Ο «Φιλελευθερισμός του φόβου» και η αποδυνάμωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου: Η σύντμηση της αγόρευσης των συνηγόρων στην ποινική δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου

Ο Γιάννης Α. Τασόπουλος αναλύει τη συνταγματικότητα της σύντμησης της αγόρευσης των συνηγόρων στην ποινική δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου, επισημαίνοντας πως, παρά την ανάγκη επιτάχυνσης, ο ανελαστικός «κόφτης» υπονομεύει την προφορικότητα, παραβιάζει την αναλογικότητα και αποδυναμώνει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου

Ι. Η μία όψη του νομίσματος: η επιτάχυνση της δίκης

1. Δημοσιεύθηκε το π.δ. 34/2025 (ΦΕΚ Α 60/23.04.2025) Κανονισμός Λειτουργίας του Αρείου Πάγου. Το άρθρο 6 «Έναρξη συνεδριάσεων -Συζήτηση στο ακροατήριο» προβλέπει στην παρ. 2:

«Στις δημόσιες συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας και εκφωνεί τις υποθέσεις με τη σειρά που έχουν εγγραφεί στο πινάκιο. Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη νομιμοποίηση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ο Πρόεδρος δίνει πρώτα το λόγο στον Εισαγγελέα, εφόσον, κατά τις κείμενες διατάξεις μετέχει της συζήτησης, προκειμένου να αναπτύξει συνοπτικά την πρότασή του και στη συνέχεια στα διάδικα μέρη, εφόσον το ζητήσουν, προκειμένου να επισημάνουν τα κύρια σημεία των ισχυρισμών τους, οι οποίοι αναλυτικά εκτίθενται στις προτάσεις ή στο υπόμνημα που καταθέτουν. Ο χρόνος αγορεύσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα έξι (6) λεπτά για κάθε διάδικο μέρος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των πληρεξουσίων δικηγόρων που το εκπροσωπούν. Όταν παρέλθει ο ανωτέρω χρόνος, η αγόρευση θεωρείται ολοκληρωμένη και ο Πρόεδρος δίνει τον λόγο σε επόμενο διάδικο ή κηρύσσει το πέρας της συζητήσεως της υπόθεσης. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται στις πολιτικές υποθέσεις, αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα Εισαγγελέα. Ο χρόνος αγορεύσεων καταγράφεται με ψηφιακό χρονόμετρο, που είναι εγκατεστημένο στην αίθουσα συνεδρίασης και είναι ορατό από όλους τους ευρισκόμενους σε αυτή, ή με άλλο πρόσφορο μέσο».

2. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019) προβλέπει στο άρθρο 331 «Προφορικότητα της διαδικασίας»: «Η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144».[1]

3. Ο Κ.Π.Δ. στο άρθρο 515 «Συζήτηση β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος» προβλέπει στην παρ. 2 ότι: «Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Πρώτος αγορεύει ο εισαγγελέας, ακολούθως ο συνήγορος του υποστηρίζοντος την κατηγορία και τελευταίος ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Μετά τη συζήτηση παρέχεται προθεσμία τριών τουλάχιστον ημερών για την υποβολή υπομνημάτων από τους διαδίκους».[2]

4. Η καταδίκη της Ελλάδας για καθυστέρηση κατά την απονομή της δικαιοσύνης και το γεγονός ότι αυτή καταλήγει να ισοδυναμεί με άρνηση παροχής δικαστικής προστασίας, με αρνησιδικία, έτσι ώστε να ματαιώνονται οι επιταγές του κράτους δικαίου, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας.

5. Ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην οργάνωση και λειτουργία του θεσμού της δίκης με σκοπό να επιταχύνει τη διαδικασία. Τα μέτρα που παίρνει αφορούν τόσο τον περιορισμό της έκτασης των δικογράφων, όσο και τη σύντμηση της ακροαματικής διαδικασίας, ιδίως δε της προφορικότητας της δίκης.

