Search
Close this search box.

Ένα σχόλιο με αφορμή την απόφαση Dobbs: το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ως παίκτης, όχι ως καθρέπτης

Με αφορμή την ανατροπή της απόφασης Roe v. Wade από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ο Χαράλαμπος Κουρουνδής κάνει μία αναδρομή σε παλαιότερες εμβληματικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, που αναδεικνύουν τον ρόλο του στην αμερικανική κοινωνία.

Η απόφαση Dobbs v. Jackson Women’s Health του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ήδη κάνει τον γύρο του κόσμου. Και δικαίως: η εν λόγω απόφαση ανατρέπει το νομολογιακό προηγούμενο της περίφημης Roe v. Wade, η οποία είχε αναγνωρίσει το 1973 συνταγματικό δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση υπό προϋποθέσεις[1]. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει τότε ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει μεν ρητώς το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή από το οποίο προκύπτει το δικαίωμα στην άμβλωση, θεώρησε όμως ότι τούτο συνάγεται από την αναγνωριζόμενη από την 14η Τροποποίηση προσωπική ελευθερία και τον συναφή περιορισμό των αρμοδιοτήτων των επιμέρους Πολιτειών[2]. Πενήντα χρόνια αργότερα, το Δικαστήριο επιστρέφει στις Πολιτείες την αρμοδιότητα να αποφανθούν επί των αμβλώσεων, υποστηρίζοντας ότι εφόσον δεν υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη θα πρέπει να επιληφθεί επί του ζητήματος ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης κάθε Πολιτείας. Το παρόν σχόλιο δεν φιλοδοξεί να παρέμβει συνολικά στην πλούσια συζήτηση για το δικαίωμα στην άμβλωση, αλλά περιορίζεται απλώς στη διατύπωση κάποιων σκέψεων για το ρόλο που διαδραματίζει το Ανώτατο Δικαστήριο «ως παίκτης, όχι ως καθρέπτης»[3].

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η συστηματική προσέγγιση του Ανώτατου Δικαστηρίου ως παίκτη σε επίπεδο εθνικής πολιτικής οφείλει πολλά στη μελέτη του Richard Dahl, που υποστήριξε ήδη από το 1957 ότι το συγκεκριμένο Δικαστήριο δεν αποτελεί μόνον ένα νομικό αλλά και (ιδίως) έναν πολιτικό θεσμό, ο οποίος πρέπει να κρίνεται ως τέτοιος[4]. Λίγο αργότερα, η αναγνώριση του αναβαθμισμένου ρόλου του Δικαστηρίου συμβάδισε με την πρόσληψή του ως προμαχώνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως όταν η Warren Court και η Burger Court κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ‘70 διέπλασαν νέα δικαιώματα μέσω μιας εν πολλοίς ελεύθερης ερμηνείας των διατάξεων του Bill of Rights[5]. Μια ματιά στην ιστορία του Δικαστηρίου, όμως, μας δίνει μια αρκετά διαφορετική εικόνα από εκείνη που σκιαγραφούσε η εν λόγω πρόσληψη.

Ξεκινώντας από τις αρχές του 20ου αιώνα, το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετώπισε το «κοινωνικό ζήτημα» με άξονα τη διαβόητη απόφαση Lochner[6]. Σ’ αυτήν, το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η νομοθετική ρύθμιση του ωραρίου απασχόλησης ήταν αντίθετη στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της συναλλακτικής ελευθερίας[7]. Έτσι, όπως επεσήμανε μία από τις μειοψηφίες, η πλειοψηφία έλεγξε τη συνταγματικότητα του νόμου με γνώμονα τη θεωρία του ακραίου φιλελευθερισμού, ενώ η επιλογή της οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να αποτελεί ευθύνη της πολιτικής και όχι της δικαστικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη απόφαση αποτέλεσε το πρίσμα υπό το οποίο αντιμετωπίστηκε η εργατική νομοθεσία στη χώρα για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Ακόμα και μετά το κραχ του ’29, το Δικαστήριο επέμεινε στην ίδια νομολογία, κρίνοντας ως αντισυνταγματικά κρίσιμα νομοθετήματα του πρώτου New Deal. Μόλις το 1937, και μόνο μετά από τις καταλήψεις εργοστασίων και την ανακοίνωση ενός σχεδίου του Προέδρου Ρούζβελτ που άλλαζε τον τρόπο ορισμού μελών στο Ανώτατο Δικαστήριο, το τελευταίο δέχθηκε τη συνταγματικότητα της θέσπισης κανόνων ρύθμισης της αγοράς εργασίας[8].

Η στάση του Δικαστηρίου απέναντι στις φυλετικές διακρίσεις δεν ήταν πολύ διαφορετική. Ακόμα και στα μέσα του 20ου αιώνα, πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ εξακολουθούσαν να θέτουν προϋποθέσεις στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, με αποτέλεσμα ένα ελάχιστο ποσοστό μαύρων να το ασκεί[9]. Παράλληλα, διατηρούσαν τη νομοθεσία «Jim Crow», η οποία κατοχύρωνε τον φυλετικό διαχωρισμό και είχε κριθεί ως σύμφωνη με το Σύνταγμα στη βάση του δόγματος “separate but equal” («διαχωρισμένοι αλλά ίσοι»)[10], που είχε υιοθετήσει το Ανώτατο Δικαστήριο από το 1896[11]. Η διατήρηση αυτών των διαχωρισμών όμως, ερχόταν σε αντίθεση με τις ιδεολογικές ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου[12]. Έτσι, ο Πρόεδρος Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο να προωθήσει νομοθεσία άρσης των φυλετικών διαχωρισμών και από το Supreme Court να μεταβάλει τη σχετική νομολογία του[13]. Η απόφαση με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απαγόρευε τις διακρίσεις στη δημόσια εκπαίδευση, αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση[14]. Αυτή η μεταστροφή όμως δεν άλλαξε την κατάσταση, καθώς συνάντησε την αντίσταση των Πολιτειών του Νότου. Έτσι, χρειάστηκε η καταλυτική παρέμβαση του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων (civil rights movement)[15], που είχε ως αποτέλεσμα το πολιτικό σύστημα της χώρας να υποχωρήσει στις πιέσεις του[16]. Η 24η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος το 1964 απαγόρευσε στο Κογκρέσο και τις Πολιτείες να θέτουν το εκλογικό δικαίωμα στις ομοσπονδιακές εκλογές υπό την προϋπόθεση καταβολής «φόρου κάλπης» (poll tax) ή οποιουδήποτε άλλου φόρου και ακολούθησε το 1965 ο νόμος για το δικαίωμα ψήφου (Voting Rights Act). Κατόπιν τούτων, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τη συγκεκριμένη προϋπόθεση ως αντισυνταγματική[17].

Αντίστοιχη ήταν και η πορεία που κατέληξε στη νομολογιακή αναγνώριση του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση. Όπως έχει παρατηρήσει ο Μπάλκιν, πολλές από τις διεκδικήσεις που έθεσε το γυναικείο κίνημα αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως αρκετά ριζοσπαστικές ή «εκτός πλαισίου», έπειτα όμως κατάφεραν όχι μόνο να κατοχυρωθούν αλλά και να θεωρούνται ως επίτευγμα της συνταγματικής παράδοσης της χώρας[18]. Η Roe v. Wade αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα απόφασης που αποτέλεσε καρπό κινηματικής διεκδίκησης, παρότι συνήθως προσεγγίζεται ως ο τελευταίος σταθμός μιας επανάστασης στην οποία πρωτοστάτησε το Ανώτατο Δικαστήριο[19]. Από την άλλη πλευρά, τα παραπάνω δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελούν απλώς αντανάκλαση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών δύναμης[20]. Μια τέτοια ερμηνεία, μεταξύ άλλων, θα αδυνατούσε να εξηγήσει την ανατροπή της Roe v. Wade το 2022 ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν πως η κοινωνική αποδοχή του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση έχει αυξηθεί σε σχέση με το 1973. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αποτελεί, λοιπόν, έναν «καθρέπτη» της κοινής γνώμης αλλά μια δικαστική ελίτ με δομικά συντηρητικό προσανατολισμό, που συνομιλεί με τις πολιτικές ελίτ στο σύνολό τους και όχι απλώς με την εκάστοτε κυβερνώσα. Ούτε, εξάλλου, το ψευδο-δημοκρατικό επιχείρημα της πλειοψηφίας του περί παραπομπής της σχετικής απόφασης στα πολιτικά όργανα των επιμέρους Πολιτειών[21] συνιστά επιλογή δικαστικού αυτοπεριορισμού. Αντίθετα, η ανατροπή της συγκεκριμένης, παγιωμένης επί πενήντα χρόνια, νομολογίας – με μάλλον ισχνή νομική επιχειρηματολογία, όπως ανέδειξε γλαφυρά η μειοψηφία – συνιστά ενάσκηση ισχυρότατου δικαστικού ελέγχου υπό τον μανδύα του ασθενούς.

Ως πολιτικός θεσμός, επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο επισφραγίζει ενίοτε προοδευτικές κατακτήσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, σε άλλες περιπτώσεις όμως πρωτοστατεί σε συντηρητικές κατασκευές με πιο αποφασιστικό τρόπο ακόμα και σε σχέση με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Με άλλα λόγια, μπορεί η Roe v. Wade να μην ήταν «δικαστική επανάσταση», η ανατροπή της όμως σίγουρα συνιστά απόπειρα δικαστικής «αντεπανάστασης». Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι καθόλου υπερβολική, ιδίως εάν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι η αιτιολογία της Dobbs v. Jackson Women’s Health ανοίγει το δρόμο για την αμφισβήτηση και άλλων δικαιωμάτων, όπως η αντισύλληψη ή οι σεξουαλικές επαφές και ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Απέναντι σ’ αυτήν την εξέλιξη, για άλλη μια φορά η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα κριθεί από το κατά πόσο το κίνημα που έβαλε τη σφραγίδα του στο ζήτημα την προηγούμενη φορά θα μπορέσει να την ξαναβάλει και μάλιστα οριστικά.

