Εκατό μόλις μέρες, σαν αιώνας, στη δεύτερη θητεία Τραμπ –και τα βασικά έχουν ξεκαθαρίσει.
Η ανθρωπότητα, δικαίως, εστιάζει σε εκείνα που την καίνε. Πρώτο και κύριο στη διάλυση της διεθνούς τάξης –όχι της καθεστηκυίας τάξης, αλλά της ευταξίας: εδαφικές διεκδικήσεις από τις ΗΠΑ (προς το παρόν Γροιλανδία, Καναδάς, Παναμάς, Μεξικό), που ανοίγουν την όρεξη και σε άλλες «μεγάλες» χώρες (Κίνα, Ινδία, γιατί όχι και περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία) και νομιμοποιούν, άμεσα ή έμμεσα, τη βία ή την ωμή ισχύ· γενικευμένος οικονομικός πόλεμος μέσω δασμών· διαιώνιση, με ακόμη χειρότερες συνθήκες και υπό τον αστερισμό του δικαίου του ισχυρού, δηλαδή της αδικίας, των δυο μεγάλων εν εξελίξει συρράξεων: στην Ουκρανία, που εκβιάζεται να δεχθεί απώλεια κυριαρχίας κι εξευτελισμό και στη Γάζα, όπου εγκαταλείφθηκε ανοικτά κάθε προσπάθεια συνεννόησης και διάσωσης του άμαχου πληθυσμού.
Τη γεωπολιτική αποδιάρθρωση συνοδεύει η απειλή οικονομικής καταστροφής –και μάλιστα του διεθνούς οικονομικού συστήματος κι όχι μόνο της χώρας που προκάλεσε την κρίση. Σε αυτήν πάντως τη χώρα, μέσα σε εκατό μέρες, μια υγιής οικονομία οδηγήθηκε σε 8% πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη, επικίνδυνα σκαμπανεβάσματα στην αγορά ομολόγων, σημάδια για δημοσιονομικό γκρέμισμα, εξασθένιση του δολαρίου, άνοδο του πληθωρισμού, πτώση της καταναλωτικής πίστης και των προσδοκιών, αρχές ύφεσης.
Το τρίπτυχο της καταστροφής συμπληρώνει η εγκατάσταση της αγυρτείας –δεν υπάρχει άλλη λέξη– ως μοχλού πολιτικής συμπεριφοράς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: ο Τραμπ «διδάσκει» ότι η εντιμότητα, η αξιοπρέπεια, οι κανόνες, οι αξίες είναι μόνο για τους αδύναμους, ενώ οι «νικητές» ασχολούνται μόνο με deals στη βάση εκβιασμών και χαρτοπαικτικής λογικής. Μια εικόνα και μια φράση έχουν χαραχθεί με καυτό σίδερο στην παγκόσμια συνείδηση: η επίδειξη περιφρόνησης προς το Ζελένσκι μέσα στο Λευκό Οίκο και η πρόταση μετατροπής της λωρίδας της Γάζας σε «Αραβική Ριβιέρα».
Μπροστά σε αυτή τη νέα κατάσταση, που επιδεινώνεται καθημερινά, έρχεται για πολλούς σε δεύτερη μοίρα η μοίρα της συνταγματικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ. Όχι για εμάς και για όσους αντιλαμβάνονται ότι χωρίς δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε διεθνής τάξη, ούτε ισόρροπη ανάπτυξη, ούτε πολιτικό ήθος κι ότι χωρίς σεβασμό των συνταγματικών κανόνων δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει η δημοκρατία. Στις ΗΠΑ ενός Τραμπ που επανεκλέχθηκε χωρίς ποτέ να κρυφτεί –ποια άραγε μεγαλύτερη απόδειξη της περιφρόνησης του προς τη δημοκρατία και το Σύνταγμα χρειαζόμαστε από το πραξικόπημα που επιχείρησε στις 6 Ιανουαρίου του 2021;– δεν υπάρχει «συνταγματική κρίση». Υπάρχει συνειδητή, οργανωμένη και κλιμακούμενη συνταγματική κατάλυση, που αγγίζει όλα τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου, την ίδια τη λογική κι εντέλει την ύπαρξή του.