6. Είναι νομίζω σαφές ότι ο αυτοματοποιημένος μηχανισμός του «κόφτη», δηλαδή της σύντμησης των σελίδων των δικογράφων και του χρόνου αγόρευσης των συνηγόρων στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, αποτελεί την εύκολη λύση. Ο χαρακτηρισμός «εύκολη» δεν έχει κατ’ ανάγκη απαξιωτικό χαρακτήρα. Η θέση ενός ορίου είναι χρήσιμη για να υπάρχει ένα μέτρο, μία βασική πυξίδα που θα προσανατολίζει τους παράγοντες της δίκης αναφορικά με την οικονομία της συζήτησης. Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν. Η θέση ορίου δίνει τη δυνατότητα στον διευθύνοντα την ακροαματική διαδικασία να ζητήσει από τον αγορητή την τήρηση των χρονικών πλαισίων, χωρίς να αντιμετωπίσει την αντίρρηση και τη διαμαρτυρία ότι περιορίζεται η ελευθερία του λόγου του ομιλούντος. Τα χρονικά και ποσοτικά όρια είναι χρήσιμα για την ομαλή οργάνωση και διεξαγωγή της διαδικασίας. Σε τελική ανάλυση ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Από ένα σημείο και πέρα ελλοχεύει ο κίνδυνος διαγώνιας ανάγνωσης των φλύαρων κειμένων ή αδυναμίας συγκέντρωσης σε κουραστικούς μονόλογους. Στη Γαλλία π.χ. στις εξετάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου για την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος δίνεται μεγάλη βαρύτητα στον τρόπο που διατυπώνονται οι λόγοι και οι ισχυρισμοί, με επιγραμματικότητα και περιεκτικότητα, με σαφήνεια και ακρίβεια, καθώς επίσης και η έκταση της επιχειρηματολογίας.[3] Αυτό αφορά και την ουσία, δεν είναι μόνο ζήτημα τύπου. Υποχρεώνεται ο προσφεύγων στη δικαιοσύνη να οξύνει τα επιχειρήματά του, να τα κάνει πιο κριτικά, περιεκτικά και κοφτερά, αλλά βέβαια αυτό απαιτεί σκέψη, κρίση, προσπάθεια και εξάσκηση.

ΙΙ. Η άλλη όψη του νομίσματος: η αρχή της προφορικότητας της ποινικής δίκης

7. Αλλά το ότι δεν είναι άνευ ετέρου, επί της αρχής, αρνητική η θέση περιορισμών στην έκταση των δικογράφων και στη διάρκεια των αγορεύσεων δεν σημαίνει ότι ο περιορισμός του χρόνου των αγορεύσεων στα 6 λεπτά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνηγόρων του διαδίκου, είναι αποδεκτός και σύννομος. Τα προβλήματα της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 π.δ. 34/2025 είναι πολλά και σοβαρά: α) το χρονικό όριο των 6 λεπτών δεν αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή αλλά τίθεται ως απόλυτος, αυστηρός, αυτόματος και ανελαστικός κανόνας· β) μάλιστα το όριο ισχύει ανεξάρτητα από τον αριθμό των πληρεξουσίων δικηγόρων του κατηγορούμενου, πράγμα που οδηγεί πρακτικά στην αγόρευση ενός μόνο συνηγόρου, μια και τα 3 λεπτά είναι ανεπαρκής και προδήλως απρόσφορος χρόνος για οποιαδήποτε ανάπτυξη, αν δύο ή περισσότεροι συνήγοροι του κατηγορούμενου υποχρεωθούν να κατανείμουν τον χρόνο μεταξύ τους· γ) σύμφωνα με το άρθρο 510 Κ.Π.Δ. στους λόγους αναίρεσης ποινικής απόφασης περιλαμβάνεται: «Δ) η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, Ε) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης», οι οποίοι από τη φύση τους μπορεί να απαιτούν χρόνο για να αναπτυχθούν·[4] δ) η διάταξη περιορίζει την προφορικότητα της ποινικής δίκης, παρά το γεγονός ότι αυτή αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ποινικής δίκης, η εφαρμογή της οποίας δεν περιορίζεται στους δύο πρώτους βαθμούς της ουσίας και συνεπώς ισχύει και στον Άρειο Πάγο∙ ε) η διάταξη δεν προβλέπει αντίστοιχο περιορισμό σε σχέση με την αγόρευση του Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα ισότητας των δικονομικών όπλων· στ) η διάταξη περιορίζει τον διάλογο μεταξύ των παραγόντων της δίκης (δικαστών, δικηγόρων/συνηγόρων) με ό,τι αυτό συνεπάγεται, χωρίς να προβλέπει καν σχετικό στάδιο συζήτησης της υπόθεσης.

