Search
Close this search box.

Το ζήτημα της Λευκής Ψήφου: Διαπιστωτική αποδοκιμασία του κομματικού συστήματος ή δημοκρατική επιλογή;

H λευκή ψήφος δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε τον αριθμό των βουλευτών ούτε τον αριθμό των εδρών. Ωστόσο, το ζήτημα της λευκής ψήφου είναι ένα κατεξοχήν πρακτικό ζήτημα, με έμμεσες έννομες συνέπειες, μιας και ο συνυπολογισμός τους ή μη στις έγκυρες συμβάλλει στην εξεύρεση του εκλογικού μέτρου, το οποίο με τη σειρά του διευκολύνει ή δυσχεραίνει τον σχηματισμό (αυτοδύναμης) κυβέρνησης, τη δημιουργία πολυκομματικής ή ολιγοκομματικής Βουλής, την κατανομή των εδρών με στρεβλωτικό ή αναλογικό αποτέλεσμα.

Ερώτημα Πολίτη:

Τι γίνεται σχετικά με το ζήτημα της Λευκής Ψήφου; Γιατί δεν προσμετράται στο εκλογικό αποτέλεσμα (εκλογικό μέτρο); Αφού τηρεί όλες τις Συνταγματικές Αρχές που χαρακτηρίζουν την έγκυρη ψήφο γιατί βγαίνει άκυρη; Γιατί επιλέχθηκε ιστορικά κάτι τέτοιο στην αρχή της Μεταπολίτευσης; Σε τι εξυπηρετούσε;

Σήμερα η προσμέτρηση της Λευκής Ψήφου ίσως να μείωνε τα ποσοστά αποχής διότι πολλοί που θέλουμε να διαμαρτυρηθούμε και είμαστε αναγκασμένοι να ψηφίζουμε δεν θα παρανομούμε απέχοντας και θα κάνουμε και αισθητή τη διαμαρτυρία μας.

Υπάρχει περίπτωση στο μέλλον να σταματήσει αυτή η Συνταγματική παραβίαση και ο μελλοντικός νομοθέτης να δημιουργήσει ένα νέο εκλογικό σύστημα που θα την προβλέπει; Και αν ναι, τότε θα θεωρηθεί αναδρομικά ότι όλες οι εκλογές από την Μεταπολίτευση και μετά ήταν αντισυνταγματικές και παράνομές; Πότε θα λυθεί επιτέλους το ζήτημα της Λευκής Ψήφου;

Απάντηση:

Το ζήτημα της λευκής ψήφου συνδέεται και σχετίζεται με ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων που διέπουν την ψηφοφορία (ά. 2 παρ. 1 Σ, ά. 5 παρ. 1 Σ, ά. 51 παρ. 3 – 5 Σ), αλλά και τον καθορισμό του εκλογικού συστήματος και των εκλογικών περιφερειών (ά. 54 παρ. 1 Σ). Συστηματικά το μεγαλύτερο μέρος των προαναφερθεισών διατάξεων εντάσσεται στο Κεφάλαιο που αφορά την Ανάδειξη και συγκρότηση της Βουλής, για αυτό και θα πρέπει κατά την εξέταση των ζητημάτων που αναφύονται να λαμβάνεται υπόψη η αντιπροσωπευτική αρχή, και κυρίως ότι η εκλογική διαδικασία δεν συνιστά κατά κυριολεξία λήψη απόφασης (πλειοψηφικής), αλλά κατατείνει στην ανάδειξη αντιπροσώπων.

Συνακόλουθα πρέπει να αναλυθεί και η νομική φύση του εκλογικού δικαιώματος (δικαιώματος εκλέγειν), μιας και η εισαγωγή περιορισμών (μπορεί να θεωρηθεί η αφαίρεση των λευκών ψήφων από τις έγκυρες περιορισμός;) προσιδιάζει μόνο σε ατομικά, υποκειμενικά δικαιώματα, ενώ η έννοια του δημόσιου λειτουργήματος ή λειτουργικού δικαιώματος, εμπεριέχει εγγενώς μια υποχρέωση.