Οι συνταγματικές παραβιάσεις είναι σε ορισμένες περιπτώσεις ευθείες και προφανείς: «υποσχέσεις» για τρίτη θητεία, ενώ το Σύνταγμα την απαγορεύει ρητά (22η Τροπολογία)· αφαίρεση ή μη απόδοση ιθαγένειας σε γεννημένους στις ΗΠΑ, ενώ το Σύνταγμα την εγγυάται ρητά (14η Τροπολογία)· αποκλεισμός διεμφυλικών από το στρατό, ενώ έχει αποφανθεί για το αντίθετο, για λόγους ισότητας, η συνταγματική δικαιοσύνη. Σε άλλες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας «από τη στιγμή που εκλέχτηκα είμαι παντοδύναμος», χρησιμοποιεί ως μέσο τη διαστρέβλωση των κανόνων της έννομης τάξης την οποία παραβιάζει. Το συνταγματικό σύστημα των ΗΠΑ προβλέπει την κήρυξη «κατάστασης εθνικής ανάγκης» (national emergency), αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όχι, όπως έκανε ο Τραμπ, για εξορύξεις στην Αλάσκα, για απελάσεις σε σύνορα που δεν απειλούνται, για την επιβολή δασμών και για την εθνικοποίηση γαιών. Προβλέπει τη νομοθέτηση μέσω «προεδρικών διαταγμάτων» (executive orders), όχι όμως για όλα τα θέματα, σίγουρα όχι για εκείνα για τα οποία είναι συνταγματικά αρμόδιο το Κογκρέσο. Κορυφαίο παράδειγμα η κατανομή των δημοσίων εσόδων: το άρθρο 1 εδάφιο 8 του αμερικανικού Συντάγματος θεσπίζει ότι «το Κογκρέσο έχει την εξουσία να επιβάλει φόρους, δασμούς και εισφορές», ενώ νόμος του 1974 (Impoundment Control Act) ορίζει, και η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου έκτοτε παγίως δέχεται, ότι «ο Πρόεδρος δεν μπορεί να αντικαταστήσει με δικές του αποφάσεις περί δαπανών εκείνες του Κογκρέσου, ιδίως μέσω κατακράτησης των πόρων που έχουν αποφασιστεί». Το ίδιο ισχύει και για τη δημιουργία δημόσιων «οργανισμών», σαν το περιώνυμο DOGE (Department of Government Efficiency) που ανατέθηκε εν λευκώ από τον Πρόεδρο στον Elon Musk. Ούτε είναι επιτρεπτό η προβλεπόμενη αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ να οδηγεί σε κάμψη ή παραβίαση δικαστικών αποφάσεων ή κανόνων εθνικού και διεθνούς δικαίου.
