Οι αποφάσεις του ΑΕΔ για την ακύρωση της εκλογής 3 «Σπαρτιατών» βουλευτών. Άλλη μια δοκιμασία του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία

Ο Χ. Τσιλιώτης γράφει για τις πρόσφατες αποφάσεις του ΑΕΔ που ακύρωσαν την εκλογή τριών βουλευτών των «Σπαρτιατών», επισημαίνοντας τον κίνδυνο υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και τις συνέπειές της στη διατήρηση της συνταγματικής νομιμότητας

1. Πρόλογος

Δημοσιεύθηκε και δόθηκε στην δημοσιότητα το πλήρες κείμενο των πανομοιότυπων μεταξύ τους 9-10/2025 οριστικών και αμετάκλητων αποφάσεων του ΑΕΔ που αφορούσαν ενστάσεις ακύρωσης της εκλογής Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες». Οι αποφάσεις καταπιάνονται με πρωτόγνωρα για το Συνταγματικό και το Εκλογικό Δίκαιο ως ιδιαίτερο κλάδο αυτού ζητήματα, όπως πρωτόγνωρη είναι και η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ (ΠΔ 26/2013) με την οποία υπό τις εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις μπορεί να αποκλειστεί η συμμετοχή κόμματος σε βουλευτικές εκλογές, και σίγουρα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο ως προς το σκεπτικό όσο και ως προς το διατακτικό τους, περιέχοντας παραδοχές και αποφάνσεις που σίγουρα έχουν «ανάψει» την επιστημονική συζήτηση και έχουν δώσει χώρο στην άσκηση εύλογης επιστημονικής αλλά μοιραία και πολιτικής κριτικής, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω, δημιουργώντας, όμως, και εύλογη ανησυχία για την αντιμετώπιση του Συντάγματος από την δικαστική εξουσία.

Αντικείμενο των αποφάσεων υπήρξαν αιτήσεις-ενστάσεις εκλογέων στις αντίστοιχες εκλογικές περιφέρειες με τις οποίες ζητούσαν να ακυρωθεί η εκλογή των ανακηρυχθέντων Βουλευτών και των αναπληρωματικών τους με το κόμμα Σπαρτιάτες επειδή η ανακήρυξή τους ως επιτυχόντων βουλευτών και αναπληρωματικών με την  174/2023 απόφαση του Α1 Τμήματος του ΑΠ είναι άκυρη καθώς το κόμμα «Σπαρτιάτες» κακώς συμμετείχε στις εκλογές κατά παράβαση του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ (ΠΔ 26/2012), άλλως και επικουρικώς να εκπέσουν του αξιώματός τους οι εκλεγέντες Βουλευτές και οι αναπληρωματικοί τους λόγω επιγενομένης ελλείψεως απαιτουμένης εκ του νόμου (άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ) προϋποθέσεως  κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 55 παρ. 2 Σ.

2. Οι ΑΕΔ 1-2/2024

Το Δικαστήριο πριν εκδώσει τις υπό σχολιασμό αποφάσεις εξέδωσε τις 1-2/2024 μη οριστικές (προδικαστικές) αποφάσεις με τις οποίες απεφάνθη ότι το αίτημα για ακύρωση της εκλογής Βουλευτή λόγω παράβασης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ, παράβαση στην οποία προέβη το Α1 Τμήμα του ΑΠ, κατά την ανακήρυξη συμμετοχής κόμματος (και όχι υποψηφίου βουλευτή) στις εκλογές είναι μη νόμιμο, καθώς από τον συνδυασμό των άρθρων 51 παρ. 3 εδ. β΄, 55 και 56 παρ. 1 και 3 Σ προκύπτει κατά πάγια νομολογία του ίδιου του ΑΕΔ ότι τα κωλύματα της εκλογιμότητας των βουλευτών ρυθμίζονται κατά τρόπο πλήρη και αποκλειστικό διότι συνιστούν περιορισμούς του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, κατά συνέπεια άπτονται της δημοκρατικής αρχής, της οποίας το δικαίωμα αυτό αποτελεί ειδικότερη έκφανση, επηρεάζουν εμμέσως την σύνθεση της Βουλής και για τον λόγο αυτόν είναι στενώς ερμηνευτέες[1]. Το αυτό ισχύει και τοσούτω μάλλον για το αίτημα έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα λόγω ασυμβιβάστου κατ’ αναλογία της διάταξης του άρθρου 55 παρ. 2 Σ, καθότι και στα ασυμβίβαστα επιβάλλεται η στενή ερμηνεία και δεν χωρεί  κατά τρόπο συνταγματικά επιτρεπτό κατ’ αναλογία ερμηνεία. Συνεπώς, η μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ, όπως αυτές εισήχθησαν με τις διατάξεις του άρθρου 93 Ν. 4804/2021 και εν συνεχεία του άρθρου 102 Ν. 5019/2023, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει αρνητικό προσόν ή κώλυμα εκλογιμότητας πέραν του προβλεπομένων στις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, ο έλεγχος του οποίου να εμπίπτει κατά τα άρθρα 58 και 100 παρ. 1 περ. α΄ και γ΄ Σ[2]. Υπό αυτή την έννοια το ΑΕΔ απέρριψε κατά την υπαγωγή τον σχετικό λόγο ενστάσεως ως αβάσιμο[3]. Κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη θα έπρεπε να απορρίψει τις ενστάσεις ως απαράδεκτες, καθότι το κώλυμα του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ αφορά την συμμετοχή κόμματος στις εκλογές και όχι υποψηφίου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει το ΑΕΔ στο πλαίσιο της αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του[4] εκ των άρθρων 58 και 100 παρ. 1 περ. α΄ και γ΄ Σ, 126 παρ. 1 και 32 παρ. 1 ΕΝ[5], αντίθετη δε εκδοχή θα συνιστούσε υπέρβασης δικαιοδοσίας του ΑΕΔ[6].

Ενώ θα περίμενε κάποιος το Δικαστήριο να ολοκληρώσει την έκφραση της δικανικής του πεποιθήσεως σε αυτό το σημείο και να απορρίψει, ως όφειλε, τις αιτήσεις-ενστάσεις ως μη νόμιμες για τους ανωτέρω λόγους, εάν όχι ως απαράδεκτες, κατά την ορθότερη άποψη, προέβη παραδόξως σε μία «αληθή εκτίμηση» του αιτήματος των αιτήσεων και ακολουθώντας μία συνταγματικά αμφιλεγόμενη προηγούμενη νομολογία του ότι από το άρθρο 52 Σ περί ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας (πρβλ. και άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Σ), που τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας (άρα και κατά το Δικαστήριο και του ΑΕΔ)[7] σε συνδυασμό με το άρθρο 112 παρ. 2 ΕΝ που καθιστά ποινικό αδίκημα την εξαπάτηση ψηφοφόρων (όμοια και η διάταξη του άρθρου 162 ΠΚ), συνάγεται κατά το ΑΕΔ ότι «η εξαπάτηση ψηφοφόρων, όταν με ψευδείς ειδήσεις που αναφέρονται στο πρόσωπο κάποιου υποψηφίου ή με οποιοδήποτε άλλο περιστατικό της ίδιας φύσης επηρεάζεται η εκλογική του βούληση, υφίσταται παράβαση νόμου κατά τη διεξαγωγή της εκλογής κατά την έννοια του άρθρου 58 Σ και του άρθρου 126 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ, η οποία «αποτελεί λόγο ένστασης κατά του κύρους της εκλογής υπό την πρόσθετη, όμως, προϋπόθεση ότι η επιρροή στην εκλογική βούληση των εκλογέων έλαβε τέτοια έκταση, ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το αν το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο χωρίς την παράνομη συμπεριφορά που μεσολάβησε… Το γεγονός, εξάλλου, ότι για τη συγκεκριμένη πιο πάνω παράβαση προβλέπεται από το νόμο μόνο ποινική κύρωση δεν αναιρεί το χαρακτήρα της ως εκλογικής παράβασης αλλά, αντιθέτως, με την ποινική κύρωση τονίζεται η σοβαρότητα αυτής»[8], έκρινε τον σχετικό λόγο ενστάσεως νόμιμο.

Η ως άνω δικαστική παραδοχή δεν είναι αναντίρρητης συνταγματικότητας καθώς υπερβαίνει το γράμμα της διάταξης του άρθρου 52 Σ το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά σε ποινικές κυρώσεις και όχι σε εκλογικές συνέπειες, εν πάση περιπτώσει μπορεί να σωθεί συνταγματικά από την όλη ratio του άρθρου 52 Σ. Ο λόγος αυτός θα πρέπει, πάντως, κατά τις ίδιες τις παραδοχές του ΑΕΔ να προβάλλεται κατά τρόπο ρητό και ορισμένο και να ορίζεται στην αίτηση με ποιο τρόπο θα ήταν το αποτέλεσμα διαφορετικό, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη εκλογική συμπεριφορά.