8. Η συνταγματική αρχή της προφορικότητας της ποινικής δίκης στην ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου ισχύει:

1) ως εγγύηση της ουσιαστικής αλήθειας, την οποία αναζητεί η ποινική δικαιοσύνη·

2) ως εκδήλωση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορούμενου που ισχύει ως την αμετάκλητη καταδίκη·[5]

3) ως εγγενές γνώρισμα και συστατικό στοιχείο του ανακριτικού συστήματος, το οποίο απαιτεί τη δημοσιότητα και την προφορική αμφισβήτηση της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή έτσι υποβάλλεται σε βάσανο η κατά συνείδηση κρίση του δικαστή, για ενοχή πέρα από κάθε αμφιβολία του κατηγορούμενου·[6]

4) ως αντίδοτο και προφύλαξη απέναντι στην απειλή υπερβολικής «Καυκικής» τροπής προς μία γραφειοκρατική ποινική δικαιοσύνη, με απώλεια του ζωντανού στοιχείου της διαδικασίας, επειδή όσο πιο τεχνικό είναι ένα θέμα τόσο είναι συχνά πιο αναγκαία η διαλογική συζήτηση μεταξύ του συνηγόρου και των δικαστών της έδρας για την κατανόηση της σημασίας του σε σχέση με την υπόθεση·

5) ως οργανικό στοιχείο της αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης που επιβάλλει το Σύνταγμα, με αναγωγή στο κράτος δικαίου και την αξία του ανθρώπου·

6) εντέλει ως αποτροπή έστω και στην ύστατη βαθμίδα του κινδύνου της δικαστικής πλάνης, με την ποινική καταδίκη ενός αθώου.

ΙΙΙ. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

9. Το άρθρο 25 παρ. 1 Σ. ορίζει ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που τίθενται στα δικαιώματα πρέπει «να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο νόμος με τον περιορισμό του χρόνου των αγορεύσεων είναι θεμιτός: η επιτάχυνση της δίκης. Επίσης και το μέτρο αντικειμενικά είναι πρόσφορο, στο μέτρο που προβλέπει χρονικό περιορισμό. Αλλά η επιβολή του περιορισμού των αγορεύσεων στην ποινική δίκη ελέγχεται στο τελευταίο στάδιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας.

10. Ο απόλυτος κανόνας των 6 λεπτών παραβιάζει την αρχή της προφορικότητας της ποινικής διαδικασίας στο μέτρο που την καταστρατηγεί προδήλως, ιδίως αν τα θέματα αφορούν την εφαρμογή του κανόνα στα πραγματικά περιστατικά, η κατηγορία αφορά περισσότερα εγκλήματα και υπάρχουν περισσότεροι δικηγόροι. Στη στάθμιση της οικονομίας της δίκης και της επιτάχυνσης της διαδικασίας με την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ένας ανελαστικός, αυτοματοποιημένος κανόνας 6 λεπτών είναι προδήλως υπέρμετρα περιοριστικός για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης.

11. Ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας έχει η επιλογή από τον νομοθέτη της εύκολης λύσης: τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου. Αγνοούνται έτσι εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα, όπως ο χρόνος που απαιτείται για το τελικό κείμενο της δικαστικής απόφασης,[7] ή το γεγονός ότι η εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να πάρει κάποια χρόνια. Τα θέματα αυτά έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην πολυετή καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και η αντιμετώπισή τους προσφέρεται για εναλλακτικά μέτρα τα οποία, αν ληφθούν, καθιστούν περιττή την άδικη (με όρους αρχής της αναλογικότητας) επιβολή απόλυτων κανόνων, όπως ο κόφτης των 6 λεπτών αγόρευσης του συνηγόρου, οι οποίοι λειτουργούν αυτόματα και ανεπιεικώς, θίγουν την προφορικότητα της ποινικής δίκης και περιορίζουν υπερβολικά τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

12. Ο πιο προφανής λόγος καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό των διαφορών και αφορά την κακή ποιότητα της νομοθεσίας, την κρίση του νόμου, που δημιουργεί διαφορές λόγω της πολυνομίας, της έλλειψης συστηματικότητας της νομοθεσίας, της συχνότητας αλλαγής των νόμων που αναιρεί κάθε έννοια σταθερότητας, ασφάλειας δικαίου, συνέχειας και αποκρυστάλλωσης των νομικών σχέσεων από πλευράς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και βέβαια το φαινόμενο των άσχετων διατάξεων που εμποδίζουν την εποπτεία της νομοθεσίας.