Ο Πρόεδρος τα γνωρίζει, ή όφειλε να τα γνωρίζει, όλα αυτά. Ενεργώντας όπως ενεργεί, δοκιμάζει και συγχρόνως πολιτικοποιεί τα όρια των αντιστάσεων: ξέρει ότι παρανομεί, ξέρει ότι οι παρανομίες θα αμφισβητηθούν από την κοινωνία και τα δικαστήρια κι επιχειρεί να τις «νομιμοποιήσει» μέσω αυτών ακριβώς των μοχλών: μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας, στην οποία οι οπαδοί του είναι πιο φανατικοί, πιο θορυβώδεις και πιο επιρρεπείς στη βία -το ξέσπασμα της οποίας δεν ανήκει διόλου στο χώρο της φαντασίας, όπως αποδεικνύει ο εμπρησμός στο σπίτι του Δημοκρατικού Κυβερνήτη της Πενσυλβάνια Shapiro (13 Απριλίου)· και, στην κορυφή της Δικαιοσύνης, ενός Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court), στο οποίο διόρισε στην προηγούμενη θητεία του 3 δικαστές, έτσι ώστε, στα χαρτιά, να διαθέτει πλειοψηφία έξι εναντίον τριών. Από τη «δική του» κοινωνία, και με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ελέγχει μέσω των ολιγαρχών της τεχνολογίας, περιμένει επί του πεδίου απόρριψη της δημοκρατίας· από το δε Ανώτατο Δικαστήριο απαιτεί εξάπλωση ως τα ακρότατα όρια της θεωρίας περί «ενότητας της εκτελεστικής εξουσίας» (unitary executive theory), σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τομέας που να εκφεύγει της αποφασιστικής αρμοδιότητας του εκλεγμένου Προέδρου, ούτε περιορισμοί στην άσκηση αυτών των εξουσιών. Με αφετηρία τη νομική θεώρηση «η εκτελεστική εξουσία ανήκει εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά στον Πρόεδρο», όπως έχει γράψει σε μια απόφαση του 2020 ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου John Roberts, επιχειρείται υλοποίηση του δόγματος του ακόμα πιο επικίνδυνου από τον Τραμπ, Αντιπροέδρου J. D. Vance: «Οι δικαστές δεν επιτρέπεται να ελέγχουν τη νόμιμη εξουσία (legitimate power) της κυβέρνησης» –κι ας επιβάλλει το ακριβώς αντίθετο η συνταγματικά θεσπισμένη διάκριση των λειτουργιών.
∙
Τα θεμέλια της συνταγματικής δημοκρατίας, που έχει πλήξει με την ανάληψη της εξουσίας το καθεστώς Τραμπ, είναι το Κράτος, ο Τύπος, η Παιδεία, η Δικαιοσύνη –θεμέλια, χωρίς τα οποία η δημοκρατία είναι λειψή, και όχι απλώς αντίβαρα, που, αν δεν λειτουργούν, καθιστούν τη δημοκρατία λιγότερο αποτελεσματική.
Σε μια υγιή δημοκρατία, πόσο μάλλον υπό ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης, η Δημόσια Διοίκηση οφείλει να εξασφαλίζει την ενότητα, την αμεροληψία και την υπέρ όλων λειτουργία του Κράτους. Η υποταγή στην εκτελεστική εξουσία, το κομματικό κράτος υπό κομματική ατζέντα, η αποδοχή και εκτέλεση παράνομων αποφάσεων, η κυριαρχία του ατομικού οφέλους επί του δημοσίου συμφέροντος, η συνειδητή αποδυνάμωση της διοικητικής μηχανής βρίσκονται εκτός δημοκρατικού πεδίου –παρότι το απελπιστικά ξεπερασμένο αμερικανικό Σύνταγμα δεν αφιερώνει ούτε μια λέξη στη Δημόσια Διοίκηση. Μια σειρά από προεδρικές πρωτοβουλίες οδήγησαν σε αυτά ακριβώς τα παράνομα αποτελέσματα: κόψιμο δαπανών χωρίς απόφαση του Κογκρέσου (1 τρισεκατομμύριο δολάρια μόνο από τη Medicaid για το έγκλημα της να παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη)· μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων (περίπου 150.000 ως τώρα, προερχόμενων κυρίως από τους τομείς της παιδείας, της υγείας και της έρευνας) και ανωτάτων στελεχών, ακόμα και στο στρατό, κατά παράβαση πάγιας πρακτικής, χωρίς αιτιολογία και για λόγους πεποιθήσεων· καταργήσεις οργανισμών (National Institute of Health, USAID που παρείχε διεθνή βοήθεια και άλλες), πίεση επί των ανεξάρτητων Αρχών (SEC και CFTC στο χώρο της κεφαλαιαγοράς, Κεντρική Τράπεζα/FED με απειλές αντικατάστασης του Προέδρου της, Επιτροπή Προστασίας του Καταναλωτή, Επιτροπή Περιβάλλοντος και πολλές άλλες)· ανάθεση σημαντικών διοικητικών αρμοδιοτήτων σε πρόσωπα με προφανή σύγκρουση συμφερόντων (Μusk, Patel, περιβάλλον του ίδιου του Προέδρου). Ειδικά η δημιουργία και λειτουργία του DOGE, εκτός νομιμότητας, με κομματική ατζέντα, υπό την καθοδήγηση του Μusk και αποκλειστικά επιλεγμένων από αυτόν στελεχών, με δικαίωμα ελέγχου επί όλου του δημοσίου τομέα και κατά πλήρη κάμψη του υπηρεσιακού και προσωπικού απορρήτου, συνιστά μια αυτόνομη και πρωτοφανή κάμψη του κράτους δικαίου στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης.