Από όσα εκτίθενται στις δικαστικές αποφάσεις, τόσο τις προδικαστικές όσο και τις οριστικές οι αιτούντες επικεντρώθηκαν στην παραβίαση του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ και όχι τόσο του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ, κατά συνέπεια το ΑΕΔ απεδείχθη τελικά δικονομικά υπερβολικά «γενναιόδωρο» και «γαλαντόμο» προς τους αιτούντες και φάνηκε ότι με αυτήν την αμφίβολης συνταγματικότητας και νομιμότητας νομική κατασκευή ήθελε να δικάσει την υπόθεση, έστω και εάν η νομική βάση δεν ήταν η ίδια με αυτήν του ενδίκου βοηθήματος, ενώ κανονικά θα έπρεπε να τις απορρίψει ως απαράδεκτες ή έστω μη νόμιμες.

Επειδή, τελικά μετά από αυτή την παραδοχή το κέντρο βάρους της δίκης μετατοπίστηκε στην εξαπάτηση ψηφοφόρων υπό την έννοια ότι το δικονομικά ζητούμενο ήταν εάν οι ψηφοφόροι του κόμματος Σπαρτιάτες εξαπατήθηκαν ως προς την πραγματική ηγεσία του κόμματος, εάν δηλ. πραγματικός αρχηγός του κόμματος ήταν ο φαινόμενος Β. Στίγκας ή ως υποκρυπτόμενος ο Η. Κασιδιάρης,  και υπήρχε εκκρεμής ποινική διαδικασία μετά την αίτηση της Εισαγγελέως του ΑΠ για την άρση της ασυλίας 11 Βουλευτών του επίμαχου κόμματος, μεταξύ των οποίων και των επιδίκων, με σκοπό την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εναντίον τους όπως και εναντίον του Ηλία Κασιδιάρη ως ηθικού αυτουργού και ενός ακόμα δικηγόρου ως άμεσου συνεργού, το ΑΕΔ εξέδωσε την εν λόγω μη οριστική απόφασή του, αναβάλλοντας την διαδικασία και ζητώντας από την αρμόδια εισαγγελική αρχή να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο εάν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους καθώς και τα ουσιώδη στοιχεία της ποινικής υπόθεσης[9].

3.  Οι ΑΕΔ 9-10/2025

3.1. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νέου άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ

Καταρχάς, το Δικαστήριο προέβη σε διάχυτο κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ έλεγχο της συνταγματικότητας[10] αλλά και (περιορισμένα) συμβατότητας με την ΕΣΔΑ της κρίσιμης και εφαρμοστέας εν προκειμένω διάταξης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ[11], όπως ισχύει, για να ελέγξει εάν το προκριματικό για την κρίση του λόγου ενστάσεως ζήτημα, δηλ. εάν η επιταγή του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ ως προς την πραγματική ηγεσία, η παραβίαση της οποίας συνιστά κατά το Δικαστήριο εκλογική παράβαση κατ’ άρθρα 58 Σ, 32 ΚΑΕΔ και 126 παρ. 1 ΕΝ[12], είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην συμφωνία με το άρθρο 29 παρ. 1 Σ, επικαλούμενο και τρεις αποφάσεις του ΕΔΔΑ υπό το πρίσμα του άρθρου 11 ΕΣΔΑ. Η απόφαση υιοθετεί σχεδόν στο σύνολό της τις παραδοχές του Α1 Τμήματος του ΑΠ στις 8/2023 και 95/2023 αποφάσεις του, που έκρινε την επίμαχη ρύθμιση σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

Συγκεκριμένα η απόφαση δέχεται ότι:

α) η επιταγή του άρθρου 29 παρ. 1 Σ ότι η δράση και η οργάνωση των κομμάτων πρέπει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος έχει κανονιστικό και όχι απλώς προγραμματικό χαρακτήρα,

β)  η επιταγή αυτή δεν αποτελεί απλή lex imperfecta αλλά μπορεί (και υπό προϋποθέσεις επιβάλλεται) να συνοδεύεται και με έννομες συνέπειες[13],

γ) τις έννομες αυτές συνέπειες μπορεί να προβλέπει ο κοινός νομοθέτης με την σιωπηρή επιφύλαξη του νόμου που περιέχει η διάταξη αυτή[14],

δ) η επιβολή έννομων συνεπειών ακόμα και περιορισμών στο πεδίο του εκλογικού δικαίου στο πλαίσιο της οργάνωσης του ισχύοντος πολιτεύματος δεν αποτελεί απλά δυνατότητα αλλά και υποχρέωση του κοινού νομοθέτη,

ε) οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να φτάσουν μέχρι την θέσπιση απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος στις εκλογές όταν η οργάνωση και η αναπτυχθείσα ή αναπτυσσόμενη δράση των κομμάτων, όπως εκδηλώνεται διά συγκεκριμένων πράξεων και υλικών ενεργειών, αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος,

στ) τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν πολιτικό κόμμα i) έχει προβεί ή προβαίνει σε πράξεις βίας κατά πολιτικών αντιπάλων με ρατσιστικά κίνητρα που προσβάλλουν συνταγματικά αγαθά, όπως το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και η απαγόρευση διακρίσεων (άρθρο 5 παρ. 2 Σ), ii) υποκινεί και διεγείρει το λαϊκό αίσθημα για την διενέργεια τέτοιων πράξεων, iii) δημιουργεί παραστρατιωτικές οργανώσεις και iv) χρησιμοποιεί και εκπαιδεύει μέλη ή οπαδούς του στην χρήση όπλων,

ζ) υπό τις ως άνω προϋποθέσεις το Δικαστήριο θεωρεί όχι μόνο επιτρεπτή ή ακόμα και επιβεβλημένη αλλά πολύ περισσότερο αυτονόητη την άμυνα της ελληνικής πολιτείας διά της θωράκισης του πολιτεύματος με νομοθετικές ρυθμίσεις που μπορούν να φτάσουν με την απαραίτητη προϋπόθεση της τήρησης των αρχών του κράτους δικαίου μέχρι και την απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές. Και τούτο διότι δεν νοείται δικαίωμα συμμετοχής πολιτικού κόμματος με σκοπό τη διάβρωση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας μέσω ενεργειών οι οποίες εν τέλει αποσκοπούν στην κατάλυσή της,

η) ο νομοθετικός αποκλεισμός της συμμετοχής κόμματος στις εκλογές αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, σαφώς ηπιότερο περιορισμό από την πλήρη απαγόρευση ή την διάλυσή του[15],

θ) τα παραπάνω μπορούν να επισυμβούν και όταν μέλος/η της ηγεσίας ή της πραγματικής ηγεσίας ενός κόμματος έχει καταδικαστεί ακόμα και με πρωτόδικη απόφαση στην τέλεση ενός των αδικημάτων των άρθρων 174 (εσχάτη προδοσία), 187 (εγκληματική οργάνωση) και 187Α (τρομοκρατική οργάνωση) ΠΚ

ι) δεν είναι δε, δογματικώς άτοπο να μπορεί το μέλος ή τα μέλη της ηγεσίας του κόμματος λόγω μη αμετάκλητης καταδίκης κατά τα άρθρα 51 παρ. 3 εδ. β΄ και 55 Σ να συμμετέχει/ουν στις εκλογές με την άσκηση του ενεργητικού ή/και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος αλλά να μην μπορεί το κόμμα που το μέλος/η της ηγεσίας του έχουν καταδικασθεί με πρωτόδικη απόφαση να συμμετάσχει,

ια) η επέκταση της παραπάνω επιταγής και στην πραγματική ηγεσία του κόμματος δικαιολογείται δικαιοπολιτικά από την αποφυγή καταστρατήγησης και εξαπάτησης του νόμου μέσω παρένθετων προσώπων (εδώ το δικαστήριο επικαλείται την νομική φιγούρα του fraude á la loi),

ιβ) για όλους τους παραπάνω λόγους η ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ και όσον αφορά την πραγματική ηγεσία ενός τέτοιου κόμματος είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου, της διαφάνειας, της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού και κατά συνέπεια σύμφωνη με το Σύνταγμα[16].

