Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ

Ο Κ. Παπανικολάου αναλύει τους λόγους για τους οποίους η ακύρωση από το ΑΕΔ της ανακήρυξης των τριών βουλευτών του κόμματος Σπαρτιάτες καθιστά υποχρεωτική τη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η σκέψη του ΑΕΔ σχετικά με την μη επανάληψη της ψηφοφορίας και την οριστική κένωση των τριών εδρών (Βουλή των 297) αποτελεί obiter dictum και δεν παράγει δεδικασμένο ή άλλη δέσμευση για τα αρμόδια κρατικά όργανα, τα οποία υποχρεούνται να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης του ΑΕΔ

Ι.

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες την απόφασή του σχετικά με τις ενστάσεις κατά των ανακηρύξεων τριών βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» εκλεγέντων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2023. Ακόμη δεν έχουμε πρόσβαση στο κείμενο της αποφάσεως, αλλά μόνο σε μια περίληψη των βασικών γραμμών της, οι οποίες όμως είναι αρκούντως σαφείς ώστε να επιτρέπουν ορισμένες παρατηρήσεις καίριες, όπως ελπίζω, εν όψει των τρεχουσών εξελίξεων ως προς την σύνθεση της Βουλής. Ήδη έχουν διατυπωθεί στον τύπο των προηγουμένων ημερών επιστημονικές απόψεις αναφορικά με την απόφαση του ΑΕΔ ως προς τον λόγο που οδήγησε στην ακύρωση των τριών ανακηρύξεων στις δύο εκλογικές περιφέρειες[1], την μη ακύρωση των ανακηρύξεων και των υπολοίπων βουλευτών του εν λόγω κόμματος εν όψει του γενομένου δεκτού λόγου[2], την μη ανακατανομή των εδρών στα λοιπά κόμματα της Βουλής εν όψει της μη αναπλήρωσης των απωλεσάντων τις βουλευτικές έδρες τους[3] και την μη επανάληψη της ψηφοφορίας στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες, με συνέπεια η Βουλή να παραμείνει για το υπόλοιπο της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου με 297 εν ενεργεία βουλευτές[4].

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να διατυπώσουμε την άποψή μας ειδικώς και μόνον για το τελευταίο ζήτημα, δηλαδή την, σύμφωνα με την απόφαση του ΑΕΔ, μη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών, και ειδικώτερα σχετικά με το αν αυτή η κρίση του ΑΕΔ επάγεται πράγματι ως έννομη συνέπεια την μη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών ή αν, παρά ταύτα, είναι υποχρεωτική η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών κατόπιν της κενώσεως των εν λόγω βουλευτικών εδρών. Ήδη έχουν διατυπωθεί απόψεις κατά τις οποίες το ΑΕΔ θα έπρεπε, σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία, να μην οδηγηθεί στην κρίση του περί μη διεξαγωγής αναπληρωματικών[5] εκλογών κατόπιν της κενώσεως των εν λόγω εδρών[6]. Συμμερίζομαι αυτές τις απόψεις. Ωστόσο, δια του παρόντος υποστηρίζω, περαιτέρω, ότι:

Παρά την απόφαση του ΑΕΔ, είναι υποχρεωτικό να διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές στις δύο κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες εντός μηνός από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του ΑΕΔ, σύμφωνα με το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012.

ΙΙ.

Σύμφωνα με την περίληψη της απόφασής του, το ΑΕΔ έκρινε τα εξής κρίσιμα:

  1. Ακυρώνεται η ανακήρυξη τριών βουλευτών λόγω «εξαπάτησης των εκλογέων», δηλαδή για λόγο που αφορά το σύνολο των συνδυασμών του κόμματος στους οποίους οι εν λόγω βουλευτές συμμετέσχαν. Δεν επηρεάζονται οι μη προσβληθείσες εκλογές άλλων βουλευτών των συνδυασμών του ιδίου κόμματος σε άλλες εκλογικές περιφέρειες.
  2. Δεν επιτρέπεται η ανακήρυξη αναπληρωματικού βουλευτή των συνδυασμών του ιδίου κόμματος, διότι η διαγνωσθείσα εκλογική παράβαση αφορά συνολικώς τους συνδυασμούς του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος.
  3. «[Ε]ν όψει της φύσης της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης […] η επανάληψη της ψηφοφορίας στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες καθίσταται περιττή».
  4. Στον ν. 345/1976 δεν προβλέπεται, σε περίπτωση ακύρωσης ανακήρυξης για τον συγκεκριμένο λόγο, που αφορά τους συνολικούς συνδυασμούς του εν λόγω κόμματος, η ανακατανομή των κενωθεισών εδρών στους υποψηφίους βουλευτές ετέρων κομμάτων. Συνεπώς, «[ο]ι επίμαχες έδρες των καθ’ ων η ένσταση βουλευτών παραμένουν κενές».

Από τις ανωτέρω βασικές κρίσεις της αποφάσεως του ΑΕΔ προκύπτει ότι ο ειρμός του σκεπτικού του, που οδήγησε στην σκέψη περί οριστικής κενώσεως των τριών εδρών, είναι ο εξής:

~~~

[Α] Η διαγνωσθείσα κρίσιμη παράβαση της «εξαπάτησης των εκλογέων» αφορά το σύνολο των υποψηφίων με τους συνδυασμούς του εν λόγω κόμματος.

[Β1] Ανεπίτρεπτη η πλήρωση των κενωθεισών εδρών με αναπληρωτές βουλευτές εκ των συνδυασμών του εν λόγω κόμματος.

ΚΑΙ

[Β2] Περιττή η διεξαγωγή αναπληρωματικών εκλογών στις κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες των κενωθεισών βουλευτικών εδρών.

ΚΑΙ

[Β3] Μη προβλεπόμενη η ανακατανομή των εδρών στους βουλευτές των συνδυασμών άλλων κομμάτων.

[Γ] Οριστική κένωση των τριών εδρών για το υπόλοιπο της βουλευτικής περιόδου.

~~~

Οι ενδιάμεσες προτάσεις [Β1, Β2, Β3] του παραπάνω συλλογισμού πρέπει να ισχύουν σωρευτικώς, ώστε να θεμελιούται το συμπέρασμα [Γ]. Και οι τρεις αυτές ενδιάμεσες προτάσεις βασίζονται στην φύση, και πάντως στην ταυτότητα, της διαγνωσθείσης εκλογικής παράβασης. Αυτή τυποποιείται αφ’ ενός ως παράβαση που αφορά «συνολικά το πολιτικό κόμμα» με τους συνδυασμούς του οποίου εξελέγησαν οι τρεις βουλευτές, αφ’ ετέρου ως παράβαση συνισταμένη «σε εξαπάτηση των εκλογέων». Εκ των ενδιαμέσων προτάσεων η [Β1] δικαιολογείται με την αναφορά της διαγνωσθείσης παράβασης στο σύνολο των συνδυασμών του εν λόγω κόμματος. Το ίδιο ελάττωμα που οδήγησε στην ακύρωση των τριών ανακηρύξεων θα χαρακτήριζε και την ανακήρυξη ως βουλευτών ετέρων υποψηφίων εκ των συνδυασμών του αυτού κόμματος. Για αυτόν τον λόγο η περίληψη αναφέρεται στην εν λόγω εκδοχή πλήρωσης των εδρών [Β1] ως μη επιτρεπόμενη.

