Search
Close this search box.

Θηλυκότητες στις κάλπες

Η Ειρήνη Περπερίδου προχωρά σε μία αναδρομή της κατάκτησης του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις γυναίκες.

«Τι πρέπει να πράξω;» Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο έργο του «Πολιτική: Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας»[1] επισημαίνει ότι οι νόμοι είναι οι δρόμοι της λογικής, οι οποίοι καθορίζονται ως απάντηση στον λόγο, δηλαδή στη δύναμη της κρίσης. Ο λόγος διαμορφώνει τελικά την πράξη. Κάθε υποκείμενο, μέσω των πράξεών του, δέον να επιδιώκει τον απώτερο σκοπό κάθε πολιτείας: τη συγκρότηση ενός συλλογικού υποκειμένου πράξης, το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην ιστορική και κοινωνική οργάνωση, προτάσσοντας την αξία της κοινωνικής ελευθερίας και ισότητας.

Η συνταγματική ιστορία της έμφυλης ισότητας στην Ελλάδα αποτελεί την αναγκαία γνωσιακή βάση για τη σύνδεση του πολιτειακού παρόντος, δηλαδή του ισχύοντος δικαίου (το «είναι») και του πολιτειακού μέλλοντος, δηλαδή του δεοντικού δικαίου (το «πρέπει να είναι»). Οι χειραφετητικές προσπάθειες των Ελληνίδων να βρεθούν από το πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο στις δομές λήψης των αποφάσεων, στα όργανα του κράτους αποτέλεσαν προσπάθειες πολιτικής παρέμβασης σε μια συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη. Η ιστορική προσέγγιση της άνισης μεταχείρισης των φύλων πρέπει να νοηθεί όχι ως μια γραμμική πορεία μέσα στο χρόνο, αλλά ως μια απόπειρα αποτύπωσης της προόδου και των εμποδίων. Τα κεφάλαια αυτά της συνταγματικής ιστορίας του τόπου μας αποτελούν το κατάλληλο όχημα για την κατανόηση των πολιτειακών θεμελίων και ταυτόχρονα για την εξέλιξη μιας εποικοδομητικής διαλεκτικής δημοκρατίας, με τη συμβολή θεσμικών παρεμβάσεων και κοινωνικών κινημάτων, από το χθες έως και το σήμερα.

Συνταγματική Αναδρομή του Δικαιώματος της Ψήφου των Γυναικών:

Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (Άρθρο 21) και το δικαίωμα της καθολικής ψήφου για τους άνδρες, με σφαιρίδιο – μέτρο που όπως επισημαίνει ο Σωτηρέλης[2] στόχευε στην διευκόλυνση των αναλφάβητων ανδρών και ανάλογο δεν ελήφθη στην περίπτωση των γυναικών – κατοχυρώθηκε στο άρθρο 66 του Συντάγματος του 1864[3]. Αν και η διάταξη δεν απέκλειε ρητά τη συμμετοχή των γυναικών στην εκλογική διαδικασία, το δικαίωμα ασκήθηκε τελικά μονάχα από τους άνδρες. Αντίθετα, η ρητή καταχώρηση του αντίστοιχου δικαιώματος για το γυναικείο φύλο θα προκύψει σχεδόν έναν αιώνα μετά. Ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συγκριτικά, η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες που κατοχύρωσε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις γυναίκες, αναγνωρίζοντας την άσκηση του σημαντικού αυτού πολιτικού δικαιώματος και αποκαθιστώντας την αρχή της ισότητας των φύλων στο μείζον αυτό ζήτημα της αμοιβαίας συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Οι γυναίκες συμμετείχαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Δικαίωμα ψήφου είχαν μονάχα οι γυναίκες που είχαν κλείσει τα 30 έτη και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους εγγράφηκαν μόλις 2.655 Ελληνίδες, ενώ από αυτές τελικά προσήλθαν τις κάλπες μόνο οι 439[4].

