Search
Close this search box.

Αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολείων και αναλογικότητα

Μια ενδεχόμενη παράταση της αναστολής δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική, ή ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο; Αποτελεί ο ισχύων περιορισμός της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων έναν αναλογικό περιορισμό;

Η δια ζώσης εκπαιδευτική λειτουργία των σχολικών μονάδων έχει ανασταλεί από τις 07.11.2020, δυνάμει της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 71342/20 ΦΕΚ 4899 Β/6-11-2020) για τα Γυμνάσια και τα Λύκεια και δυνάμει της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ/οικ.72989/20 (ΦΕΚ 5043 Β/14-11-2020), η οποία τροποποίησε την παραπάνω, από 16.11.2020 για όλες τις σχολικές μονάδες. Η αναστολή λειτουργίας με την ως άνω Κ.Υ.Α. αρχικά προβλέφθηκε μέχρι 30.11.2020. Στη συνέχεια, η αναστολή λειτουργίας ουσιαστικά «παρατάθηκε» με δύο διαδοχικές Κ.Υ.Α[1] . Σήμερα, όπως είναι γνωστό, ισχύει ακόμα η αναστολή, καθώς αυτή έχει ουσιαστικά «παραταθεί» μέχρι 07.01.2021, με την Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.80189/20 (ΦΕΚ 5486 Β/12-12-2020). Αυτό σημαίνει ότι στις 07.01.2021 θα έχουν συμπληρωθεί δύο μήνες (ή στην περίπτωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης περίπου δύο μήνες) σε συνεχή αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων.

Προσωπικά, ελπίζω η παράταση της αναστολής αυτής της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων να είναι η τελευταία, ή τουλάχιστον η τελευταία προς το παρόν και στις 07.01.2021 οι μαθητές και οι δάσκαλοί τους να επιστρέψουν στον φυσικό τους χώρο, το σχολείο. Υπό την έννοια αυτή, ελπίζω η ίδια η ζωή να καταστήσει αλυσιτελείς (αχρείαστες για να το πω πιο απλά) τις σκέψεις που διατυπώνονται παρακάτω, ωστόσο ο ρόλος της νομικής επιστήμης και δη της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου είναι να επαγρυπνεί για τη βέλτιστη προστασία των δικαιωμάτων. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για παιδιά.

Μετά από τη σύντομη αυτή εισαγωγή, έρχομαι πλέον στο κύριο ερώτημα. Μια ενδεχόμενη παράταση της αναστολής της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική, ή ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο;

Σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα, θα πρέπει κανείς να στρέψει την προσοχή του στις διατάξεις των αρ. 5 παρ. 1, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο αρ. 16 παρ. 2-4 (δικαίωμα στην εκπαίδευση) και φυσικά στο αρ. 25 παρ. 1 (οι περιορισμοί των δικαιωμάτων πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας). Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, η προσοχή στρέφεται στο άρθρο 8 και το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (βλ. ενδεικτικά τα αρ. 3, 5, 28 και 29, οι οποίες έχουν κυρωθεί (ν.δ. 53/1974, ν. 2101/1992 αντίστοιχα) και έχουν υπερνομοθετική ισχύ στην Ελλάδα[2].

Το δικαίωμα βέβαια στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην παροχή εκπαίδευσης μπορεί, τόσο με βάση το ελληνικό Σύνταγμα, όσο και με βάση το σχετικό διεθνές δίκαιο, να υποστεί περιορισμούς, όπως όλα τα δικαιώματα. Είναι όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο περιορισμός της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων ένας αναλογικός περιορισμός; Μπορεί, και αν ναι πώς, αυτός ο περιορισμός να ελεγχθεί;