Η εκδοχή που εξετάζεται υπό την πρόταση [Β3] δεν προβλέπεται καν στις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας και της δικονομίας του ΑΕΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 345/1976, διάδικοι είναι οι βουλευτές ή οι αναπληρωματικοί, κατά των οποίων στρέφεται η ένσταση. Προδήλως, η αποδοχή της ένστασης κατά ορισμένου βουλευτή σε μια ορισμένη εκλογική περιφέρεια μπορεί να οδηγεί σε ακύρωση της ανακήρυξής του και σε συνακόλουθη ανακήρυξη άλλου υποψηφίου βουλευτή στην ίδια εκλογική περιφέρεια. Αν αυτός ο βουλευτής ανήκει στον συνδυασμό ετέρου κόμματος στην αυτή εκλογική περιφέρεια, επέρχεται ανακατανομή των εδρών μεταξύ των κομματικών συνδυασμών. Παρομοίως, κατά το άρθρο 29 §1 του ν. 345/1976, η ακύρωση της ανακήρυξης ενδέχεται να έχει έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών σε άλλη ή άλλες εκλογικές περιφέρειες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η ανακατανομή των εδρών, που επέρχεται με την απόφαση του ΑΕΔ, βασίζεται σε μια επιρροή την οποία έχει η αποδοχή συγκεκριμένου λόγου ένστασης στο εκλογικό αποτέλεσμα, εκ του οποίου εξαρτάται η αρχική κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες. Το ΑΕΔ «υποχρεούται να απαγγείλη δια της αποφάσεώς του και τας συνεπείας» «επί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωματικών εις άλλην ή άλλας εκλογικάς περιφερείας» (άρθρο 32 §4 του ν. 345/1976). Αν, όμως, δεν τίθεται ζήτημα μεταβολής του εκλογικού αποτελέσματος, αν δηλαδή εκ της αποδοχής του συγκεκριμένου λόγου ένστασης δεν επηρεάζεται ουσιωδώς ο αριθμός των ψήφων των διαφόρων συνδυασμών στην επικράτεια και στις εκλογικές περιφέρειες, τότε δεν τίθεται ζήτημα ανακατανομής των εδρών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αλλά μόνον ακυρώνεται η ανακήρυξη συγκεκριμένου βουλευτή και την έδρα καταλαμβάνει αναπληρωτής εκ του αυτού συνδυασμού διατηρουμένης της κατανομής των εδρών μεταξύ των κομμάτων[7] (βλ. άρθρο 104 §4 συνδ. §1 του π.δ. 26/2012). Εν προκειμένω, όμως, είναι ανεπίτρεπτη η αναπλήρωση από υποψήφιο του ιδίου συνδυασμού [Β1], με συνέπεια η πλήρωση της έδρας να είναι εφικτή μόνον δι’ ανακατανομής σε έτερο συνδυασμό χωρίς μεταβολή του εκλογικού αποτελέσματος. Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν προβλέπεται ούτε στην εκλογική νομοθεσία ούτε βεβαίως ως εξουσία του ΑΕΔ στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, διότι θα ισοδυναμούσε με ακύρωση των ψήφων που είχαν δοθεί υπέρ των συνδυασμών των βουλευτών των οποίων ακυρώθηκε η ανακήρυξη[8]. Όμως, η περίπτωση της εν προκειμένω διαγνωσθείσης παραβάσεως σαφώς διακρίνεται από οιανδήποτε επιρροή στις ψήφους δια των οποίων διαμορφώθηκε το εκλογικό αποτέλεσμα× εκτός και αν δια της αναφοράς του σε «εξαπάτηση των εκλογέων» το ΑΕΔ υπονοούσε ελάττωμα της βούλησης των εκλογέων ως προς την ψήφο τους, όπερ όμως θα οδηγούσε σε κομβικές δογματικές αλλοιώσεις ως προς την πρόσληψη της λειτουργίας της ψήφου και του κύρους της εντός του εκλογικού δικαίου και θα κατέτεινε εν τέλει σε ακύρωση των ψήφων λόγω απάτης! Δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια υπόνοια περί της σημασίας που προσδίδει το ΑΕΔ στην «φύση» της εκλογικής παράβασης. Για τους ανωτέρω λόγους, αποκλείεται από την απόφαση η εκδοχή [Β3] ως μη προβλεπόμενη, δηλαδή και πάλι ως ανεπίτρεπτη, αφού το ΑΕΔ έχει μόνο τις εξουσίες που προβλέπονται στην εκλογική νομοθεσία και στην δικονομία του και η πλασματική ανακατανομή των κενωθεισών εδρών σε άλλους συνδυασμούς δεν συμπεριλαμβάνεται στις προβλεπόμενες εξουσίες του δικαστηρίου.

Το τελευταίο –και πιο κρίσιμο– ζήτημα αφορά στην κρίση του ΑΕΔ περί μη «επανάληψης της ψηφοφορίας» για την πλήρωση των κενωθεισών εδρών, δηλαδή στην ενδιάμεση πρόταση [Β2]. Εν όψει της απαραίτητης σωρευτικής συνδρομής και των τριών ενδιαμέσων προτάσεων, ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα της οριστικής κένωσης των εδρών, η μη βασιμότητα αυτής της πρότασης [Β2] θα κλόνιζε και το συμπέρασμα [Γ]. Τα παρακάτω επιχειρήματα αφορούν αυτήν ακριβώς την θέση περί μη «επανάληψης της ψηφοφορίας».

ΙΙΙ.

Το άρθρο 53 §2 Συντ. προβλέπει ότι:

«Bουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών».

Από αυτή την διάταξη προκύπτει ότι ο νόμος μπορεί να προβλέπει ότι για την πλήρωση των κενουμένων κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου εδρών «απαιτείται» αναπληρωματική εκλογή. Η αναφορά σε τοιαύτη πρόβλεψη του νόμου δικαιολογείται εν όψει της επικρατούσης, υπό την κομματική διάρθρωση του εκλογικού ανταγωνισμού, αναπλήρωσης από υποψηφίους του οικείου κομματικού συνδυασμού[9]. Τέτοια απαίτηση διενέργειας αναπληρωματικής εκλογής κάμπτεται επί κενώσεως μέχρι του ενός πέμπτου του όλου αριθμού εδρών εντός του τελευταίου έτους της περιόδου. Η πλήρωση, όμως, της κενωθείσης έδρας δι’ άλλου –πλην της αναπληρωματικής εκλογής– τρόπου (π.χ. δι’ ευθείας αναπληρώσεως) είναι υποχρεωτική και κατά το τελευταίο έτος της περιόδου. Από το άρθρο 53 §2 Συντ., λοιπόν, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν είναι υποχρεωτική η πλήρωση των κενουμένων εδρών καθ’ όλην την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής και ότι μόνη εξαίρεση είναι η κατά το τελευταίο έτος μη πλήρωση κενωθεισών εδρών δι’ αναπληρωματικής εκλογής προβλεπομένης στον νόμο μέχρι του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των εδρών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, πλην αυτής της συνταγματικώς προβλεπόμενης εξαιρέσεως, η πλήρωση κάθε κενουμένης έδρας είναι συνταγματικώς υποχρεωτική[10].