Η προσπάθεια καταπίεσης της ελευθερίας του Τύπου και χειραγώγησης του είναι επίσης χαρακτηριστική του αυταρχισμού του καθεστώτος: σωρεία αγωγών κατά ενημερωτικών μέσων (CBS, SBC, NBC News και πολλών μικρότερων) που «αντιστέκονται» στον Πρόεδρο· οικονομικές δοσοληψίες ή και εκβιασμοί (με επιτυχές για την εκτελεστική εξουσία αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην ελεγχόμενη από το μεγαλοεπιχειρηματία Bezos πρώην έγκυρη «Washington Post»)· κλείσιμο σταθμών ή κόψιμο της χρηματοδότησης δημόσιων μέσων ενημέρωσης (όπως του τηλεοπτικού δικτύου PBS και του ραδιοσταθμού NPR)· αποκλεισμός «ενοχλητικών» δημοσιογράφων ή μέσων, ακόμα και του ίδιου του Associated Press, από πρόσβαση στο Λευκό Οίκο. Ανελευθερία, φόβος, χωρισμός σε «εμείς κι αυτοί», σύμμειξη με φίλια επιχειρηματικά συμφέροντα, ώθηση των ελεγχόμενων και σκοτεινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνθέτουν το τοπίο της «ενημέρωσης» και της ελευθερίας λόγου επί Προεδρίας Τραμπ.
Ανοιχτή επίθεση δέχεται και η Παιδεία. Θα αρκούσε, έστω συμβολικά, η κατάργηση του ομοσπονδιακού Υπουργείου Εκπαίδευσης (Department of Education), αλλά δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου. Οι μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, η συρρίκνωση των κονδυλίων για την έρευνα (ήδη περικόπηκαν τα 2/3 του προϋπολογισμού της National Science Foundation, «υπόλογης» για καμιά εκατοστή βραβεία Νόμπελ και τεράστιες επιστημονικές ανακαλύψεις), η άρνηση της ίδιας της επιστήμης από τον Πρόεδρο (δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή, επιστροφή στο πετρέλαιο) και από κρατικούς αξιωματούχους (εναντίωση στα εμβόλια από τον Υπουργό Υγείας) δίνουν το παράδειγμα του σκοταδισμού και στερούν την Αμερική, και ολόκληρη την ανθρωπότητα, από επιστημονικό και διανοητικό οξυγόνο.