Η διαχείριση της λευκής ψήφου

Αρχικά, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις έννομες συνέπειες της λευκής ψήφου και το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής. Η λευκή ψήφος δεν μπορεί εξ ορισμού να έχει έννομες συνέπειες ως προς την σύνθεση των αναδεικνυόμενων οργάνων λόγω της αντιπροσωπευτικής αρχής, αλλά και του σταθερού αριθμού των βουλευτών όπως ορίζεται στον εκλογικό νόμο.[1]

Από τον συνδυασμό της αντιπροσωπευτικής αρχής, του ά.51 παρ. 1 Σ και της οικείας διάταξης του εκλογικού νόμου συνάγεται ότι «δεν επιτρέπεται στον κοινό νομοθέτη να προβλέψει ότι οι έδρες που έχουν κατανεμηθεί σε περιφέρειες με βάση τον νόμιμο πληθυσμό τους παραμένουν τελικά κενές λόγω πολλών λευκών ψηφοδελτίων, γιατί αυτό ανατρέπει την εκπροσώπηση των περιφερειών στην Βουλή».[2]

Με άλλα λόγια, η λευκή ψήφος δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε τον αριθμό των βουλευτών (περιορίζοντας τους) ούτε τον αριθμό των εδρών (λχ. αδιάθετες έδρες: διατήρηση κενών εδρών αντίστοιχων προς το ποσοστό των λευκών ψήφων). Συνεπώς, το ζήτημα της λευκής ψήφου είναι ένα κατεξοχήν πρακτικό ζήτημα, με έμμεσες έννομες συνέπειες, μιας και ο συνυπολογισμός τους ή μη στις έγκυρες συμβάλλει στην εξεύρεση του εκλογικού μέτρου, το οποίο με τη σειρά του διευκολύνει ή δυσχεραίνει τον σχηματισμό (αυτοδύναμης) κυβέρνησης, την δημιουργία πολυκομματικής ή ολιγοκομματικής Βουλής, την κατανομή των εδρών με στρεβλωτικό ή αναλογικό αποτέλεσμα.

Πρέπει να λαμβάνονται τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια στον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου;

Επί μακρόν τόσο οι ερμηνευτές του δικαίου όσο και οι εφαρμοστές αυτού, δηλαδή και τα δικαιοδοτικά και τα διοικητικά όργανα δέχονταν παγίως ότι τα λευκά δεν προσμετρούνται μαζί με τα έγκυρα για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) στην απόφαση 3705/1987 έκρινε το πρώτον ότι η μη διανομή λευκών ψηφοδελτίων όχι μόνο δεν προσέκρουε στο Σύνταγμα, αλλά ότι η νομοθετική κατοχύρωση της λευκής ψήφου θα ήταν αντίθετη «προς την ενεργό και λειτουργική άσκηση του εκλογικού δικαιώματος».

Από τις βουλευτικές εκλογές του 1989 και εντεύθεν στα εκλογικά τμήματα διανέμονται μαζί με τα τυπωμένα ψηφοδέλτια των συνδυασμών και λευκά ψηφοδέλτια.  Η πρακτική αυτή δεν επηρέασε την νομολογία του ΣτΕ το οποίο στην απόφαση 799/1996 επιβεβαίωσε την προηγούμενη θέση του, την οποία υιοθέτησε και η AEΔ 34/1999 κατά την οποία απαγορεύεται να λαμβάνονται υπόψη τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια για τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου.

Την πάγια αυτή θέση της νομολογίας περί διακριτικής – διαφορετικής μεταχείρισης έγκυρων και λευκών μετέβαλε η ΑΕΔ 12/2005, η οποία απεφάνθη πως τα λευκά ψηφοδέλτια εκδηλώνουν έγκυρη εκλογική βούληση και πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου στις κατανομές των εδρών, για αυτό και κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 4 και άρθρου 99 παρ. 3 και 4 ΠΔ 351/2003 ως αντικείμενες στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου (βλ. σκέψη 10).

Αν και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) στην απόφαση αυτή παραμέρισε τις διατάξεις αυτές ως αντισυνταγματικές, ο κοινός νομοθέτης δεν υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης περί αποφασιστικής επιρροής της λευκής ψήφου στο εκλογικό αποτέλεσμα επιβαλλόμενη εκ των συνταγματικών επιταγών της ισοτιμίας των ψήφων και της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης, αλλά ήρε την σχετική ασάφεια ερμηνεύοντας αυθεντικά πως οι λευκές δεν εξομοιώνονται με έγκυρες και δεν διαμορφώνουν το εκλογικό μέτρο μαζί με αυτές (βλ. ά.1 3434/2006, ά. 98 παρ. 4, 8, ά.99 και ά.100 ΠΔ 96/2007 και ΠΔ 26/2012).