Το ΑΕΔ, αν και κατ’ αντίθεση προς το Α΄1 Τμήμα του ΑΠ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον όρο «μαχόμενη Δημοκρατία» είναι σαφές ότι σε μία τέτοιου τύπου Δημοκρατία αναφέρεται, η οποία όχι μόνο δεν είναι ανεκτική σε όσους την ή προσπαθούν να την υπονομεύσουν ή και να την πολεμήσουν με βίαια μέσα, που είναι ικανά να οδηγήσουν μέχρι και την κατάλυσή της, αλλά αμυνόμενη με τα όπλα του Κράτους Δικαίου προσπαθεί να τους αφοπλίσει. Υπό αυτή την έννοια μετά τον ΑΠ και το ΑΕΔ με μία δυναμική-εξελικτική ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Σ διαβαίνει τον Ρουβίκωνα από την όχθη της ανεκτικής, όπως την γνωρίζαμε από το 1974 και μετά, σε αυτήν της «μαχόμενης» Δημοκρατίας.  Η επιχειρηματολογία του έχει τις ίδιες αδυναμίες με αυτές των 8/2023 και 95/2023 αποφάσεων του ΑΠ, όπως α) το ότι υποτιμά την πρακτική εξομοίωση της απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος στις εκλογές με αυτήν της πλήρους απαγόρευσης λειτουργίας του κόμματος, παραγνωρίζοντας την πραγματική διάσταση ότι κόμμα που δεν μπορεί να συμμετάσχει σε εκλογές δεν έχει λόγο ύπαρξης, β) δεν ασκεί βαθύ παρά μόνο επιδερμικό έλεγχο στην εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην νομοθετική  επιβολή του επίδικου περιορισμού, γ) αποφεύγει να κρίνει την σημασία και την αποτελεσματικότητα του Ποινικού Δικαίου στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους απεχθών και αποτρόπαιων συμπεριφορών, ούτως ώστε με βάση την αρχή της αναλογικότητας να κρίνεται μη αναγκαία και δυσανάλογη υπό στενή έννοια η επιβολή τέτοιου είδους επαχθών νομοθετικών περιορισμών δ) υποτιμά την σημασία της αμετάκλητης καταδίκης κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ ως προϋπόθεσης για την επιβολή των οποιωνδήποτε περιορισμών στο εκλογικό δίκαιο, ε) δικαιοπολιτικά επίσης αποφεύγει να προβληματιστεί στο κατά πόσο τέτοιες επαχθείς νομοθετικές παρεμβάσεις μπορούν να καταστούν αποτελεσματικές στην επιδίωξη του θεμιτού σκοπού στην καταπολέμηση της νεοναζιστικής βίας, στ) ταυτίζει ένα κόμμα (Σπαρτιάτες), του οποίου ο φερόμενος και εν τέλει αποδειχθείς πραγματικός αρχηγός, έστω πρωτοδίκως καταδικασμένος για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ, έπραξε ό,τι έπραξε σε ένα άλλο κόμμα (Χρυσή Αυγή), θεωρώντας, όπως και ο νομοθέτης, ότι το κόμμα αυτό και μόνο εξ αυτού του λόγου και κατ’ αμάχητο τεκμήριο έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το παλαιότερο, και ζ) περιέχει ασθενή επιχειρηματολογία[17], στην οποία δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω, στην διαπίστωση ότι ο πραγματικός ηγέτης του κόμματος (Κασιδιάρης) είναι διαφορετικός από τον φαινόμενο (Στίγκας)[18].

3.2. Η παραβίαση του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ ως λόγος εκλογικής παράβασης κατ’ άρθρο 32 ΚΑΕΔ και λόγος ένστασης κατ’ άρθρο 126 παρ. 1 ΕΝ

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι οριστικές αποφάσεις του ΑΕΔ απέκλιναν κατά λανθάνοντα αλλά σαφή τρόπο ουσιωδώς από τις ως άνω εκτεθείσες[19] παραδοχές των μη οριστικών αποφάσεων, οι οποίες ακολούθησαν πάγια νομολογία του ιδίου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο κατά την υπαγωγή δέχθηκε ότι η εξαπάτηση ψηφοφόρων αποτελεί εκλογική παράβαση κατ’ άρθρο 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία κατά πόσο το τελικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν το ίδιο χωρίς την διαπιστωθείσα παράβαση[20]. Προσέτι, και από το σύνολο των σκέψεών του επ’ αυτού του θέματος δείχνει να αντιμετωπίζει την παράβαση του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ ως εκλογική παράβαση κατ’ άρθρο 58 Σ, 32 ΚΑΕΔ και λόγο ένστασης κατ’ άρθρο 126 παρ. 1 ΕΝ. Συγκεκριμένα:

Το Δικαστήριο δέχεται ρητά ότι και η εξαπάτηση εκλογέων συγκαταλέγεται μεταξύ των εκλογικών παραβάσεων του άρθρου 32 ΚΑΕΔ, εν προκειμένω «η εξαπάτηση επέρχεται διά της συμμετοχής στις εκλογές κόμματος ή συνδυασμού εμφανιζομένου ως εκπροσωπούμενου ή διοικούμενου από ορισμένα πρόσωπα, ενώ η πραγματική, όπως αποδεικνύεται από συγκεκριμένες πράξεις της, υποκρυπτόμενη ηγεσία του δεν πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής στις εκλογές»[21]. Το ΑΕΔ φαίνεται να αποχαιρετά στο όνομα της «μαχόμενης» ή «αμυνόμενης», κατά τον προσφιλέστερο σε αυτό όρο του, Δημοκρατίας την από την αρχή της ύπαρξής του πάγια νομολογία ότι οι εκλογικές παραβάσεις ερμηνεύονται στενά, όχι διά αναλογίας ή άλλης (διασταλτικής, δυναμικής, εξελικτικής ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί) ερμηνείας. Μετά το άρθρο 29 παρ. 1 Σ εξελικτικά ερμηνεύει και τα άρθρα 51 παρ. 3 εδ. β΄, 55, 56 παρ. 1 και 3, 58 και 100 παρ. 1 περ. α΄ Σ αλλά και την δημοκρατική αρχή του άρθρου 1 Σ, η οποία εφάπτεται με τις εν λόγω διατάξεις. Αλλά ο ακτιβισμός του ΑΕΔ δεν σταματά εδώ, επεκτείνει την έννοια της «εκλογικής παράβασης» υπό την έννοια των άρθρων 58 Σ, 32 ΚΑΕΔ και 126 παρ. 1 ΕΝ κατά τούτο, ότι η παράβαση και η έλλειψη νόμιμων προσόντων ως λόγος ένστασης δεν αφορούν πλέον καθεαυτές τον υποψήφιο βουλευτή αλλά το κόμμα στον συνδυασμό του οποίου μετέχει, η πλημμέλεια συμμετοχής του οποίου (κόμματος), την οποία το ΑΕΔ θεωρεί για πρώτη φορά ότι μπορεί να κρίνει κατασταλτικά και εμπίπτει στην δικαιοδοσία του, συμπαρασύρει και την συμμετοχή του βουλευτή.

Την «νομιμοποίηση» μίας τέτοιας κατασκευής το Δικαστήριο αναζητά στην εκ του ποινικού νόμου απαγορευμένη εξαπάτηση ψηφοφόρων, την οποία ήδη σε προγενέστερη νομολογία του το ΑΕΔ θεώρησε ότι μπορεί να ελέγξει[22]. Η εξαπάτηση ψηφοφόρων αποτελεί την γέφυρα για να εισχωρήσει και η παραβίαση της επιταγής του άρθρου 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ στις εκλογικές παραβάσεις κατ’ άρθρα 58 Σ, 32 ΚΑΕΔ και 126 παρ. 1 ΕΝ για να στηρίξει την δικαιοδοσία του ΑΕΔ κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 περ. α΄ Σ.