Σε πολιτικό, πάντως, επίπεδο, κορωνίδα της αντιπαράθεσης είναι η επίθεση στα Πανεπιστήμια, με επίκεντρο το χαρακτηριζόμενο από τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο ως «αντισημιτικό ίδρυμα της ακροαριστεράς» και «απειλή για τη Δημοκρατία» Harvard. Με πρόφαση την προστασία της «εβραϊκής μειονότητας» από «ακραίες αντιδράσεις» κατά την περίοδο των διαμαρτυριών για την κατάσταση στη Γάζα, η κυβέρνηση Τραμπ πλήττει ανοιχτά την ελευθερία του λόγου (1η Τροπολογία). Με τρόπο άμεσο –προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένου «προγράμματος», ιδίως της κατάργησης της «πολιτικής DEI/Diversity – Equality – Inclusion (Διαφορετικότητα – Ισότητα – Συμπεριληπτικότητα)– και έμμεσο –διακοπή χρηματοδότησης ή επιβολή φόρων. Η επιστολή-τελεσίγραφο της κυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Harvard (11 Απριλίου) με «αιτήματα» την κατάργηση όλων των «Γραφείων DEI», τον έλεγχο επί των προσλήψεων του διδακτικού προσωπικού, την εποπτεία επί των μαθημάτων, την αναγκαστική μεταρρύθμιση των προγραμμάτων, την προστασία των προσώπων που «καταδίδουν» παραβίαση της «ορθής γραμμής» αποτελεί μνημείο αυταρχισμού και αντισυνταγματικότητας. Όπως μνημείο, αλλά στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ήταν και η απάντηση του Πανεπιστημίου δια του Προέδρου του Alan Garber: «Τα αιτήματα (prescriptions) υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Παραβιάζουν τα εκ της 1ης Τροπολογίας (του Συντάγματος) δικαιώματα του Harvard και τις εξουσίες της κυβέρνησης υπό το φως του τίτλου VI (του νόμου για τα πανεπιστήμια). Απειλούν τις αξίες μας ως ιδιωτικού θεσμού αφιερωμένου στην αναζήτηση, παραγωγή και διάδοση της γνώσης. Καμία κυβέρνηση –ανεξαρτήτως του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία– δεν μπορεί να υπαγορεύσει τι μπορούν να διδάξουν τα πανεπιστήμια, ποιους θα δεχθούν ως φοιτητές ή θα προσλάβουν ως καθηγητές και ποια πεδία έρευνας και μελέτης θα ακολουθήσουν … Το Πανεπιστήμιό μας δεν πρόκειται να παραδώσει (surrender) την ανεξαρτησία του ή να απεμπολήσει (relinquish) τα συνταγματικά του δικαιώματα». Αντίθετα από το Columbia, που συνθηκολόγησε, το Harvard, και μαζί του το Stanford και άλλα μεγάλα Πανεπιστήμια, διάλεξαν το δρόμο της ελευθερίας και της τιμής. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια σύγκρουση δυο κόσμων –που δεν «νομιμοποιούνται», όμως, εξίσου από το αμερικανικό Σύνταγμα.
Αιχμή του δόρατος, ωστόσο, της επίθεσης της κυβέρνησης Τραμπ στους δημοκρατικούς θεσμούς αποτελεί η προσπάθεια ποδηγέτησης και, στο βαθμό που δεν είναι εφικτός ο επηρεασμός, η «αντίσταση» έναντι της Δικαιοσύνης. Για αποφάσεις που δεν τη «βολεύουν» η κυβέρνηση δεν διστάζει να καταφύγει στη διαστρέβλωση: στην περίπτωση παράνομων εκτοπισμών μεταναστών, η Υπουργός Δικαιοσύνης αποφάνθηκε ότι «τα μέτρα που ζήτησε το δικαστήριο να ληφθούν αφορούν στο Σαν Σαλαβδόρ –τη χώρα επιστροφής– και όχι τις ΗΠΑ» –τη χώρα απέλασης–, ενώ, αντίθετα, το τοπικό και, στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο, ζήτησαν «θετικά μέτρα» (facilitation) από την αμερικανική κυβέρνηση. Στη φαρέτρα υπάρχει και η ανοιχτή απείθεια –ο δικαστής Boasberg έχει κινήσει σχετική διαδικασία για «συνειδητή μη συμμόρφωση» – willful disregard– της κυβέρνησης στην απόφαση του να σταματήσει τις παράνομες απελάσεις. Αρχίζουν να χρησιμοποιούνται απειλές, ακόμα και συλλήψεις δικαστών, όπως της Hannah Dugan στο Milwaukee, γιατί αρνήθηκε να συλλάβει χωρίς ένταλμα έναν μετανάστη. «Μπράβο! Χρειαζόμαστε κι άλλες συλλήψεις», τιτίβισε στην πλατφόρμα Χ η βουλευτής Mary Miller.
