπάθεια άντλησης νομικών επιχειρημάτων υπέρ της αναγκαστικής σίτισης με αναφορές στην υποχρέωση λύτρωσης από κίνδυνο ζωής του άρθρου 307 Π.Κ. . Η ποινική διάταξη αναφέρεται σαφώς σε άτομα που κινδυνεύουν χωρίς την ελεύθερη θέληση τους. Δεν ιδρύει ούτε υποχρέωση, ούτε δικαίωμα του κράτους ή του οποιουδήποτε, να καταστέλλει επικίνδυνες για τη ζωή επιλογές άλλων ατόμων, ούτε αποτυπώνει την επιμέρους εξειδίκευση μιας γενικής δικαιϊκής επιλογής της ζωής ως δικαιώματος (ή υποχρέωσης) αξιωματικά υπέρτερης κάθε άλλου νομικού κανόνα. Αντίστοιχα, και ατομικό δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται από το ελληνικό δίκαιο και τις κοινωνικά επικρατούσες αντιλήψεις, αλλά συνήθως δεν θεσπίζεται η κατασταλτική επέμβαση του κράτους για τις ανθυγιεινές ατομικές επιλογές (όπως οι ανθυγιεινές διατροφικές συμπεριφορές) και ούτε υποστηρίζεται κάτι τέτοιο με επίκληση του συνταγματικού δικαιώματος στην υγεία.[12]

Ε) Η αναγκαστική σίτιση, ακόμη και αν δεν θεωρηθεί βασανιστήριο, πάντως είναι βίαιη επέμβαση στη σωματική αυτονομία του ατόμου. Καταρχήν, οι βίαιες και προσβλητικές της αξιοπρέπειας επεμβάσεις στη σωματική αυτονομία απαγορεύονται. Κατά γενική παραδοχή, δεν υπάρχει ανάγκη ιδιαίτερης προσπάθειας για τη θεμελίωση αυτού του κανόνα. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τη μεταχείριση των φυλακισμένων. Πρακτικές όπως η σωματική βία, το δέσιμο του ατόμου, ή η έρευνα σε σωματικές κοιλότητες είναι θεμιτές μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση τεκμηριώνεται επιτακτική ανάγκη προστασίας κάποιου υπέρτερου έννομου αγαθού με τέτοια μέσα. Όποιος επικαλείται ότι κάποια τέτοια επέμβαση είναι, κατ’ εξαίρεση θεμιτή και αναγκαία σε κάποια περίπτωση, έχει και το σχετικό βάρος απόδειξης. Η επιβολή ποινής φυλάκισης δεν αρκεί για την νομιμοποίηση τέτοιων επεμβάσεων.

 Έχει προταθεί, ως επιχείρημα υπέρ της αναγκαστικής σίτισης φυλακισμένων απεργών πείνας και το ότι, αφού ο φυλακισμένος είναι εξ’ ορισμού στη φροντίδα και ευθύνη του κράτους, από αυτό το δεδομένο προκύπτει και η νομική υποχρέωση του κράτους για αναγκαστική σίτιση κάθε φυλακισμένου απεργού πείνας που κινδυνεύει. Το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει ότι ο φυλακισμένος είναι στη φροντίδα, αλλά όχι και στην κηδεμονία του κράτους [13]. Η φυλάκιση δεν συνεπάγεται άρση της ικανότητας για καταλογισμό, ή της δικαιοπρακτικής ικανότητας, ή την αναστολή γενικά κάθε δικαιώματος του κρατουμένου να υλοποιεί τη βούληση του. Οι φυλακισμένοι διατηρούν αρκετά δικαιώματα εκδήλωσης της ατομικής βούλησης τους και μάλιστα όχι μόνο ως ατομικά δικαιώματα. Διατηρούν συχνά σε κάποιο βαθμό ακόμη και δικαιώματα συμμετοχής σε συλλογικές διεργασίες, όπως το δικαίωμα ψήφου κλπ.