3.3. Υπάρχει εξαπάτηση ψηφοφόρων;

Στο ερώτημα αυτό το Δικαστήριο απάντησε θετικά στηριζόμενο εν πολλοίς στην προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε η Εισαγγελέας του ΑΠ κατόπιν της κατ’ άρθρο 62 Σ αδείας της Βουλής και κυρίως τις καταγγελίες του Αρχηγού του κόμματος Σπαρτιάτες Β. Στίγκα περί «Greek Mafia» και «Ντον Κορλεόνε», οι οποίες απ’ όσο είδαν το φως της δημοσιότητας και στο μέτρο που ευσταθούσαν μάλλον σε αδικήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου (απάτη, υπεξαίρεση, εκβίαση, απειλή κλπ) παρέπεμπαν παρά σε αυτό της εξαπάτησης εκλογέων. Σε μια αντιδικία μεταξύ Βουλευτών του κόμματος και του εγκλείστου Η. Κασιδιάρη με τον τυπικά φαινόμενο Αρχηγό Β. Στίγκα για την διανομή της χρηματοδότησης του κόμματος είδε η κ. Εισαγγελέας του ΑΠ και αποδέχθηκε αβασάνιστα και το ΑΕΔ «εξαπάτηση ψηφοφόρων». Σε άλλη θέση έχω εκθέσει λεπτομερώς γιατί με βάση την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ (όμοιο αυτό του άρθρου 162 ΠΚ), από τα στοιχεία που δόθηκαν στην δημοσιότητα και την υπαγωγή τους στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου δεν προέκυπτε το αδίκημα της εξαπάτησης ψηφοφόρων[23], τοσούτω μάλλον που τόσο κατά την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελέα του ΑΠ όσο στην ποινική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ουδείς ψηφοφόρος του κόμματος «Σπαρτιάτες» κατέθεσε ότι εξαπατήθηκε από το κόμμα αυτό[24]. Τουναντίον και από τις ίδιες τις παραδοχές του ΑΕΔ συνάγεται ότι οι ψηφοφόροι του κόμματος «Σπαρτιάτες» το ψήφισαν στις εκλογές ακριβώς επειδή γνώριζαν ότι ο Κασιδιάρης είναι ο πραγματικός αρχηγός του ή τέλος πάντων κρύβεται πίσω από αυτό. Εάν κάποιος εξαπατήθηκε αυτό ήταν το Α΄1 Τμήμα του ΑΠ, εάν δεχθούμε ότι ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος ήταν όντως ο Η. Κασιδιάρης και όχι ο Β. Στίγκας, κάτι που και ο ίδιος ο καταγγέλλων Στίγκας το αρνιόταν εξ αρχής και στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου και η καταγγελία του είχε σκοπό να στρέψει την έρευνα σε άλλα αδικήματα. Αλλά η εξαπάτηση Δικαστηρίου δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 112 παρ. 2 ΕΝ[25], στο οποία δογματικά από πλευράς Ποινικού Δικαίου δεν χωρεί εξελικτική ερμηνεία, όπως την έκανε το ΑΕΔ.

Προφανώς η τότε Εισαγγελέας του ΑΠ για λόγους που η ίδια γνωρίζει έστρεψε την προκαταρκτική εξέταση και την ποινική δίωξη όχι στα αδικήματα τα οποία κατήγγειλε ο Στίγκας αλλά σε αυτό της εξαπάτησης ψηφοφόρων. Την «πορεία» αυτήν της Εισαγγελέως του ΑΠ ακολούθησε «τυφλά» και το ΑΕΔ. Και ναι μεν το ΑΕΔ δεν δεσμεύεται τυπικά ούτε καν από το δεδικασμένο της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου[26] (παραδοχή που τίθεται εν αμφιβόλω εν όψει του ne bis in idem του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) όμως δεν είναι ποινικό δικαστήριο και δεν έχει τις ίδιες δικονομικές δυνατότητες, κυρίως την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, οι οποίοι υποβάλλονται στην «βάσανο» της εξέτασης από το Δικαστήριο και τους παράγοντες της δίκης, για να διαπιστώσει εάν τελέστηκε το αδίκημα. Αντίθετα, το αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Πλημμελημάτων μετά από μία εξαντλητική ακροαματική διαδικασία και απαλλακτική εισαγγελική πρόταση κήρυξε τους κατηγορουμένους αθώους άνευ αμφιβολιών των αποδιδομένων σε αυτούς αδικημάτων[27].

Κατά συνέπεια ακόμα και με την αμφιλεγόμενη και κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη αντίθετη στο Σύνταγμα και τον νόμο αλλά και την μέχρι πρότινος πάγια νομολογία του εκδοχή της εννοίας της εκλογικής παράβασης όπως την δέχθηκε κατά τα ανωτέρω το ΑΕΔ[28], δεν συνέτρεχε επί της ουσίας λόγος εκλογικής παράβασης που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της εκλογής βουλευτή, εφόσον δεν υφίστατο το αναγκαίο έρεισμα αυτής, δηλ. η εξαπάτηση ψηφοφόρων.

4. Οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες των αποφάσεων του ΑΕΔ

4.1. Ακύρωση της εκλογής τριών βουλευτών σε ισάριθμες εκλογικές περιφέρειες

Το Δικαστήριο αποφάσισε να κάνει δεκτές τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν και να ακυρώσει κατ’ άρθρο 32 παρ. 1 ΚΑΕΔ την εκλογή τριών βουλευτών σε ισάριθμες εκλογικές περιφέρειες και δη την Β΄ Θεσσαλονίκης, όπου υπεβλήθη η ένσταση κατά του Αρχηγού του κόμματος Β. Στίγκα, του α΄ αναπληρωματικού ο οποίος και ανακηρύχθηκε τελικά Βουλευτής κατόπιν επιλογής από τον ίδιο της έδρας στην Β΄3 του Νότιου Τομέα Αθηνών ως αρχηγό κόμματος, και της β΄ αναπληρωματικής στην ίδια εκλογική περιφέρεια (Β΄ Θεσσαλονίκης), την Β΄3 του Νότιου Τομέα Αθηνών, στην οποία τελικά ανακηρύχθηκε βουλευτής ο Β. Στίγκας και την Β΄ Πειραιώς στην οποία ανακηρύχθηκε Βουλευτής ο Α. Ζερβέας. Η ακύρωση της εκλογής του Β. Στίγκα στην Β΄3 εκλογική περιφέρεια του Νότιου Τομέα Αθηνών, η εκλογή του οποίου δεν προσβλήθηκε από εκλογέα-δημότη αυτής της εκλογικής αλλά αυτής της Β΄ Θεσσαλονίκης, στην οποία είχε μεν θέσει υποψηφιότητα και ανακηρύχθηκε αρχικά Βουλευτής, δεν κράτησε όμως την έδρα διότι επέλεξε αυτήν του Β΄3 Τομέα, επήλθε δυνάμει του άρθρου 32 παρ. 4 ΚΑΕΔ, εφόσον η ακύρωση της εκλογής του στην Β΄ Θεσσαλονίκης είχε συνέπειες και στην Β΄3 Νότιου Τομέα Αθηνών.

4.2. Θα μπορούσε να διατάξει το Δικαστήριο την επανάληψη της ψηφοφορίας στις τρεις εκλογικές περιφέρειες;

Υποστηρίχθηκε ότι δυνάμει του άρθρου 32 παρ. 2 ΚΑΕΔ το Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει την επανάληψη των εκλογών στις περιφέρειες στις οποίες ακυρώθηκε η εκλογή των βουλευτών[29]. Συγκεκριμένα:

Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32 ΚΑΕΔ «[τ]ο Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον παράβασιν  νόμου  περί  την ενέργειαν  της εκλογής, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία περί του εάν το τελικόν αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήθελεν είναι το αυτό άνευ  του διαπιστωθέντος  ελαττώματος, αποφαίνεται άκυρον την ανακήρυξιν των καθ` ων η αίτησις βουλευτών ή αναπληρωματικών, η οποία καθίσταται  αμφίβολος συνεπεία  της  εκλογικής  παραβάσεως,  και διατάσσει την επανάληψιν της ψηφοφορίας μεταξύ αυτών και των λοιπών υποψηφίων, η  θέσις  των  οποίων δύναται  να μεταβληθή εκ του αποτελέσματος αυτής και καθορίζει τούτους. Εις την περίπτωσιν ταύτην η επανάληψις της ψηφοφορίας  διατάσσεται  δια της  ιδίας  αποφάσεως είτε εις ολόκληρον την εκλογικήν περιφέρειαν είτε εις ωρισμένα τμήματα αυτής, αναλόγος της  εκτάσεως  της  διαπιστωθείσης παραβάσεως».

Κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι:  «Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον λάθος περί  την  αρίθμησιν των  ψήφων,  αποφαίνεται  άκυρον  την  συνεπεία  του  λάθους  γενομένην ανακήρυξιν και ανακηρύσσει βουλευτάς ή αναπληρωματικούς τους  κατά  την ορθήν  αρίθμησιν των ψήφων πλειοψηφήσαντας. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται αναλόγως και εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ακυρώσεως ανακηρύσεως, κατά την οποίαν εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως είναι προφανώς, κατά την  κρίσιν  του  Ειδικού  Δικαστηρίου,  περιττή   η   επανάληψις   της ψηφοφορίας».

Το ΑΕΔ επί του προκειμένου δέχθηκε τα εξής: «Επειδή, από τον συνδυασμό της παρ. 2 με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 32 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. συνάγεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την ανακήρυξη της εκλογής και στη συνέχεια, ενόψει της φύσης της εκλογικής παράβασης, να κρίνει περιττή την επανάληψη της ψηφοφορίας, Ειδικότερα, η περίπτωση της εξαπάτησης των εκλογέων από τους εκλογικούς συνδυασμούς πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό, κατά τα προαναφερθέντα στις παρ. 9 και 10, αφορά το σύνολο της επικράτειας και συγκεκριμένα όλες τις εκλογικές περιφέρειες όμως με την ένσταση ή τις ενστάσεις αμφισβητούνται τα αποτελέσματα μόνο ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, για τις λοιπές εκλογικές περιφέρειες για οποίες δεν ασκήθηκαν ενστάσεις οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 και 3 …., το Δικαστήριο κρίνει ενόψει της φύσης της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης, που συνίσταται σε εξαπάτηση των εκλογέων με συμμετοχή στις εκλογές πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό, σε όλες τις περιφέρειες που εξέλεξε βουλευτές, η επανάληψη της ψηφοφορίας στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες (Β΄ Θεσσαλονίκης και Β3 Νότιου Τομέα Αθηνών) καθίσταται εν προκειμένω περιττή»[30].

Ενώ τόσο από την φύση της παράβασης όσο και από τις παραδοχές του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 32 ΚΑΕΔ (παράβαση  νόμου  περί  την ενέργειαν  της εκλογής, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία περί του εάν το τελικόν αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήθελεν είναι το αυτό άνευ  του διαπιστωθέντος  ελαττώματος) που συνεπάγεται επανάληψη της εκλογής στις επίδικες εκλογικές περιφέρειες, εν συνεχεία για να αποφύγει προφανώς αυτό το ενδεχόμενο «θαμπώνει» τις παραδοχές του με την επισήμανση ότι η εκλογή βουλευτών ακόμα κι αν έχουν διαπράξει την ίδια παράβαση σε άλλες εκλογικές περιφέρειες, η ανακήρυξη της εκλογής των οποίων δεν έχει προσβληθεί με ένσταση, καθίσταται οριστική και αμετάκλητη. Και στην συνέχεια «θολώνει» έτι περαιτέρω την κρίση του καταφεύγοντας στην παρ. 3 του άρθρου 32, που αναφέρεται σε λάθη περί την αρίθμηση ως εκλογική παράβαση, ότι η επανάληψη της ψηφοφορίας στις επίδικες εκλογικές περιφέρειες καθίσταται περιττή[31].

Η άρνηση του Δικαστηρίου να διατάξει την επανάληψη της ψηφοφορίας τόσο ως προς το διατακτικό όσο και ως προς το σκεπτικό αντίκειται στην συνδυασμένη ερμηνεία των παρ. 2 και 3 του άρθρου 32 ΚΑΕΔ, ενώ αντιφάσκει με τις εν γένει παραδοχές του[32].

4.3. Θα μπορούσε να διατάξει το Δικαστήριο την επανάληψη της ψηφοφορίας σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες που εξελέγησαν βουλευτές;

Υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο στηριζόμενο στην παρ. 4 του άρθρου 32 ΚΑΕΔ θα έπρεπε να διαπιστώσει την ακύρωση της ανακήρυξης της εκλογής όλων των Βουλευτών του κόμματος Σπαρτιάτες[33]. Το άρθρο 32 παρ. 4 ΚΑΕΔ ορίζει: Εις  ην περίπτωσιν η κατά τας παραγράφους 2 και 3 ακύρωσις της ανακηρύξεως  βουλευτών   συνεπιφέρει   εννόμους   συνεπείας   και   επι ανακηρύξεως  βουλευτών  ή  αναπληρωματικών  εις άλλην ή άλλας εκλογικάς περιφερείας, το Ειδικόν Δικαστήριον υποχρεούται να  απαγγείλη  δια  της αποφάσεως  του  και  τας  συνεπείας αυτάς, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29».

 Το Δικαστήριο απάντησε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ότι η περίπτωση της εξαπάτησης των εκλογέων από τους εκλογικούς συνδυασμούς πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό, αφορά (σ.σ. μεν) το σύνολο της επικράτειας και συγκεκριμένα όλες τις εκλογικές περιφέρειες όμως με την ένσταση ή τις ενστάσεις αμφισβητούνται τα αποτελέσματα μόνο ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, για τις λοιπές εκλογικές περιφέρειες για οποίες δεν ασκήθηκαν ενστάσεις οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες[34].

Θεωρούμε ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει νομικό έρεισμα για την επέκταση των αποτελεσμάτων της απόφασης και στις άλλες εκλογικές περιφέρειες που εξέλεξαν βουλευτή οι Σπαρτιάτες, όχι μόνο διότι δεν προσβλήθηκε η εκλογή αυτή ενώπιον του ΑΕΔ αλλά και γιατί η ακύρωση της εκλογής των δύο βουλευτών, η εκλογή των οποίων προσβλήθηκε με ένσταση δεν επιφέρει έννομες συνέπειες στις άλλες εκλογικές περιφέρειες, πλην αυτής της Β΄3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, όπως προεκτέθηκε.

4.4. Θα μπορούσε το Δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη των εκλογών σε ολόκληρη την Επικράτεια;

Υποστηρίχθηκε, τέλος, η άποψη ότι σε περίπτωση που το ΑΕΔ διαπιστώσει ότι ένα κόμμα (εν προκειμένω οι Σπαρτιάτες) κακώς συμμετείχε στις εκλογές θα πρέπει να διατάξει την επανάληψη της ψηφοφορίας σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες που συμμετείχε με υποψηφίους το κόμμα αυτό. Η άποψη αυτή επικαλείται επ’ αυτού ως νομικό έρεισμα το άρθρο 32 παρ. 2 ΚΑΕΔ[35].

Η άποψη αυτή είναι συνεπής με την όλη συλλογιστική της εκλογικής παράβασης λόγω παραβίασης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ, την οποία αποδέχεται το ΑΕΔ στις αποφάσεις του, δεν είναι όμως προκριτέα η νομική βάση του άρθρου 32 παρ. 2 ΚΑΕΔ. Τουναντίον θωρούμε ως ορθότερη αυτήν του άρθρου 37 ΚΑΕΔ περί αποτελεσμάτων των αποφάσεων του ΑΕΔ που ορίζει ότι: «Το Ειδικόν Δικαστήριον, διαπιστούν παράβασιν του  νόμου που  καθιστά αμφίβολον  το  τελικόν αποτέλεσμα τούτου διατάσσει την επανάληψιν αυτού εις την εκλογικήν περιφέρειαν ή  τας  εκλογικάς  περιφερείας,  εις  τας οποίας εγένετο παράβασις».

Σύμφωνα με τις ίδιες παραδοχές του Δικαστηρίου, η συμμετοχή του κόμματος κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ αποτελεί εξαπάτηση ψηφοφόρων που συνιστά εκλογική παράβαση κατ’ άρθρα 58 Σ και 32 ΚΑΕΔ και λόγο ένστασης κατ’ άρθρο 126 παρ. 1 ΕΝ. Η παράβαση αυτή δεν συντελέστηκε μόνο στις δύο επίδικες εκλογικές περιφέρειες ούτε μόνο στις εκλογικές περιφέρειες που εξέλεξαν βουλευτή οι Σπαρτιάτες αλλά στο σύνολο των εκλογικών περιφερειών της επικράτειας που κατέβασαν υποψήφιο και εκτέθηκαν στην κρίση του εκλογικού σώματος. Μία συνεπής λοιπόν εφαρμογή των παραδοχών του Δικαστηρίου θα επέβαλε την επανάληψη των εκλογών σε ολόκληρη την επικράτεια.

Το ΑΕΔ, όμως, έχοντας συναίσθηση των πολιτικών παραμέτρων ενός τέτοιου εγχειρήματος, προτίμησε να μην ακολουθήσει τον συλλογισμό του και όσον αφορά τα αποτελέσματα της απόφασής του. Προτίμησε να τετραγωνίσει τον κύκλο και κατά την λογική «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» να επιβεβαιώσει μεν συνταγματικά την επιλογή του κοινού εκλογικού νομοθέτη, να ακυρώσει την εκλογή τριών βουλευτών, κατηγορούμενων αλλά αθωωθέντων, έστω και πρωτοδίκως, για εξαπάτηση ψηφοφόρων με αυτή την αιτιολογία, αλλά από την άλλη να μην δημιουργήσει πολιτική αναστάτωση με την απόφασή του, διατάσσοντας την επανάληψη της ψηφοφορίας στο σύνολο των εκλογικών περιφερειών της επικράτειας, ενώ κάτι τέτοιο δεν «αποτόλμησε» ούτε καν στις επίδικες εκλογικές περιφέρειες.

4.5. Ποιο το μέλλον των 3 κενωθεισών εδρών;

Το Δικαστήριο διαπιστώνει στην κατακλείδα της κρίσης του ότι [μ]ε τα δεδομένα αυτά … κρίνει ότι πρέπει οι έδρες οι οποίες κενώθηκαν να παραμείνουν κενές και να μην συμπληρωθούν αφού, όπως, προαναφέρθηκε, δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα συμπλήρωσης των κενών εδρών με αναπληρωματικό βουλευτή του ίδιου κόμματος, ούτε δυνατότητα ανακατανομής των επίμαχων εδρών σε υποψηφίους βουλευτές άλλων κομμάτων»[36].

Οι διαπιστώσεις αυτές είναι ορθές ως συνεπείς με την όλη συλλογιστική του Δικαστηρίου. Η πλήρωση των εδρών δεν αποτελεί θέμα του Δικαστηρίου, καθόσον τέτοιο θέμα δεν ρυθμίζεται από την δικονομία του Δικαστηρίου, τον ΚΑΕΔ. Αποτελεί όμως θέμα του Συντάγματος και του εκλογικού νόμου. Συγκεκριμένα:

Κατά το άρθρο 53 παρ. 2 Σ «[β]oυλευτική έδρα πoυ κενώθηκε μέσα στo τελευταίo έτoς της περιόδoυ δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλoγή, όταν απαιτείται κατά τo νόμo, εφόσoν oι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από τo ένα πέμπτo τoυ όλoυ αριθμoύ των βoυλευτών».

Σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 1 και 2 ΕΝ   «1. Οι βουλευτικές έδρες που κενώνονται για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου σε κάποια εκλογική περιφέρεια, πληρώνονται από τους αναπληρωματικούς του ίδιου συνδυασμού στην ίδια εκλογική περιφέρεια, που τυχόν έχουν ανακηρυχθεί, οι οποίοι καλούνται από τον Πρόεδρο της Βουλής για την πλήρωση έδρας που κενώθηκε κατά τη σειρά της ανακήρυξης τους.

2. Αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος ή ο αριθμός τους έχει εξαντληθεί, προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή στην εκλογική περιφέρεια, στην οποία κενώθηκαν οι βουλευτικές έδρες».

Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σε συνδυασμό με τα υπό κρίση πραγματικά περιστατικά συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι εφόσον δεν βρισκόμαστε στο τελευταίο έτος της κοινοβουλευτικής περιόδου και ο εκλογικός νόμος προβλέπει την διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση κενωθεισών εδρών η κένωση εδρών του Κοινοβουλίου είναι ανεπίτρεπτη και θα πρέπει υποχρεωτικά αυτές να πληρωθούν με αναπληρωματικές εκλογές[37], εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά από τον ΕΝ[38]. Η μη διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών εν προκειμένω συνιστά παραβίαση του Συντάγματος και της εκλογικής νομοθεσίας και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το ούτως ή άλλως αμφίβολης βασιμότητας επιχείρημα περί παράνομης συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές ή ακόμα χειρότερα από την φερόμενη εξαπάτηση των ψηφοφόρων.

Όπως προαναφέρθηκε, το ΑΕΔ δεν μπορούσε να διατάξει την διεξαγωγή των αναπληρωματικών εκλογών. Το άρθρο 104 παρ. 3 ΕΝ ορίζει τι θα πρέπει να γίνει εν προκειμένω: «Σε περίπτωση αναπληρωματικής εκλογής εφαρμόζονται ανάλογα όλες οι διατάξεις των Α` και Β` τμημάτων του δεύτερου βιβλίου του παρόντος, που αναφέρονται στην προκήρυξη και ενέργεια των εκλογών. Στο συνδυασμό μπορεί να περιληφθεί ο αριθμός υποψηφίων μέχρι του αριθμού των κενών βουλευτικών εδρών, προσαυξανόμενος κατά ένα, και εφόσον η κενή βουλευτική έδρα είναι μία, ανακηρύσσεται βουλευτής ο πρώτος κατά σειρά των ψήφων προτίμησης υποψήφιος του συνδυασμού, που πήρε τη σχετική πλειοψηφία στο σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων».

Κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 31 ΕΝ που αναφέρεται στις γενικές βουλευτικές εκλογές[39] μετά την κοινοποίηση της απόφασης στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Υπουργό Εσωτερικών κατά το άρθρο 34 ΚΑΕΔ, θα πρέπει να εκδοθεί Προεδρικό Διάταγμα που θα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο που θα προβλέπει την διεξαγωγή αναπληρωματικών εκλογών εντός τριάντα ημερών. Κενό δικαίου υπάρχει ως προς το χρονικό όριο εντός του οποίου θα πρέπει να έχει εκδοθεί το ΠΔ. Η κάλυψη αυτού του κενού θα πρέπει να γίνει με ερμηνεία που θα επιβάλει την έκδοσή του εντός ευλόγου χρόνου[40], που θα δικαιολογούσε π.χ. την μη διεξαγωγή των εκλογών εντός των θερινών διακοπών. Σε περίπτωση μη έκδοσης του Διατάγματος από τον ΠτΔ[41] δεν υφίσταται μόνο παραβίαση του Συντάγματος αλλά και παράλειψη οφειλομένης νομίμου (ex constitutione) ενεργείας, η δικαστική προσβολή της οποίας, όμως, με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ δυσχεραίνεται από την έλλειψη χρονικού ορίου εντός του οποίου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η νόμιμη ενέργεια.

Πάντως μη διεξαγωγή των αναπληρωματικών εκλογών μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τόσο ως προς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι υποψηφίων που στις τελευταίες εκλογές είχαν εκτεθεί με τα λοιπά κόμματα και αναμένεται να είναι εκ νέου υποψήφιοι, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονταν σε θέσεις επιλαχόντων ή αναπληρωματικών όσο και το δικαίωμα του εκλέγειν των εκλογέων των εκλογικών περιφερειών στις οποίες θα πρέπει να διεξαχθούν οι αναπληρωματικές εκλογές.

Συμπεράσματα

Οι δίδυμες αποφάσεις του ΑΕΔ, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, παρουσιάζουν ζητήματα τόσο με την εφαρμογή του Συντάγματος, του ΕΝ, της δικονομίας του ΑΕΔ, ακόμα και της άσκησης της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Μπορεί πολιτικά η απόφαση να ικανοποιεί όσους ευλόγως βρίσκονται απέναντι στην ιδεολογία του κόμματος αυτού, αλλά για ένα Δικαστήριο όπως και για τον ερμηνευτή του δικαίου αυτό δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το κριτήριο για την εφαρμογή και ερμηνεία του Συντάγματος και του νόμου[42].

Το πρώτο και ίσως βασικότερο σημείο κριτικής της απόφασης είναι η μεταβολή της νομολογίας του, ακόμη κι αυτής έναν χρόνο πριν στην ίδια υπόθεση, όσον αφορά τους λόγους ακύρωσης εκλογής βουλευτή, ανοίγοντας έναν επικίνδυνο ασκό του Αιόλου ότι ο νομοθέτης και η νομολογία διά εξελικτικής ερμηνείας του νόμου μπορούν να προσθέσουν όχι ρητά αλλά κατά λανθάνοντα τρόπο και άλλους λόγους εκλογικών παραβάσεων και ενστάσεως. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η επέκταση της δικαιοδοσίας του ΑΕΔ κατά έμμεσο τρόπο και πάλι μέσω ερμηνείας των υπαρχουσών διατάξεων στον κατασταλτικό έλεγχο της νομιμότητας συμμετοχής κόμματος στις εκλογές. Αμφότερα τα ζητήματα αυτά οδηγούν κατά την κρίση του γράφοντος σε επικίνδυνες ατραπούς όχι μόνο για την τήρηση του Συντάγματος αλλά και για την διεξαγωγή των εκλογών στο μέλλον.

Βασική μου θέση που έχω διατυπώσει και σε άλλες μελέτες μου[43] είναι ότι η νεοναζιστική ακροδεξιά δεν καταπολεμείται καταρχήν με απαγορεύσεις, εκτός από πολύ ακραίες περιπτώσεις που μέχρι τώρα ευτυχώς δεν βρισκόμαστε. Η αντιμετώπιση όλων αυτών των φαινομένων της ακροδεξιάς βίας μέσω των διατάξεων του ΠΚ και των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους έχει καταδειχθεί μέχρι τώρα επαρκής. Πέραν τούτου δεν είναι αμελητέα η δικαιοπολιτική διάσταση του ζητήματος ότι οι απαγορεύσεις μπορεί να αναζωπυρώσουν και όχι να κατασβήσουν την φωτιά από την ακροδεξιά βία.

Σημαντικότερο από όλα είναι η κατανόηση ότι στην τήρηση της νομιμότητας και κυρίως της συνταγματικής νομιμότητας δεν χωρούν αντιλήψεις του στυλ «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», όπου ως μέσα θεωρούνται η μη τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας για την επίτευξη του «ιερού» σκοπού, του εξοβελισμού από την Βουλή κομμάτων και προσώπων με αντισυμβατική και παραβατική συμπεριφορά[44]. Σε μια Δημοκρατία ο Λαός ως εκλογικό σώμα, το υπέρτατο όργανο του Κράτους, είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίζει για το ποιος θα τον εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο, ούτε ο νομοθέτης ούτε τα Δικαστήρια. Τα τελευταία και κυρίως το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο επιλαμβάνονται σε περιπτώσεις παραβάσεων της εκλογικής διαδικασίας ή έλλειψης νομίμων προσόντων που αφορούν υποψηφίους φυσικά πρόσωπα και όχι κόμματα. Η ερμηνεία αυτών των περιπτώσεων είναι και οφείλει να είναι στενή, θέση που πηγάζει από την ίδια την δημοκρατική αρχή. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω την ρήση του Αββά Sieyès, ότι «ένα Σύνταγμα είναι ένα σύνολο υποχρεωτικών κανόνων, άλλως δεν είναι τίποτα»[45]. Το ίδιο ισχύει και για όσους υπερασπίζονται από οποιαδήποτε θέση την «μαχόμενη» ή «αμυνόμενη» έναντι των εχθρών της Δημοκρατία.

Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος


[1] Βλ. ΑΕΔ 1-2/2025, σκ. 11. Πρβλ. περαιτέρω μεταξύ πολλών ΑΕΔ 10/2004, ΑΕΔ 6/2005, ΑΕΔ 20/2008, ΑΕΔ 9/2010 – πάγια νομολογία.

[2] Βλ. ΑΕΔ 1-2/2024, σκ. 11. Πρβλ. επίσης Χ. Τσιλιώτης, Μπορεί το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο να ακυρώσει τη συμμετοχή του κόμματος «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 και τη συνακόλουθη εκλογή των Βουλευτών του;, σε: SyntagmaWatch 27.6.2023, διαθέσιμο σε: Μπορεί το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο να ακυρώσει τη συμμετοχή του κόμματος «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 και τη συνακόλουθη εκλογή των Βουλευτών του; – Syntagma Watch.

[3] Ibidem, σκ. 15.

[4] Πρβλ. την εύστοχη μειοψηφία της Εισηγήτριας Αρεοπαγίτη Π. Γκουδή-Νινέ, ibidem, σκ. 15.

[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε ο κοινός εκλογικός νομοθέτης τροποποιώντας το άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ και εισάγοντας τον επίμαχο περιορισμό συμμετοχής στις εκλογές κόμματος, θέλησε να καταστήσει το ΑΕΔ στο πλαίσιο της αυστηρά περιορισμένης δικαιοδοσίας του κατασταλτικά κριτή της νομιμότητας συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές, αρκούμενος στον προληπτικό έλεγχο του Α΄1 Τμήματος του ΑΠ και μάλιστα με νεότερη τροποποίηση της Ολομελείας του.

[6] Πρβλ. Χ. Τσιλιώτης, Η ultra vires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα δικαστήριο υπερβαίνει την δικαιοδοσία του, σε: SyntagmaWatch 11.6.2025, διαθέσιμο σε: Η ultravires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα Ανώτατο Δικαστήριο υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του – Syntagma Watch.

[7] Πρβλ. πιο συγκεκριμένα ως προς αυτήν την εκτίμηση ΑΕΔ 12/2005, ΑΕΔ 16/2005, σκ. 11, ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 11.

[8] Βλ. ΑΕΔ 11/2020, σκ. 1.

[9] Κατά τούτο διορθώνω την παραδοχή μου σε Χ. Τσιλιώτης, Η ultra vires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα δικαστήριο υπερβαίνει την δικαιοδοσία του, όπ. παρ. (υποσημ. 6), η οποία είχε διατυπωθεί χωρίς την γνώση των προδικαστικών αποφάσεων λόγω ελλείψεως δημοσιεύσεως στον νομικό τύπο και από εσφαλμένες πληροφορίες από τον ηλεκτρονικό πολιτικό τύπο.

[10] Και το ΑΕΔ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων  του πλην αυτής της άρσης αμφισβήτησης μεταξύ αντιτιθέμενων αποφάσεων δύο τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων για την ουσιαστική συνταγματικότητα τυπικού νόμου της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 100 Σ ασκεί όπως και τα λοιπά δικαστήρια διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, η δε διαπίστωση τυχόν αντισυνταγματικότητας του νόμου περιορίζεται στο πλαίσιο του συστήματος αυτού στην in concreto μη εφαρμογή του νόμου και δεν εκτείνεται και στην κατά την παρ. 4 του άρθρου 100 Σ κατάργηση και εκβολή του από την έννομη τάξη με την δημοσίευση της απόφασης στην ΕτΚ.

[11] Άλλο ένα επιχείρημα ότι το Δικαστήριο μεταχειρίστηκε την παραβίαση της διάταξης αυτής ως εκλογική παράβαση.

[12] Το Δικαστήριο μνημονεύει μόνο την παρ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 126 ΕΝ (παράβαση νόμου κατά την διεξαγωγή της εκλογής). Σύμφωνα όμως με την όλη του συλλογιστική όπως αναπτύσσεται στις παρακάτω σκέψεις ή ακύρωση ανακήρυξης βουλευτή λόγω συμμετοχής κόμματος στις εκλογές κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 32 παρ. 1 περ. β΄ ΕΝ ύστερα από εξαπάτηση ψηφοφόρων μπορεί να θεωρηθεί έλλειψη νομίμων προσόντων των υποψηφίων κατά την περ. α΄ της  παρ. 1 του άρθρου 126 ΕΝ.

[13] Πρβλ. ωστόσο αντίθετα ΑΠ (Α΄ Τμήμα) 590/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. επίσης ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2145/1979.

[14] Πρβλ. ωστόσο αντίθετα ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2145/1979.

[15] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 8.

[16] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025 σκ. 11. Τις παραπάνω παραδοχές είχε κάνει ήδη δεκτές το ΑΕΔ ένα χρόνο νωρίτερα και στην 14/2024 απόφασή του με την οποία απορρίφθηκε ένσταση υποψηφίου του συνδυασμού ανεξάρτητων υποψηφίων «ΕΛΛΗΝΕΣ».

[17] Η οποία αναπτύσσεται στην σκ. 14.

[18] Πρβλ. και την κριτική που ασκώ στην 8/2023 απόφαση του Α΄1 Τμήματος του ΑΠ σε Χ. Τσιλιώτης,  Σχόλιο στην ΑΠ 8/2023 (Α1 Τμήμα) σχετικά με τον αποκλεισμό του κόμματος «Εθνικό Κόμμα ΕΛΛΗΝΕΣ» από τις εκλογές της 21.5.2023, σε: SyntagmaWatch.gr  8.5.2023, διαθέσιμο σε: Σχόλιο στην ΑΠ 8/2023 (Α1 Τμήμα) σχετικά με τον αποκλεισμό του κόμματος «Εθνικό Κόμμα ΕΛΛΗΝΕΣ» από τις εκλογές της 21.5.2023 – Syntagma Watch.

[19] Βλ. ανωτέρω υπό 2.

[20] Βλ. ΑΕΔ 10/2025, σκ. 15.

[21] Ibidem, σκ. 13.

[22] Βλ. ανωτέρω υπό 2.

[23] Βλ. Χ. Τσιλιώτης, Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο; Το Έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων για την άρση της ασυλίας των Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», σε: SyntagmaWatch.gr 30.10.2023, διαθέσιμο σε: Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο; Το Έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων για την άρση της ασυλίας των 11 Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» – Syntagma Watch.

[24] Πρβλ. και Χ. Τσιλιώτης, Η αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πλημμαλημάτων Αθηνών για τους «Σπαρτιάτες» Βουλευτές – Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, σε: SyntagmaWatch.gr 20.5.2025, διαθέσιμο σε: Η αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για τους «Σπαρτιάτες» Βουλευτές – Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα – Syntagma Watch.

[25] Βλ. και Χ. Τσιλιώτης, Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο; Το Έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων για την άρση της ασυλίας των Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» όπ. παρ. (υποσημ. 23).

[26] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 16.

[27] Βλ. Χ. Τσιλιώτης, , Η αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για τους «Σπαρτιάτες» Βουλευτές – Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, όπ. παρ. (υποσημ. 24).

[28] Βλ. ανωτέρω υπό 3.2.

[29] Βλ. Κ. Παπανικολάου, Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ, σε: SyntagmaWatch.gr 19.6.2025, διαθέσιμο σε: Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ – Syntagma Watch.

[30] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 17.

[31] Την σχετική διατύπωση επικρίνουν και οι Χ. Τσιλιώτης, Η ultra vires οριστική απόφαση του ΑΕΔ για τους Σπαρτιάτες ή αλλιώς πώς ένα δικαστήριο υπερβαίνει την δικαιοδοσία του, όπ. παρ. (υποσημ. 6), Ξ. Κοντιάδης,Οι πλειοψηφίες στην Βουλής των 297, ΤΑ ΝΕΑ 14-15/6/2025, σελ. 28, Α. Καραμπατζός, Η δημοκρατική αρχή σε δοκιμασία, ΤΑ ΝΕΑ 14-15/6/2025, σελ. 28, Ν. Αλιβιζάτος, Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση, Καθημερινή 15.6.2025, διαθέσιμο σε: Αστερίσκοι σε μια σπουδαία απόφαση | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Γ. Δελλής, Καθημερινή 15-6-2025, σελ. 17, Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία, διαθέσιμο σε: Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σ. Βλαχόπουλος, Κοινοβούλιο με κενές έδρες: Η προδιαγεγραμμένη κατάληξη μιας αδιέξοδης πορείας, σε: SyntagmaWatch.gr 16.6.2025, Κ. Παπανικολάου, όπ. παρ. (υποσημ. 29). Είναι χαρακτηριστικό ότι την παραδοχή αυτή επικρίνουν και οι Ν. Αλιβιζάτος και Γ. Δελλής, οι οποίοι σε αντίθεση με τους υπολοίπους στέκονται γενικά θετικά διακείμενοι στην απόφαση.

[32] Πρβλ. συναφώς και την εκτενή επιχειρηματολογία του Κ. Παπανικολάου, όπ. παρ. (υποσημ. 29).

[33] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, όπ. παρ. (υποσημ. 31).

[34] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 17.

[35] Βλ. Σ. Βλαχόπουλος, Πολιτικά κόμματα και εκλογές. Απαγορεύσεις και δημοκρατία, σε: SyntagmaWatch.gr 14.9.2023.

[36] Βλ. ΑΕΔ 9-10/2025, σκ. 17.

[37] Πρβλ. τις αναφορές στην υποσημ. 31 καθώς και Θ. Ξηρός, Η πλήρωση κενούμενης έδρας κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Η αναπληρωματική εκλογή, το Σύνταγμα και ο εκλογικός νόμος, ΘΠΔΔ 2014, σελ. 9 επ., 12, ο ίδιος, άρθρο 53, σε: Σ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (Επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Ηλεκτρονική Έκδοση, 2023,  σελ. 28, αρ. περ. 42.

[38] Πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναπληρωματικές εκλογές δεν πρέπει να συγχέονται με τις επαναληπτικές εκλογές, που προβλέπουν τα άρθρα 32 παρ. 2 και 37 ΚΑΕΔ. Αμφότερες αποτελούν μερικές εκλογές σε αντιδιαστολή προς τις γενικές εκλογές του άρθρου 53 παρ. 1 εδ. β΄ Σ – βλ. Κ. Παπανικολάου, όπ. παρ. (υποσημ. 29). Οι μεν αναπληρωματικές εκλογές προβλέπονται από το Σύνταγμα και τον ΕΝ, οι δε επαναληπτικές από τον ΚΑΕΔ. Οι μερικές εκλογές αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα της ολικής ανανέωσης της Βουλής – βλ. Φ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄ Έκδοση 2020, σελ. 185, Θ. Ξηρός, άρθρο 53, ibidem, σελ. 29, αρ. περ. 42.

[39] Το άρθρο 31 ΕΝ ορίζει: «Η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών διατάσσεται με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, μέσα σε τριάντα μέρες από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή τη διάλυση της Βουλής. Με το ίδιο διάταγμα ορίζεται και η ημέρα της ταυτόχρονης ψηφοφορίας σ’ όλη την επικράτεια».

[40] Πρβλ. και Θ. Ξηρός, άρθρο 53, όπ. παρ. (υποσημ. 37), σελ. 28, αρ. περ. 42, ο οποίος αναφέρεται σε κατά προτεραιότητα έκδοση του ΠΔ.

[41] Το γεγονός ότι το Διάταγμα εκδίδει, έστω με την προσυπογραφή των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου ο ΠτΔ, επιβάλλει σε περίπτωση αρνήσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, ήτοι του Πρωθυπουργού, να προωθήσει προς υπογραφή και έκδοση, και από τον εν γένει ρόλο του ΠτΔ ως ρυθμιστή του πολιτεύματος (πρβλ. άρθρο 30 Σ) την διακριτική του παρέμβαση υπέρ της εκδόσεως του Διατάγματος και της προκηρύξεως αναπληρωματικών εκλογών. Η κατά τα άλλα επιβεβλημένη αποφυγή σύγκρουσης ΠτΔ και Κυβέρνησης, δηλ. Πρωθυπουργού, και το γεγονός ότι εκ του Συντάγματος η Κυβέρνηση ασκεί την γενική πολιτική της χώρας (άρθρο 82 παρ. 1 Σ) και είναι υπεύθυνη έναντι του Κοινοβουλίου (άρθρα 1 παρ. 1 και 84 Σ) δεν μπορεί να φτάνουν μέχρι του σημείου ο ΠτΔ να «κλείνει τα μάτια» και να παραμένει αδρανής σε κάθε αντισυνταγματική και εν γένει αντιθεσμική ενέργεια ή παράλειψη της Κυβέρνησης.

[42] Πρβλ. και Χ. Τσιλιώτης, Το Δίκαιο υπερισχύει της σκοπιμότητας και όχι το αντίθετο. Συνταγματικοί προβληματισμοί της απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος σε εκλογές με αφορμή το «κόμμα Κασιδιάρη», σε: SyntagmaWatch 24.1.2023, διαθέσιμο σε: Το Δίκαιο υπερισχύει της σκοπιμότητας και όχι το αντίθετο. Συνταγματικοί προβληματισμοί της απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος σε εκλογές με αφορμή το «κόμμα Κασιδιάρη» – Syntagma Watch.

[43] Βλ. Χ. Τσιλιώτης, Ο Άρειος Πάγος και το δράμα της συμμετοχής του «κόμματος Κασιδιάρη» στις εκλογές. Μία ακόμα πράξη μέχρι την τελική κάθαρση;, σε: SyntagmaWatch 11.4.2023, διαθέσιμο σε: Ο Άρειος Πάγος και το δράμα της συμμετοχής του “κόμματος Κασιδιάρη” στις εκλογές. Μία ακόμα πράξη μέχρι την τελική κάθαρση; – Syntagma Watch, ο ίδιος, Μπορεί το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο να ακυρώσει τη συμμετοχή του κόμματος «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 και τη συνακόλουθη εκλογή των Βουλευτών του;, όπ. παρ. (υποσημ. 2).

[44] Πρβλ. και Χ. Τσιλιώτης, Το Δίκαιο υπερισχύει της σκοπιμότητας και όχι το αντίθετο. Συνταγματικοί προβληματισμοί της απαγόρευσης συμμετοχής κόμματος σε εκλογές με αφορμή το «κόμμα Κασιδιάρη», όπ. παρ. (υποσημ. 42).

[45] Une constitution est un corps de lois obligatoires, ou ce n’est rien.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Υποχρεωτικές οι επαναληπτικές εκλογές μετά την απόφαση του ΑΕΔ

Ο Κ. Παπανικολάου αναλύει τους λόγους για τους οποίους η ακύρωση από το ΑΕΔ της ανακήρυξης των τριών βουλευτών του κόμματος Σπαρτιάτες καθιστά υποχρεωτική τη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η σκέψη του ΑΕΔ σχετικά με την μη επανάληψη της ψηφοφορίας και την οριστική κένωση των τριών εδρών (Βουλή των 297) αποτελεί obiter dictum και δεν παράγει δεδικασμένο ή άλλη δέσμευση για τα αρμόδια κρατικά όργανα, τα οποία υποχρεούνται να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης του ΑΕΔ

Περισσότερα

Γιατί η αστυνομία είναι πρόβλημα στη χώρα μας σήμερα

Ο Πρόεδρος της ΕλΕΔΑ, Ανδρέας Τάκης και η Δικηγόρος, μέλος του ΔΣ της ΕλΕΔΑ, Κατερίνα Πουρναρά γράφουν για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία στην Ελλάδα, με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση της έκθεσης τεκμηρίωσης και προτάσεων.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.