Αντίστοιχες πιέσεις –απειλή συλλήψεων, προεδρικό διάταγμα που απαγόρευσε σε ορισμένα δικηγορικά γραφεία την πρόσβαση σε ομοσπονδιακά κτίρια, άρα και στα δικαστήρια– δέχονται και οι δικηγόροι που δεν «συμπλέουν» με τη οπτική της κυβέρνησης για την Δικαιοσύνη. Ωστόσο είναι φανερό ότι η μάχη –γιατί περί πραγματικής μάχης πρόκειται– θα κριθεί γύρω από τη στάση που θα κρατήσει το Ανώτατο Δικαστήριο: ο Τραμπ το θεωρεί, όχι άδικα, σύμμαχό του, αλλά υπάρχουν και όρια, που δοκιμάζονται και ίσως σύντομα να ξεπεραστούν, στην ανοχή των δικαστών έναντι της αυθαιρεσίας και της ωμής παρανομίας.
∙
Με φιλική προς τον Πρόεδρο πλειοψηφία, και φιλοσοφία, το Ανώτατο Δικαστήριο έδειξε αρχικά και φιλική έναντι του τρόπου διακυβέρνησής του στάση. Πατώντας πάνω στις δυο μεγάλες, σχετικά με τα όρια εκτελεστικής εξουσίας, αποφάσεις προηγουμένων ετών, την «Τραμπ εναντίον Χαβάης» (2018), με την οποία το δικαστήριο είχε θεωρήσει συνταγματικό τον αποκλεισμό της εισόδου Μουσουλμάνων στο αμερικανικό έδαφος λόγω της αρμοδιότητας του Προέδρου επί θεμάτων μετανάστευσης και εθνικής ασφάλειας, καθώς και την «Τραμπ εναντίον Ηνωμένων Πολιτειών» (2024), που είχε παραμερίσει τις ευθύνες του στο πραξικόπημα της 6ης Ιανουαρίου 2021 προβαίνοντας σε μια ιδιαίτερα ευρεία ερμηνεία του προεδρικού ακαταδίωκτου (immunity) επί τη βάσει των συνταγματικών εξουσιών και του τρόπου εκλογής του, το Δικαστήριο συνέχισε, στην αρχή αυτής της θητείας, να του προσφέρει το «τεκμήριο νόμιμης αρμοδιότητας». Χωρίς να μπει στην ουσία, με προδικαστικές αποφάνσεις, έκανε αποδεκτό η κυβέρνηση να μην επαναπροσλάβει απολυμένους δημοσίους υπαλλήλους, δέχθηκε ως καταρχήν συνταγματική τη χρήση του «Alien Ennemies Act» του 1798 για την απέλαση παράνομων αλλοδαπών, επέτρεψε το πάγωμα πόρων που προορίζονταν για τους δασκάλους. Στο όνομα της «κυριαρχίας του Προέδρου», η λεπτή γραμμή που θα νομιμοποιούσε την προεδρική αυθαιρεσία έδειχνε, όπως ακριβώς επιζητούσε ο Τραμπ, να ακολουθείται.
Η ανοιχτή, ωστόσο, απείθεια, της εκτελεστικής εξουσίας έναντι δικαστικών αποφάσεων, καθώς και οι μη συγκαλυμμένες επιθέσεις κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας, φαίνεται ότι διαμόρφωσαν μια άλλη γραμμή, κόκκινη αυτή τη φορά, που ακόμα και δικαστές που χρωστούν το αξίωμα τους στον Πρόεδρο δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ποδοπατήσουν: μόνοι δυο από τα εννέα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι όχι απλώς συντηρητικοί αλλά «οπαδικοί» δικαστές Thomas και Alito –και οι δυο ελεγχόμενοι για παράνομη δωροληψία, και οι δυο με δηλωμένες πεποιθήσεις που παραβιάζουν κατάφωρα τη δικαστική ουδετερότητα– φαίνονται ικανοί να καταπιούν τα πάντα. Σε μια ασυνήθιστη κίνηση, ο Πρόεδρος Roberts, παρότι ανεπίληπτα συντηρητικός κι ο ίδιος, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία στηλίτευσε ως «μη προσήκουσα εκδήλωση διαφωνίας» την απειλή ποινικής δίωξης (impeachment), που