13. Άλλα αίτια αφορούν τη διοίκηση και ειδικότερα το δημόσιο. Η απροθυμία της διοίκησης να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις, όχι απλώς στο δεδικασμένο που αφορά ορισμένα άτομα, αλλά στην ερμηνευτική ισχύ των αποφάσεων της Ολομέλειας των ανώτατων δικαστηρίων, έτσι ώστε να προσαρμοστεί η διοίκηση στο πνεύμα της εφαρμογής του νόμου από τα δικαστήρια, αποτελεί μία όψη του προβλήματος. Άλλη κοινώς γνωστή αιτία αποτελεί η εξάντληση των ενδίκων μέσων, είτε έχει δίκαιο είτε άδικο το δημόσιο. Βέβαια θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε και την παραβίαση της χρηστής διοίκησης, όταν η διοίκηση επιλέγει τελείως ανεπιεικείς λύσεις που ωθούν τους διαδίκους στα δικαστήρια.

IV. Ο κανόνας των 6 λεπτών και η ΕΣΔΑ

14. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) έχει κρίνει στην υπόθεση Meftah κ.ά. κατά Γαλλίας (32911/96,35237/97 και 34595/97) απόφαση 26.7.2002 ότι: «40. […] Επιπλέον, δεδομένου ότι η ‘ποινική κατηγορία’ αποτελεί αυτόνομη έννοια, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις ταξινομήσεις του εσωτερικού δικαίου, οι οποίες έχουν μόνο σχετική αξία […]. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η διαδικασία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου είναι ένα στάδιο της γαλλικής ποινικής διαδικασίας το οποίο μπορεί να έχει επιπτώσεις στην καταδίκη ενός προσώπου από τα κατώτερα δικαστήρια, επιτρέποντας τη διόρθωση τυχόν νομικού σφάλματος που διαπράχθηκε από κατώτερο δικαστήριο, θέμα που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον καθορισμό μιας ποινικής κατηγορίας. […]

44. Όσον αφορά το δικαίωμα των αιτούντων στο Ακυρωτικό Δικαστήριο να προβούν σε προφορικές παρατηρήσεις κατά τη συζήτηση, πρέπει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε νομική επιχειρηματολογία κατά τη συζήτηση ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου θα είναι ιδιαίτερα τεχνική και θα αφορά μόνο νομικά ζητήματα […], καθώς δεν μπορούν να γίνουν περαιτέρω παρατηρήσεις επί των πραγματικών περιστατικών πέραν του εφετειακού σταδίου, εκτός εάν η υπόθεση παραπεμφθεί από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, θα ήταν αδικαιολόγητα τυπολατρική η ερμηνεία των διαδικαστικών απαιτήσεων υπό την έννοια ότι οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε προφορικές παραστάσεις κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Είναι σαφές ότι, πέραν του ότι ενέχει τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών όσον αφορά την αύξηση των δικαστικών διαφορών, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα βοηθούσε στην επίλυση ζητημάτων που είναι κατά βάση γραπτά και τεχνικά, και σε μεγάλο βαθμό απρόσιτα σε κάποιον χωρίς νομική κατάρτιση (βλέπε Pham Hoang κατά Γαλλίας, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1992, Σειρά Α αριθ. 243, σ. 23, § 40)».

15. Η ΕΣΔΑ επομένως δεν επιβάλλει την αρχή της προφορικότητας ενώπιον του Αρείου Πάγου στο πλαίσιο της ακυρωτικής ποινικής διαδικασίας. Αλλά αυτό δεν εξαντλεί το ζήτημα. Κρίσιμη είναι και η αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων ως εκδήλωση της αρχής της ισότητας των διαδίκων: «92. Η ισότητα των όπλων είναι εγγενές χαρακτηριστικό μιας δίκαιης δίκης. Απαιτεί να παρέχεται σε κάθε διάδικο εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν τον θέτουν σε ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του αντιδίκου του (Foucher κατά Γαλλίας, § 34- Bulut κατά Αυστρίας-Bobek κατά Πολωνίας, § 56- Klimentyev κατά Ρωσίας, § 95). Η ισότητα των όπλων προϋποθέτει την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζεται εξίσου σε ποινικές και αστικές υποθέσεις.

