Το Σύνταγμα ως δεσμευτικό κείμενο, όχι ευχολόγιο

Το ερώτημα αν το Σύνταγμα αιωρείται μεταξύ ευχής και δεσμευτικότητας αναδύεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση σήμερα, σε μια εποχή όπου η σχετικοποίηση δικαιωμάτων και θεσμών βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα. Ο Γ. Γούλας καταγράφει όσα ειπώθηκαν στην εκδήλωση που διοργάνωσαν το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου και η Νομική Βιβλιοθήκη, στις 20.5.2025 στην ΕΣΗΕΑ, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου», που συνυπογράφουν οι καθηγητές Δημοσίου Δικαίου Σπύρος Βλαχόπουλος και Ξενοφών Κοντιάδης

Η ανάγνωση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος έχει κάτι το γοητευτικό, ειδικά όταν πρόκειται για εκείνες που κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες. Αυτή η κατοχύρωση δεν μπορεί να είναι απλή ευχή, διατυπωμένη από τον συνταγματικό νομοθέτη κάτω από ορισμένες συνθήκες, αλλά πρέπει να αποτελεί ρητή, δεσμευτική επιταγή με σαφείς αποδέκτες κάθε φορά.

Το ερώτημα αν το Σύνταγμα αιωρείται μεταξύ ευχής και δεσμευτικότητας αναδύεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση σήμερα, σε μια εποχή όπου η σχετικοποίηση δικαιωμάτων και θεσμών βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα. Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου», που συνυπογράφουν οι καθηγητές Δημοσίου Δικαίου Σπύρος Βλαχόπουλος και Ξενοφών Κοντιάδης, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 20 Μαΐου στην ΕΣΗΕΑ μια εκδήλωση που προσπάθησε να απαντήσει όχι στο αυτονόητο ερώτημα της κανονιστικότητας του Συντάγματος, αλλά στις παρενέργειες που συνεπάγεται η αντιμετώπισή του ως ενός ευχάριστου ευχολογίου.

Το “NB Daily” καταγράφει όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση, την οποία πλαισίωσαν έγκριτοι νομικοί, μεταξύ των οποίων ο Προκόπης Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ο Ιωάννης Σαρμάς, Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τέως Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, καθώς και η Βανέσσα-Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και Εφέτης ΔΔ. Τον συντονισμό της εκδήλωσης ανέλαβε η πολιτική αναλύτρια Μαρία Καρακλιούμη.

Προκόπης Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

“Κάποιοι προεξοφλούν την επόμενη αναθεώρηση, θεωρούν ήδη τι πρέπει να λέει το Σύνταγμα και έχουν ως προπομπό τον κοινό νομοθέτη, που λειαίνει το έδαφος. Έχετε δει ποτέ ερμηνεία του Συντάγματος που να βασίζεται σε προσδοκία αναθεώρησης, την οποία μάλιστα κάποιοι προεξοφλούν;”

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και καταξιωμένος νομικός, Προκόπης Παυλόπουλος, σε μια ζωντανή αναδρομή στα φοιτητικά του χρόνια στο Παρίσι, περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση της νομικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Όπως σημείωσε, τα βιβλία δημοσίου δικαίου εκείνης της εποχής είναι «καλύτερο να μην τα θυμόμαστε».

Με έντονη ανησυχία κατήγγειλε την υποχώρηση της ενεργής πολιτικής συμμετοχής, λέγοντας πως πολλοί «παύουν να είναι πολίτες», αποδεχόμενοι μοιρολατρικά τις κυβερνητικές αποφάσεις χωρίς αντίσταση. Θύμισε το άρθρο 120 του Συντάγματος, που επιτάσσει την υποχρέωση κάθε πολίτη να αντισταθεί σε όποιον επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με βία, καθιστώντας την αντίσταση δικαίωμα αλλά και καθήκον.

Ωστόσο, εξέφρασε έντονη ανησυχία για μια τάση που κερδίζει έδαφος: τη χαλάρωση της αυστηρότητας του Συντάγματος. Όλο και περισσότερο ακούγονται προτάσεις για μείωση των απαιτούμενων πλειοψηφιών στην αναθεώρησή του, κατάργηση της διαδικασίας των δύο Βουλών και επιτάχυνση της διαδικασίας, κινήσεις που οδηγούν το Σύνταγμα στα όρια ενός κοινού νόμου.

Ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε πως η αυστηρότητα αυτή είναι η «πεμπτουσία» που διασφαλίζει την ισχύ και την αποτελεσματικότητα του Συντάγματος. Χωρίς αυτήν, θα χάσει το νόημα και τη λειτουργία του.

Τέλος, τόνισε το φαινόμενο ερμηνειών του Συντάγματος που βασίζονται όχι στο ισχύον κείμενο, αλλά σε προσδοκίες για μελλοντικές αναθεωρήσεις. Πρόκειται, όπως είπε, για πρακτική που «προεξοφλεί» αλλαγές πριν καν αποφασιστούν και ανοίγει το δρόμο στον κοινό νομοθέτη να λειαίνει το έδαφος για παρεμβάσεις.

Ιωάννης Σαρμάς, Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τέως Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός

“Στην πράξη δεν υπάρχει διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Μια νέα εξουσία έχει αναδειχθεί, η κυβερνητική – και το Σύνταγμα το επιτρέπει”

Ο επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός, Ιωάννης Σαρμάς, μίλησε για τον πυρήνα του συνταγματικού δικαίου, θέτοντας στο επίκεντρο το ερώτημα πόσο δεσμευτικό πρέπει να είναι το Σύνταγμα.

«Το Σύνταγμα δεν είναι ευχολόγιο», τόνισε, «είναι δεσμευτικό κείμενο». Όμως το βασικό ζήτημα δεν είναι αν δεσμεύει, αλλά πώς και πόσο. Μπορεί να διακηρύσσει αρχές που αφήνουν στους θεσμούς απόλυτη διακριτική ευχέρεια να τις εξειδικεύουν; Μπορεί να εξαγγέλλει δικαιώματα και ελευθερίες, αναθέτοντας στους δικαστές την εξουσία να ερμηνεύουν ελεύθερα τις σχετικές ρυθμίσεις μέχρι να ανατρέπουν το γραμματικό τους θεμέλιο;

Ο ίδιος επισήμανε τους κινδύνους μιας «αφελούς» πίστης στην ομαλή και καλοπροαίρετη εφαρμογή διαδικασιών, που θα έφερνε πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς εμπλοκές. Αντίθετα, διερωτήθηκε αν το Σύνταγμα πρέπει να καθορίζει λεπτομερώς όλα τα κρίσιμα θέματα, από τον χρόνο προφυλάκισης μέχρι το όριο ηλικίας των δικαστών ή τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Από το φάσμα του «Συντάγματος-ευχολόγιο» έως του καθολικά δεσμευτικού Συντάγματος, όπως εξήγησε, πρέπει να υφίσταται μια ισορροπία που επιτρέπει στο πολίτευμα να προσαρμόζεται χωρίς όμως τα δικαιώματα και οι ελευθερίες να γίνονται έρμαιο αυθαιρεσίας.

Ειδική μνεία έκανε στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28, τη ρήτρα υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία χαρακτήρισε «νάρκη» στα θεμέλια της δεσμευτικότητας του Συντάγματος. Ανάλογα με την ερμηνεία που θα δοθεί — και αυτήν αποφασίζουν τα ανώτατα δικαστήρια, τελικά δε το ΑΕΔ — η ρήτρα μπορεί να σχετικοποιήσει ή ακόμη και να εκτοπίσει τον συνταγματικό κανόνα.

Εν συνεχεία επισήμανε πως πιθανόν αρκετοί να μην έχουν αντίρρηση να δουν τη ρήτρα υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να χρησιμοποιείται για την αρμονική ένταξη στην ελληνική έννομη τάξη αυτού που το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποκαλεί «προτεραιοποίηση» στο πεδίο εφαρμογής του. Ωστόσο, τόνισε ότι η απόσταση είναι τεράστια από το να παραχωρήσουμε τα «κλειδιά» της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω αυτής της ρήτρας. Πρόσθεσε πως, αν με βάση την ερμηνευτική δήλωση υιοθετηθεί μια νέα συνθήκη που θα θεσπίζει εξουσίες υπέρ της Ένωσης και θα επεκτείνει τις αρμοδιότητές της και σε χώρους όπου δεν απαιτείται η συναίνεση όλων των κρατών μελών, τότε αυτό θα συνιστά σημαντική υπέρβαση.