 Από το γεγονός και μόνο ότι ο φυλακισμένος είναι στην ευθύνη του κράτους δεν προκύπτει αυτόματα και νομική υποχρέωση, ή ευχέρεια, αναγκαστικής σίτισης του. Άλλωστε και άλλα άτομα είναι στην ευθύνη και τη φροντίδα του κράτους, π.χ. κάθε ασθενής που νοσηλεύεται σε κρατικό νοσοκομείο. Γενικά δεν υποστηρίζεται η άποψη ότι κάθε νοσηλευόμενος επιτρέπεται ή επιβάλλεται να υποβληθεί σε αναγκαστική σίτιση, ακόμα και όταν είναι σε θέση να δώσει ή να αρνηθεί τη συγκατάθεση του.

Ούτε από το γεγονός ότι οι φυλακισμένοι στερούνται γενικά την ελευθερία τους προκύπτει αναγκαστικά ότι στερούνται και το συγκεκριμένο δικαίωμα να αρνηθούν τη σίτιση τους. Οι φυλακισμένοι πολλά δικαιώματα στερούνται, αλλά εξακολουθούν να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και μάλιστα των θεμελιωδών και να τα ασκούν, όπως προαναφέρθηκε. Για να θεμελιωθεί νομικά ο αποκλεισμός του δικαιώματος ενός φυλακισμένου να αρνηθεί τη σίτιση, θα πρέπει να τεκμηριωθεί η σχετική αναγκαιότητα ειδικά για τη συγκεκριμένη εκδήλωση της βούλησης του στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων που κατ’ αρχήν έχει και ο φυλακισμένος, όπως το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Μόνο η φυλάκιση δεν αρκεί.

ΣΤ) Αξίζει να συνεκτιμηθεί ότι, και ο ίδιος ο νομοθέτης ούτε καν τολμά να αναφέρει και πολύ περισσότερο να θεσπίσει ρητά την αναγκαστική σίτιση φυλακισμένων απεργών πείνας στον Σωφρονιστικό Κώδικα. Περιορίστηκε απλώς σε μια «σεμνή» αναφορά στα «κατάλληλα» κατά περίπτωση μέτρα. Από το νομοθετικό κείμενο μόνο έμμεσα και ερμηνευτικά προκύπτει ακόμα και η νομική ευχέρεια επιλογής της αναγκαστικής σίτισης ως κατάλληλου μέτρου. Η διστακτική και αμήχανη αυτή νομοθετική αντιμετώπιση είναι και μια ένδειξη της δυσκολίας να αιτιολογηθεί νομικά η αναγκαστική σίτιση των κρατουμένων, κατ’ απόκλιση από τη γενική αντιμετώπιση αυτής της πρακτικής.

3. Μια ερμηνευτική πρόταση για τα διλήμματα της αναγκαστικής σίτισης φυλακισμένων απεργών πείνας.

Ενόψει των παραπάνω, και συνδυάζοντας τη γενικά αποδεκτή ερμηνευτική αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας» με την εδώ αναδεικνυόμενη αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής» προτείνω την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα στη βάση δυο κατευθυντήριων γραμμών και ενδεικτικών κατηγοριών απεργιών πείνας κρατουμένων:

Α) Σε περιπτώσεις εύλογων αμφιβολιών για το αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση συνειδητή καταλογιστή επιλογή του απεργού πείνας πρέπει καταρχήν να υιοθετείται η υποχρεωτική σίτιση, βάση της αρχής: «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής». Θεωρώ βάσιμα υποστηρίξιμη την άποψη ότι, στα πλαίσια εφαρμογής της αρχής, πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι ιδιαιτερότητες των φυλακισμένων, όπως είναι η υπαγωγή τους σε ειδική σχέση εξουσίασης και ευθύνης του κράτους, η απομόνωση τους από το στενό τους περιβάλλον, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, η αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καταθλιπτικών φαινομένων στο φυλακισμένο πληθυσμό κλπ.  Η συνεκτίμηση τέτοιων ιδιαιτεροτήτων υποδεικνύει την εφαρμογή της αρχής «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής» κατά τρόπο ιδιαίτερα αυστηρό κατά την εκτίμηση οριακών περιπτώσεων, αλλά όχι και τον παραμερισμό της ατομικής βούλησης γενικά. Δηλαδή μπορεί βάσει αυτής της αρχής να θεωρείται κατάλληλο μέτρο η αναγκαστική σίτιση και σε οριακές περιπτώσεις στις οποίες δεν θα λαμβανόταν το αντίστοιχο μέτρο επί ελεύθερων ατόμων.