93. Το δικαίωμα στην κατ’ αντιδικία ακρόαση σημαίνει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα των διαδίκων να γνωρίζουν και να σχολιάζουν όλα τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία ή τις παρατηρήσεις που κατατίθενται με σκοπό να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου. Το δικαίωμα της αντιλογίας [απάντησης, αντίκρουσης] συνδέεται στενά με την ισότητα των όπλων και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 εξετάζοντας τις δύο έννοιες μαζί».[8]

16. Σε σχέση με την ισότητα των δικονομικών όπλων έκρινε το ΕΔΔΑ, Ευρεία Σύνθεση, Borgers κατά Βελγίου (12005/86) απόφαση 30.10.1991, ότι: «26. Κανείς δεν αμφισβητεί την αντικειμενικότητα με την οποία η υπηρεσία του Γενικού Εισαγγελέα στο Ακυρωτικό Δικαστήριο ασκεί τα καθήκοντά της. Αυτό αποδεικνύεται από τη συναίνεση που υπάρχει στο Βέλγιο σε σχέση με αυτό από την ίδρυσή του και από την έγκρισή του από το Κοινοβούλιο σε διάφορες περιπτώσεις. Ωστόσο, η γνώμη της υπηρεσίας του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη από την άποψη των διαδίκων της αναιρετικής διαδικασίας. Συνιστώντας να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η έφεση ενός κατηγορουμένου, ο εισαγγελικός λειτουργός γίνεται, αντικειμενικά μιλώντας, σύμμαχος ή αντίπαλός του. Στην τελευταία περίπτωση, το άρθρο 6 παρ. 1 (άρθρο 6-1) απαιτεί να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισης και η αρχή της ισότητας των όπλων.

27. Στην προκειμένη περίπτωση, η ακροαματική διαδικασία της 18ης Ιουνίου 1985 ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ολοκληρώθηκε με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ότι η έφεση του κ. Borgers δεν πρέπει να γίνει δεκτή […]. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε ποτέ να απαντήσει στις προτάσεις αυτές: πριν από την ακρόασή τους, δεν γνώριζε το περιεχόμενό τους, διότι δεν του είχαν κοινοποιηθεί εκ των προτέρων- στη συνέχεια δεν μπορούσε να το πράξει βάσει του νόμου. Το άρθρο 1107 του δικαστικού κώδικα απαγορεύει ακόμη και την κατάθεση γραπτών σημειωμάτων μετά την παρέμβαση του μέλους του τμήματος του γενικού εισαγγελέα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αντιληφθεί την αιτιολόγηση τέτοιων περιορισμών των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Από τη στιγμή που ο γενικός εισαγγελέας είχε υποβάλει παρατηρήσεις δυσμενείς για τον προσφεύγοντα, ο τελευταίος είχε σαφές συμφέρον να μπορέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών πριν από την περάτωση της συζήτησης. Το γεγονός ότι η δικαιοδοσία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα δεν αλλάζει τα πράγματα [δεν κάνει διαφορά] εν προκειμένω».

17. Συνεπώς με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αν η αγόρευση του Εισαγγελέα υπερβαίνει σημαντικά τον χρόνο των 6 λεπτών και δεν είναι αντικειμενικά επαρκές το εξάλεπτο προς αντίκρουση της εισαγγελικής πρότασης, λαμβάνοντας υπόψη και τα θέματα που θέτει η δίκη, τότε μπορεί να υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας των δικονομικών όπλων και η διαδικασία να θίγει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρ. 6) της ΕΣΔΑ. Σε τελική ανάλυση η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει τη δίκαιη ισορροπία, ως έκφραση της αρχής της αναλογικότητας, και αυτή κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης. Το π.δ. 34/2025 (άρθρ. 6 παρ. 2) δεν προστατεύει την ισότητα των δικονομικών όπλων σε σχέση με την προφορικότητα της διαδικασίας ενώπιον του Άρειου Πάγου κατά την ποινική διαδικασία. Ούτε αυτή η παράμετρος όμως εξαντλεί το ζήτημα, το οποίο είναι πολύ πιο ουσιαστικό.