Ο Ιωάννης Σαρμάς τόνισε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό, όπου η ισορροπία της εξουσίας εξαρτάται από την αντίληψη του πρωθυπουργού, ιδιαίτερα όταν ηγείται μονοκομματικής κυβέρνησης, σχετικά με τα όρια της εξουσίας του. Επεσήμανε πως στην πράξη δεν υπάρχει διακριτή διάκριση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Πρόσθεσε ότι έχει αναδειχθεί μια νέα μορφή εξουσίας, η κυβερνητική, που προστατεύεται και νομιμοποιείται από το ίδιο το Σύνταγμα.

Αναφορικά με τη συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Σαρμάς σημείωσε ότι, αν και το άρθρο 110 φαίνεται απόλυτα δεσμευτικό, κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη συνταγματική πραγματικότητα. Η νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων παράγει συνεχώς κανόνες που ερμηνεύουν και ουσιαστικά συμπληρώνουν το Σύνταγμα, χωρίς όμως να το αλλοιώνουν. Αυτό επιβεβαιώνεται από την περιβαλλοντική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τη συνταξιοδοτική νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και από την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου σχετικά με την απαγόρευση καθόδου στις βουλευτικές εκλογές κομμάτων με εγκληματική δράση.

Τέλος, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που διακηρύσσει το Σύνταγμα, για να γίνουν πράξη απαιτούνται όργανα και διαδικασίες που να τα εγγυώνται και να τα διασφαλίζουν. Τα όργανα αυτά είναι πρωτίστως οι δικαστές. Η αρχή της αναλογικότητας, που θεσπίστηκε από το Σύνταγμα για να κατευθύνει την κρίση των δικαστών, θα μπορούσε να αποτελεί απλή ευχή στα χέρια του νομοθέτη όταν συγκεκριμενοποιεί τα ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο, στα χέρια των δικαστών, μπορεί να γίνει τόσο δεσμευτική ώστε να περιορίσει στο ελάχιστο τη δυνατότητα διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη και να μεταβάλει τη δημοκρατία από κράτος δικαίου σε κράτος δικαστών.

Βανέσσα-Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και Εφέτης ΔΔ

“Στον δρόμο που χάραξε ο Όρμπαν, επιδιώκει να εδραιώσει ο Τραμπ, και που ολοένα και συχνότερα συναντά πρόθυμους μιμητές, το Σύνταγμα δεν απειλείται πια από τις κλασικές μορφές εκτροπής ούτε καταλύεται με τα όπλα. Ο σύγχρονος κίνδυνος είναι πιο ύπουλος και διαβρωτικός: η χρήση της νομικής τέχνης για να καταστεί νομιμοφανής η παραβίαση του Συντάγματος”

Η Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και Εφέτης ΔΔ, Βανέσσα-Παναγιώτα Ντέγκα, περιέγραψε την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου ως «μια ιδιαίτερα απαιτητική και σύνθετη πνευματική διεργασία». Όπως τόνισε, ο ερμηνευτής καλείται να αξιοποιήσει τις κλασικές ερμηνευτικές μεθόδους — «τη γραμματική, την ιστορική, την τελολογική και τη συστηματική» — ώστε να αποδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο σε ένα κείμενο «που θεσπίστηκε από προηγούμενες γενιές, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο εθνικό και το διεθνές».

Αναφέρθηκε στη δυναμική ή εξελικτική ερμηνεία, που θεωρεί πως «το περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων μπορεί να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ακόμη και χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη αναθεώρηση του Συντάγματος». Τόνισε πως η κύρια εφαρμογή της δυναμικής ερμηνείας βρίσκεται «στην προσαρμογή του Συντάγματος στα εξελισσόμενα νομικά δεδομένα του ενωσιακού δικαίου».

Προειδοποίησε, όμως, για την ιδεολογική χρήση των θεωριών αυτών, «όταν υιοθετούνται προκειμένου να παρακαμφθεί η υποχρεωτικότητα και η δεσμευτικότητα των νομικών κανόνων». Έφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συζήτηση για το άρθρο 16 του Συντάγματος και τη σύσταση μη κρατικών ΑΕΙ. Με το επιχείρημα ότι «το Σύνταγμα δεν μπορεί να συνιστά απολιθωμένο σύνολο διατάξεων που ερμηνεύεται στατικά μέσα στον χρόνο», υποστηρίχθηκε ότι «το εν λόγω άρθρο επιτρέπει τη λειτουργία ξένων πανεπιστημίων με την εγγύηση και τη λειτουργία του κράτους». Η ίδια, ωστόσο, τόνισε ότι το άρθρο 16 «συνιστά μια συνειδητή θεμελιακή πολιτική επιλογή του συντακτικού νομοθέτη, η οποία όχι μόνο αποτυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια και επιτακτικότητα στο συνταγματικό κείμενο, αλλά επιβεβαιώθηκε ρητώς κατά τις αναθεωρητικές διαδικασίες που προηγήθηκαν».

Επισήμανε ότι «η γραμματική ερμηνεία αποτελεί τη βασική αφετηρία αλλά και το όριο της ερμηνευτικής διαδικασίας».

Αναφερόμενη στην αποτυχία της τυπικής συνταγματοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε ότι τα ανώτατα δικαστήρια «δεν δέχονται ανεπιφύλακτα την a priori υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών συνταγμάτων τους». Εκεί όπου διαπιστώνεται σύγκρουση, «η συνήθης πρακτική είναι η τυπική αναθεώρηση του εθνικού Συντάγματος, όχι η έμμεση ανατροπή του μέσω ερμηνευτικών ακροβασιών».

Εξέφρασε ανησυχία για πρόσφατες προσπάθειες αποδυνάμωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος, αναφέροντας πως «επιχειρήθηκε η παράκαμψη των διαδικαστικών σταδίων που προέβλεπε το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών». Πρόσθεσε ότι «μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο, η ισχύουσα συνταγματική πρόβλεψη μας δεσμεύει πλήρως», και προειδοποίησε πως «η παράκαμψη της καθιστά το Σύνταγμα απλό ευχολόγιο».

Τόνισε ότι οι ερμηνευτές του Συντάγματος οφείλουν να σέβονται τον δημοκρατικό του χαρακτήρα, καθώς «δεν πρόκειται απλώς για ένα θεσμικό κείμενο, αλλά για το βασικό ανάχωμα στον πειρασμό της αυθαιρεσίας που ενέχει η άσκηση κάθε εξουσίας». Κατήγγειλε την «ρευστοποίηση του Συντάγματος μέσω ενός ερμηνευτικού σχετικισμού, που έχει ως στόχο τη νομιμοποίηση κάθε αυθαίρετης απόφασης της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας», επισημαίνοντας πως αυτό «επιφέρει βαρύ πλήγμα στην δημοκρατική αρχή».

Τέλος, επεσήμανε τον κίνδυνο που διατρέχει το Σύνταγμα στην εποχή μας, υπογραμμίζοντας ότι «ο σύγχρονος κίνδυνος είναι πιο ύπουλος και διαβρωτικός: η χρήση της νομικής τέχνης για να καταστεί νομιμοφανής η παραβίαση του Συντάγματος». Κατήγγειλε την «κατά το δοκούν ερμηνεία του Συντάγματος, ώστε να μετατρέπεται από τεχνική της πολιτικής ελευθερίας σε υπηρέτη των εκάστοτε ισχυρών», και προειδοποίησε πως «όταν κάθε συνταγματική ερμηνεία είναι υποστηρίξιμη, τότε το δίκαιο μετατρέπεται σε πεδίο διαρκούς διαπραγμάτευσης και εργαλείο πολιτικών σκοπιμοτήτων, με αποτέλεσμα το Σύνταγμα να καταλήγει ένα λάστιχο».

Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου

“Όσον αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση, δεν αποτελεί δείγμα κατανόησης της λειτουργίας του Συντάγματος να αναμένει κανείς ότι τα κρατικά όργανα και οι πολιτικοί δρώντες θα ενεργούν πάντα με αμεροληψία και ηθική ακρίβεια. Η προσδοκία αυτή δεν είναι βάσιμη. Μόνο μέσω της θεσμικής κατοχύρωσης κινήτρων, ανταμοιβών, τιμωριών και, κυρίως, αποτρεπτικών μηχανισμών ελέγχου μπορεί το Σύνταγμα να περιορίσει τις πολιτικές σκοπιμότητες και τις ιδιοτελείς πρακτικές των κυβερνώντων”

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ξενοφών Κοντιάδης, τόνισε ότι το ερώτημα «Σύνταγμα δεσμευτικό ή ευχολόγιο» δεν αποσκοπεί σε εντυπωσιασμούς. Όπως εξήγησε, «η δεσμευτικότητα του Συντάγματος δεν είναι καθόλου αυτονόητη — αυτό αποδεικνύεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα στην πράξη».

Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η πολιτική αντιπαράθεση εξελίσσεται σε «κλίμα σύγκρουσης», ο ίδιος επισήμανε πως «η συνταγματική καθιέρωση των κανόνων του παιχνιδιού είναι κρίσιμη, ώστε να αποτραπεί η μεταφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης στον χώρο της ερμηνείας και εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων».

Ο καθηγητής ανέφερε ότι το άμεσο ζητούμενο για τον συνταγματικό νομοθέτη είναι «η διασφάλιση αποτελεσματικότερων θεσμικών αντιβάρων απέναντι στην εκτελεστική εξουσία».

Υπογράμμισε πως υπάρχουν ενδείξεις ότι «το Σύνταγμά μας μετατρέπεται σταδιακά από ένα δεσμευτικό κείμενο σε ευχολόγιο». Από το 2010 και μετά, πρόσθεσε, η εμπιστοσύνη των πολιτών έχει κλονιστεί λόγω των συνεχών κρίσεων, και η νομολογία «έχει αλλάξει πολλές φορές για να αντιμετωπίσει πρωτοφανή διακυβεύματα», οδηγώντας σε ανατροπές που απομακρύνονται «από μια σταθερή και πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος».

Επιπλέον, ανέφερε ότι συχνά έχουμε και καταστρατήγηση του Συντάγματος χωρίς να συνδέεται άμεσα με κάποια κρίση, αλλά λόγω εξωγενών παραγόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως είπε, είναι «το πρόσφατο ζήτημα του ορισμού των μελών των ανεξάρτητων αρχών, όπου δεν τηρήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη πλειοψηφία των 3/5».

Αναρωτήθηκε τι διαφοροποιεί, λοιπόν, ένα δεσμευτικό Σύνταγμα από ένα απλό ευχολόγιο και υπενθύμισε λόγια Σουηδού οικονομολόγου πριν από 120 χρόνια: «αν θέλεις να βελτιώσεις την πολιτική, βελτίωσε τους κανόνες και τις δομές — μην περιμένεις από τους πολιτικούς να αλλάξουν συμπεριφορά, καθώς θα ενεργούν πάντα βάσει των συμφερόντων τους».

Σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση, υπογράμμισε ότι δεν είναι δείγμα κατανόησης να προσδοκά κανείς πως τα κρατικά όργανα και οι πολιτικοί δρώντες θα ενεργούν με «πνεύμα αμεροληψίας και ακριβοδικίας, ακολουθώντας ηθικοπολιτικές αρχές». Αυτό, όπως είπε, «δεν μπορούμε βάσιμα να το προσδοκούμε».

Τόνισε ότι «μόνο με την κατοχύρωση κινήτρων, ανταμοιβών, τιμωριών και, ιδίως, αποτρεπτικών μηχανισμών ελέγχου μπορεί το Σύνταγμα να τιθασεύει τις πολιτικές σκοπιμότητες και τις ιδιοτελείς πρακτικές των εκάστοτε κυβερνώντων».

Κατέληξε πως η «εμπειρία των επαναλαμβανόμενων και εντεινόμενων καταστρατηγήσεων του Συντάγματος» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «πρέπει να επανέλθουμε στους μηχανισμούς που διασφαλίζουν την τήρησή του· διαφορετικά, είναι θέμα χρόνου το Σύνταγμα να προσληφθεί τόσο από τους κυβερνώντες όσο και από τους πολίτες ως ένα απλό ευχολόγιο».

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

“Το Σύνταγμα είναι εξαιρετικά σημαντικό να τηρείται, γιατί αποτελεί το τελευταίο ουσιαστικό καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην τυραννία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας”

Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Σπύρος Βλαχόπουλος, υπογράμμισε τη δυσκολία στη συγγραφή εγχειριδίου για φοιτητές, επισημαίνοντας πως οι νομικοί «μιλάμε μεταξύ μας και δεν έχουμε ανοίξει τον κλάδο μας όσο θα έπρεπε στην κοινωνία». Τόνισε πως πρέπει να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία που θεωρεί τη νομική γλώσσα «μια τεχνική γλώσσα που δεν απευθύνεται στον λαό». Αντίθετα, η νομική επιστήμη οφείλει να «καταστεί ελκυστική ώστε να απευθύνεται και να συνομιλεί με τον λαό».