Η πρώτη αυτή απόπειρα συμμετοχής των γυναικών στην εκλογική διαδικασία καθρέφτιζε γλαφυρά και το περιρρέον κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής, παραπέμποντας εμμέσως στην άποψη του Γερμανού στοχαστή Immanuel Kant[5] για την κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες και τις αυξημένες προϋποθέσεις που απαιτούνται, ώστε να διασφαλιστεί πως η ψήφος τους αποτελούσε προϊόν ώριμης και άρα ορθής επιλογής! Η άποψη αυτή του φιλοσόφου θεμελιώθηκε στην αρχική ιδέα του Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι η ιδιότητα της/του πολίτη και το δικαίωμα της ψήφου θα πρέπει να αποδίδεται σε άτομα που πληρούν οποίες προϋποθέσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, έδωσαν το δικαίωμα σε μια μερίδα γυναικών, οι οποίες είχαν «κατάλληλη ηλικιακή ωρίμανση» και βασική μόρφωση, υποδηλώνοντας εξ αντιδιαστολής πως οι προϋποθέσεις και οι όροι συμμετοχής για τις γυναίκες ήταν διαφορετικοί, απαιτούνταν αυξημένες εγγυήσεις για την διασφάλιση της εκλογικής διαδικασίας.

Η διαλεκτική της δημοκρατίας και της πολιτοσύνης συνδέονται καθοριστικά με τις εποικοδομητικές κοινωνικές δράσεις, όπως αυτής της Καλλιρρόης Παρρέν, εκδότριας του πρώτου γυναικείου περιοδικού στην Ελλάδα «Εφημερίς των Κυριών», η οποία αποτέλεσε σύμβολο στη διεκδίκηση της ισότητας των φύλων και των φεμινιστικών αιτημάτων της εποχής της, όπως μεταξύ άλλων της διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1930, με Προεδρικό Διάταγμα αναγνωρίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν μονάχα για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, στις εγγράμματες γυναίκες άνω των 30 ετών. Το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα ίσχυσε μέχρι την έναρξη εφαρμογής του αναγκαστικού Ν. 959/49 και σύμφωνα με την απογραφή του 1928 αφορούσε τελικά μονάχα το 10% των ενήλικων γυναικών. Η συμμετοχή των γυναικών ήταν περιορισμένη τόσο στις δημοτικές-κοινοτικές εκλογές του 1930, όσο και στις εκλογές του 1944, όπου εξελέγησαν πέντε γυναίκες- εθνοσύμβουλοι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, την ίδια εποχή, το 1945, σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα είχε προσχωρήσει στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το 1948 υπέγραψε – και τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 1953 – την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τα δυο διεθνή Κείμενα προέβλεπαν την πολιτική ισότητα γυναικών και ανδρών. Ενόσω εκκρεμούσε η διαδικασία εσωτερικής νομοθετικής κύρωσης για να τεθεί σε ισχύ η διεθνής Σύμβαση, 71 χώρες μέλη του ΟΗΕ είχαν ήδη κυρώσει την πλήρη κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων και για τις γυναίκες.

Η πλήρης κατοχύρωση του πολιτικού αυτού δικαιώματος για τις γυναίκες θεσπίστηκε τελικά στις 28 Μαΐου του 1952 με ερμηνευτική δήλωση στο Σύνταγμα, χωρίς όμως τη δυνατότητα ουσιαστικής άσκησης του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι, καθώς σε πρακτικό επίπεδο δεν είχαν ενημερωθεί ακόμη τότε οι εκλογικοί κατάλογοι. Ο Ν. 2159/1952 προέβλεπε την υποχρεωτική εγγραφή των Ελληνίδων ανά των 21 ετών και την δυνατότητα του εκλέγεσθαι για γυναίκες, οι οποίες έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος (άρθρο 2 Ν. 2159/1952) Πριν την ακώλυτη συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές του 1956, οι Ελληνίδες συμμετείχαν σε έξι επαναληπτικές εκλογικές αναμετρήσεις από το 1953 έως και το 1954 και ειδικά στην πρώτη, καθώς στη Θεσσαλονίκη εξελέγησαν οι πρώτες Ελληνίδες βουλεύτριες, Ελένη Σκούρα («Ελληνικός Συναγερμός») και Βιργίνια Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»).

Τελικά, οι Ελληνίδες άσκησαν για πρώτη φορά το πλήρες δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 1956 (19 Φεβρουαρίου), εισάγοντας δυο βουλεύτριες τότε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι γυναίκες για σειρά ετών είχαν αποκλειστεί από την πολιτική σκηνή, παρά τους συνεχιζόμενους αγώνες από το φεμινιστικό τότε κίνημα και την πρωτοβουλία μεμονωμένων γυναικών, όπως της Λίνας Τσαλδάρη. Η αργοπορημένη κατοχύρωση της ισοπολιτείας των γυναικών αποτυπώνει γλαφυρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες που κλήθηκαν να υπερκεράσουν. Η μετάβαση από την ιδιωτική σφαίρα- οίκο στη δημόσια- Κοινοβούλιο, αποτέλεσε προϊόν πολυετούς αγώνα από τα γυναικεία τότε κινήματα, τα οποία καλούνταν να άρουν τη διακριτική μεταχείριση των γυναικών. Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι ρίζες αυτής της πολιτικής ανισότητας θεμελιώνονταν σε πατριαρχικές πεποιθήσεις της γυναικείας κατωτερότητας ή της έλλειψης ικανοτήτων. Η αποκατάσταση των γυναικών ως τάξη συντελέστηκε ρητά με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975.

Το Σύνταγμα 1975 & Αρχή της Ισότητας:

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η συνταγματική αναγνώριση (de jure) της αρχής της ισότητας των φύλων επετεύχθη με την αναθεώρηση του 1975, όταν κατοχυρώθηκε στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 η νομική ισότητα των Ελληνίδων και Ελλήνων ενώπιον του νόμου, ως πολιτειακό θεμέλιο της σύγχρονης δημοκρατίας. Η διττή σημασία της διάταξης αφορά την θετική διάσταση της αρχής, δηλαδή την προώθηση και την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης των φύλων και την αρνητική διάσταση, δηλαδή την απαγόρευση των διακρίσεων τόσο ευμενών (Privilegierungsverbot), όσο και δυσμενών (Diskriminierungsverbot). Η παροχή ίσων ευκαιριών στα φύλα αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα καίριο πολιτειακό αίτημα, όχι μόνον στενά προς τη Διοίκηση, αλλά ευρύτερα προς τους κοινωνικούς θεσμούς. Η ενίσχυση συγκεκριμένων «αόρατων» ομάδων (Gruppenförderung), όπως παραδείγματος χάριν της LGBTQIA+ κοινότητας, η οποία για δεκαετίες υφίσταται διακρίσεις και έλλειψη ίσων ευκαιριών, δέον να αποτελέσει κεντρική πολιτειακή επιδίωξη.

Ειδικότερα, η αρχή της ισότητας της διάταξης 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος του 1975 δύναται να αναλυθεί στο τυπικό σκέλος (αρχή της τυπικής ισότητας ενώπιον του νόμου), η οποία συνίσταται στην ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα όργανα της Διοίκησης και της δικαστικής εξουσίας, και στο ουσιαστικό σκέλος (αρχή της ουσιαστικής ισότητας ή “inhaltliche Rechtsgleichheit”), η οποία αποτυπώνεται ως το προπαρασκευαστικό στάδιο κατά τις διεργασίες ψήφισης ενός τυπικού νόμου, οι οποίες πρέπει να γίνονται επί τη βάσει της ισότητας των φύλων, λαμβάνοντας υπόψιν ως παράγοντα, κατά την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας.

Προς επίρρωση της ratio του άρθρου 4 παρ.2 Σ, σύμφωνα με τον Γεραπετρίτη[6], το άρθρο 116 παρ. 2 εδάφιο α’ δίνει την ερμηνευτική και το εδάφιο β’ την κατευθυντήρια διάσταση του άρθρου 4 παρ. 2 για την αρχή της ισότητας των φύλων, αναπτύσσοντας ένα πλέγμα νομιμότητας (“Bloc de Légalité” ). Συγκεκριμένα, ο Γεραπετρίτης κάνει λόγο πως η συγκεκριμένη μεταβατική διάταξη βρίσκεται σε παραπληρωματική σχέση με την κύρια διάταξη του 4 παρ. 2 Σ. Ειδικότερα, η Σαραντοπούλου[7] στην αναθεωρημένη έκδοση του «Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία» επισημαίνει ότι το άρθρο 116 παρ. 2 Σ προβαίνει σε μια διττή αναγνώριση της λήψης θετικών μέτρων ως μέσου επίτευξης της ισότητας και της θεσμικής υποχρέωσης λήψης τέτοιων μέτρων, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ τυπικής ισότητας των φύλων και ουσιαστικής. Αξίζει, στο σημείο αυτό, η παραπομπή στην απόφαση ΣτΕ 4053/2011, αναφορικά με την αίτηση αναίρεσης των αποτελεσμάτων στις δημοτικές εκλογές του 2010. Το Δικαστήριο, στο αιτιολογικό σκέλος της απόφασης και δη στη σκέψη 9 και 10 αναγνώρισε ότι απαιτείται, βάσει των άρθρων 19 και 20 Ν. 3852/2010, η πλήρωση της ειδικής ποσόστωσης του 1/3 στα ψηφοδέλτια των δημοτικών πολιτικών συνδυασμών. Χαρακτηριστικά, το Δικαστήριο στην αιτιολογική σκέψη 1ο αναφέρει ότι: «Η ανωτέρω ερμηνεία δεν καθιστά απρόσφορο το θετικό μέτρο της ποσόστωσης των γυναικών, ούτε αναιρεί το συνταγματικό σκοπό στον οποίο αποβλέπει ο νομοθέτης με την καθιέρωσή του».

 

Εδώ, βέβαια τίθεται πια ζήτημα σχετικά με τους φορείς-ωφελούμενες/-ους των θετικών αυτών μέτρων, καθώς η δυϊστική αντίληψη για τα φύλα αποτελεί ένα πατριαρχικό-νομιναλιστικό προϊόν, το οποίο στις σημερινές μεταβαλλόμενες κοινωνίες δεν περιλαμβάνει το φάσμα των έμφυλων ταυτοτήτων, εξού και η ανάγκη για νομοθετική πρόβλεψη θετικών μέτρων και για την LGBTQIA+ κοινότητα.

Αρχή της Αναλογικότητας & Λήψη Θετικών Μέτρων:

Εισαγωγικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η λήψη θετικών μέτρων από την πολιτεία θα πρέπει να λαμβάνεται στη βάση της ratio του άρθρου 4 παρ. 1 και 2, συνδυαστικά όμως με το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Η επιλογή του κατάλληλου μέσου από τη νομοθέτρια/νομοθέτη (Entscheidungsfreiheit) για την επίτευξη της ισότητας των φύλων διαμορφώνεται επί της βάσεως της αρχής της αναλογικότητας, σταθμίζοντας in concreto τον σκοπό του μέτρου, δηλαδή την προστασία ή προώθηση του δικαιώματος σε σχέση με τους φορείς του δικαιώματος και πιθανώς έτερες συγκρουόμενες συνταγματικές διατάξεις. Η λήψη μέτρων θα πρέπει να είναι προσωρινή, έως ότου επιτευχθούν οι αντικειμενικοί όροι και τα μέτρα θα πρέπει να είναι πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Η λήψη θετικών μέτρων (affirmative actions) με απώτερο σκοπό την πλήρωση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, δηλαδή της ίσης de facto μεταχείρισης αποτελεί άμεση εφαρμογή της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ως μια ενέργεια διόρθωσης της υφιστάμενης άνισης συνθήκης. Συγκεκριμένα, η κατάρριψη των εμποδίων και η προώθηση της ισότητας απαιτεί συχνά, λόγω των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, προγράμματα θετικής δράσης. Μια σειρά μέτρων (νομοθετικών, διοικητικών κ.α.) ως αντιστάθμισμα της διακριτικής μεταχείρισης. Ειδικά στη δημόσια ζωή, η συμμετοχή των γυναικών σε πολιτικές δράσεις και κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων απαιτήθηκε λόγω του παρελθόντος πολυετούς αποκλεισμού τους.

Τα θετικά μέτρα ως αντιστάθμισμα των διακρίσεων, με σκοπό τη μελλοντική τους εξάλειψη διακρίνονται σε γενικά θετικά μέτρα του κράτους και σε ειδικά μέτρα. Το μέτρο της ποσόστωσης στα ψηφοδέλτια των πολιτικών κομμάτων ενόψει των εκλογών υπόκειται στα ειδικά μέτρα. Το σύστημα της ποσόστωσης (Quitierung) κυρώθηκε εσωτερικά με τον Ν. 4604/2019, με σκοπό την ισότητα στην πολιτική συμμετοχή και αντιπροσώπευση στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ο νόμος και δη το άρθρο 15 Ν. 4604/2019 προβλέπει την αριθμητική ποσόστωση μιας συγκεκριμένης αναλογίας του 40% (Quoten als Zielvorgaben), ως μέτρο άμεσης απόδοσης, το οποίο όμως στη πράξη δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η κατά 40% συμπλήρωση των πολιτικών ψηφοδελτίων στάθηκε αδύνατη σε μερικούς νομούς, λόγω της υφιστάμενης έλλειψης γυναικών-υποψηφίων.

Η παροχή ίσων ευκαιριών και δυνατότητας στα φύλα αποτελεί άμεση συνέπεια της αρχής της ισότητας, γι’ αυτό και η ΕΕ προώθησε τη λήψη θετικών μέτρων στις επιμέρους εθνικές έννομες τάξεις των κρατών-μελών. H de facto άνιση θέση των γυναικών, ειδικά στον χώρο της πολιτικής, η οποία ήταν απόρροια των προκαταλήψεων και στερεοτύπων για τις ικανότητες, μα κυρίως για τον επιτελούμενο ρόλο της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, οδήγησε στη διαχρονικά μειωμένη δυνατότητα συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.

Η λήψη μέτρων, ως διορθωτικό μέσο της θέσης των γυναικών αποτελεί έναν υφιστάμενο και συχνά άμεσο τρόπο ενδυνάμωσης των γυναικών σε θέσεις εξουσίας, επιρροής και λήψεων αποφάσεων. Σίγουρα, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και δη της άνισης μεταχείριση στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν τελειώνει με το μέτρο της ποσόστωσης, τουναντίον το μέτρο αυτό αποτελεί μοναχά μια πρακτική μέθοδο, μέχρι να εξαλειφθούν τα στερεότυπα και οι πατριαρχικές πεποιθήσεις.

Αντιπροσώπευση & Στατιστικά Στοιχεία:

Η συνολική συμμετοχή των γυναικών-πολιτών στο τελευταίο κυβερνητικό σχήμα ήταν ισχνή. Τα στατιστικά δεδομένα[8] του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) πιστοποιεί, μέσω των αριθμητικών αποτελεσμάτων, την τρέχουσα κατάσταση, αναφορικά με ειδικές εκφάνσεις της ισότητας των φυλών. Γενικά, η Ελλάδα για συναπτά χρόνια λαμβάνει την τελευταία θέση στην ετήσια συνολική κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών του Δείκτη Ισότητας των Φύλων, από το έτος του 2013 έως και σήμερα, το 2023. Σε επιμέρους ζήτημα, όπως οι οικονομικές απολαβές ή η συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα, η Ελλάδα λαμβάνει μόλις 36,2% από τα χαμηλότερα ευρωπαϊκά ποσοστά.

Προς επίρρωση των παραπάνω, η πρόσφατη ενημερωτική καμπάνια της ΕΕΔΑ[9], με σκοπό την προώθηση της πολιτικής ισότητας των φύλων αναδεικνύει κάποια αριθμητικά στοιχεία: σε ποσοστά 1 στα 6 μέλη της Κυβέρνησης είναι γυναίκες και μόλις 1 στις 13 Περιφέρειες και 1 στους 18 Δήμους έχουν επικεφαλής εκλεγμένη γυναίκα-πολιτικό. Στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, εκλέχθηκαν συνολικά 71 γυναίκες-πολιτικοί, σε σχέση με τις εκλογές του 2019, όπου είχαν εκλεχθεί 66 γυναίκες. Συνολικά, οι γυναίκες- πολιτικοί αποτελούν το 23,6 % στη νέα σύνθεση του Κοινοβουλίου[10]. Τι συμβαίνει όμως και με τις/τους πολιτικούς εκπροσώπους της LGBTQIA+ κοινότητας; Παρά τις πολλαπλές και συντονισμένες προσπάθειες του κινήματος στην Ελλάδα, ήδη από την δεκαετία του 1970 με την ίδρυση του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλοφίλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ), η εξάλειψη των διακρίσεων σε πολιτικό επίπεδο είναι ακόμη ισχνή, καθώς τόσο σε επίπεδο ανάληψης θετικών μέτρων, όσο και σε επίπεδο αντιλήψεων, η πολιτική ορατότητα και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της κοινότητας είναι μηδενική, καθώς στην πρόσφατη αναμέτρηση της 21ης Μαΐου δεν εκλέχθηκε ούτε μία/ ένας υποψήφια/υποψήφιος από την LGBTQIA+ κοινότητα.

Ειρήνη Περπερίδου


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Πολιτική: Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας», Εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1975.

[2]Βλ. Γ. Σωτηρέλης, «Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909 Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας», Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2003, σελ. 30-35.

[3]Βλ. Ιστότοπος: syn13.pdf (hellenicparliament.gr), τελευταία επίσκεψη 25.05.2023.

[4] Βλ. Μάρω Παντελίδου-Μαρούτα, «Μισός Αιώνας Γυναικείας Ψήφου- Μισός Αιώνας Γυναίκες στη Βουλή», Εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2007, σελ. 28-29.

[5] Βλ. Immanuel Kant, “The Metaphysics of Morals”, Cambridge, 2012.

[6] Βλ. Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης, «Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδόσεις Σάκκουλα, Ιανουάριος 2017, σελ. 1796-1797.

[7] Βλ. ΣΠ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος, «Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία», ηλεκτρονική έκδοση, Ιανουάριος 2023, σελ.1-3.

[8] Βλ. Ιστότοπος: Indicator: Gender Equality Index scores, domain scores and sub-domain scores | Gender Statistics Database | European Institute for Gender Equality (europa.eu), τελευταία επίσκεψη 25.05.2023.

[9] Βλ. Ιστότοπος ΕΕΔΑ: ΕΕΔΑ – Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Αρχική (nchr.gr), τελευταία πρόσβαση 25.05.2023.

[10] Βλ. Ιστότοπος Συμπερίληψη στα ψηφοδέλτια αλλά όχι και στη Βουλή | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr), τελευταία πρόσβαση 25.05.2023.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.