V. Ο «Φιλελευθερισμός του φόβου» και η αποδυνάμωση της θέσης του κατηγορουμένου

18. Σε ένα κλασικό άρθρο της, με τίτλο «The Liberalism of Fear»[9] η Judith Shklar έγραψε ότι για αυτό το είδος του φιλελευθερισμού, «οι καταχρήσεις της πολιτικής εξουσίας αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόμο, ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς. Ανησυχεί για τις υπερβολές των κρατικών οργάνων σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Η ιστορία των φτωχών σε σύγκριση με τις διάφορες ελίτ το καταδεικνύει με αρκετή ευκρίνεια. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως από κάθε σελίδα της πολιτικής ιστορίας, ότι ορισμένα όργανα της κυβέρνησης θα παραβιάσουν τον νόμο και θα φερθούν βάναυσα [brutally], σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις περισσότερες φορές, εκτός και αν εμποδιστούν από το να ενεργήσουν έτσι». Πουθενά αλλού δεν φαίνεται ο Φιλελευθερισμός του φόβου περισσότερο δικαιολογημένος, από ό,τι σε σχέση με τη θέση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον καταναγκαστικό μηχανισμό του κράτους και έχει απέναντί του το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Για αυτό, τονίζει η Σκλαρ, «Ο μισός περίπου Κατάλογος των Δικαιωμάτων [Bill of Rights] αφορά τη δίκαιη δίκη και την προστασία του κατηγορουμένου στις ποινικές δίκες. Γιατί είναι εκεί, στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου συναντά ο πολίτης την κρατική ισχύ, σε μία άνιση μάχη. Χωρίς σαφώς καθορισμένες διαδικασίες, έντιμους δικαστές, ευκαιρίες για συνηγόρους και ένδικα μέσα, κανείς δεν έχει τύχη. Ούτε θα έπρεπε να επιτρέπουμε την ποινικοποίηση περισσότερων πράξεων από ό,τι είναι αναγκαίο για την αμοιβαία ασφάλειά μας».

19. Ο Φιλελευθερισμός του φόβου στην Ελλάδα κάθε συνετό και φρόνιμο φιλελεύθερο πολίτη πρέπει να τον απασχολεί, είτε είναι φτωχός και αδύναμος, είτε είναι «νοικοκύρης» αστός, τον πρώτο βέβαια ασύγκριτα περισσότερο από ό,τι τον δεύτερο, αλλά και τον τελευταίο πολύ άμεσα και πραγματικά. Βλέποντας την εξέλιξη της ποινικής νομοθεσίας μας και την υποχώρηση ή ίσως και τη διολίσθηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όποιος φοβάται ότι στην Ελλάδα ο κίνδυνος είναι πάντα υπαρκτός «να σε τυλίξουν σε μία κόλλα χαρτί» και να πρέπει να αποδείξεις ότι «δεν είσαι ελέφαντας», αυτός δικαιολογείται να νιώθει αυξημένη ανασφάλεια· γιατί η καλή (ή η κακή…) μέρα ξεκινά από το πρωί, από το αναπάντεχο συναπάντημα με την αστυνομία το οποίο δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί (μπορεί άψογα αλλά ίσως και καταστροφικά), στο μέτρο που ο επαγγελματισμός δεν είναι δεδομένος και οι καταχρήσεις δεν σπανίζουν.[10]

20. Η ΑΠ 933/2023 έκρινε συνταγματικό τον θεσμό της ποινικής διαταγής, που σκοπό έχει την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από ποινικές υποθέσεις ήσσονος σημασίας και στην εξ αυτής επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, εισήχθη δε με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416 του ισχύοντος Κ.Π.Δ. Αυτό είναι θετική εξέλιξη, στο μέτρο που «η ποινική διαταγή αφορά συνοπτική διαδικασία σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος σημασίας, συνιστά απόφαση με προσωρινή ισχύ εκδιδόμενη από Δικαστή, επιδίδεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις οποιουδήποτε περιεχομένου κατ’ αυτής, εντός της οριζόμενης στον Κ.Π.Δ. προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοσή της, με αποτέλεσμα την άνευ ετέρου ανατροπή της, αφού ο δικαστής των αντιρρήσεων δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, αν δηλαδή πράγματι ήταν ή όχι δικαιολογημένη η έκδοση της ποινικής διαταγής, αλλά αρκείται στην έρευνα των τυπικών μόνο στοιχείων των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν. Επομένως, ναι μεν ο κατηγορούμενος δεν μετέχει, ούτε ακούγεται κατά οιοδήποτε τρόπο στην διαδικασία έκδοσης της ποινικής διαταγής, ωστόσο διασφαλίζεται απόλυτα η δυνατότητα ακολουθίας της τακτικής διαδικασίας και η άσκηση κατ’ αυτή των ανωτέρω δικαιωμάτων του».