Στο σημείο αυτό απαιτείται μια αναγκαία διάκριση,  στην οποία νομίζω ότι δεν έχει δοθεί η προσήκουσα σημασία κατά την μέχρι τώρα συζήτηση επί της αποφάσεως του ΑΕΔ: Κατ’ αρχήν οι εκλογές είναι γενικές και διεξάγονται ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, σύμφωνα με το άρθρο 51 §4 εδ. α΄ Συντ. Η μερική εκλογή προβλέπεται από το Σύνταγμα στο ως άνω άρθρο 53 §2, όπου γίνεται λόγος για αναπληρωματική εκλογή. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση μερικής εκλογής που γνωρίζει διαχρονικώς η εκλογική νομοθεσία μας, ανεξαρτήτως σχετικών προβλέψεων στις οικείες συνταγματικές διατάξεις. Η μερική εκλογή μπορεί να είναι είτε αναπληρωτική είτε επαναληπτική[11]. Αυτή η διάκριση είναι κρίσιμη για την εκτίμηση των εννόμων συνεπειών της ακύρωσης των ανακηρύξεων των τριών βουλευτών με την απόφαση του ΑΕΔ. Η αναπληρωτική εκλογή αφορά στην κένωση έδρας που έχει καταληφθεί μεν εγκύρως αλλά εν συνεχεία κενούται είτε λόγω εκπτώσεως του βουλευτού είτε λόγω παραιτήσεως είτε λόγω θανάτου, δηλαδή εν πάση περιπτώσει για λόγους που δεν θίγουν την εγκυρότητα της ανακήρυξης. Αντιθέτως, η επαναληπτική εκλογή αφορά περιπτώσεις στις οποίες η έδρα κενούται λόγω ακύρου εκλογής και ανακηρύξεως του βουλευτή. Άρα, στις περιπτώσεις που ακυρούται με απόφαση του ΑΕΔ η ανακήρυξη βουλευτών, η μερική εκλογή προς πλήρωση των οικείων εδρών είναι επαναληπτική –και όχι αναπληρωτική– εκλογή.

Η διάκριση της μερικής εκλογής αναλόγως αναγωγής της σε επιγενόμενο της εκλογής λόγο (αναπληρωτική) ή στο κύρος της ίδιας της εκλογής (επαναληπτική) αναγνωρίζεται ήδη προ του Συντάγματος του 1911, με το άρθρο 69 εδ. β΄ του οποίου ετέθη το πρώτον διάταξη συναφής προς αυτήν του άρθρου 53 §2 του ισχύοντος Συντάγματος. Συγκεκριμένα, με το Ψήφισμα της 16-2-1911 της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 44/23-2-1911) είχε ορισθεί ότι διαρκούσης της αναθεωρητικής διαδικασίας δεν ενεργούνται εκλογές προς πλήρωση των βουλευτικών εδρών που κενούνται είτε «ένεκα θανάτου τινός των εκλεγέντων Βουλευτών» είτε ένεκα «ακυρώσεως της εκλογής αυτού ένεκα ελλείψεως προσόντων». Οι δύο διακρινόμενες στο Ψήφισμα περιπτώσεις κενώσεως βουλευτικών εδρών αντιστοιχούσαν στα ήδη τότε προβλεπόμενα υπό τον εκλογικό νόμο ΧΜΗ΄/17-9-1877 (ΦΕΚ 76/17-8-1877). Το άρθρο 96 αυτού διέκρινε τις δύο περιπτώσεις και ως προς τον χρόνο διεξαγωγής της μερικής εκλογής. Στην μεν πρώτη παράγραφο οριζόταν ότι σε περιπτώσεις θανάτου, παραίτησης, ανικανότητας ή ασυμβιβάστου, «διατάσσεται αμέσως νέα εκλογή προς αναπλήρωσιν αυτού» και η ψηφοφορία ενεργείται εντός δύο μηνών. Η δεύτερη παράγραφος περιείχε διακεκριμένη ρύθμιση της περίπτωσης ακύρωσης εκλογής βουλευτού, με περαιτέρω διάκριση μεταξύ της ακύρωσης «ένεκεν ελλείψεως προσόντων», οπότε οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν εντός δύο μηνών, και της «απλώς […] επαναλήψεως της διαδικασίας», οπότε οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν εντός μηνός.

Διάταξη περί μερικής εκλογής δεν εισήχθη ρητώς στο Σύνταγμα του 1911, με το άρθρο 69 §2 του οποίου ορίσθηκε απλώς ότι δεν πληρούται έδρα κενωθείσα κατά το τελευταίο έτος της περιόδου και μέχρι το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών, συναγομένου ότι σε κάθε άλλη περίπτωση είναι υποχρεωτική η πλήρωση κενωθείσης έδρας. Υπό την ισχύ αυτής της συνταγματικής διατάξεως εξακολούθησε να αναγνωρίζεται η διάκριση της πληρώσεως κενωθείσης έδρας δι’ αναπληρωτικής εκλογής από την πλήρωσή της δι’ επαναληπτικής εκλογής[12]. Η συνταγματική ρύθμιση του 1911 επαναλήφθηκε στο άρθρο 69 §2 του Συντάγματος του 1952, με την προσθήκη ότι η εξαίρεση από τον κανόνα της πλήρωσης κενωθεισών εδρών κατά το τελευταίο έτος της περιόδου αφορά μόνο την «δι’ αναπληρωτικής εκλογής» πλήρωση.

Κατά την γνώμη μας, η εξαίρεση της «αναπληρωματικής εκλογής» στο άρθρο 53 §2 του ισχύοντος Συντάγματος δεν καταλαμβάνει και την, κατά τα ανωτέρω, περίπτωση επαναληπτικής εκλογής λόγω ακυρότητας της ανακήρυξης βουλευτή, διότι τότε θα ετίθετο ζήτημα παράκαμψης της λαϊκής βούλησης δια της παρεισφρήσεως πλημμελειών μη θεραπευομένων ένεκα του διαδραμόντος χρόνου, με συνέπεια ουδέποτε κατά την οικεία περίοδο να πληρωθεί αληθώς και εγκύρως –ουχί απλώς η έδρα, αλλά– αυτή καθ’ εαυτήν η βούληση του λαού, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52 Συντ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 §3, 58 και 100 §1 περ. α΄ Συντ. Η εξαίρεση του άρθρου 53 §2 Συντ. καταλαμβάνει, κατά την γνώμη μας, μόνον περιπτώσεις κενώσεως έδρας για λόγους επιγενομένους της εκλογής. Παρά ταύτα, ακόμη και να ήθελε θεωρηθεί ότι η «αναπληρωματική εκλογή» του άρθρου 53 §2 Συντ. καταλαμβάνει και την, κατά τα ανωτέρω, περίπτωση της μερικής επαναληπτικής εκλογής[13], εν προκειμένω δεν συντρέχουν ούτως ή άλλως οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης του άρθρου 53 §2 Συντ., καθώς η δια της αποφάσεως του ΑΕΔ κένωση των τριών εδρών στις δύο εκλογικές περιφέρειες ετελέσθη προ του τελευταίου έτους της περιόδου της Βουλής που προήλθε από τις εκλογές του 2023, και συγκεκριμένα ετελέσθη κατά την Β΄ Σύνοδο της Κ΄ Περιόδου της Βουλής.