Αν γίνει δεκτή η ερμηνευτική εφαρμογή της αρχής «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής» με το παραπάνω περιεχόμενο, η πιο εμφανής κατηγορία περιπτώσεων στις οποίες δικαιολογείται νομικά ο παραμερισμός της ατομικής βούλησης και η επιλογή της υποχρεωτικής σίτισης ως κατάλληλου μέτρου κατά το άρθρο 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα είναι οι περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν εύλογες υποψίες για ελαττώματα της βούλησης, περιορισμό ή έλλειψη της ικανότητας καταλογισμού – δικαιοπρακτικής ικανότητας κλπ. Με μια τέτοια ερμηνεία, ειδικά για την επιβολή της αναγκαστικής σίτισης σε φυλακισμένους, θα αρκεί η ισχυρή πιθανολόγηση, αντί της απόδειξης ελαττωματικής βούλησης, κατ’ απόκλιση από τη γενική νομική απαίτηση να αποδεικνύεται η ελαττωματικότητα της βούλησης, απαίτηση που θεσπίζεται από το δίκαιο και για την αναγκαστική ιατρική επέμβαση σε ελεύθερα πρόσωπα και για τον παραμερισμό άλλων εκδηλώσεων της ατομικής βούλησης των φυλακισμένων.

Ανάλογη αντιμετώπιση δικαιολογείται πιθανότατα, για τους παραπάνω λόγους και σε άλλες οριακές περιπτώσεις, όπως όταν προκύπτουν εύλογες αμφιβολίες για την ικανότητα του ατόμου να λάβει αποφάσεις έχοντας συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα των επιλογών του και συγκεκριμένα έχοντας καταλάβει και αποδεχτεί τις ιατρικές εκτιμήσεις των κινδύνων, δηλαδή κατανοώντας σαφώς τουλάχιστον αυτό το σκέλος του διλήμματος.

Π.χ. στην περίπτωση ενός φυλακισμένου που δεν συνειδητοποιεί τους κινδύνους λόγω οριακής νοημοσύνης, ή ενός φυλακισμένου που αρνείται να λάβει σοβαρά υπόψιν του την ιατρική εκτίμηση των κινδύνων που απορρέουν από τη συνεχιζόμενη απεργία πείνας επειδή πιστεύει ότι θα τον προστατέψει ένα μαγικό φυλακτό μπορεί να υποστηριχτεί νομικά η αναγκαστική σίτιση και ο παραμερισμός της βούλησης του φυλακισμένου ως κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 31, στα πλαίσια της δικαιϊκής αρχής «εν αμφιβολία υπέρ της ζωής» εφαρμοζόμενης με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της σχέσης κράτους- φυλακισμένου. Μπορεί δηλαδή να γίνει δεκτό ότι σε τέτοιες οριακές περιπτώσεις είναι νόμιμη ως εξαίρεση η αναγκαστική σίτιση, παρόλο που σε αντίστοιχες περιπτώσεις ελεύθερων προσώπων η αναγκαστική σίτιση θα ήταν απαγορευμένη[14] .

Β) Αντίθετα, όταν δεν τίθενται τα παραπάνω ζητήματα, ούτε καν σε επίπεδο εύλογης αμφιβολίας, όπως στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα, πρέπει, να θεωρείται, κατά κανόνα, παράνομη η επιβολή της αναγκαστικής σίτισης στον φυλακισμένο απεργό. Ένας τέτοιος κανόνας είναι συνεπής και με τη γενικά αποδεκτή νομική αρχή ότι «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας» και με το ατομικό δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και με την γενικότερα αποδεκτή ερμηνεία του δικαιώματος στη ζωή ως κυριολεκτικού δικαιώματος και όχι υποχρέωσης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, παρίσταται βάσιμος αν γίνει δεκτός και ο καταρχήν χαρακτηρισμός της αναγκαστικής σίτισης ως βασανιστηρίου, θέση που υποστηρίζεται ισχυρά, αλλά δεν είναι πάντως αναγκαία για την προτεινόμενη εδώ ερμηνευτική προσέγγιση.