21. Δεν επικρατεί όμως η λογική του εξορθολογισμού και της στάθμισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου με την ανάγκη επιτάχυνσης της δίκης, αλλά με περισσή ευκολία σαρώνονται θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ενδεικτικά η αυτοπρόσωπη εξέταση του βασικού ίσως μάρτυρα κατηγορίας, στο μέτρο που με το άρθρ. 215 παρ. 5 Κ.Π.Δ. (όπως διαμορφώθηκε με το άρθρ. 78 ν. 5090/2024) αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους, εκτός και αν πρόκειται για κακούργημα ή ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο, αιτιολογημένα, παραγγείλουν την κλήτευση για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.

22. Εξάλλου, ο θεσμός των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων (άρθρ. 110 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει), σε συνδυασμό με το βεβαρυμμένο πρόγραμμα των δικαστηρίων, σε κάθε δικάσιμο, δημιουργεί πραγματική ανασφάλεια για τις συνθήκες απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και για τη δυνατότητα του δικαστή να επιτύχει τον αναγκαίο βαθμό συγκέντρωσης και προσήλωσης σε κάθε υπόθεση, λόγω κόπωσης και υπερβολικής πίεσης.

23. Περαιτέρω, η συρρίκνωση της διαδικασίας των Συμβουλίων με το άρθρ. 95 ν. 5090/2024 επιβαρύνει τη διαδικασία και εκθέτει ακόμη περισσότερους πολίτες στην ατιμωτική δοκιμασία του εδωλίου του κατηγορουμένου, καταργώντας τα φίλτρα της ενδιάμεσης διαδικασίας.[11]

24. Ο ποινικός νομοθέτης, ουσιαστικός και δικονομικός, δίνει ολοένα συχνότερα την εντύπωση ότι έχει χάσει το μέτρο και τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης επιτάχυνσης της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και της διασφάλισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η ταχύτητα δεν είναι αποδεκτό να επιδιώκεται σε βάρος της ποιότητας, επειδή αν υπάρχει μία θεμελιώδης αρχή του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, πρόκειται για το ότι είναι προτιμότερο να αποφύγει την ποινή ένας ένοχος, παρά να καταδικαστεί ένας αθώος. Ο «Φιλελευθερισμός του φόβου» χρειάζεται να εξισορροπεί τις ακρότητες στις οποίες οδηγεί το δόγμα «νόμος και τάξη». Η επιτάχυνση στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης δεν επιτρέπεται να γίνεται σε βάρος των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, με μέτρα όπως ο αυτόματος κόφτης της αγόρευσης των συνηγόρων του πάνω από τα 6 λεπτά στον Άρειο Πάγο, επειδή αυτή είναι η «εύκολη λύση».

Γιάννης Α. Τασόπουλος

Καθηγητής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος


[1] Βλ. και άρθρ. 329 Κ.Π.Δ. «αρχή της δημοσιότητας».

[2] Το άρθρο 512 «Διαδικασία» ορίζει μεταξύ άλλων στην παρ. 1 ότι: «[α]ρχίζει η διαδικασία στον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους διαδίκους που έχουν δικαίωμα να ακουστούν σε σχέση με τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλουν οι αναιρετικοί λόγοι, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του».

[3] Ο εξεταζόμενος για τον Δικηγορικό Σύλλογο του Παρισιού καλείται να προβεί στη διάρκεια της εξέτασης σε συνοπτική έκθεση έκτασης 4 σελίδων των κρίσιμων σημείων ενός κειμένου έκτασης 30 σελίδων.