Δοθέντος, λοιπόν, ότι, κατά τα ανωτέρω, οι κενωθείσες έδρες δεν μπορούν να πληρωθούν ούτε με αναπληρωτές εκ των συνδυασμών του αυτού κόμματος ούτε με ευθεία ανακατανομή των εδρών μεταξύ των λοιπών κομμάτων, εξεταστέες οι νομοθετικές προβλέψεις για την διεξαγωγή εκλογής κατόπιν ακυρώσεως ανακήρυξης βουλευτή εντός του πλαισίου της ανωτέρω διακρίσεως δύο περιπτώσεων μερικής εκλογής. Η ισχύουσα εκλογική νομοθεσία διακρίνει με σαφήνεια την περίπτωση της επαναληπτικής εκλογής από αυτήν την αναπληρωματικής εκλογής. Την επαναληπτική εκλογή, η οποία διεξάγεται συνεπεία ακύρωσης της ανακήρυξης βουλευτή, προβλέπει το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012. Αυτή είναι η εν προκειμένω εφαρμοστέα διάταξη, και όχι το άρθρο 104 του π.δ. 26/2012[14] το οποίο αφορά την διακεκριμένη περίπτωση της αναπληρωτικής εκλογής για επιγενόμενο της εκλογής λόγο (και, κατά την §4, της ακύρωσης ελλείψει νομίμων προσόντων[15]), διότι η απόφαση του ΑΕΔ εξεδόθη επί ενστάσεων κατά της υπ’ αριθμόν 174/2023 αποφάσεως του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου περί ανακηρύξεως βουλευτών. Σημειωτέον ότι τα εν λόγω δύο άρθρα είναι εντεταγμένα σε διαφορετικά κεφάλαια του π.δ. 26/2012, το μεν άρθρο 102 στο κεφάλαιο ΙΒ΄ με τίτλο «Επανάληψη ψηφοφορίας», το δε άρθρο 104 στο κεφάλαιο ΙΔ΄ με τίτλο «Αναπληρωματική εκλογή».

Το εφαρμοστέο άρθρο 102 του π.δ. 26/2012 προβλέπει ότι η ακύρωση της εκλογής για παράβαση του νόμου και για πλημμέλειες, είτε στη συνολική εκλογική περιφέρεια είτε σε ορισμένα τμήματα αυτής, επάγεται την επανάληψη της ψηφοφορίας στα οικεία τμήματα με βάση τους εκλογικούς καταλόγους της αρχικής ψηφοφορίας και χωρίς πρόταση και ανακήρυξη νέων υποψηφίων (§2). Επαναλαμβάνεται δηλαδή η ψηφοφορία κατά το μέτρο του αναγκαίου και υπό τους νομικούς όρους και τις συνθήκες που ίσχυαν κατά την αρχική ψηφοφορία. Σε αντίθεση με την περίπτωση της αναπληρωματικής εκλογής του άρθρου 104, στην επαναληπτική εκλογή δεν μπορούν να λάβουν μέρος νέοι υποψήφιοι. Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι υποχρεούνται να συμμετάσχουν όλοι όσοι ήσαν αρχικώς υποψήφιοι, αλλά ότι δεν μπορούν να προστεθούν άλλοι.

Μια δεύτερη δέσμευση της επαναληπτικής εκλογής από την αρχική ψηφοφορία είναι ότι, σύμφωνα με την §4 του άρθρου 102, το αποτέλεσμα της επαναληπτικής εκλογής δεν επηρεάζει το σύνολο των ψήφων των κομμάτων και τα ποσοστά τους επί της επικρατείας[16]. Τούτο σημαίνει ότι από το αποτέλεσμα της επαναληπτικής εκλογής δεν επηρεάζεται ο αριθμός των συνολικών εδρών εκάστου κόμματος στην επικράτεια, όπως εξάγεται σύμφωνα ιδίως με το άρθρο 99 §2 και το άρθρο 100 §§1-3 του π.δ. 26/2012. Αυτός ο αριθμός των εδρών αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται η νέα κατανομή εδρών βάσει της επαναληπτικής εκλογής στο επίπεδο των εκλογικών περιφερειών κατά τα προβλεπόμενα στις λοιπές παραγράφους του άρθρου 100 του π.δ. 26/2012. Πρόκειται, δηλαδή, περιορισμένη εφαρμογή των γενικών κανόνων κατανομής εδρών στις περιπτώσεις επαναληπτικής εκλογής. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις αναπληρωματικής εκλογής, οι έδρες κατανέμονται αδεσμεύτως από το αρχικό συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα βάσει των ειδικών κανόνων εντοπίως εφαρμοζομένου εκλογικού συστήματος που προβλέπεται στην §3 του άρθρου 104 του π.δ. 26/2012.

Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση επιβαλλομένης πληρώσεως των τριών κενωθεισών εδρών δι’ επαναληπτικής εκλογής η αρχική κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων στο επίπεδο της επικράτειας εξ ορισμού θα μεταβληθεί, αφού αποκλείονται από την επαναληπτική εκλογική διαδικασία υποψήφιοι του κόμματος με τους συνδυασμούς του οποίου είχαν εκλεγεί οι βουλευτές των οποίων ακυρώθηκαν οι ανακηρύξεις με την απόφαση του ΑΕΔ. Τούτο σημαίνει ότι οι έδρες των βουλευτών του εν λόγω κόμματος θα είναι οριστικώς κατά τρεις λιγότερες έναντι της αρχικής κατανομής (μη λαμβανομένων υπόψη άλλων εν τω μεταξύ μεταβολών ως προς την οικεία κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) και ότι οι εν λόγω έδρες πρέπει να κατανεμηθούν στα λοιπά κόμματα. Ο κανόνας του άρθρου 102 §4 του π.δ. 26/2012 εξακολουθεί να τηρείται με την έννοια ότι ο συνολικός αριθμός των εδρών των λοιπών κομμάτων δεν επηρεάζεται επί τα ελάττω από την επαναληπτική εκλογή. Ωστόσο, εν όψει του μηδενισμού στην επαναληπτική εκλογή των ψήφων του κόμματος του οποίου βουλευτές αφορούν οι ακυρωτικές αποφάσεις του ΑΕΔ, οι τρεις κενωθείσες έδρες θα αποδοθούν βάσει του αποτελέσματος της επαναληπτικής εκλογής, η οποία, όπως και στις λοιπές περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 102 του π.δ. 26/2012, ενεργεί μόνο στο επίπεδο της κατανομής εντός των εκλογικών περιφερειών χωρίς κατ’ αρχήν επιρροή στην συνολική κατανομή των εδρών στην επικράτεια, εν προκειμένω με την ιδιαίτερη έννοια της μη επί τα ελάττω επιρροής. Σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή, υφίσταται μια αντιστροφή της συνήθους κατεύθυνσης λειτουργίας του ισχύοντος εκλογικού συστήματος από τον υπολογισμό επί της επικρατείας προς την εξειδίκευση στο επίπεδο των εκλογικών περιφερειών: Με την επαναληπτική εκλογή επί κενώσεως εδρών αποκλειομένου εφ’ εξής κόμματος το αποτέλεσμα στο επίπεδο των εκλογικών περιφερειών επηρεάζει εν τέλει την συνολική κατανομή μεταξύ των λοιπών κομμάτων. Με αυτόν τον τρόπο διατηρείται κατ’ αρχήν η κοινοβουλευτική σταθερότητα, και κατ’ επέκταση η κυβερνητική σταθερότητα στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, βάσει της αρχικής εκλογικής διαδικασίας, ικανοποιουμένης όμως παραλλήλως της συνταγματικής υποχρέωσης πληρώσεως των κενωθεισών εδρών, η οποία βασίζεται στο άρθρο 53 §2 Συντ. ως έκφανση του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Πάντως, αν ήθελε θεωρηθεί ότι είναι contra legem η ανωτέρω ερμηνευτική συστολή του γράμματος του άρθρου 102 §4 του π.δ. 26/2012 και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω είναι αδύνατο το επιβαλλόμενο από αυτήν την διάταξη αμετάβλητο της αρχικής κατανομής, τότε η συνταγματική επιταγή πλήρωσης των κενουμένων εδρών θα επέβαλε την μη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση (: μερική αντισυνταγματικότητα) του άρθρου 102 §4 του π.δ. 26/2012.

ΙV.

Τα ανωτέρω προβλεπόμενα στην εκλογική νομοθεσία, δια των οποίων ικανοποιείται η συνταγματική επιταγή της πληρώσεως εδρών κενουμένων ένεκα ακυρώσεως ανακηρύξεως βουλευτού, έχουν το δικονομικό αντίκρισμά τους στις εξουσίες του ΑΕΔ συμφώνως προς το άρθρο 32 του ν. 345/1976. Η §2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι, εάν το ΑΕΔ διαγνώσει «παράβασιν νόμου περί την ενέργειαν της εκλογής» και αυτό το εκλογικό ελάττωμα προκαλεί αμφιβολία περί του εάν το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο άνευ τούτου, ακυρούται η ανακήρυξη των βουλευτών ή αναπληρωματικών, η οποία κρίνεται τοιουτοτρόπως αμφίβολος, και διατάσσεται η επανάληψη της ψηφοφορίας μεταξύ των αυτών υποψηφίων. Η «επανάληψις της ψηφοφορίας διατάσσεται δια της ιδίας αποφάσεως είτε εις ολόκληρον την εκλογικήν περιφέρειαν είτε εις ωρισμένα τμήματα αυτής». Η διάταξη δεν καταλείπει περιθώριο μη ενέργειας επαναληπτικής εκλογής σε αυτή την περίπτωση. Εάν το ΑΕΔ αμφιβάλλει, δηλαδή εάν δεν μπορεί να αποκαταστήσει την εκλογική τάξη με βέβαια συμπεράσματα ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα άνευ της παρεισφρήσεως του διαγιγνωσκομένου ελαττώματος, διατάσσεται επαναληπτική εκλογή σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας είτε συνολικώς είτε μερικώς. Εφ’ όσον δηλαδή η εκλογική τάξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί θετικώς δια της δικαστικής αποφάσεως (δηλαδή με θετική διάταξη υποκαθιστώσα την ακυρωθείσα ανακήρυξη), το ΑΕΔ αρκείται στην ακύρωση της ανακήρυξης και παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα, λόγω αρμοδιότητας, στο εκλογικό σώμα, ώστε να αποφασίσει βάσει της εκλογικής νομοθεσίας, δηλαδή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102 του π.δ. 26/2012. Απεναντίας, όταν το ΑΕΔ, «εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως» δύναται να εκφέρει θετική κρίση, συνεπεία της ακυρωτικής αποφάσεώς του, δηλαδή όταν δεν αμφιβάλλει για την μία και μόνη ορθή ανακήρυξη βουλευτών κατά παραμερισμό «λάθους περί την αρίθμησιν των ψήφων» ή άλλης τινός κατά φύσιν δυναμένης να αποκατασταθεί αμέσως εκλογικής παραβάσεως [εξαιρετικά δυσχερής, πάντως, τέτοια άμεση θετική αποκατάσταση σε περιπτώσεις μη αφορώσες αρίθμηση ψήφων, προσόντα (ούτως ή άλλως, υπαγόμενα στο άρθρο 104 §4 του π.δ. 26/2012) ή κωλύματα βουλευτών], οφείλει να πράξει τούτο με την απόφασή του, διότι είναι «περιττή» η επανάληψη της ψηφοφορίας ελλείψει αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο της θετικώς αποκαταστατέας εκλογικής τάξης (άρθρο 32 §3 του ν. 345/1976). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις των §§2 και 3 του άρθρου 32 του ν. 345/1976, το ΑΕΔ πρέπει να εξαντλεί την εξουσία της θετικής κρίσεώς του συνεπεία της ακυρώσεως (άρθρο 32 §4 του ν. 345/1976), δηλαδή κατά το μέτρο που δεν υφίσταται αμφιβολία επαγομένη υποχρεωτικώς την παραπομπή του ζητήματος στο εκλογικό σώμα κατά την §2.

Εάν το ΑΕΔ δεν δύναται να διαγνώσει, τότε δεν δύναται και να δικαιοδοτήσει, με συνέπεια η όποια κρίση του, εξερχομένη της βεβαιότητος ως προς τις νόμιμες ανακηρύξεις βουλευτών συνεπεία ακυρωτικής αποφάσεώς του, να κείται εκτός της δικαιοδοσίας του. Το ΑΕΔ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του κατά τα άρθρα 58 και 100 §1 περ. α’ Συντ. διαφυλάττει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης κατά το άρθρο 52 Συντ. στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που έχει το εκλογικό σώμα βάσει του άρθρου 51 §3 Συντ. Κατά συνέπειαν, με όρους δικαιοδοτικής βεβαιότητος εξαντλεί την δυνατότητα απόδοσης στην αρχικώς γενόμενη άσκηση της εκλογικής αρμοδιότητας των εννόμων συνεπειών της ως προς την σύνθεση της Βουλής κατ’ αποκατάστασιν της εκλογικής τάξεως[17], σύμφωνα με το άρθρο 32 §3 το ν. 345/1976, και εν αμφιβολία περί του περιεχομένου της εκλογικής βουλήσεως ένεκα της διαγιγνωσκομένης παραβάσεως παραπέμπει εκ νέου την απόφαση περί της συνθέσεως της Βουλής στο εκλογικό σώμα, σύμφωνα με το άρθρο 32 §2 του ν. 345/1976.

Η αρμοδιότητα του ΑΕΔ είναι αμιγώς δικαιοδοτική, δηλαδή αφορά την επίλυση διαφοράς, και μάλιστα κατά σύστημα αυστηρής πρωτοβουλίας του διαδίκων και εντός των ορίων των ενστάσεών τους. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν έχει κάποια αρμοδιότητα γενικής εξελέγξεως των εκλογών, δηλαδή εν γένει ορισμού ή ρύθμισης των εκλογικών πραγμάτων κατά συνάφειαν με γενόμενες εκλογές ή εξώδικης (: εκτός των ορίων της προς επίλυση εννόμου διαφοράς) άρσεως αμφισβητήσεων ή αμφιβολιών σχετικά με την εκλογική διαδικασία. Η αρμοδιότητά του περιορίζεται στην εξέταση των ενστάσεων, στην ακύρωση της ανακήρυξης και, εφ’ όσον υφίσταται δικαιοδοτική βεβαιότητα, στην συνεπεία των λόγων ακύρωσης θετική διαπλαστική κρίση περί της νόμιμης συνθέσεως της Βουλής. Πρόκειται αμιγώς δικαιοδοτική αρμοδιότητα προς επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς αναφορικά με την ανακήρυξη συγκεκριμένων βουλευτών[18]. Η διαπλαστική εξουσία του ΑΕΔ δεν μπορεί να υπερβαίνει την υποκείμενη διάγνωση, αλλά συναρτάται αρρήκτως και αναγκαίως προς αυτήν.

Επομένως, σε περίπτωση που το ΑΕΔ επιλύει μια εκλογική διαφορά αποφασίζοντας την ακύρωση μιας ανακήρυξης βουλευτή χωρίς να μπορεί να αποκαταστήσει με βεβαία θετική κρίση περί της νομίμου συνθέσεως της Βουλής την εκλογική τάξη, το αντικείμενο της απόφασής του και η εξ αυτής παραγομένη νομική δέσμευση αφορούν μόνον την ακύρωση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η αποκατάσταση της εκλογικής τάξης θα ολοκληρωθεί κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητας του εκλογικού σώματος με επαναληπτική εκλογή κατά τα προβλεπόμενα στην εκλογική νομοθεσία συμφώνως προς το Σύνταγμα. Το ότι το άρθρο 32 §2 του ν. 345/1976 προβλέπει ότι, εν αμφιβολία περί της νομίμου συνθέσεως της Βουλής κατά παραμερισμό του εκλογικού ελαττώματος που οδήγησε στην ακύρωση της ανακήρυξης, η επανάληψη της ψηφοφορίας «διατάσσεται δια της ιδίας αποφάσεως», δεν σημαίνει ότι το ΑΕΔ έχει κάποια ευχέρεια να μη διατάξει εν τοιαύτη περιπτώσει επαναληπτικές εκλογές. Η επίλυση της διαφοράς έχει δικαιοδοτικώς ολοκληρωθεί με την ακύρωση της ανακήρυξης, καθώς το ΑΕΔ δεν δύναται εν τοιαύτη περιπτώσει –δηλαδή εν αμφιβολία– να προβεί σε συνακόλουθη θετική διάγνωση και επιβεβαιοί τούτο δια της διατάξεως περί επαναληπτικών εκλογών. Ακόμη και αν παραλείψει, λοιπόν, μια τέτοια διάταξη, η οποία κείται εκτός του διαγνωστικού τμήματος της κρίσεώς του και οπωσδήποτε δεν υπάγεται σε κάποια ευχέρειά του, είναι άμεσα εφαρμοστέο –από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία όργανα– το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012.

Το ΑΕΔ δεν έχει δικαιοδοτική αρμοδιότητα αποκλεισμού των επαναληπτικών εκλογών σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32 §2 του ν. 345/1976. Ούτε αποτελεί τμήμα της δικαιοδοτικής κρίσης του η όποια σκέψη περί «περιττής» επανάληψης της ψηφοφορίας. Στο άρθρο 32 η αναφορά σε «περιττή» επανάληψη της ψηφοφορίας δεν αφορά το περιεχόμενο κάποιας δικαστικής διάταξης (περί μη ενέργειας εκλογών) βάσει της §2, αλλά τουναντίον αφορά την δικαιοδοτική αποκατάσταση της εκλογικής τάξης δια θετικής κρίσεως του ΑΕΔ, όταν δηλαδή υφίσταται δικαιοδοτική βεβαιότητα, με συνέπεια να είναι εξ αυτού του λόγου «περιττή» η επανάληψη της ψηφοφορίας. Η κρίση περί «περιττής» επανάληψης της ψηφοφορίας έχει νομική σημασία μόνον προς πλήρωση των κενουμένων εδρών με την ίδια την απόφαση του ΑΕΔ (§3), και όχι ως λόγος οριστικής κενώσεως των εδρών. Όταν  η εκφορά μιας τέτοιας δικαστικής κρίσεως περί άμεσης πληρώσεως δεν είναι εφικτή, διότι ο γενόμενος δεκτός λόγος ακύρωσης γεννά αμφιβολία αποκλείουσα τοιαύτη θετική δικαιοδοτική κρίση, επιβάλλεται η ενέργεια επαναληπτικής εκλογής (§2).