Αντίθετο μάλιστα σκεπτικό με την ΑΕΔ 12/2005, είχε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Πασχαλίδη, Κουτμερίδη και Ζαχαράκη κατά Ελλάδος (2008), η οποία έκρινε πως με την παραπάνω απόφαση παραβιάστηκε το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου[3] που περιβάλλει την ψηφοφορία με τις εγγυήσεις της μυστικότητας, της ελεύθερης και ανόθευτης έκφρασης του εκλογικού σώματος. Αξιοσημείωτο είναι πως η απόφαση αυτή αναγνωρίζει στα συμβαλλόμενα μέρη ευρεία διακριτική ευχέρεια επιλογής του εκλογικού συστήματος.[4]

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως το σκεπτικό του δικαστηρίου ως προς την φύση του εκλογικού δικαιώματος. Το ΕΔΔΑ προσδίδει στο δικαίωμα του εκλέγειν μια αμιγώς υποκειμενική και ατομική διάσταση, καθιστώντας το έτσι δεκτικό περιορισμών εντός μια δημοκρατικής κοινωνίας, εφόσον επιδιώκεται θεμιτός σκοπός, δεν πλήττεται η ουσία του δικαιώματος και διατηρείται η αναλογία μεταξύ μέσων και επιδιωκόμενου σκοπού.[5]

Το αυτό επιχείρημα υιοθέτησε και η μειοψηφία της απόφασης του ΑΕΔ 12/2005, όπου κρίθηκε συνταγματικά θεμιτός ο περιορισμός του μη συνυπολογισμού των λευκών, πληρώντας τις αρχές της προσφορότητας και της αναγκαιότητας, με απώτερο στόχο την διατήρηση της σταθερότητας του εκλογικού σύστηματος.

Συμπεράσματα

Από τα προεκτεθέντα μπορούν να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα:

1. Η υποχρεωτικότητα της ψήφου δεν συνεπάγεται ούτε τον αποκλεισμό ούτε την συνταγματική κατοχύρωση της λευκής ψήφου.[6] Η λευκή ψήφος συνυφαίνεται με την αρχή της υποχρεωτικής ψήφου, αφού συνιστά εκδήλωση βούλησης η οποία έχει αρνητικό περιεχόμενο. Με την λευκή ψήφο ο εκλογέας επιλέγει να επιδοκιμάσει το πολίτευμα, αφού δρα εντός του συνταγματικού πλαισίου, αλλά με τρόπο αποδοκιμαστικό προς το κομματικό σύστημα.

Αν θεωρούσαμε de constitutione ferenda επιβεβλημένη την συνταγματική της κατοχύρωση, θα έπρεπε να αναθεωρηθεί όλη η μηχανική, οι αρχές και οι θεσμικές εγγυήσεις που απορρέουν από την αντιπροσωπευτική αρχή και διέπουν την διαδικασία ανάδειξης και συγκρότησης της Βουλής. Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα η μεταχείριση της λευκής ψήφου ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη. Επειδή η νομική υπεροχή του Συντάγματος είναι σύμφυτη με την κανονιστικότητά του, δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως η συνταγματική πρόβλεψη για την λευκή ψήφο θα είχε μόνο παιδαγωγικό και προτρεπτικό χαρακτήρα.

2. Με την ΑΕΔ 12/2005 επανυπολογίστηκε το εκλογικό μέτρο σε συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες με τη συμπερίληψη των λευκών. Πρακτικό αποτέλεσμα της ανακατανομής ήταν η ενίσχυση του πρώτου κόμματος με δύο επιπλέον έδρες (στους νομούς Πέλλης και Σερρών αντιστοίχως), οι οποίες αφαιρέθηκαν από το δεύτερο κόμμα. Αυτό σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν σχετικά με την πάγια νομοθετική πρακτική από το 1975, την αντιπροσωπευτική αρχή, την αρχή της σταθερότητας του εκλογικού συστήματος και την υποκειμενική διάσταση του εκλογικού δικαιώματος, δικαιολογούν την (πρακτική) εξίσωση λευκών και άκυρων. Δεν είναι κατ’ ακριβολογία και νομική μιας και καταμετρώνται και δημοσιεύονται σε χωριστό από τις άκυρες πίνακα.