Χαράλαμπος Κουρουνδής
Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, υπότροφος μεταδιδακτορικός ερευνητής, Μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ,
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω


Υποσημειώσεις:

[1] Roe v. Wade, 410 U.S. 113 (1973).

[2] Βλ. αποσπάσματα και παρατηρήσεις επί της απόφασης σε Ι. Σαρμά, “Εμείς ο λαός”. Η συνταγματική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 347-355.

[3] Η έκφραση ανήκει στον J. Balkin, Το ζωντανό Σύνταγμα, εισ-μτφρ Απ. Βλαχογιάννης, Παπαζήση – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού δικαίου/Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2018, σελ. 219.

[4] R. Dahl, «Decision-Making in a Democracy: The Supreme Court as a National Policy-Maker», Journal of Public Law, 6/1957, σελ. 279–295.

[5] Βλ. την εισαγωγή του Απόστολου Βλαχογιάννη σε J. Balkin, ό.π., σελ. 10-11.

[6] Βλ. Lochner v. New York, 198 U.S. 45 (1905).

[7] Βλ. αποσπάσματα και παρατηρήσεις επί της απόφασης σε Ι. Σαρμά, “Εμείς ο λαός”. Η συνταγματική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 139-148.

[8] Βλ. West Coast Hotel Co. v. Parrish, 300 U.S. 379 (1937).

[9] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 597.

[10] Βλ. Σ. Κοφίνη, Ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 97.

[11] Βλ. Plessy v. Ferguson, 163 U.S. 537 (1896).

[12] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο J. Balkin, ό.π., σελ. 295, «το καθεστώς του Jim Crow έγινε πηγή αμηχανίας για το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου».

[13] Βλ. M. Dudziac, Cold War Civil Rights: Race and the Image of American Democracy, Princeton University Press, Princeton and Oxford 2000, σελ. 79-114.

[14] Brown vs Board of Εducation of Topeka, 347 U.S. 483 (1954).

[15] Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις αυτού του κινήματος έκαναν τον Bruce Ackerman και την Jennifer Nou να χαρακτηρίσουν τη δεκαετία του 1960 ως «μία από τις κορυφαίες περιόδους λαϊκής κυριαρχίας στην Αμερικανική Ιστορία»· βλ. B. Ackerman, J. Nou, «Canonizing the Civil Rights Revolution: The People and the Poll Tax», Northwestern University Law Review, 103/2009, σελ. 148.

[16] Για το ρόλο του εν λόγω κινήματος βλ. M. Tushnet, Taking the Constitution Away from the Courts, Princeton University press, Princeton 1999, σελ. 145-146.

[17] Harper vs Virginia State Board of Elections, 383 U.S. 663 (1966). Με τα χαρακτηριστικά λόγια του J. Balkin, ό.π., σελ. 255, για τη συγκεκριμένη υπόθεση, «[λ]αμβάνοντας το σύνθημα από τα πολιτικά όργανα το Δικαστήριο Warren θεώρησε την πληρωμή αυτού του αντιτίμου αντισυνταγματική».

[18] Βλ. J. Balkin, ό.π., σελ. 81.

[19] Αυτήν ακριβώς την αντίληψη, που αποδίδει στους πολίτες και στους πολιτικούς δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο, επικρίνει ο B. Ackerman, We the people, vol. 3 (The Civil Rights Revolution), Cambridge MA, The Belknap press of Harvard University press 2014, σελ. 12.

[20] Βλ. J. Balkin, ό.π., σελ. 219-231 που παραθέτει οκτώ λόγους για τους οποίους θεωρεί την μεταφορά του καθρέπτη υπεραπλουστευτική.

[21] Επ’ αυτού βλ. αναλυτικά J. Waldron, «Denouncing Dobbs and Opposing Judicial Review» διαθέσιμο σε https://ssrn.com/abstract= (τελευταία προσπέλαση 27/6/2022). Ευχαριστώ την Άσπα Θεοχάρη που μου το υπέδειξε.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Η Δημοκρατία σε κίνδυνο: Από τις ΗΠΑ στη Βραζιλία, από τη μοναδικότητα στη μίμηση και από την επιφάνεια στις αιτίες

Ο Κώστας Μποτόπουλος σχολιάζει τις ομοιότητες των εισβολών σε κυβερνητικά κτίρια στις ΗΠΑ το 2021 και τη Βραζιλία το 2023, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της δημοκρατίας.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.