Επομένως, η αναφορά της περιλήψεως της προκειμένης αποφάσεως του ΑΕΔ σε «περιττή» επανάληψη της ψηφοφορίας και, κατ’ ακολουθίαν, σε οριστική κένωση των οικείων τριών εδρών δεν αποτελεί τμήμα της δικαιοδοτικώς επιλυόμενης εννόμου διαφοράς. Το ζήτημα αυτό δεν έχει αχθεί προς κρίση στο ΑΕΔ ούτε προκύπτει κάποια αρμοδιότητά του για εκφορά τοιαύτης δεσμευτικής κρίσεως οδηγούσης σε οριστική κένωση των εδρών, όταν εκ των πραγμάτων και του γενομένου δεκτού λόγου ακυρώσεως το ΑΕΔ δεν δύναται, κατ’ εφαρμογήν της §3 του ν. 345/1976, να δικαιοδοτήσει και θετικώς ως προς την επίλυση της διαφοράς συνεπεία της ακυρωτικής κρίσης του. Επομένως, η αναφορά σε «περιττή» επανάληψη της ψηφοφορίας  κείται εκτός του αντικειμένου της διαφοράς και των συνεπεία της ακυρωτικής επιλύσεως αυτής δυναμένων να εξενεχθούν θετικών διατάξεων του κατά νόμον αντικειμένου της δικαστικής αποφάσεως, οπότε δεν μπορεί παρά να αποτελεί obiter dictum και, επομένως, δεν αποτελεί ούτε δεδικασμένο ούτε άλλως πως αντικείμενο της παραγομένης εκ της αποφάσεως του ΑΕΔ δεσμεύσεως. Συνεπώς, η απόφαση του ΑΕΔ παράγει δέσμευση (δεδικασμένο και διαπλαστική ενέργεια) μόνον ως προς την ακύρωση των συγκεκριμένων τριών ανακηρύξεων στις δύο εκλογικές περιφέρειες και ως προς τον παντάπασιν αποκλεισμό υποψηφίων του εν λόγω κόμματος από την πλήρωση των κενωθεισών εδρών εν όψει της φύσεως της παραβάσεως. Καθώς δε η ακύρωση των ανακηρύξεων δεν συνοδεύεται, εν αμφιβολία του ΑΕΔ εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως, από θετική διάγνωση περί των καταλαμβανόντων τις κενωθείσες έδρες βουλευτών, η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών είναι, κατά το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, υποχρεωτική. Τα, κατά το Σύνταγμα, αρμόδια για την διεξαγωγή των εκλογών όργανα δεν δεσμεύονται από το obiter dictum περί «περιττής» επανάληψης της ψηφοφορίας, αλλά αντιθέτως υποχρεούνται να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το εκλογικό σώμα να ασκήσει την αρμοδιότητά του κατά το άρθρο 51 §3 Συντ. και το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012.

Αυτονοήτως, η μέχρι τώρα εν περιλήψει γνώση της απόφασης του ΑΕΔ καθιστά αναγκαία την διατύπωση μιας επιφύλαξης ως προς την, κατά το δημοσιευθησόμενο αναλυτικό σκεπτικό της αποφάσεως, έννοια και την θεμελίωση του «περιττού» των επαναληπτικών εκλογών και, κυρίως, ως προς την οριστική κένωση των τριών εδρών. Ωστόσο, οι ανωτέρω σκέψεις περί του πρακτέου μετά την απόφαση του ΑΕΔ βασίζονται στην συνταγματική υποχρέωση πλήρωσης των κενουμένων εδρών, και μάλιστα των κενουμένων λόγω ακυρότητας της εκλογής επιτείνουσας την κατά το άρθρο 53 §2 επιταγή πληρώσεως με κανονιστική προβολή στο άρθρο 52 Συντ., στην ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της εκλογικής νομοθεσίας (άρθρο 102 του π.δ. 26/2012) και στους δικονομικούς ορισμούς σχετικά με την δικαιοδοσία του ΑΕΔ και τις συναφώς παραγόμενες έννομες συνέπειες των αποφάσεών του (άρθρο 32 του ν. 345/1976). Συνεπώς, για λόγους συνταγματικούς και δικονομικούς εκτιμώ, με αυτονόητη επιφύλαξη πλήρους σεβασμού προς την αναμονή του πλήρους σκεπτικού του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ότι η σκέψη περί «περιττού» της επαναληπτικής εκλογής δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε κάποια συστηματική ερμηνεία της εκλογικής νομοθεσίας και των νεοπαγών διατάξεων περί αποκλεισμού υποψηφίων που εν προκειμένω εφαρμόσθηκαν, δηλαδή σε κάποιες ενδεχομένως «τεχνικού» χαρακτήρα δυσχέρειες που ενδέχεται να διαπιστώνει το Δικαστήριο ως προς την πλήρωση των εδρών εν όψει αναφομοίωτων διαστάσεων των νεοπαγών ρυθμίσεων στο διαδικαστικό οπλοστάσιο της εκλογικής νομοθεσίας μας[19]. Το όριο, όμως, σε όποια τέτοια κρίση είναι τα ίδια τα όρια της εκ του Συντάγματος δικαιοδοσίας του ΑΕΔ και, κυρίως, η συνταγματική υποχρέωση πλήρωσης των κενουμένων εδρών, η οποία προβάλλεται στις θεμελιώδεις επιταγές του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της λαϊκής κυριαρχίας, που καθιστούν την προσφυγή σε νέα απόφαση του εκλογικού σώματος –όχι ultimum refugium  εν όψει της όποιας τοιαύτης δυσχέρειας, αλλά– μονόδρομο προς το άμεσο όργανο του κράτους που είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφαίνεται αυθεντικώς όταν έχουν εξαντληθεί τα όρια της δικαιοδοσίας του ΑΕΔ, η οποία ούτως ή άλλως φυλάττει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της θέλησης αυτού του άμεσου οργάνου του κράτους. Με αυτές τις σκέψεις επαναλαμβάνω ότι η σκέψη του ΑΕΔ περί «περιττού» της επαναληπτικής εκλογής δεν μπορεί παρά να αποτελεί obiter dictum μη δεσμεύον ούτε τους διαδίκους ούτε τρίτους.

Για αυτούς τους λόγους, η μόνη συναφής δέσμευση που παράγεται συνεπεία της αποφάσεως του ΑΕΔ, κατόπιν της ακύρωσης των τριών ανακηρύξεων, είναι η επανάληψη της εκλογής στις κρίσιμες δύο εκλογικές περιφέρειες της Β΄ Θεσσαλονίκης και της Β΄ Πειραιώς εντός ενός μηνός από την δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του ΑΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012. Αυτό είναι το πρακτέο για τα κρατικά όργανα που είναι αρμόδια να προβούν στις αναγκαίες πράξεις για την διεξαγωγή των επαναληπτικών εκλογών.

Κυριάκος Π. Παπανικολάου

Λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης


[1] Βλ. Χ. Τσιλιώτη, «Η ultra vires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα Ανώτατο Δικαστήριο υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του», SyntagmaWatch, 11-6-2025.

[2] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, «Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση», Καθημερινή, 15-6-2025, όπου υποστηρίζεται ότι εν προκειμένω ήταν δυνατή η, βάσει του άρθρου 32 §4 του ν. 345/1976, ακύρωση των ανακηρύξεων και των λοιπών βουλευτών που εξελέγησαν με τους συνδυασμούς του εν λόγω κόμματος.

[3] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. π. (σημ. 2), όπου υποστηρίζεται ότι το ΑΕΔ θα μπορούσε να αναπέμψει την υπόθεση στην Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή προς ανακατανομή των εδρών στα λοιπά κόμματα, Γ. Δελλή, «Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία», Καθημερινή, 15-6-2025, σελ. 17.