Με αυτό το σκεπτικό, θεωρώ ότι η αναγκαστική σίτιση των φυλακισμένων απεργών πείνας, κατά κανόνα, δεν είναι η νόμιμη επιλογή του «κατάλληλου» μέτρου, και αυτό ισχύει και στην περίπτωση της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα .

Η προτεινόμενη εδώ ερμηνευτική προσέγγιση δεν έχει αξίωση πληρότητας. Θεωρώ όμως ότι συνδυάζει δυο βασικά πλεονεκτήματα: Η προτεινόμενη ερμηνευτική προσέγγιση δεν προϋποθέτει για την θεμελίωση της ούτε contra legem ερμηνεία του άρθρου 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα, ούτε παραμερισμό της ρύθμισης αυτής (αλλά και άλλων ρυθμίσεων) λόγω αντίθεσης σε υπερνομοθετικούς κανόνες. Αντίθετα είναι συμβατή με το νομοθετικό κείμενο, ακόμη και κατά το σκέλος που εισάγει απόκλιση από το γενικά ισχύον, επί ελεύθερων ανθρώπων, δίκαιο. Παράλληλα όμως επιχειρείται να δοθεί ερμηνευτικά ένα πιο συγκεκριμένο και σαφές κανονιστικό περιεχόμενο στο, υπερβολικά γενικά και ουδέτερα διατυπωμένο άρθρο 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα. Συγκεκριμένα προτείνεται μια σχέση κανόνα (αποφυγής της αναγκαστικής σίτισης) και εξαίρεσης (επιβολής αναγκαστικής σίτισης), κατά την αξιολόγηση των «κατάλληλων» για κάθε ατομική περίπτωση μέτρων.    

Ανδρέας Κ. Ματθαίου
Διδάκτωρ Νομικής – Δικηγόρος Αθηνών


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. ενδεικτικά, Ι. Κουτσούκος. Αναγκαστική σίτιση κρατουμένου απεργού πείνας σε “Syntagmawatch.gr ’’. 
https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/anagkastiki-sitisi-kratoumenou-apergou-peinas

[2] Με εξαίρεση περιπτώσεις απόπειρας αυτοκτονίας. Σε ζητήματα σχετιζόμενα με την αυτοκτονία αναφερόμαστε παρακάτω, στο δεύτερο κεφάλαιο.

[3]  Ενδεικτικά βλ. την ομόφωνη τοποθέτηση του ΔΣ της ΕΙΝΑΠ (Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά), με αφορμή το ενδεχόμενο αναγκαστικής σίτισης του τότε απεργού πείνας Ν. Ρωμανού, τονίζεται η πάγια θέση της ένωσης πως το να συμμετέχουν οι γιατροί σε πράξεις αναγκαστικής σίτισης αντίκειται στη ιατρική δεοντολογία. Βλ. σχετικό δημοσίευμα του ιστοτόπου Iatropedia της 9ης/12/2014  https://www.iatropedia.gr/eidiseis/ine-i-ochi-vasanistirio-i-ipochreotiki-sitisi-ti-lene-i-idiki/36097

[4] Τη θέση αυτή υιοθετεί και η Διεθνής Αμνηστία στην ανακοίνωση της για την περίπτωση Κουφοντίνα. βλ. σχετ. δημοσίευμα του ιστότοπου C.N.N. Greece, 11/2/2021,
https://www.cnn.gr/ellada/story/254191/h-diethnis-amnistia-gia-tin-apergia-peinas-toy-dimitri-koyfontina

[5] Βλ. Ι. Κουτσούκος. Αναγκαστική σίτιση κρατουμένου απεργού πείνας σε “Syntagmawatch.gr ’’. 

[6] Για τη θέση ότι υπάρχει απόλυτη «νομική υποχρέωση του ατόμου να ζει», βλ. αντί άλλων, Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Α΄, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 1974. Η θέση αυτή υποστηρίζεται με αναγωγή σε μεταφυσικά κατά βάση επιχειρήματα.  

