Πριν από ένα χρόνο (στις 16.5.2018) ο τέως Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Ν. Σακελλαρίου, ανακοίνωσε μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος την παραίτησή του από την θέση του Προέδρου. Ωστόσο, οι προβαλλόμενοι λόγοι ήταν αυτοί που είχαν προκαλέσει εύλογα θεσμικά ερωτήματα σχετικά με τη δικαστική δεοντολογία και συγκεκριμένα η διαρροή της απόφασης του δικαστηρίου για τη συνταγματικότητα του Νόμου Κατρούγκαλου (ν.4387/2016). Μάλιστα ο ίδιος δήλωσε πως δεν βρισκόταν σε θέση να εγγυηθεί τη μυστικότητα των διασκέψεων και την εχεμύθεια αυτών. Στην πραγματικότητα, το ίδιο ζήτημα τέθηκε πρόσφατα και με τη διαρροή για το ζήτημα της συνταγματικότητας της κατάργησης των δώρων των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.
Είναι η διαρροή δημοσίευση;
Το ζήτημα λοιπόν των διαρροών δικαστικών αποφάσεων πριν τη δημοσίευση τους δεν είναι καινοφανές, αλλά τείνει να παγιωθεί, ιδίως στις υποθέσεις που παρουσιάζουν αυξημένο κοινωνικό, νομικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί πως αν θέλουμε να ακριβολογούμε ορολογικά, η διαρροή δεν συνιστά δημοσίευση, μιας και το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι μια απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα και θεωρείται υποστατή μόνο όταν απαγγελθεί σε δημόσια συνεδρίαση. A contrario λοιπόν η διαρροή δεν αποτελεί ούτε “έμμεση δημοσίευση” και συνεπώς οι υπό κρίση περιπτώσεις δεν αναφέρονται στην κριτική των δικαστικών αποφάσεων. Δεν υπάρχει ακόμα απόφαση και, συνεπώς, δεν μπορεί να διαρρεύσει κάτι που δεν υφίσταται.
Το γεγονός ότι οι διαρροές δεν εμπίπτουν στην έννοια της “δημοσίευσης” δεν τις καθιστά ex ante αθέμιτες και ανεπίτρεπτες. Σύμφωνα άλλωστε και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), οι δημοσιογραφικές πηγές συμβάλλουν στην πραγμάτωση του ρόλου του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία, ο οποίος ως “δημόσιος φύλακας” (βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 26.11.1991, Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου 27.3.1996) έχει ως αποστολή τη μετάδοση πληροφοριών και ιδεών σχετικά με ζητήματα δημοσίου συμφέροντος.
Η διττή λειτουργία του Τύπου
Με τον τρόπο αυτό ο Τύπος επιτελεί τη διττή του λειτουργία. Από την μια απολαμβάνει του δικαιώματος του “πληροφορείν” και από την άλλη ικανοποιεί το ατομικό δικαίωμα του “πληροφορείσθαι”. Για αυτό το δικαίωμα απόκρυψης των δημοσιογραφικών πηγών δεν συνιστά απλώς ένα προνόμιο των δημοσιογράφων, αλλά μια πτυχή του δικαιώματος στην πληροφορία (βλ. ΕΔΔΑ Tillact κατά Βελγίου, 27.11.20070).
Η σημασία του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) εμφαίνεται κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες που αφορούν σημαντικό ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Σε πληθώρα αποφάσεων διαπιστώνεται η υπερίσχυση του δικαιώματος στην απόκρυψη των δημοσιογραφικών πηγών (λ.χ. διαρροή πληροφοριών από εισαγγελικές αρχές στην Ernst κατά Βελγίου, 15.7.2003, ή στην κοινοποίηση στον Τύπο εμπιστευτικής και προσωρινής έκθεσης δικαστηρίου σχετική με τη διαχείριση των δημοσίων εσόδων της περιφέρειας Languedoc – Roussillon, Martin κατά Γαλλίας, 12.4.2002), έναντι του δικαιώματος κατάσχεσης ή ελέγχου αυτών.