είχε εκτοξευτεί από κρατικό αξιωματούχο σε συνέχεια δικαστικής απόφασης κατώτερου δικαστηρίου που δεν άρεσε στην κυβέρνηση. Ακόμα πιο καθοριστική, και αυτή τη φορά συλλογική, υπήρξε η άμεση –ελήφθη στις μία το πρωί της 18ης Απριλίου, με πλειοψηφία 7-2, χωρίς καν αναμονή της διατύπωσης, από το δικαστή Alito, της άποψης της μειοψηφίας– προσωρινή διαταγή για «πάγωμα» της αεροπορικής «μετακίνησης» Βενεζουελάνων μεταναστών σε φυλακή του Σαν Σαλβαδόρ. Συγχρόνως διατάχθηκε η κυβέρνηση να λάβει θετικά μέτρα («να διευκολύνει –facilitate– σημαίνει να δράσει ώστε να διορθώσει»), καθώς δεν είχαν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις («ο νόμος του 1798 δεν επιτρέπει μαζικές και χωρίς καμία εγγύηση απελάσεις»). Βέβαια ο μετανάστης αυτός, και πολλοί άλλοι σε παρόμοια κατάσταση, συνεχίζει να σαπίζει σε φυλακή στη χώρα της οποίας ο δικτάτορας Bukele έτυχε εγκάρδιας υποδοχής, στους αντίποδες εκείνης του Ζελένσκι, στο Λευκό Οίκο. Όμως οι δικαστές, παρότι δεν έχουν ακόμα εκδώσει απόφαση επί της ουσίας –σύντομα αναμένεται να αποφανθούν για τη νομιμότητα της χρήσης προσωπικών δεδομένων από τη DOGE και έπεται συνέχεια επί όλων σχεδόν των προεδρικών διαταγμάτων, ιδίως όσων «αγγίζουν» δικαιώματα–, έδωσαν ένα σήμα.
Ίσως, όμως, η ισχυρότερη θεσμική αντίσταση να προέλθει από μια πηγή που οι ίδιοι δικαστές, με προηγούμενες αποφάσεις τους, ευνοϊκές κατά τα άλλα για την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, είχαν φροντίσει να ενδυναμώσουν σε υπερθετικό βαθμό. Πρόκειται για την εξουσία των Πολιτειών έναντι της ομοσπονδιακής Πολιτείας. Με τις δυο μεγάλες και πολυσχολιασμένες αποφάσεις «Dobbs vs Jackson Women’s Organization» (2022) για τις αμβλώσεις και «Students for fair Admissions» (2023), με την οποία μπήκε τέλος στην πανεπιστημιακή πρακτική της «θετικής ισότητας» (affirmative action), το Δικαστήριο αναγνώρισε εξαιρετικά εκτεταμένο πεδίο δράσης στα όργανα των επιμέρους αμερικανικών Πολιτειών. Πλέον τα όργανα πολλών από αυτές, εκείνων τουλάχιστον με πλειοψηφία δημοκρατικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων, αλλά και τοπικών δικαστών –65% των οποίων, σε όλες τις ΗΠΑ, έχουν διοριστεί από τους Προέδρους Ομπάμα και Μπάιντεν– κρατούν στα χέρια τους ένα μεγάλο θεσμικό όπλο. Το οποίο βέβαια δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν χωρίς κάποια «έγκριση» από την αμερικανική κοινωνία –μια κοινωνία διχασμένη και ζαλισμένη, αλλά ζωντανή και πιθανότατα μη ευεπίφορη στην πλήρη στέρηση της ελευθερίας της. Η οποία βέβαια ελευθερία, για το συγκεκριμένο λαό, συνδέεται βασικά και κύρια με την τσέπη του.
Η εν εξελίξει επιχείρηση της εξουσίας για συνταγματική κατάλυση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, ούτε καν κριθεί, έχει, όμως, ήδη προκαλέσει τεράστιο πλήγμα –σε θεσμικό, πολιτικό και ηθικό επίπεδο. Όχι μόνο στην Αμερική, αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς