Search
Close this search box.

Πολιτική επικοινωνία και προσωπικά δεδομένα: Οι νομικές διαστάσεις της «υπόθεσης Ασημακοπούλου»

Ο Κώστας Μποτόπουλος αναδεικνύει τις νομικές διαστάσεις της "υπόθεσης Ασημακοπούλου", σχετικά με τα e-mail που έλαβαν απόδημοι Έλληνες.

Τα πραγματικά γεγονότα

Την 1η Μαρτίου 2024 είδαν το φως της δημοσιότητας καταγγελίες αποδήμων Ελλήνων, σε διάφορες χώρες του κόσμου, ότι παρέλαβαν στο ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο μηνύματα από την ευρωβουλευτή κα. Α–Μ. Ασημακοπούλου με πολιτικό περιεχόμενο και με σαφείς αναφορές στην προεκλογική εκστρατεία της – παρότι η επίσημη προεκλογική περίοδος δεν έχει αρχίσει – ενόψει των ευρωεκλογών του ερχόμενου Ιουνίου. Κοινό χαρακτηριστικό όσων έλαβαν τα μηνύματα ήταν ότι είχαν γραφεί στην πλατφόρμα που άνοιξε πρόσφατα για την εγγραφή Ελλήνων του εξωτερικού, ώστε να μπορέσουν να ψηφίσουν με επιστολική ψήφο στις εν λόγω εκλογές, με βάση το νόμο 5056/2024, που έδωσε για πρώτη φορά αυτή τη δυνατότητα.

Σε συνέχεια των ως άνω καταγγελιών εξέδωσαν ανακοινώσεις τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, με 24 βουλευτές του δεύτερου να καταθέτουν και σχετική ερώτηση στη Βουλή, ενώ αντίστοιχη ερώτηση κατατέθηκε από Έλληνες ευρωβουλευτές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την υπόθεση ανέλαβε να εξετάσει άμεσα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), κατόπιν, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, «υποβολής μεγάλου αριθμού σχετικών καταγγελιών». Προκαταρκτική έρευνα διέταξε επίσης η Εισαγγελία Αθηνών για ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων της παραβίασης της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα και της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου.

Η εμπλεκόμενη ευρωβουλευτής δήλωσε ότι η εκ μέρους της επεξεργασία των δεδομένων υπήρξε νόμιμη, καθώς αφενός μεν η συλλογή τους έγινε προσωπικώς από την ίδια κατά τις ανά την Ευρώπη περιοδείες της («μού στέλνουν τις κάρτες τους, μού στέλνουν λίστες επειδή επισκέφθηκα το σύλλογό τους και είπαν ότι θα ήθελαν τα μέλη τους να επικοινωνήσω»), αφετέρου δε ακολούθησε τις «νόμιμες διόδους», αφού, με καθοδήγηση και ειδικού που έχει προσλάβει στο γραφείο της, έστελνε «ένα πρώτο e–mail που λέει αν θέλουν να επικοινωνώ μαζί τους να πατήσουν ένα μεγάλο κουμπί που γράφει «Εγγραφή» … όλοι αυτοί που πήραν τα mail έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν, εάν δεν εγγραφούν δεν θα τα ξαναενοχλήσω ποτέ». Δήλωσε επίσης απολύτως πρόθυμη να συνεργαστεί με τις Αρχές.

Το θετό δίκαιο

Η υπόθεση ανέκυψε στο πλαίσιο της πρακτικά απαραίτητης και νομικά ρυθμιζόμενης «επικοινωνίας» πολιτικών – κομμάτων, βουλευτών και ευρωβουλευτών, υποψηφίων για αιρετά αξιώματα – με το εκλογικό σώμα, δυνητικούς ψηφοφόρους και μη. Η συμμετοχή στην πολιτική ζωή της Χώρας κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και περικλείει τόσο τους «απλούς πολίτες»–ψηφοφόρους, όσο και το πολιτικό προσωπικό, για το οποίο, όπως είναι ευνόητο, βασικός – αν όχι, πλέον, αποκλειστικός – μοχλός άσκησης αυτού του δικαιώματός τους είναι η «επικοινωνία». Ειδικά η συμμετοχή όλων των Ελλήνων πολιτών σε πολιτικά κόμματα, και άρα και η πολιτική τους εντός κομμάτων δράση, συμπεριλαμβανόμενης της πολιτικής επικοινωνίας, κατοχυρώνεται, με ειδική έμφαση στην ελευθερία και την υπηρέτηση της δημοκρατίας, στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Το άρθρο 5Α του Συντάγματος κατοχυρώνει, για όλους («καθένας») «δικαίωμα στην πληροφόρηση», που δεν είναι το ίδιο ούτε με την πολιτική συμμετοχή ούτε με την πολιτική επικοινωνία, αλλά συνδέεται, ιδίως στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ, με αμφότερες, αφού στην παρ. 2 του άρθρου γίνεται ρητά λόγος «κοινωνία της πληροφορίας», καθώς και για «πρόσβαση στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά», η οποία μάλιστα πρόσβαση αποτελεί «υποχρέωση του κράτους». Τέλος, η πολιτική επικοινωνία, όπως κάθε είδους επικοινωνία, γίνεται υπό την αυτονόητη και ρητά θεσπιζόμενη στο άρθρο 9Α του Συντάγματος «προστασία των προσωπικών δεδομένων», που «διασφαλίζεται από ανεξάρτητη Αρχή», στην Ελλάδα από την ΑΠΔΠΧ.

Η προστασία αυτή οργανώνεται, για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικώς (υπάρχουν και συμπληρωματικοί εθνικοί νόμοι, στην Ελλάδα ο ν. 4624/2019, που αφορούν σε επιμέρους διευθετήσεις και όχι σε ζητήματα αρχών) μέσω του Γενικού Κανονισμού για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Κανονισμός ΕΕ 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, γνωστός ως GDPR, στο εξής ΓΚΠΔ). Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η πολιτική επικοινωνία υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του ΓΚΠΔ και οφείλει να σέβεται τις αρχές του, όπως εξάλλου αναφέρεται και στις ειδικές Κατευθυντήριες Οδηγίες της ΑΠΔΠΧ, που θα αναλυθούν αμέσως πιο κάτω. Οι κρίσιμες διατάξεις του ΓΚΠΔ για το ζήτημα που μας απασχολεί ανευρίσκονται στα άρθρα 5 (5 παρ. 1 που καθορίζει τις αρχές επεξεργασίας και 5 παρ. 2 που κατοχυρώνει την αρχή της λογοδοσίας) και 6 (ιδίως 6 παρ. 1 περί νομιμότητας της επεξεργασίας και 6 παρ. 4 περί συμβατότητας επεξεργασίας για άλλο σκοπό).       

Ιδιαίτερη σημασία, εντός των παραπάνω διατάξεων, για τις παρούσες αναλύσεις έχουν:

  • Η κατηγορηματική επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που να εκφεύγουν έστω και μίας από τις θεμελιώδεις αρχές του άρθρου 5 παρ. 1 (νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια – περιορισμός σκοπού – ελαχιστοποίηση των δεδομένων – ακρίβεια – περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης – ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα), άρα οι αρχές αυτές ισχύουν και για τα δεδομένα που τυγχάνουν επεξεργασίας για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας.
  • Η ρητή αναφορά στους σκοπούς μιας «δημοκρατικής κοινωνίας» που οφείλει να εξακριβώνει ο κατά το άρθρο 4 παρ. 7 του ΓΚΠΔ «υπεύθυνος επεξεργασίας», στην περίπτωση μας ο πολιτικός που επικοινωνεί με το εκλογικό σώμα, ώστε να είναι – όχι αυτομάτως αλλά ad hoc και υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης δημόσιας Αρχής– επιτρεπτή η επεξεργασία για άλλο σκοπό από αυτόν για τον οποίο είχαν αρχικά συλλεγεί τα δεδομένα. 

Οι εξειδικεύσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Ειδικά με την πολιτική επικοινωνία ασχολούνται και θέτουν το πλαίσιο οι υπ’ αριθμ. 1/2023 Κατευθυντήριες Γραμμές της ΑΔΠΔΧ, που εκδόθηκαν σε συνέχεια των αποφάσεων 1343–5 του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν ερμηνεύσει τον νόμο 3471/2006 περί «προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», και ειδικά το άρθρο 11 περί «μη ζητηθείσας επικοινωνίας», προσαρμόζοντας το (και) στην πολιτική επικοινωνία.

Οι κρίσιμες, ειδικά για την εξεταζόμενη υπόθεση, κατευθύνσεις – στην πραγματικότητα: υποδείξεις – που δίδονται είναι:

  • Η απόφανση ότι οι αρχές του ΓΚΠΔ, όπως εξειδικεύονται με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της ΑΠΔΠΧ, έχουν εφαρμογή σε οποιαδήποτε πολιτική επικοινωνία, «προεκλογική ή μη».
  • Η διευκρίνιση ότι, εφόσον δεν δίδεται η συγκατάθεση του υποκειμένου της επεξεργασίας – στην περίπτωση μας, του προσώπου στο οποίο στέλνεται το ηλεκτρονικό μήνυμα – για να είναι νόμιμη η πολιτική επικοινωνία μέσω μηνυμάτων, θα πρέπει να υπάρχει «υπέρτερο έννομο συμφέρον» και να αποδεικνύεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας – πολιτικό – αποστολέα ότι «η επεξεργασία είναι απαραίτητη … για την προώθηση των πολιτικών του θέσεων, και έναντι του συμφέροντος αυτού δεν υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές προσδοκίες τους βάσει της σχέσης τους με τον υπεύθυνο επεξεργασίας». Άκρως σιβυλλική διατύπωση: με δεδομένο ότι βρισκόμαστε σε περιβάλλον μη συγκατάθεσης του υποκειμένου, ποια άλλα συμφέροντα θα μπορούσαν να υπερέχουν των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και ελευθεριών; Θα μπορούσαν – και πότε; – κάποιες θεμιτές προσδοκίες – και ποιες; – να οδηγήσουν – και σε ποιες περιπτώσεις – στην αποστολή μηνυμάτων για τα οποία δεν είχε δοθεί συγκατάθεση; Βάζει φραγμό αυτή η διατύπωση ή ανοίγει βασιλική λεωφόρο;
  • Ο τονισμός ότι, αν η συλλογή δεδομένων γίνεται για άλλο σκοπό από αυτόν για τον οποίο αρχικά συλλέχθηκαν – αν δηλαδή αρχικά συλλέχθηκαν για μη πολιτικό σκοπό και στη συνέχεια αποτέλεσαν μέρος πολιτικής επικοινωνίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας (ο αποστέλλων πολιτικός) πρέπει να «τεκμηριώνει ότι η επεξεργασία για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν αρχικώς[1] τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 4 ΓΚΠΔ». Οι προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται στη σχέση των «δυο σκοπών» – της αρχικής συλλογής και του «πολιτικού» σκοπού, στη φύση των δεδομένων, στις συνέπειες τους και στην ύπαρξη εγγυήσεων για την ορθή χρήση τους.
  • Τα παραδείγματα που δίδονται για περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι νόμιμη ή όχι η πολιτική επικοινωνία.

Κατά τις Κατευθυντήριες Γραμμές, «Ενδεικτικά παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες μπορεί, κατ’ εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων, να τεκμηριωθεί η νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας:

• Εάν ο υποψήφιος έχει νομίμως συλλέξει στοιχεία επικοινωνίας στο πλαίσιο προηγούμενης συμμετοχής του υποκειμένου σε κάποια εκδήλωση ή δράση του υπευθύνου επεξεργασίας, ανεξαρτήτως του πολιτικού χαρακτήρα της

• Εάν ο υποψήφιος έχει αποκτήσει τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο προσωπικής επαγγελματικής του σχέσης με τους πολίτες (π.χ. χρήση του αρχείου πελατών από υποψήφιο βουλευτή – δικηγόρο)

• Εάν ο υποψήφιος αποτελεί μέλος κόμματος και έχει αποκτήσει νομίμως από το κόμμα του τα στοιχεία άλλων μελών ή «φίλων» του κόμματος[2]

• Εάν ο υποψήφιος ανήκει σε κάποιο σύλλογο ή σωματείο και έχει αποκτήσει νομίμως τα στοιχεία των μελών του

• Η σχέση φίλου ή ακολούθου στο προφίλ υποψηφίου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενδέχεται να δικαιολογεί την αποστολή προσωπικών μηνυμάτων πολιτικού περιεχομένου δια του ιδίου μέσου κοινωνικής δικτύωσης».

Αντιθέτως, ως «παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά δεδομένα για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας:

• Εάν ο υποψήφιος έχει συλλέξει διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και τηλεφωνικούς αριθμούς από το διαδίκτυο με χρήση ανιχνευτή ιστού (web crawler)

• Εάν ο υποψήφιος έχει αγοράσει από τρίτη εταιρεία λίστα με στοιχεία επικοινωνίας πολιτών, ακόμα και αν υφίσταται συγκατάθεση για τη χρήση τους με σκοπό την εμπορική προώθηση προϊόντων/υπηρεσιών

• Εάν ο υποψήφιος έχει συλλέξει στοιχεία επικοινωνίας επαγγελματιών από καταλόγους ή δημόσια μητρώα που είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο για σκοπούς διαφάνειας ή επαγγελματικής επικοινωνίας

• Εάν ο υποψήφιος που κατείχε δημόσια θέση έχει συλλέξει δεδομένα πολιτών τα οποία αυτοί παρείχαν στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με την υπηρεσία του.