Οι δεσμεύσεις εχεμύθειας και τήρησης της μυστικότητας των δικαστικών διασκέψεων
Το ζήτημα ωστόσο των διαρροών δεν πρέπει να εξετάζεται μονόπλευρα και μονομερώς. Η υποχρέωση εχεμύθειας και η τήρηση της μυστικότητας των διασκέψεων αποτελούν υποχρεώσεις των δικαστών. Οι δεσμεύσεις αυτές θεμελιώνονται πρωτίστως στο ίδιο το Σύνταγμα, όπου ένα πλέγμα διατάξεων που αποτελούν τις θεσμικές εγγυήσεις του δικαστικού λειτουργήματος (άρθρο 26, άρθρο 87 παρ. 1, άρθρο 29 παρ.3 Σ), απαγορεύει στους δικαστές να αποκαλύπτουν σε τρίτους πληροφορίες που αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις (βλ. Άλκης Δερβιτσιώτης – Στυλιανός Ι. Κουτνατζής, “Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;”, δημοσιευμένο σε www.liberal.gr).
Αυτό τυποποιείται και στο άρθρο 40 του ν.1756/1988 (“Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών). Να σημειωθεί επίσης πως το άρθρο 257 ΠΚ προβλέπει ακόμη και ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης του δικαστικού απορρήτου.
Διαρροές, ελευθερία του Τύπου και ευάλωτη δικαστική ανεξαρτησία
Προβληματική σε κάθε περίπτωση δεν είναι η αξιοποίηση της διαρροής, η οποία όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας του Τύπου, αλλά η διαρροή αυτή καθαυτή. Αυτό δεν απαλλάσσει τον εκάστοτε δημοσιογράφο από την υποχρέωση τήρησης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ελέγχου, επαλήθευσης και εξακρίβωσης της πληροφορίας.
Οι συχνές όμως διαρροές υποδηλώνουν και μια εύκαμπτη, εύτρωτη και ευάλωτη δικαστική (εσωτερική) ανεξαρτησία. Δεν επηρεάζεται το φρόνημα και η δικανική πεποίθηση του δικαστή, όταν ασκεί τα καθήκοντά του υπό το φόβο της διαρροής και της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των συναδέλφων του; Δεν θίγεται η εσωτερική του ελευθερία με τέτοιου είδους “έμμεσες” παρεμβάσεις;
Για να λειτουργήσει η δικαστική λειτουργία ως θεσμικό αντίβαρο απαιτείται μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, παρρησία και θεσμική επιμέλεια από τους δικαστές. Θα πρέπει συνεπώς να αναρωτηθούμε τόσο ως προς το αν η εκπαίδευση, δικαστική, νομική και γενική, καλλιεργεί τις αρετές αυτές όσο και αν υφίστανται τα απαραίτητα θεσμικά εχέγγυα που θα βοηθούσαν ενδεχομένως στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Δεν είναι πάντως παρήγορη, για το επίπεδο της δημοκρατίας μας, η διαπίστωση ότι δικαστικές διαρροές, τουλάχιστον στη μορφή και με την έκταση που παρατηρούνται στην Ελλάδα, μάλλον σπανίζουν σε άλλα αναπτυγμένα κράτη δικαίου.
Ας θυμόμαστε άλλωστε πως στην δημοκρατία δεν υπάρχει πόλεμος ανομολόγητος, όπως δεν υπάρχει δίκη εν κρυπτώ (βλ. Κωνσταντίνος Τσάτσος, Δημοσθένης: Τρεις Ολυνθιακοί, Τρεις Φιλιππικοί και ο Λόγος περί των εν Χερσονήσω, εκδ.Εστία, Αθήνα, 2002, σελ.235).
Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
Τεταρτοετής φοιτητής του τμήματος Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Μέλος του εργαστηρίου του Συνταγματικού Δικαίου του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης