Το ζωντανό Σύνταγμα και το άρθρο 16 Σ. – Σχόλιο στις ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025

Ο Γ. Α. Τασόπουλος γράφει για το ζωντανό Σύνταγμα και το άρθρο 16 Σ., αναλύοντας τις αποφάσεις ΣΕ Ολομ. 1919-1920/2025. Τονίζει τη σημασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την ανάγκη εναρμόνισης εθνικού και ενωσιακού δικαίου, επισημαίνοντας τα ερμηνευτικά διλήμματα που ανακύπτουν

Ι. Το ζωντανό Σύνταγμα

1. Το ζωντανό Σύνταγμα συνδέεται με το άνοιγμα του νομικού συστήματος προς την κοινωνιολογία του δικαίου.[1] Το ανοικτό νομικό σύστημα αντιδιαστέλλεται προς το κλειστό, το οποίο χαρακτηρίζεται κατά τον H.L.A. Hart[2] από: α) την υπερβολική ενασχόληση με τις εννοιολογικές αφαιρέσεις, β) την αδιαφορία για τα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα που θέτουν οι διαφορές, γ) την πίστη ότι μπορεί να διαχωριστεί η νομική ουσία από τις συνέπειες του κανόνα δικαίου στην πραγματική ζωή, δ) την άγνοια των σκοπών του δικαίου και ε) την έμφαση στην παραγωγική λογική μέθοδο, ώστε ο νομικός συλλογισμός να έχει όσο γίνεται χαρακτηριστικά μαθηματικού συλλογισμού.

2. Στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου, το ζωντανό Σύνταγμα αφορά κυρίως τα θεμελιώδη δικαιώματα και την εξελικτική ερμηνεία τους ώστε να προστατεύονται αποτελεσματικά στις εκάστοτε κρατούσες γενικές πραγματικές συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας

3. Η έννοια του ζωντανού Συντάγματος ανάγεται στην απόφαση του Αρχιδικαστή Marshall, για την Τράπεζα των ΗΠΑ, τη McCulloch v. Maryland (1819), στην οποία βρίσκεται η διάσημη ρήση We must never forget that it is a constitution we are expounding, προκειμένου να αναδείξει τη γενικότητα και αφαιρετικότητα που διαφοροποιούν το Σύνταγμα από ένα κοινό κώδικα.[3]  Αλλά η απόφαση αυτή μας ενδιαφέρει γιατί συνδέει το ζωντανό Σύνταγμα με την έννοια της ολοκλήρωσης, με ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο τότε αφορούσε την αμερικανική ομοσπονδία, ενώ σε εμάς αποβλέπει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

4. Δυστυχώς το ζωντανό Σύνταγμα μπορεί να χρησιμοποιείται και ως σύνθημα για την παράκαμψη ρητών και αυστηρών διατάξεων, ως άρνηση του αυστηρού Συντάγματος, προς όφελος των κυβερνώντων και ιδίως εκείνων που έχουν τη στόφα του εξουσιαστή, παρά του φιλελεύθερου και δημοκρατικού ηγέτη.

5. Είναι λοιπόν φανερό ότι η έννοια του ζωντανού Συντάγματος έχει διάφορες χρήσεις και αναφορές και η επίκλησή του μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση. Καλό είναι να διακρίνουμε τις τρεις περιπτώσεις, για να ξέρουμε για τί μιλάμε. Το Σχόλιο μου αφορά τις δύο πρώτες θεμιτές εκδοχές του ζωντανού Συντάγματος, το ανοικτό νομικό σύστημα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 16 Σ. στις αποφάσεις της Ολομ. του ΣΕ 1919 και 1920/2025,[4] για τα ΝΠΠΕ.

ΙΙ. Εξατομίκευση των κανόνων δικαίου και αρχή της ειδικότητας

6. Οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν ένα θεμελιώδες πρόβλημα της γενικής θεωρίας του δικαίου το οποίο είχε θέσει πρώτος ο Jeremy Bentham: [5] την εξατομίκευση των κανόνων δικαίου. Για να έλθουμε στα καθ’ ημάς, η βασική προβληματική τίθεται στο πεδίο των δικαιωμάτων από τον Πρ. Δαγτόγλου, ο οποίος γράφει ότι η «συρροή δικαιωμάτων και συνταγματικών κανόνων είναι εν μέρει αποτέλεσμα πρόχειρης έρευνας», επειδή «ισχύει ο κανόνας της υπεροχής της ειδικής έναντι της γενικής διατάξεως»· τονίζει δε ότι: «Η γενική διάταξη είναι εφαρμοστέα μόνο στις περιπτώσεις που δεν μπορούν να υπαχθούν στην ειδική διάταξη και όχι ως ‘βοηθητικός’ ή ‘επικουρικός’ κανόνας, στην περίπτωση που η γενική διάταξη δεν οδηγεί σε ‘ικανοποιητική’ λύση». Εμβληματικό παράδειγμα της αντίληψης αυτής είναι η πλήρης περιθωριοποίηση της αξίας του ανθρώπου.[6] Το πρόβλημα της εξατομίκευσης των κανόνων συνδέεται με την αμφισβήτηση της αρχής της ειδικότητας στην ακραία αυτή εκδοχή της και με την προσπάθεια καθορισμού του νοήματος κάθε διάταξης σε συνδυασμό με άλλες συναφείς. Εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι η επίκληση της έννοιας του ζωντανού Συντάγματος ουδόλως συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της εξατομίκευσης των κανόνων δικαίου. Αντίθετα, επιτείνει τη σύγχυση, αποπροσανατολίζει και προσθέτει περιττή ασάφεια και περιπλοκή. Είναι λοιπόν πολύ θετικό ότι το Δικαστήριο απέφυγε το ζωντανό Σύνταγμα, παρότι η αιτιολογική έκθεση του νόμου για τα ΝΠΠΕ και το δημόσιο στο υπόμνημά του ενώπιον του ΣτΕ το επικαλέστηκαν.

7. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στη δίκη για το άρθρο 16 Σ. είναι φανερό ότι δεν προέβησαν στην εξατομίκευση του κανόνα δικαίου της διαφοράς με βάση τις δύο ειδικές διατάξεις των παρ. 5 και 8 αλλά σε συνδυασμό ιδίως με το άρθρο 28 Σ. και τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου. Η κρίσιμη σκέψη είναι η υπ’ αριθ. 37 των δύο αποφάσεων (ΣΕ 1919, 1920/2025): «το Συμβούλιο της Επικρατείας […] ερμηνεύει το δίκαιο και αναζητά την έννοια της ρύθμισης εν όψει του γράμματος, αλλά και του σκοπού του, όπως η εκάστοτε ρύθμιση εντάσσεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στο σύνολο της εννόμου τάξεως, εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς, ώστε να καταστεί διά της ερμηνείας, κατά το δυνατόν, ένα συνεκτικό σύνολο».

8. Αντιπαρέρχομαι το πρόβλημα των ορίων της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του Συντάγματος. Nομίζω ότι η άποψη της μειοψηφίας αναφορικά με τη σχέση Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου ήταν σωστή, αλλά το ζήτημα κρίθηκε διαφορετικά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι βαθύτερο. Άπαξ και το Δικαστήριο ξεπέρασε το γράμμα του Συντάγματος και δέχθηκε ότι κατόπιν ερμηνείας του σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, επιτρέπεται από το Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων (ΝΠΠΕ), εφόσον διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία, σημαίνει αυτό ότι, πρακτικά, οι διατάξεις των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 καταργήθηκαν ερμηνευτικά; Μήπως ήλθε η στιγμή που προέβλεπε ο Γ. Παπαδημητρίου, το 1997, ότι η ενοποιητική λειτουργία του άρθρου 28 Σ. «μπορεί να φτάσει και ως το σημείο να αναπτύξει την κανονιστική της ενέργεια κατά παρέκκλιση ή απόκλιση ή και αντίθεση ακόμη από ρητές επιταγές του Συντάγματος», επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση «οδηγεί στην άρθρωση, παράλληλα, δύο συντακτικών εξουσιών, της εθνικής και της ενωσιακής»; Ο ίδιος έγραφε τότε ότι «η όσμωση και η συνάρθρωση των δύο αυτών παράλληλων συντακτικών εξουσιών και η απορρόφηση των δυσκολιών που επιφέρει η θεσμική ανάπτυξή τους στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης» μας είναι η πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε. Κατά την άποψή μου το δίλημμα είναι μεταξύ, από τη μία, ενός απευκταίου ερμηνευτικού σχετικισμού, ο οποίος αποδομεί το αυστηρό Σύνταγμα, στο όνομα του νομικού πλουραλισμού της εποχής μας· και, από την άλλη, της ενότητας της ενωσιακής και της εθνικής έννομης τάξης, στη βάση θεμελιωδών αρχών. Εν προκειμένω, υποχρέωση του ερμηνευτή είναι να αναζητήσει στη θεμελιώδη αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας τους λόγους ισχύος των συνταγματικών απαγορεύσεων των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ., καθώς και την κανονιστική εμβέλεια των λόγων αυτών, στο περιβάλλον της μεταλυκειακής εκπαίδευσης που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας. Θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω τους πόλους του διλήμματος.

ΙΙΙ. Σκεπτικιστικός σχετικισμός ή θεμελιώδεις αρχές;

9. Αντιμέτωπος με τον πλουραλισμό των εννόμων τάξεων, της εθνικής και της ενωσιακής (με όποια σειρά νομίζετε – δεν είναι εκεί το κρίσιμο), ο σκεπτικιστής νομικός οδηγείται σε απορία, αδυνατώντας να ερμηνεύσει αρμονικά τους κανόνες με τρόπο που απορροφά τις συγκρούσεις, επειδή διακηρύσσει μεν την υπέρβαση της αρχής της ειδικότητας, όπως έπραξαν οι ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025, αλλά η υπέρβαση αυτή είναι ατελής και μερική, στο μέτρο που εγκλωβίζεται στο γράμμα των αντιτιθέμενων εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων, του άρθρου 16 Σ. και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, έστω και αν τις ερμηνεύει υπό το φως του σκοπού τους. Η οντολογία του δικαίου για τον σκεπτικιστή νομικό αφορά ιδίως τους συρρέοντες εδώ κανόνες δικαίου οι οποίοι όμως έχουν αποκλίνοντες σκοπούς (απόλυτη απαγόρευση έναντι ελευθερίας εγκατάστασης). Επομένως, η ισχύς και η έννοια ακόμη και των κανόνων του Συντάγματος είναι σχετικές, ανάλογα με το δικαιικό σύστημα αναφοράς, το εθνικό ή (και) το ενωσιακό.[7] Ας δούμε και τον άλλο πόλο.

10. Ο σχετικισμός για τους κανόνες  αδυνατεί να κατανοήσει τη λειτουργία των θεμελιωδών αρχών του δικαίου. Ωστόσο οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούνται λόγοι, δικαιολογητικοί και επιτακτικοί, οι οποίοι καθοδηγούν και διέπουν την  πράξη των φορέων εξουσίας και τη θεσμική πρακτική στο οικείο πεδίο εφαρμογής τους. Στην ανώτατη εκπαίδευση, η ισχύουσα θεμελιώδης αρχή είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία, ως ατομικό δικαίωμα πνευματικής ελευθερίας και θεσμική εγγύηση. Η αρχή αυτή είναι κοινή στο εθνικό και στο ενωσιακό δίκαιο, στα άρθρα 16 παρ. 1 Σ. και 13 του ΧΘΔΔ. Οι κοινές θεμελιώδεις αρχές του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, όπως οργανώνονται στις διάφορες έννομες τάξεις, μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους, ή να οδηγούν σε αντίρροπες κατευθύνσεις. Οι παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ. αποτελούν, πράγματι, ιδιότυπες εξειδικεύσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας, λόγω του αποκλειστικού και απαγορευτικού τους χαρακτήρα. Αλλά το έργο και το καθήκον του ερμηνευτή δεν εξαντλείται στη διαπίστωση της διάστασης των διατάξεων αυτών με το ενωσιακό δίκαιο. Οι αρχές έχουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο διαβάθμισης και εναρμόνισης, παρά οι κανόνες, από τους οποίους ο ένας υποχωρεί και ο άλλος εφαρμόζεται. Οι αρχές είναι συνυφασμένες με τους δικαιολογητικούς – θεμελιωτικούς λόγους τους. Σύμφωνα με την εξατομίκευση των κανόνων δικαίου υπό το φως των αρχών του δικαίου, άπαξ και ξεπερνιέται το γράμμα της διάταξης και γίνεται δεκτή η μορφή των ΝΠΠΕ, ενώ δεν είναι ΝΠΔΔ, τότε δεν τελειώνει, αλλά μάλλον αρχίζει το πρόβλημα της ερμηνείας των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ.! Ο ερμηνευτής οφείλει να καθορίσει, υπό το φως της ακαδημαϊκής ελευθερίας, τη ratio των ιδιότυπων θεσμικών εγγυήσεων των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ. και την εμβέλεια των λόγων αυτών, στις σύγχρονες γενικές πραγματικές συνθήκες, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας. 

11. Το ανωτέρω ερμηνευτικό πρόβλημα δεν αφορά την πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη ή τον σκοπό των παρ. 5 και 8, ούτε τους αντικειμενικούς λόγους θέσπισής τους όταν τέθηκαν σε ισχύ, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής εκείνης για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά τους λόγους θέσμισης, δηλαδή τη ratio των θεσμικών απαγορεύσεων υπό το φως της θεμελιώδους αρχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Στην οπτική αυτή, οι δικαιολογητικοί λόγοι που αντλούνται από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές είναι: α) αντικειμενικοί – θεσμικοί γιατί αναφέρονται στους θεσμούς, π.χ. τα δημόσια πανεπιστήμια ή τα ιδιωτικά ως δικαιοταξίες υπαγόμενες στη λογική του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου· β) είναι κοινωνιολογικοί – ρεαλιστικοί γιατί αναφέρονται στο κοινωνικό και όχι μόνο εννοιολογικό περιεχόμενο των θεσμών, όπως αυτό πραγματώνεται στην κοινωνική πραγματικότητα· γ) είναι κανονιστικοί, επειδή αναζητούν τη διαφύλαξη και την επιβολή των αρχών του δικαίου, δηλαδή των λόγων θέσμισης, της ratio του κανόνα· και δ) είναι ιστορικοί – εξελικτικοί, επειδή βλέπουν τη συνέχεια των συνταγματικών αρχών μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τη διαχρονική εξέλιξη του κοινωνικού νοήματός τους. Συνεπώς, η εξατομίκευση των κανόνων βάσει των δικαιολογητικών λόγων που ανάγονται στις θεμελιώδεις αρχές έχει στενή σχέση με το ζωντανό Σύνταγμα. Αλλά αν ένα δικαστήριο θέλει να κρατήσει το τυπικό Σύνταγμα «ζωντανό», ενόσω «ξεγράφει» το γράμμα του, θα χρειαστεί πολύ περισσότερους ερμηνευτικούς και δικαιοπλαστικούς συλλογισμούς ουσίας, από εκείνους που θα είχε ανάγκη εφόσον διέσωζε τη ρητή διάταξη του Συντάγματος. Διέξοδο από τη δυσκολία αυτή δεν προσφέρει η εφεκτικότητα του δικαστή απέναντι στον νομοθέτη, στην οποία οδηγεί ο σκεπτικιστικός σχετικισμός για τους κανόνες.[8] Αν το αυστηρό Σύνταγμα πρέπει να είναι ζωντανό, ισχύει και το αντίστροφο.[9]

IV. Η επιταγή συνταγματικών εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας των καθηγητών ΝΠΠΕ

12. Η κριτική μου στις αποφάσεις του ΣτΕ εστιάζει στο ότι, υπό το πρίσμα της εξατομίκευσης του εφαρμοστέου κανόνα σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ο διάλογος μεταξύ ελληνικού Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου είναι αμφίδρομος και θα έπρεπε να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ με αντικείμενο τη συμβατότητα με το ευρωπαϊκό δίκαιο των επιταγών που απέρρεαν για τα ΝΠΠΕ από το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Σ., αναφορικά με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την οποία κατοχυρώνει και το άρθρο 13 του ΧΘΔΔΕΕ. Κι αυτό επειδή, όπως υποστηρίχθηκε ακυρωτικά,[10] ο τύπος του ΝΠΔΔ επιβάλλεται από το Σύνταγμα για λόγους ουσίας. Συνεπώς, η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης με τα ΝΠΠΕ αντιβαίνει στο άρθρο 16 Σ., εφόσον ελλείπει το λειτουργικό ισοδύναμο κανόνων, διαδικασιών και θεσμικών εγγυήσεων που προκύπτουν από τις παρ. 5 και 8. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό στο μέτρο που η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι έκφανση της επιχειρηματικής ελευθερίας, αλλά προεχόντως πνευματική ατομική ελευθερία και θεσμική εγγύηση. Εφαρμοστέα είναι και η τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων στις ιδιωτικές σχέσεις (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.) που είχε ως αφετηρία την ιεραρχική δομή της επιχείρησης και το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