Τεθέντος του πλαισίου νομιμότητας, μπορούμε να επιχειρήσουμε, κλείνοντας, μια διερεύνηση των χαρακτηριστικών της προκείμενης υπόθεσης.

Υπαγωγή του νόμου στην πράξη

Με βάση τα περιστατικά που έχουν γίνει γνωστά, και υπό την επιφύλαξη ότι η περί αυτών πληροφόρηση μας είναι ορθή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχουν ορισμένα δεδομένα και μερικές γκρίζες ζώνες.

Τα δεδομένα:

  • Η πολιτική επικοινωνία, που μπορεί φυσικά να γίνει και μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, είναι μια καταρχήν επιτρεπτή για πολιτικά πρόσωπα δραστηριότητα, η οποία μάλιστα δεν ασκείται μόνον εντός προεκλογικής περιόδου και για τη νομιμότητα της οποίας δεν απαιτείται πάντα συγκατάθεση του υποκειμένου της επεξεργασίας – λήπτη των ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
  • Κρίσιμο στοιχείο – ΤΟ κρίσιμο στοιχείο – είναι η νομιμότητα της συλλογής και της επεξεργασίας: αν τα στοιχεία των προσώπων στα οποία εστάλησαν τα μηνύματα συλλέχθηκαν παράνομα ή «διέρρευσαν», ασχέτως του είδους της παρανομίας και του τρόπου της διαρροής, τότε υπάρχει παραβίαση του Γενικού Κανονισμού και κατ’ επέκταση και του Συντάγματος.  
  • Ειδικά στην περίπτωση που τα δεδομένα συλλέχθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών, ή με τη βοήθεια του Υπουργείου Εσωτερικών, η συλλογή είναι παράνομη. Η περίπτωση ανήκει στις απαγορευόμενες σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΑΠΔΠΧ («δημόσια μητρώα»), αντικρούει τη δήλωση της συλλογής από την ίδια την ευρωβουλευτή και τη γνώση των προσώπων στα οποία εστάλησαν τα μηνύματα και δεν μπορεί να καλυφθεί από κανένα «υπέρτερο έννομο συμφέρον», αντίθετα, θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα των υποκειμένων για «μη φακέλωμα».
  • Δεν έχει, από νομική άποψη, επιρροή στην υπόθεση το γεγονός ότι έλαβε χώρα υπό καθεστώς, ή και στο πλαίσιο, της πρωτοεφαρμοζόμενης «επιστολικής ψήφου». Σημασία έχει πώς συλλέχθηκαν και έτυχαν επεξεργασίας τα δεδομένα και όχι για ποια χρήση, σε ποιες εκλογές και με ποιον τρόπο ψηφοφορίας προορίζονταν. Συνεπώς, μόνο πολιτικές εντυπώσεις μπορούν να δημιουργήσουν δηλώσεις όπως αυτή εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ περί υπόθεσης που δικαιολογεί τις ενστάσεις του κόμματός του για την ηλεκτρονική ψηφοφορία, εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ περί «αθέμιτου προσωπικού σκοπού και στόχου» της ευρωβουλευτού (είδαμε ότι η πολιτική επικοινωνία, εντός και εκτός προεκλογικής εκστρατείας αποτελεί θεμιτό σκοπό και στόχο), ή της ίδιας της εμπλεκόμενης ευρωβουλευτού περί «εργαλειοποίησης» της υπόθεσης συνδεόμενης με την «ηλεκτρονική ψήφο».

Οι γκρίζες ζώνες:

  • Πρώτα και βασικότερα, η εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών ή όχι. Η ευρωβουλευτής που έστειλε τα μηνύματα αρνείται τέτοια σχέση, αλλά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης «τουίταρε» (ή μάλλον «εξ–αρε») ότι η ίδια είχε επικαλεστεί ως «πηγή» το Υπουργείο σε πρώτη αντίδρασή της. Κρίσιμη είναι η καταγγελία – που πρέπει βέβαια να εξακριβωθεί – ορισμένων παραληπτών των μηνυμάτων της ευρωβουλευτού ότι έλαβαν σχετικό με τις ευρωεκλογές μήνυμα του Υπουργείου Εσωτερικών λίγα λεπτά μετά. Αν συνέβη, πρόκειται περί απλής σύμπτωσης (και αν συνέβη σε πολλούς;);. Η Υπουργός Εσωτερικών είπε ότι το Υπουργείο της «δεν δίνει email» και ότι, σε κάθε περίπτωση, «οι λίστες των εκλογέων περιέχουν μόνο ονοματεπώνυμο και ταχυδρομική διεύθυνση, όχι τηλέφωνο και email». Όμως διέταξε έρευνα «επειδή υπάρχουν αναφορές από πολίτες», ενώ παράνομη θα ήταν και η «διαρροή» άλλων στοιχείων πλην του email και παραβίαση θα συνιστούσε και οποιοδήποτε πρόβλημα ασφαλείας επέτρεψε να πάνε προσωπικά δεδομένα εκεί που δεν έπρεπε να πάνε.   
  • Ερευνητέο είναι κατά πόσον, ακόμα και εάν τα δεδομένα συλλέχθηκαν νόμιμα, τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις της επεξεργασίας τους. Έλαβε χώρα η απαιτούμενη πλήρης ενημέρωση των υποκειμένων, κατά τα άρθρα 13 και 14 του ΓΚΠΔ, για τον σκοπό της επεξεργασίας, τη νόμιμη βάση, τον χρόνο αποθήκευσης, την πηγή προέλευσης, τα δικαιώματα των υποκειμένων και τον τρόπο άσκησης τους; Σταμάτησε πράγματι η επικοινωνία με όσους δεν συγκατατέθηκαν στο «πρώτο μήνυμα»; Υπήρξε σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιο μήνυμα; Είχαν εκφραστεί ανάλογες με τη σημερινή αντιρρήσεις σε προηγούμενες πολιτικές επικοινωνίες της ίδιας ευρωβουλευτού και αν ναι, πώς είχαν αντιμετωπιστεί;
  • Τελευταίο αλλά όχι ύστατο: αν όλα έγιναν νόμιμα, γιατί υπάρχουν τόσο πολλές καταγγελίες; Προέρχονται όλες από πολιτικούς αντιπάλους; Αλλά τότε πώς εξηγείται να στέλνονται σε πολιτικούς αντιπάλους προεκλογικά μηνύματα μετά από συλλογή στοιχείων σε περιοδείες και συναντήσεις της ίδιας της ευρωβουλευτού ενώπιον φιλικών, κατά τεκμήριο, ακροατηρίων;  

Τον τελευταίο και μόνο καθοριστικό λόγο – σε σύντομο, ελπίζεται, χρόνο – θα έχουν φυσικά οι αρμόδιες Αρχές, με βασική την ΑΔΠΔΧ, που διερευνούν ήδη την υπόθεση. Η οποία πάντως, από θεσμική άποψη, δεν πλουτίζει ακριβώς τη δημοκρατία μας ενόψει εκλογών.

Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


Υποσημειώσεις:

[1] Και, όπως προσθέτει ορθά η Κ. Μεζίνη, «Πολιτική επικοινωνία μέσω μηνυμάτων. Υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται;», στην ιστοσελίδα Homo Digitalis, εφόσον το υποκείμενο της επεξεργασίας -ο ψηφοφόρος- δεν εξέφρασε, στην αρχική ή σε μεταγενέστερη φάση, αντίρρηση

[2] Στην περίπτωση αυτή, κατά την Κ. Μεζίνη, ό.π, ο ορθός τρόπος επικοινωνίας είναι να αποστέλλεται ένα πρώτο μήνυμα από τον πολιτικό το οποίο να περιέχει αίτημα συγκατάθεσης για την αποστολή «πολιτικού υλικού» και αυτή η αποστολή, γενικώς η συνέχιση της επικοινωνίας, να λαμβάνει χώρα μόνο μετά από θετική ανταπόκριση του ψηφοφόρου στο πρώτο μήνυμα  

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Εκδήλωση: Μεταπολιτική, κρίση αντιπροσώπευσης και κομματικές εκλογές (video)

Παρακολουθήστε την εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν, την Τρίτη 24 Οκτωβρίου, το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και η Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης.

Περισσότερα

Αφιέρωμα// Αναθεώρηση του Συντάγματος//Η αναθεωρητική διαδικασία κατά το Σύνταγμα του 1975

Το άρθρο 110 του Συντάγματος του 1975, ακολουθώντας τη λογική των προηγουμένων Συνταγμάτων, αναθέτει στη Βουλή την αποκλειστική αρμοδιότητα εκκίνησης, διεξαγωγής και ολοκλήρωσης της αναθεωρητικής διαδικασίας μη προβλέποντας κανένα ρόλο για την κυβέρνηση.

Περισσότερα

Νέα κυκλοφορία: Δώδεκα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Τα “Δώδεκα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου” απευθύνονται σε φοιτητές, ερευνητές, αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο που έχει ήδη μελετήσει τις βασικές έννοιες και τους θεσμούς του Συντάγματος των εξουσιών, αποτελώντας εναύσματα για περαιτέρω εμβάθυνση.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.