Ας αρχίσουμε από το τέλος και το εύκολο σκέλος της ερώτησης. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με αίτηση ακύρωσης[3] και με αίτηση αναστολής κατά της τελευταίας παραπάνω Κ.Υ.Α., κατά το μέτρο που αυτή αφορά την αναστολή της δια ζώσης λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων. Μέχρι σήμερα πάντως, δεν έχει γίνει γνωστό να έχει κατατεθεί οποιαδήποτε σχετική αίτηση ακύρωσης ή αίτηση αναστολής. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν υπάρχουν – κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα – καν οργανωμένες αντιδράσεις στον χώρο της παιδείας (είτε αυτές προέρχονται από τους δασκάλους, καθηγητές κλπ., είτε αυτές προέρχονται από τους γονείς, είτε από τους ίδιους τους μαθητές). Ίσως αυτό οφείλεται στην αμηχανία της Κοινωνίας των Πολιτών απέναντι σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Από την άλλη όμως πλευρά, είναι παγκοίνως γνωστό ότι υπάρχει μια διαρκώς αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ της εκπαιδευτικής κοινότητας και των γονέων για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η συνεχής και για μεγάλο χρονικό διάστημα «τηλεκπαίδευση» (όπως έχει επικρατήσει να λέγεται στην πράξη η σύγχρονη εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, η οποία υποκαθιστά το δια ζώσης εκπαιδευτικό έργο) στην εκπαιδευτική και ψυχοκοινωνική πρόοδο των παιδιών. Και αυτό διότι η διαρκής επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα είναι γνωστό ότι μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική πρόοδο των παιδιών, ιδίως αυτών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στη μέχρι σήμερα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[4], η οποία έχει εκδοθεί, κατά βάση, επί αιτήσεων αναστολής, σε ζητήματα που σχετίζονται με τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί για την αποφυγή της διασποράς του COVID-19 υπάρχει μια δικαστική αυτοσυγκράτηση και δεν λαμβάνει χώρα ένας έντονος έλεγχος της αναλογικότητας των μέτρων. Στη νομολογία αυτή, το ΣτΕ στέκεται κυρίως στον προσωρινό χαρακτήρα των μέτρων, την εύλογη διάρκειά τους, στην έλλειψη, επί του παρόντος, άλλων μέτρων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για την προστασία της δημόσιας υγείας και στους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (αρ. 52 παρ. 5 εδ. β΄ του π.δ. 18/89), οι οποίοι κωλύουν τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης. Η δικαστική αυτοσυγκράτηση είναι λογική και αναμενόμενη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι εφικτός ένας προσεκτικός δικαστικός έλεγχος εκεί που είναι αναγκαίο.

Μια τέτοια περίπτωση είναι, κατά τη γνώμη μου, και η αναστολή της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων και μάλιστα επί συνεχές και μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να ωθήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας σε ένα προσεκτικό αλλά έντονο έλεγχο της αναλογικότητας[5] του μέτρου, και αυτό δεν είναι άλλο από την καθιερωμένη στο διεθνές δίκαιο διάταξη ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού (βλ. αρ. 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού καθώς και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, π.χ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, 05.04.2011, Rahimi κατά Ελλάδας, σκ. 108[6]). Το Δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξετάσει όλες τις πτυχές της αναλογικότητας (καταλληλόλητα, αναγκαιότητα και συνάφεια μέσου προς σκοπό) με ιδιαίτερη, κατ’ εμέ, έμφαση και προσοχή στο αν ο παραπάνω περιορισμός είναι αναγκαίος, υπό την έννοια της τυχόν ύπαρξης άλλων, λιγότερο επαχθών μέτρων για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι στη στάθμιση αυτή βασικό ρόλο θα διαδραμάτιζε και ο παράγοντας του χρόνου. Όσο, δηλαδή, για μεγαλύτερο (και μάλιστα συνεχές) χρονικό διάστημα έχει διαρκέσει το μέτρο της αναστολής δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας, τόσο πιο επιτακτικό θα είναι για τη Διοίκηση να έχει συγκροτήσει μια δέσμη μέτρων λιγότερο επαχθών[7]. Στην κατεύθυνση αυτή, για παράδειγμα, η Διοίκηση θα μπορούσε με το πέρασμα του χρόνου να αξιοποιήσει τη συγκρότηση μικρότερων τμημάτων στα σχολεία, την πρόσκαιρη αξιοποίηση μεγάλου αριθμού αναπληρωτών για να καλυφθούν οι επιπλέον ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, την παροχή διδακτικού έργου εναλλάξ (π.χ. πρωί – απόγευμα κ.ά.), τον περιορισμό της συνεχούς αναστολής της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας σε διάστημα π.χ. 1 μηνός, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν εναλλασσόμενοι περίοδοι «ανοικτών» και «κλειστών» σχολείων κ.ά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περίπου δέκα μήνες υγειονομικής κρίσης μέχρι σήμερα, τα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν βρεθεί στα σχολεία για διάστημα μόλις δύο μηνών. Πολλώ δε μάλλον που η Διοίκηση έχει μεριμνήσει σε αυτούς τους δέκα μήνες να εφαρμόσει, έστω και κατά περίπτωση ή για κάποια χρονικά διαστήματα, λιγότερο επαχθή μέτρα σε άλλους τομείς. Μια άλλη παράμετρος, που θα ήταν καλό να εξεταστεί, είναι η τυχόν ύπαρξη μελετών για τον αντίκτυπο της αναστολής της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας και της αντικατάστασής της με την σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Κι όλα αυτά ιδωμένα πάντοτε υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιλάμε για παιδιά και δη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση για μικρά παιδιά που δεν έχουν ολοκληρώσει την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη.