13. Η πραγματική ισχύς και εμβέλεια των λόγων που υποστηρίζουν τις ιδιότυπες θεσμικές εγγυήσεις των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ., εφόσον αυτές ερμηνευθούν υπό το φως της ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι σήμερα κατά την κοινή πείρα αδιαμφισβήτητη, στο πλαίσιο των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αν υποθέσουμε ότι ασκείται πίεση, αντιστοίχως, σε Καθηγητές του δημοσίου και του ιδιωτικού πανεπιστημίου, να μη διδάσκουν θεωρίες ή να αποφύγουν τη συζήτηση θεμάτων που δεν βρίσκουν σύμφωνη τη διοίκηση του Πανεπιστημίου, ο μεν καθηγητής του δημόσιου Πανεπιστημίου με βάση το άρθρο 16 έχει όριο το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα, όχι όμως και εκείνος του ιδιωτικού. Νομίζω ότι από το Σύνταγμα συνάγονται ερμηνευτικά οι πρόσφορες και ενδεδειγμένες θεσμικές εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας στα ΝΠΠΕ, δυνάμει του άρθρου 16 Σ. – π.χ. ότι η επιλογή των καθηγητών των ιδιωτικών πανεπιστημίων, η εξέλιξη και η άσκηση της πειθαρχικής ευθύνης τους θα γίνεται, αν όχι από τον σύλλογο των διδασκόντων, πάντως με τη σύμφωνη γνώμη του· ή τουλάχιστον θα πρέπει να υπάρχουν αντίστοιχες εγγυήσεις, οι οποίες θα ισχύουν εκ του νόμου στις συμβατικές σχέσεις των καθηγητών των ιδιωτικών πανεπιστημίων με το ΝΠΠΕ.

V. Δικαστικός ακτιβισμός δια παραλείψεως

14. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αποφάσεις του ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025 δεν συνάδουν με τη λογική του ζωντανού Συντάγματος, όσον αφορά το άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευσης στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, επειδή δεν ερμηνεύουν υπό το φως της ακαδημαϊκής ελευθερίας τις παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Σ. έτσι ώστε να εφαρμόσουν, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τους δικαιολογητικούς λόγους των ιδιότυπων θεσμικών εγγυήσεων που θεσπίζουν αυτές. Οι αποφάσεις νομίζω ότι διακρίνονται από τον ερμηνευτικό σχετικισμό των κανόνων, με συνέπεια την εφεκτικότητα του δικαστή έναντι του νομοθέτη. Συνεχίζεται λοιπόν η παράδοση του ιδιότυπου δικαστικού ακτιβισμού της χώρας μας, ο οποίος τελείται δια παραλείψεως, με τη διαφορά ότι, ενώ στο παρελθόν αυτός εστίαζε στην επιφύλαξη του νόμου, σε βάρος του ατομικού δικαιώματος,[11] σήμερα θίγεται, πέρα από το γράμμα του Συντάγματος, η ratio των θεσμικών εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας (άρθρο 16 Σ.), στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, λόγω του σκεπτικισμού για τους κανόνες σε συνθήκες νομικού πλουραλισμού.

