Στη Βρετανία, ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον δεν έχει ο ίδιος κερδίσει τις εκλογές, ηγούμενος του κόμματός του, αλλά έχει αναδειχθεί στην εξουσία από τα σχετικά ολιγάριθμα εγγεγραμμένα μέλη των Συντηρητικών. Συνεπώς, δεν έχει ευθεία και άμεση λαϊκή εντολή στο πρόσωπό του ούτε διαθέτει την ισχυρότερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να εισηγηθεί με τρόπο κατ’ ουσίαν δεσμευτικό για τη Βασίλισσα την αναστολή της λειτουργίας της Βουλής για πέντε περίπου εβδομάδες, χωρίς να ζητήσει τη συγκατάθεση της Βουλής και παρά τη ρητή διαφωνία του προέδρου της Βουλής και την αντίθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και πολλών βουλευτών ακόμη και του κόμματός του. Ο πρόδηλος σκοπός του είναι να εμποδίσει τη Βουλή να ψηφίσει νόμο που θα θέτει όρους και προϋποθέσεις και θα επιβάλει την ύπαρξη συμφωνίας για τη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων από την εφαρμογή της απόφασης του δημοψηφίσματος του 2016 για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επίκληση ανάγκης
Καλύπτεται ο Βρετανός πρωθυπουργός, για την αναστολή των εργασιών της Βουλής, πίσω από την επίκληση της ανάγκης να εκπονηθεί ένα νέο σχέδιο για τη χώρα μετά από την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό θυμίζει ένα «αρχαϊκό» λόγο, την ανάγκη να προετοιμαστούν οι υπουργοί «απηλλαγμένοι των περισπασμών των βουλευτικών συζητήσεων» (βλ. Θ. Φλογαΐτης, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ. 1895, σ. 210-211, ο οποίος τον θεωρούσε τελείως αβάσιμο και «ασύμφωνον όλως προς το επικρατούν ήδη πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος»), προκειμένου να επιτευχθεί η αναστολή των εργασιών της Βουλής, η οποία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρούνταν στην Ελλάδα «μέτρο αντικοινοβουλευτικόν», «πολλάκις προάγγελος διαλύσεως της Βουλής» (Ν. Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τ. Α΄, εκδ. 3η, 1915, σ. 516-517).
Ο Θεσμός της αναστολής των εργασιών της Βουλής κατά το ελληνικό Σύνταγμα
Ανεξάρτητα από τα προηγούμενα, γεγονός είναι ότι ο θεσμός της αναστολής των εργασιών της Βουλής υπάρχει. Στη χώρα μας, π.χ. το άρθρο 40 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος προβλέπει την δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας – εξυπακούεται μετά από πρόταση του πρωθυπουργού, του οποίου η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής – να αναστείλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τις 30 ημέρες, και δεν μπορεί να επαναληφθεί στη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής συνόδου χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλής. Αυτό όμως δεν έχει ποτέ συμβεί στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ακριβώς επειδή πρόκειται για θεσμό κατά βάση αντικοινοβουλευτικό.
Το δημοψήφισμα ως δέσμευση
Τι είναι, τότε, εκείνο που επιτρέπει σε ένα πολιτικό άνδρα, τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ασκεί καθήκοντα πρωθυπουργού στην παλαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, να αποτολμήσει μια τέτοια αποκοτιά; Ποια απάντηση δίνεται στις αναμενόμενες κατηγορίες ότι πρόκειται για ενέργεια αντιδημοκρατική που προκαλεί συνταγματική κρίση; Η απάντηση είναι λακωνική: Το δημοψήφισμα.
Παρά το γεγονός ότι το Βρετανικό δημοψήφισμα του 2016, για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν συνοδεύτηκε από ειδικότερο προσδιορισμό των χαρακτηριστικών της εξόδου, με ή χωρίς συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση («μαλακό» ή «σκληρό» Brexit), το Όχι που επικράτησε, υποστηρίζεται από τους οπαδούς του Brexit, προφανώς δε και από τον πρωθυπουργό, ότι δεσμεύει και νομιμοποιεί τόσο τη μία όσο και την άλλη εκδοχή, όποιοι κι αν είναι οι όροι ενδεχόμενης συμφωνίας που θα διαπραγματευθεί και θα συμφωνήσει ή θα απορρίψει η κυβέρνηση.
Το ζητούμενο είναι σε κάθε περίπτωση να εφαρμοστεί τελικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το Όχι του δημοψηφίσματος. Είναι όμως σαφές ότι, στον βαθμό που το εκλογικό σώμα δεν εκφράστηκε και δεν αποφάσισε για το ειδικότερο περιεχόμενο της συμφωνίας εξόδου ή πολύ περισσότερο για ένα σκληρό Brexit, δεν υπάρχει δεδηλωμένη λαϊκή θέληση για το ζήτημα αυτό, το οποίο επαφίεται και εξαρτάται από την συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία, δηλαδή από την βούληση της Βουλής.
Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, ισχυρίζονται οι επικριτές του και φαίνεται ότι έχουν δίκιο, δεν καλύπτεται από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, για να επιβάλει μία συμφωνία εξόδου στην οποία αντιτίθεται η πλειοψηφία της λαϊκής αντιπροσωπείας, ή διαφορετικά για να προχωρήσει στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πάση θυσία, ακόμη και χωρίς συμφωνία.
Προκειμένου να καμφθεί η αντίρρηση της Βουλής, θα έπρεπε είτε να προκηρυχθεί νέο δημοψήφισμα που θα επέτρεπε στον λαό να εγκρίνει ή να απορρίψει το σκληρό Βrexit, είτε να γίνουν προηγουμένως νέες εκλογές για την ανανέωση της Βουλής. Ο θεσμός της αναστολής των εργασιών της Βουλής, μπορεί μεν να υφίσταται, αλλά βυθίζει τη Βρετανία σε μία σοβαρότατη συνταγματική κρίση, η οποία θα δούμε πώς θα εξελιχθεί.
Η λανθασμένη πεποίθηση
Κρίσιμη είναι όμως η πεποίθηση πως η απόφαση για το δημοψήφισμα δικαιολογεί και νομιμοποιεί, αν δεν επιβάλλει, την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όποιο και αν είναι το κόστος και οι συνέπειες. Η πεποίθηση αυτή είναι καταφανώς λανθασμένη, επειδή η τελική απόφαση που τελικά θα ισχύσει για την έξοδο της Βρετανίας υποτίθεται ότι θα είναι εν συνόλω συμφέρουσα για τη χώρα.
Για παράδειγμα, η αγορά ενός πράγματος διαφέρει δραματικά αν το κόστος του είναι 10 ή 100 ή 1000. Στο μέτρο που το κόστος του Brexit δεν ήταν γνωστό κατά το δημοψήφισμα, η επίκληση της έκβασής του, για να δικαιολογηθεί το Brexit πάση θυσία (ανεξαρτήτως τιμήματος), απλά δεν έχει λογική. Είναι και παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν συμφέρει ή όχι το Brexit στη μία ή την άλλη περίπτωση (με ή χωρίς συμφωνία). Η πρωτοβουλία για αναστολή των εργασιών της Βουλής σκοπεύει να εμποδίσει τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης από τη Βουλή πάνω στην κρίσιμη αυτή στάθμιση, για την οποία είναι αρμόδια.
Δημοψήφισμα και αντικοινοβουλευτικές καταχρήσεις: Σύγκριση Βρετανίας και Ελλάδας
Αλλά, οι εξελίξεις στη Βρετανία δείχνουν με τρόπο δραματικό και επίφοβο τον κίνδυνο του λαϊκιστικού βολονταρισμού και της ακραίας βουλησιαρχίας που συνοδεύει τον θεσμό του δημοψηφίσματος και τον καθιστά δεκτικό αντιδημοκρατικών και αντικοινοβουλευτικών καταχρήσεων. Η σύγκριση των όσων συμβαίνουν στη Βρετανία σε σχέση με το εκεί δημοψήφισμα του 2016 και των όσων συνέβησαν στην Ελλάδα σε σχέση με το δημοψήφισμα του 2015 είναι αποκαλυπτική.