3. Η αντίθετη άποψη δίνει έμφαση στην ισοδυναμία των ψήφων, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην ανάγκη προστασίας της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της εκφρασμένης βούλησης. Αυτά αναλύθηκαν κατά λεπτομερή και λεπτολογικό τρόπο από την απόφαση του ΑΕΔ και συνεπώς απάδει η περαιτέρω εξήγηση τους.

Άποψη του γράφοντος είναι πως το σχήμα της αυθεντικής ερμηνείας που επέλεξε ο νομοθέτης θέτει ζήτημα και ως προς την αμεσότητα της ψήφου. Και αυτό γιατί η εν ευρεία εννοία (εν αμφιβολία υπέρ της λαϊκής βούλησης και του σεβασμού αυτής) αμεσότητα σημαίνει όχι μόνο την μη παρεμβολή οργάνου ή βούλησης τρίτου κατά τρόπο φανερό, αλλά και την απαγόρευση παρέμβασης κατά τρόπο έμμεσο.

Το να προβλέπει ex ante ο νομοθέτης την μη συμπερίληψη των λευκών στις έγκυρες, δεν συνιστά μια μορφή ενδιάμεσης παρέμβασης; Ιδίως από την στιγμή που έχει καθορισθεί ήδη εκ των προτέρων η πρακτική αχρήστευση της λευκής ψήφου και η ουσιαστική της απονέκρωση. Άλλωστε, το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας δεν αναπτύσσει μόνο αμυντική λειτουργία, αλλά μετέχει και στο status positivus μιας και ο νομοθέτης οφείλει να προβεί στην λήψη θετικών μέτρων προς διευκόλυνση της συμμετοχής αυτής.

Η λειτουργική διάσταση της ψήφου, όπως και η συμμετοχή του εκλογικού σώματος ως οργάνου του Κράτους, συνάπτεται άλλωστε με την υποχρέωση περίσκεψης του εκλογέα, ο οποίος αν γνωρίζει πως ουσιαστικά η λευκή ψήφος ευνοεί το πρώτο κόμμα, ίσως αντί της αμφισβήτησης του υφιστάμενου κομματικού συστήματος (που απολήγει εν τέλει σε ενίσχυση της πλειοψηφίας) επιλέξει έναν κομματικό συνδυασμό. Αντιθέτως, αν αποκλειστεί εκ προοιμίου η πρακτική αποτύπωση της αμηχανίας αυτής προς το πολιτικό σύστημα που εκφράζεται μέσω της λευκής ψήφου, ο εκλογέας αισθανόμενος πως η ψήφος του μεταχειρίζεται άνισα, ίσως επιλέξει την πολιτική αδιαφορία μέσω της αποχής. Δεν αποκλείεται λοιπόν η μελλοντική μεταστροφή του νομοθέτη και η μεσολάβηση νομοθετικής μεταβολής, που θα λύει το ζήτημα της λευκής ψήφου κατά τρόπο διαφορετικό.


Υποσημειώσεις:

[1] Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αναθεωρημένη Έκδοση, Αθήνα, 2008, σελ. 470 – 471.

[2] Ibidem σελ. 472.

[3] “Δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές: Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος”.

[4] «Υφίστανται πολλοί τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας των εκλογικών συστημάτων και πολλές διαφορές στην Ευρώπη, ειδικότερα όσον αφορά την ιστορική πορεία, την πολιτιστική διαφορετικότητα και την πολιτική σκέψη και έγκειται σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος να τα ενσωματώσει στο δικό του όραμα για την δημοκρατία»,βλ. Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ, 2005.

[5] βλ. και Mathieu – Mohin & Clerfayt κατά Βελγίου, ΕΔΔΑ, 1987

[6] Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονική, 2018, σελ. 192 επ.

Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
Τεταρτοετής φοιτητής τμήματος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης 

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ;

Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) συνιστά ιδιότυπη νομοθετική πράξη που κατά την πρώτη φάση εκδίδεται ως κανονιστική διοικητική πράξη (ουσιαστικός νόμος) και εν συνεχεία αφού κυρωθεί κατά την συνήθη δικαιοπαραγωγική διαδικασία αποκτά και μάλιστα αναδρομικά όπως ορίζει ρητά το άρθρο 44 παρ. 1 Σ ισχύ τυπικού νόμου.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.