Από την άλλη, μια αίτηση ακύρωσης κατά της παραπάνω Κ.Υ.A., αν δεν συζητηθεί άμεσα, μπορεί, ενδεχομένως[8] υπό μια στενή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, να εκλείψει το αντικείμενό της και ως εκ τούτου η σχετική δίκη να καταργηθεί[9]. Στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η παραδοχή ότι τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας έχουν μεν προσωρινό χαρακτήρα (συνήθως λίγων εβδομάδων), μπορούν όμως να ανανεώνονται περιοδικά, είτε κατ’ όμοιο περιεχόμενο, είτε κατά τροποποιημένο (έστω και ουσιωδώς)[10] περιεχόμενο, παράγουν όμως τελικά με το πέρασμα του χρόνου ένα σωρευτικό αποτέλεσμα επιβάρυνσης στα δικαιώματα των πολιτών. Το σωρευτικό αποτέλεσμα θα πρέπει, κατά την άποψή μου, αφενός μεν, να λαμβάνεται υπόψη από το εκάστοτε Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι αυτό θα έχει μια πραγματική εικόνα της βαρύτητας του επαχθούς μέτρου, αφετέρου δε, διότι με αυτόν τον τρόπο τα μέτρα αυτά θα υποστούν και δεν θα εκφύγουν από τη βάσανο μιας δικαστικής διαδικασίας.

Παράλληλα, μια αίτηση αναστολής είναι δύσκολο, με βάση τις διατάξεις τις δικονομίας του ΣτΕ, ιδίως υπό μια στενή ερμηνεία τους, να γίνει δεκτή. Και αυτό διότι, όπως είναι γνωστό, με βάση το άρθρο 52 του π.δ. 18/89, η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όταν η άμεση εκτέλεση θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, ή αν η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη, υπό την έννοια ότι αυτή βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάντως όχι, όταν απλά πιθανολογείται η ευδοκίμησή της[11]. Πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχουν και λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Τα παραπάνω δεδομένα, δεν αποκλείουν όμως την περίπτωση όπου μια εξαιρετικά μεγάλη και δη συνεχής χρονική περίοδος με αναστολή της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων θα μπορούσε να ελεγχθεί και στο πλαίσιο μιας αίτησης αναστολής, ανάλογα βέβαια και με τις περιστάσεις.

Με τις παραπάνω σκέψεις φθάσαμε στον επίλογο του σύντομου αυτού κειμένου με μια πρόταση: Χρήσιμο θα ήταν να ενεργοποιηθεί η Κοινωνία των Πολιτών και να διεκδικήσει πολιτικά, αλλά και νομικά, λιγότερο επαχθή για τα παιδιά μέτρα και η δικαιοσύνη να ασκήσει (αν και όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία) έγκαιρα έναν έντονο έλεγχο της αναλογικότητας του παραπάνω μέτρου. Όχι απαραίτητα για να ακυρώσει τη σχετική πράξη, αλλά για να ελεγχθεί με τα μεγαλύτερα δυνατά εχέγγυα το μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας που, κατά τη γνώμη μου, είναι το πλέον επαχθές για τα παιδιά, το «κλείσιμο των σχολείων».

Γρηγόρης Αυδίκος
Διδάκτωρ Νομικής, Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄ Ν.Σ.Κ


Υποσημειώσεις:

[1] Αρχικά με την Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.:76629/20 ΦΕΚ 5255 Β/28-11-2020) μέχρι 07.12.2020 και στη συνέχεια με την Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.:78363/20 (ΦΕΚ 5350 Β/5-12-2020) μέχρι 14.12.2020.

[2] Πρβλ. ΣτΕ 200/2020

[3] βλ. ΣτΕ 1294/2020, η οποία έκρινε ότι οι Κ.Υ.Α., που εκδόθηκαν τον Μάρτιο και αφορούσαν την απαγόρευση της τέλεσης κάθε λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας, προσβάλλονται δικαστικά, ως κανονιστικές πράξεις, με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ και όχι με τις «αντιρρήσεις» της παρ. 5 της από 25-02-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.

[4] Βλ. π.χ. ΣτΕ ΕπΑν. 262/2020 για τον περιορισμό του δικαιώματος συνάθροισης,  ΣτΕ ΕπΑν. 60/2020 και ΣτΕ ΕπΑν. 49/2020 για τον περιορισμό του δικαιώματος της δημόσιας τελούμενης λατρείας. Εξαίρεση αποτελεί η ΣτΕ 1992/2020, η οποία αφορά τον «Μεγάλο Περίπατο», στην οποία ακυρώθηκε η σχετική Κ.Υ.Α. λόγω έλλειψης συνάφειας του μέτρου με την καταπολέμηση της διάδοσης του COVID-19. Οι περιορισμοί βέβαια που είχε επιβάλει ο «Μεγάλος Περίπατος», κατά την άποψή μου, είχαν εκληφθεί και από τους πολίτες περιορισμοί στα πλαίσια του Κ.Ο.Κ. (όπως σωστά επισήμανε το Δικαστήριο). Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν εντάσσεται στο στενό πυρήνα του ελέγχου των μέτρων για την καταπολέμηση της πανδημίας. Τέλος, στην ΣτΕ 1294/2020, η οποία εκδόθηκε επί αίτηση ακύρωσης, και αφορούσε την απαγόρευση της τέλεσης κάθε λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας η δίκη καταργήθηκε λόγω λήξης της ισχύος των αρχικών Κ.Υ.Α. και αντικατάστασής τους με νεότερη Κ.Υ.Α., η οποία διαφοροποιεί, σημαντικά, τους περιορισμούς.

[5] Σημειώνεται ότι ρητά, με βάση το άρθρο πρώτο παρ. 2 και 4 της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, προβλέπεται η επιλογή των μέτρων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (βλ. σχετικά και ΣτΕ ΕπΑν. 60/2020, σκ. 4)

[6] ΕΔΔΑ, 05.04.2011, Rahimi κατά Ελλάδας, σκ. 108: «Το Δικαστήριο σημειώνει στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 3 της Σύμβασης σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού της 20ης Νοεμβρίου 1989 προβλέπει ότι το απώτερο συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι κυρίαρχη φροντίδα, μεταξύ άλλων, των διοικητικών αρχών σε όλες τις αποφάσεις που τα αφορούν. … Τέλος το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στα πλαίσια της νομολογίας του σχετικά με το άρθρο 8 της Σύμβασης και την προστασία της οικογενειακής ζωής, έχει ήδη κάνει δεκτό ότι υπάρχει τώρα μια ευρεία συναίνεση- συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου- γύρω από την ιδέα ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, πρέπει να υπερισχύει το απώτερο συμφέρον τους (neulinger et Shuruk κατά Ελβετίας [GC], αρ. 41615/07, § 135, 6 Ιουλίου 2010).»

[7] Πρβλ. την ΣτΕ 60/2020 ΕπΑν, στην οποία σημειώνονται τα εξής: «…η εκπλήρωση δε της ως άνω υποχρεώσεως της Διοικήσεως για τεκμηρίωση της αναγκαιότητας των λαμβανομένων μέτρων με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου – συνεκτιμωμένου, εφεξής, σε κάθε περίπτωση και του χρόνου που έχει ήδη διανυθεί από την πρώτη εμφάνιση της έκτακτης ανάγκης για τη λήψη μέτρων αποτροπής εξάπλωσης της επιδημίας – υπόκειται σε αντίστοιχο δικαστικό έλεγχο.»

[8] Όχι αναγκαία πάντα, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της ΣτΕ ΕπΑν. 60/2020.

[9] Π.χ. στην ΣτΕ 1294/2020, η οποία έκρινε ότι  Κ.Υ.Α., που εκδόθηκαν τον Μάρτιο και αφορούσαν την απαγόρευση της τέλεσης κάθε λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας, στην οποία καταργήθηκε η σχετική δίκη, διότι εν τω μεταξύ έληξε η ισχύς των σχετικών Κ.Υ.Α. και τροποποιήθηκαν οι σχετικοί περιορισμοί.

[10] Πρβλ. την μειοψηφία στην ΣτΕ 1294/2020, η οποία, σε αυτό το πνεύμα, σημείωσε (σκ. 10) τα εξής: «Η από 25-2-2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει προς τον σκοπό αντιμετώπισης της πανδημίας τα μέτρα αυτά, που έχουν ως στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας από την συγκεκριμένη πανδημία, η δε χρονική τους διάρκεια, καθώς και η ένταση των περιορισμών που εισάγουν, εξαρτώνται από την εκάστοτε μεταβαλλόμενη κατάσταση που χρήζει προστασίας. Εν όψει αυτών τα εν λόγω μέτρα υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση, με αποτέλεσμα, κάθε πράξη της οποίας η ισχύς λήγει, είτε να παρατείνεται είτε – στο πλαίσιο της ίδιας ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας – να αντικαθίσταται από άλλη πράξη που επιβάλλει διαφορετικά μέτρα. Εφόσον δε τα μέτρα αυτά, έστω και ηπιότερου χαρακτήρα, εξακολουθούν να είναι δυσμενή για τους αιτούντες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η νέα πράξη εκδίδεται σε αντικατάσταση της προηγουμένης που έληξε, με συνέπεια να μπορεί να συνεχισθεί η δίκη κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989.»

[11] βλ. ενδ. ΣτΕ ΣτΕ ΕπΑν. 262/2020, σκ.7

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στο πλαίσιο ιδιωτικών δραστηριοτήτων

Στο πεδίο ιδιωτικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων η επιβολή εμβολιασμού εκ μέρους του εργοδότη υπόκειται απαραιτήτως στο σεβασμό της αρχής της νομιμότητας, απαιτεί καταρχήν την εξασφάλιση προηγούμενης ρητής και ελεύθερης συναίνεσης και θα πρέπει να αποτελεί προϊόν διαβούλευσης ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο ή τον εκπρόσωπό του.

Περισσότερα

Τα όρια της ανυπακοής

Ο Κώστας Μποτόπουλος περιγράφει τα συνταγματικά όρια της ανυπακοής, με αφορμή τα ισχύοντα περιοριστικά μέτρα, αλλά και τις “προσκλήσεις σε ανυπακοή” που έχουν διατυπωθεί τόσο από πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες ή άτομα όσο και από την Εκκλησία.

Περισσότερα

Προς ένα «πράσινο ψηφιακό πιστοποιητικό»: σκέψεις και προβληματισμοί

Με αφορμή την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ψηφιακού πράσινου πιστοποιητικού, με στόχο την ασφαλή κυκλοφορία πολιτών εντός της Ένωσης για όσο διαρκεί η πανδημία, ο Κωνσταντίνος Κουρούπης επισημαίνει τα οφέλη, αλλά και τους πιθανούς κινδύνους μίας τέτοιας ρύθμισης.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.