Αναφερόμενος στην εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου, εξήγησε πως τη δεκαετία του ’80 το αντικείμενο είχε διαφορετική μορφή, αφού σήμερα «δεν νοείται συνταγματικό δίκαιο χωρίς διεθνές, ενωσιακό δίκαιο και ΕΣΔΑ». Παρόλα αυτά, υπογράμμισε πως το εθνικό Σύνταγμα δεν έχει χάσει την αξία του, αφού «πολλά προβλήματα επιλύονται με την αρχή της μείζονος προστασίας», και το γεγονός ότι υπάρχουν περισσότερες δικαιοκρατικές βάσεις «ενισχύει το εθνικό συνταγματικό δίκαιο».

Ο ίδιος επεσήμανε την τάση να αντιμετωπίζεται το Σύνταγμα ως κείμενο «που ίσως έχει απλώς ενδεικτική σημασία», δηλαδή ότι η μη τήρησή του σε κάποιες περιπτώσεις δεν προκαλεί τριγμούς. Αυτή η προσέγγιση συνδέεται με τη δυναμική ή εξελικτική ερμηνεία του Συντάγματος.

Τόνισε πως το Σύνταγμα είναι «το τελευταίο ουσιαστικό καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην τυραννία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας» και ταυτόχρονα «ένα ζωντανό κείμενο που πρέπει να εξελίσσεται και να μεταβάλλεται στις συνθήκες». Ωστόσο, υπογράμμισε ότι πρέπει να συνομιλεί με την πραγματικότητα «και όχι να υποκύπτει σ’ αυτήν».

Εξήγησε πως «αν αλλάζεις μέσω της ερμηνείας ή της νομολογίας το Σύνταγμα, τότε αυτό αποτελεί πλήγμα και στη δημοκρατική αρχή», θυμίζοντας ότι «το Σύνταγμα το θεσπίζει ο λαός μέσω της συντακτικής εξουσίας και το αναθεωρεί ο λαός μέσω της αναθεωρητικής εξουσίας», που «είναι η ουσία της δημοκρατίας».

Τέλος, επισήμανε ότι το Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό και να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, αλλά έχει όρια. Το πρώτο όριο είναι «η γραμματική ερμηνεία, που είναι το Α και το Ω της ερμηνείας». Μέσω αυτής λαμβάνονται «τα πρώτα ερεθίσματα» που εμπλουτίζονται με άλλες ερμηνευτικές μεθόδους, ενώ το τελικό συμπέρασμα, όπως με έμφαση τόνισε, «δοκιμάζεται ξανά εντός των ορίων της γραμματικής ερμηνείας».

Βρείτε την έκδοση εδώ

Γιώργος Γούλας

Πηγή: Αναδημοσίευση από το NB Daily 23.5.2025, https://daily.nb.org/sunedria-ekdiloseis/ekdiloseis/to-syntagma-os-desmeftiko-keimeno-ochi-efchologio/

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Άρθρο 86 και «δίωξη Τριαντόπουλου»

Ο Κ. Μποτόπουλος γράφει για το Άρθρο 86 και τη «δίωξη Τριαντόπουλου», τονίζοντας πως η υπόθεση πρέπει να ακολουθήσει απαρέγκλιτα τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία, προκειμένου να αποδοθεί ουσιαστική δικαιοσύνη.

Περισσότερα

«Διλήμματα» της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο των προκλήσεων της Τεχνητής Νοημοσύνης

Ποια τα ερωτήματα που θέτει η συνεχής και ραγδαία ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης στη νομική επιστήμη και πώς δείχνουν να απαντώνται μέχρι στιγμής; Ο Προκόπιος Παυλόπουλος αναπτύσσει το σκεπτικό του.

Περισσότερα

Παρουσίαση έρευνας κοινής γνώμης και συζήτηση: Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας για το Σύνταγμα

Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε χθες, Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023, η ανοιχτή εκδήλωση παρουσίασης της πρώτης έρευνας κοινής γνώμης για το Σύνταγμα, που διοργάνωσαν το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, σε συνεργασία με το Syntagma Watch, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.