[4] Βλ. π.χ. την πλοκή της ΑΠ 1140/2023 (Ποιν.).

[5] Βλ. Κώνστας κατά Ελλάδας (53466/07) Απόφαση 28.11.2011: «32. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, ενώ το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 είναι ένα από τα στοιχεία της δίκαιης ποινικής δίκης που απαιτείται από το άρθρο 6 § 1, δεν περιορίζεται σε μια διαδικαστική εγγύηση σε ποινικές υποθέσεις: το πεδίο εφαρμογής του είναι ευρύτερο και απαιτεί να μην επιτρέπεται σε κανέναν εκπρόσωπο του κράτους να λέει ότι ένα πρόσωπο είναι ένοχο για ένα αδίκημα πριν η ενοχή του διαπιστωθεί από δικαστήριο (βλέπε Allenetde Ribemont, ό.π., §§ 35-36). […] 36. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει επίσης ότι η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να εγγυάται δικαιώματα που είναι πρακτικά και αποτελεσματικά, σε αντίθεση με θεωρητικά και απατηλά […]. Κατά συνέπεια, και υπό το φως των ανωτέρω, θεωρεί ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν μπορεί να πάψει να ισχύει στη διαδικασία της έφεσης απλώς και μόνο επειδή ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό. Το αντίθετο συμπέρασμα θα έρχονταν σε αντίθεση με τον ρόλο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, όπου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καλείται να επανεξετάσει την προγενέστερη απόφαση που του υποβλήθηκε ως προς τα πραγματικά και νομικά περιστατικά. Αυτό θα σήμαινε ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε διαδικασίες που ασκούνται προκειμένου να επιτευχθεί επανεξέταση της υπόθεσης και να ακυρωθεί η προηγούμενη καταδίκη».

[6] Βλ. ΑΠ 1274/2022 (Ποιν.).

[7] Στο Συμβούλιο της Επικρατείας ο χρόνος διάσκεψης μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να διαρκέσει ακόμη και έτη! Σε ορισμένες διαδικασίες στην πολιτική δικαιοσύνη ο προσδιορισμός γίνεται για αρκετά χρόνια μετά από την κατάθεση του δικογράφου κλπ.

[8] ΕΔΔΑ, Right to a Fair Trial – Article 6 οf the Convention – Criminal Law, https://rm.coe.int/1680304c4e

[9] Judith Shklar, The Liberalism of Fear, σε N. Rosenblum (ed.), Liberalism and the Moral Life, Harvard UP, Cambridge MA, 1989, σ.21, 28, 37.

[10] Βλ. Γ. Τασόπουλος, Στ. Γεωργίου, «Αναπάντεχο συναπάντημα»: Η βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση της αστυνομικής δράσης από τους πολίτες, Syntagma Watch 8.1.2021.

[11]Βλ. Α. Ζαχαριάδης, Η «απορρύθμιση» της ενδιάμεσης διαδικασίας. https://www.esdi.gr/wp-content/uploads/2024/07/zachariadis_2024.pdf

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Σύνταγμα και Προστασία Προσωπικών Δεδομένων / Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα (6ο Βίντεο-Μάθημα)

Στο 6ο Βίντεο-Μάθημα της ειδικής εκπαιδευτικής ενότητας του Παρατηρητηρίου www.syntagmawatch.gr με τίτλο «Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα» η Φερενίκη Παναγοπούλου (Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου) εξηγεί τι είναι τα προσωπικά δεδομένα καθώς και τις βασικές αρχές επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Περισσότερα

Υπόθεση Ασημακοπούλου: Απόφαση Σταθμός της ΑΠΔΠΧ για ζητήματα που αφορούν την πολιτική επικοινωνία

Ο Στέργιος Κωνσταντίνου αναλύει την απόφαση-σταθμό της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με την υπόθεση διαρροής προσωπικών δεδομένων εκλογέων του εξωτερικού.

Περισσότερα

Ποιο είναι το νομικό καθεστώς αναφορικά με τη στρατιωτική θητεία και καριέρα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις για ομοφυλόφιλα άτομα;

Ποιο το θεσμικό πλαίσιο και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα όσων υπηρετούν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις; Διαφοροποιούνται αυτά βάσει της σεξουαλικής ταυτότητας κάποιου/ας; Ο Απόστολος Βλαχογιάννης απαντά.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.