[4] Κριτική στην απόφαση ως προς αυτό το σημείο, το οποίο αποτελεί και το κύριο αντικείμενο του παρόντος κειμένου, ασκούν οι Χ. Τσιλιώτης, όπ. π. (σημ. 1), Ξ. Κοντιάδης, «Οι πλειοψηφίες στη Βουλή των 297», Τα Νέα, 14-15/6/2025, σελ. 28, Αντ. Καραμπατζός, «Η δημοκρατική αρχή σε δοκιμασία», Τα Νέα 14-15/6/2025, σελ. 28, Γ. Δελλής, όπ. π. (σημ. 3), Σπ. Βλαχόπουλος, «Κοινοβούλιο με κενές έδρες: Η προδιαγεγραμμένη κατάληξη μιας αδιέξοδης πορείας», SyntagmaWatch, 16-6-2025. Πρβλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. π. (σημ. 2), ο οποίος χαρακτηρίζει μεν αυτή την κρίση του ΑΕΔ ως «ανεξήγητο», αλλά θεωρεί ότι «δεν προκαλεί όμως μείζον θεσμικό ζήτημα».

[5] Ο όρος που χρησιμοποιείται στα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα σχετικά με την απόφαση του ΑΕΔ είναι «αναπληρωματική» εκλογή, διότι θεωρείται ότι εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 104 του π.δ. 26/2012 (πρβλ. κατωτ., υποσημ. 14). Κατά την γνώμη μας, όμως, πρόκειται, σύμφωνα με την κατωτέρω υπό ΙΙΙ ανάλυση, «επαναληπτική» εκλογή («επανάληψη» της ψηφοφορίας, κατά τον όρο που περιέχεται στην περίληψη της απόφασης του ΑΕΔ) κατά το άρθρο 102 του π.δ. 26/2012.

[6] Βλ. ανωτ., υποσημ. 4.

[7] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου/Ξ. Κοντιάδη, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2025,σελ. 291.

[8] Το ελάττωμα αυτό δεν φέρει η εδώ υποστηριζόμενη επαναληπτική εκλογή, δια της οποίας ασκείται εκ νέου η αρμοδιότητα του εκλογικού σώματος (βλ. κατωτ., κυρίως υπό ΙΙΙ).

[9] Για την σύνδεση της νομοθετικής ρήτρας του άρθρου 53 §2 Συντ. με τα αναλογικά εκλογικά συστήματα και το κομματικό φαινόμενο βλ. Αθ. Τσιμπληνίδη, «Οι επαναληπτικές εκλογές στην Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών», ΤοΣ 18 (1992), σελ. 489 επ.(492-493). – Πρβλ. Άλκ. Δερβιτσιώτη, «Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα», ΕΔΔΔΔ 57 (2013), σελ. 849 επ. (851),όπου υποστηρίζεται ότι από το άρθρο 53 §2 Συντ. συνάγεται a contrario ότι «[ο] κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει τη διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών».

[10] Βλ. Θ. Ξηρού, Άρθρο 53, εν: Σπ. Βλαχόπουλου/Ξ. Κοντιάδη/Γ. Τασόπουλου, Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο (Ηλεκτρονική Έκδοση), Οκτώβριος 2023, §42.

[11] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου/Ξ. Κοντιάδη, Εγχειρίδιο, όπ. π. (σημ. 7), σελ. 242-243.

[12] Βλ. Ν. Ν. Σαριπόλου, Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Α΄, σελ. 322-323, με αυτήν ακριβώς την ορολογία ως προς την διάκριση των δύο περιπτώσεων μερικής εκλογής.

[13] Υπέρ αυτής της απόψεως βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, 6η έκδ., 2021, σελ. 579.

[14] Πρβλ. Χ. Τσιλιώτη, όπ. π. (σημ. 1), Ξ. Κοντιάδη, όπ. π. (σημ. 4), Αντ. Καραμπατζού, όπ. π. (σημ. 4), Γ. Δελλή, όπ. π. (σημ. 3), που παραπέμπουν σε εφαρμογή του άρθρου 104 του π.δ. 26/2012. 

[15] Η διάταξη στην οποία εν προκειμένω βασίσθηκε η ακύρωση της ανακήρυξης των τριών βουλευτών δεν μπορεί, κατά την γνώμη μας, να τυποποιηθεί ως έλλειψη προσόντων, αλλά αποτελεί οργανωτικό κανόνα εγγυητικό της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βλ. σχετικώς Κ. Παπανικολάου, «Το άρθρο 32 §1 του π.δ. 26/2012 ως περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι», ΔτΑ 96/2023, σελ. 401 επ. (ιδίως σελ. 407-408).Αυτή η τυποποίηση δεν πρέπει να συγχέεται με την εξέταση της συνταγματικότητας της κρίσιμης διάταξης ως προς την επιρροή της στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι εντός του αντιπροσωπευτικού συστήματος υπό το ισχύον εκλογικό σύστημα, επί της οποίας βλ. ibid., σελ. 410-413, και εκτενέστερα στην υπό δημοσίευση συμβολή μου αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 55 του Συντάγματος στην έκδοση «Το Ελληνικό Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία» (Εκδ. Σάκκουλα/Επιστημ. Διεύθ.: Ευ. Βενιζέλος), §12.

[16] Αυτή η ρύθμιση εισήχθη στο εκλογικό δίκαιο με το άρθρο 40 του ν. 3457/1955 και περιελήφθη ως άρθρο 140 στο β.δ. της 13-1-1956 (ΦΕΚ 21/14-1-1956, Α΄). Πρβλ. το προϊσχύσαν άρθρο 118 §3 του ν. 5493/1932, περιληφθέν ως άρθρο 131 §3 στο β.δ. της 9-8-1951 (ΦΕΚ 222/9-8-1951, Α΄).

[17] Πρβλ. Θ. Ξηρού, Άρθρο 53, όπ. π. (σημ. 9), §42.

[18] Βλ. Κ. Παπανικολάου, Άρθρο 58, εν: Φ. Σπυρόπουλου/Ξ. Κοντιάδη/Χ. Ανθόπουλου/Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, §3.

[19] Πρβλ. Σπ. Βλαχόπουλου, όπ. π. (σημ. 4).

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Ο κοινοβουλευτισμός της γκαζόζας

Η υπονόμευση του Κοινοβουλευτισμού μέσα από μικροπολιτικές συναλλαγές εντός της Βουλής όχι μόνο απωθεί τους πολίτες, εκτρέφοντας τη δυσπιστία απέναντι στη Βουλή, αλλά παράλληλα φανερώνει πολιτικούς με επιδιώξεις ανέλεγκτης εξουσίας, χωρίς θεσμικά αντίβαρα και δικαιοκρατικά αντισταθμίσματα.

Περισσότερα

Brexit: Η αναστολή των εργασιών της Βουλής, το δημοψήφισμα και η λήψη αποφάσεων για ζητήματα εθνικής στρατηγικής

Ο θεσμός της αναστολής των εργασιών της Βουλής, μπορεί μεν να υφίσταται, αλλά βυθίζει τη Βρετανία σε μία σοβαρότατη συνταγματική κρίση, η οποία θα δούμε πώς θα εξελιχθεί. Είναι και παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν συμφέρει ή όχι το Brexit με ή χωρίς συμφωνία. Η πρωτοβουλία για αναστολή των εργασιών της Βουλής σκοπεύει να εμποδίσει τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης από τη Βουλή πάνω στην κρίσιμη αυτή στάθμιση, για την οποία είναι αρμόδια.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.