15. Ο R. Dworkin χαρακτηρίζει τον δικαστικό ακτιβισμό ως «μία δηλητηριώδη μορφή πραγματισμού»[12] ο οποίος αγνοεί το κείμενο του Συντάγματος, την ιστορία της διάταξης, την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου και τις θεμελιώδεις ηθικοπολιτικές αρχές του νομικού πολιτισμού μας, όπως είναι εν προκειμένω η ακαδημαϊκή ελευθερία σε όλο το φάσμα των θεσμικών της εγγυήσεων. Από την άποψη αυτή, οι αποφάσεις του ΣΕ για το άρθρο 16 Σ. δεν νομίζω ότι επιτυγχάνουν την όσμωση και τη συνάρθρωση του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο κατά τον βέλτιστο τρόπο, παρά το γεγονός ότι η υπέρβαση της αρχής της ειδικότητας είναι οπωσδήποτε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο χαρακτήρας του Σχολίου αυτού δεν είναι επικριτικός, αλλά εποικοδομητικός, με σκοπό να αναδείξει τον αμφίδρομο διάλογο των δικαιικών τάξεων και των Δικαστηρίων με βάση τις κοινές θεμελιώδες αρχές του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, όπως είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία, και τους δικαιολογητικούς λόγους που υποστηρίζουν τις αντίστοιχες θεσμικές εγγυήσεις της, ως πνευματικής ελευθερίας έρευνας και διδασκαλίας. Ο διάλογος αυτός διεξάγεται κανονικά στη λογική της εναρμόνισης του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου με γνώμονα την πληρέστερη προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, Ελλήνων και Ευρωπαίων, υπό την αιγίδα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γιάννης Α. Τασόπουλος,

Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ, Δικηγόρος


[1] Βλ. Γ. Τασόπουλος, Το «ζωντανό Σύνταγμα» και η μεταφορά του από την Αμερική στην Ελλάδα, Syntagmawatch 7.4.2025.

[2] H. L. A. Hart, Jhering’s Heaven of Concepts and Modern Analytical Jurisprudence, σε Essays in Jurisprudence and Philosophy, Clarendon Press, 1983, σ. 265-266.

3. Βλ. Γ. Τασόπουλος, Σχόλιο για τη Συνταγματική Ερμηνεία. Μέρος Α΄ McCulloch/Maryland: Ένα δείγμα συνταγματικής ερμηνεία του Αρχιδικαστή J. Marshal. Μέρος Β΄, Αυστηρό και Ζωντανό Σύνταγμα, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου ΣΤ΄ 1/1993, σ. 66-96.

[4] Οι ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025 έχουν αναλυτικότερο σκεπτικό για τη συνταγματικότητα του ν. 5094/2024 για τα ΝΠΠΕ σε σύγκριση με την ΣΕ Ολομ. 1918/2025. Αναμένεται με ενδιαφέρον η απόφαση του ΣτΕ επί της αίτησης που αμφισβητεί από την άποψη του ενωσιακού δικαίου την απαίτηση που θέτει ο νόμος για τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα των παραρτημάτων (ΝΠΠΕ).

[5] J. Bentham, The Principles of Morals and Legislation, Hafner Press, 1948, σ. 310, 330 («To ascertain what sort of thing a law is; what the parts are that are to be found in it; what it must contain in order to be complete; […])».

[6] Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 3η έκδ., Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σ. 132-133.

[7] Βλ. ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025, σκ. 32: «Επομένως, δεν τίθεται εν προκειμένω ένα γενικό ζήτημα ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά ανακύπτει το ειδικό ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο, δηλαδή ζήτημα αναγόμενο στη σχέση μεταξύ της ελληνικής έννομης τάξης και της ενωσιακής, η οποία, δυνάμει του άρθρου 28 του Συντάγματος, αναπτύσσει την άμεση ισχύ της στη Χώρα επί του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

[8] Βλ. Ευ. Βενιζέλος, Η μετεξέλιξη της έννοιας του Συντάγματος – Το «επαυξημένο Σύνταγμα», ΕφημΔΔ – 6/2023 σ. 602, 608: «Συνεπώς πρέπει να γίνεται κάθε φορά ένας ερμηνευτικός χειρισμός ο οποίος να καταφέρνει να διαφεύγει από την πρόκληση της σχετικοποίησης του εθνικού Συντάγματος υπέρ άλλων έννομων τάξεων […]».

[9] Βλ. Τασόπουλος, όπ.π. σημ. 3, Σχόλιο…, σ. 95.

[10] Βλ. Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος, Γιατί αντίκειται στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, ΔτΑ, 104/2025, σ. 451, 456, 460.

[11] Βλ. Γ. Τασόπουλος, Ο ρόλος του δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων: αυτοπεριορισμός ή ακτιβισμός, σε Το Σύνταγμα – Τα Εικοσάχρονα του Συντάγματος, 1998, σ. 339, 382, 386.

[12] R. Dworkin, Law’s Empire, Belknap, 1986, σ. 378.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.