[7] Βλ. ενδεικτικά, Γ. Κατρούγκαλος. Το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο. Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1993, σελ. 77 επ. καθώς και Ε. Κουτσοδημητροπούλου – Μ. Αθανασίου. Το δικαίωμα στη ζωή. Πτυχιακή Εργασία  2001, σελ. 50 επ.

[8] Γ. Μπέκας, Εγκλήματα κατά της ζωής και της υγείας, Αθήνα: εκδ. Δίκαιο & Οικονομία 2002, σελ. 17.

[9] Παραφθορά του τίτλου του γνωστού τραγουδιού «Για το καλό μου», του Γιάννη. Μηλιώκα.

[10] Είναι βέβαια οριακά δυνατό ένα άτομο να ολοκληρώσει μια αυτοκτονική ενέργεια  και να αλλάξει γνώμη εγκαίρως. Πχ μπορεί να λάβει ένα άτομο δηλητήριο με σοβαρή αυτοκτονική πρόθεση και στη συνέχεια να αλλάξει γνώμη και να προλάβει να αναζητήσει ιατρική βοήθεια πριν επέλθει απώλεια συνείδησης και θάνατος. Αλλά πάντως το περιθώριο είναι μικρό και η αυτοκτονία στη βάση συγκυριακής απόφασης είναι μια σοβαρή πιθανότητα. 

[11] Πιθανόν μάλιστα τέτοια ενδεχόμενα να είναι και στατιστικά πλειοψηφικά.

[12] Αυτονόητα, η τυχόν αποδοκιμασία ή αποθάρρυνση από το κράτος κάποιων ανθυγιεινών συμπεριφορών, όπως π.χ. μια ειδική φορολογική επιβάρυνση στα τσιγάρα ή μια αντικαπνιστική ενημερωτική εκστρατεία, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Τέτοιες κρατικές παρεμβάσεις στοχεύουν να επηρεάσουν και όχι να παρακάμψουν την ατομική βούληση, καθιστώντας αδύνατη την ανθυγιεινή συμπεριφορά. 

[13] Το κατά πόσο τηρούνται στην πράξη οι υποχρεώσεις φροντίδας του κράτους και για τους φυλακισμένους και για τους λοιπούς χρήστες υπηρεσιών υγείας, είναι άλλο ζήτημα.

[14] Αν κάποιος αναρωτηθεί γιατί να μην γίνεται ανάλογη εκτίμηση της σοβαρής λογικής επεξεργασίας από το φυλακισμένο και κατά το άλλο σκέλος του διλήμματος, δηλαδή γιατί να μην εκτιμώνται στοιχεία όπως το αν επιλογή των στόχων ή του αντικειμένου διαμαρτυρίας, ή των πιθανοτήτων επιτυχίας της διεκδίκησης του φυλακισμένου ή της γενικότερης συμπεριφοράς του χαρακτηρίζεται από μια λογική συνοχή, η απάντηση είναι προφανής. Μια τέτοια εκτίμηση: α) στην πράξη είναι σχεδόν αδύνατο να απομονωθεί από τις (προσωπικές ή θεσμικές) κοινωνικοπολιτικές ιδέες και σκοπιμότητες, επομένως θα συγκρουόταν με το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης, β) δεν είναι συμβατή και με το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, που απολαμβάνει κάθε άτομο, έστω και φυλακισμένο και γ) είναι πολύ πιο εύκολο να υπάρξει μια γενικά αποδεκτή ιατρική εκτίμηση των υγειονομικών κινδύνων, από ό,τι μια γενικά αποδεκτή εκτίμηση των λοιπών διαστάσεων κάθε ατομικής περίπτωσης.   

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Separate but (not) equal ή “Romani lives matter”;

Με αφορμή τους πρόσφατους θανάτους των Νίκου Σαμπάνη και Κώστα Φραγκούλη, ο Χαράλαμπος Κουρουνδής γράφει για την ιστορία και την εφαρμογή του δόγματος “διαχωρισμένοι αλλά ίσοι” στις ΗΠΑ και την Ελλάδα.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.