Στη χώρα μας, το Όχι, αν και σε συντριπτικό ποσοστό σε αντίθεση με αντίστοιχο στη Βρετανία, δεν ερμηνεύτηκε ως εντολή εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και ίσως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ως εντολή διαπραγμάτευσης, η οποία υποτίθεται ότι θα ενίσχυε τη θέση του πρωθυπουργού έναντι των εταίρων μας. Στην πράξη, όμως, καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στην τελική συμφωνία για το 3ο Μνημόνιο, έπαιξε η ισχυρότατη διακομματική κοινοβουλευτική υποστήριξη υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Σωστά, στη χώρα μας το κέντρο βάρους μοιράστηκε ανάμεσα στη λαϊκή ετυμηγορία και στη στάθμιση από τον κοινοβουλευτικό πρωθυπουργό των αποτελεσμάτων και των συνεπειών της διαπραγμάτευσης, στην οποία προέβη με ευρύτατη στήριξη της Βουλής για να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Βεβαίως, οι πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης διατηρήθηκαν ακέραιες για τους χειρισμούς και τις επιλογές της.
Από τη σύγκριση αυτή μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας προκύπτει νομίζω και επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ένα συμπέρασμα, το οποίο είναι γνωστό: Το δημοψήφισμα είναι στιγμιαίο, απλουστευτικό και αποσπασματικό. Αυτά τα χαρακτηριστικά του δεν προσφέρονται για σύνθετα ζητήματα, όπως η σχέση μιας χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή ενός έθνους στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Είναι τόσο ευρύ το φάσμα των ζητημάτων που ανακύπτουν, τόσο πολύπλευρα τα θέματα, και κρίνονται τέτοιου βάθους και σπουδαιότητας ιστορικά ζητήματα, ώστε μία στιγμιαία, απλουστευτική και αποσπασματική απάντηση, η οποία προσφέρεται για λαϊκιστικό βολονταρισμό και αντιδημοκρατικές καταχρήσεις, να αποτελεί τη χειρότερη θεσμική μέθοδο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών. Ο συνταγματικός σχεδιασμός πρέπει, νομίζω, να αντλήσει το πόρισμα ότι
το δημοψήφισμα είναι, χωρίς αμφιβολία, θεσμός απρόσφορος και ακατάλληλος, για να εξαρτάται από αυτόν η συμμετοχή μιας χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αλλά, η σύγκριση ανάμεσα στο Grexit και στο Brexit αναδεικνύει ένα ακόμη σπουδαίο χαρακτηριστικό της ελληνικής περίπτωσης, στο οποίο πρέπει να δίνεται μεγάλο βάρος κατά τον συνταγματικό σχεδιασμό της θεσμικής λήψης αποφάσεων σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα: την αποφασιστική σημασία της στρατηγικής παραμέτρου, η οποία επιβάλλει οι μεγάλες «εθνικές» αποφάσεις, να προϋποθέτουν, να απαιτούν και να συνεπάγονται την ανάληψη της αντίστοιχης πολιτικής ευθύνης, για τις συνέπειες, από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβερνούν.
Το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα του δημοψηφίσματος έναντι του κοινοβουλευτισμού είναι ότι ο κοινοβουλευτισμός διατηρεί την πολιτική ευθύνη των κυβερνώντων, εκεί που το δημοψήφισμα προσφέρει άλλοθι για να την εξανεμίσει, όπως δείχνει καθαρά η περίπτωση του Brexit.
Για ένα «έθνος γεωπολιτικό» (Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα μία χώρα παραδόξως νεωτερική, Πόλις 2019) η αποφυγή λαθών συνταγματικού σχεδιασμού σε ζητήματα λήψης αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα, επιβάλλει να ενισχύεται με κάθε τρόπο η ιστορική και πολιτική ευθύνη της πολιτικής παράταξης που κυβερνά με τη στήριξη της Βουλής, αντί η ευθύνη αυτή να διαχέεται και να εξανεμίζεται στο όνομα ενός (υποτίθεται εντελώς αβάσιμα) «ενιαίου και αδιαίρετου λαού».
O αντικοινοβουλευτικός θεσμός του δημοψηφίσματος είναι δύο φορές ακατάλληλος και απρόσφορος για τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων σε μια χώρα με σοβαρές γεωπολιτικές προκλήσεις, όπως η Ελλάδα.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών