Σκέψεις για έναν «αποκεντρωμένο» και «αυτοδιοίκητο» Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας

Ο Μιχάλης Παπαγεωργίου αναλύει τις συνταγματικές τροποποιήσεις του 2019 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, και προτείνει τη συμμετοχή αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση

Σκέψεις για έναν «αποκεντρωμένο» και «αυτοδιοίκητο» Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας

Κατά τις κοινοβουλευτικές συνταγματικές διεργασίες της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το φθινόπωρο του 2019, ο τρόπος και η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτέλεσε βασικό σημείο των σχετικών συνταγματικών τροποποιήσεων, μεταβάλλοντας το «διαδικαστικό» και «ουσιαστικό» περιεχόμενο των οικείων συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος. Υπογραμμίζεται, μάλιστα, ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις προτάθηκαν αρχικά προς αναθεώρηση από την «προτείνουσα» Βουλή, εξασφαλίζοντας 224 ψήφους υπέρ, ενώ εγκρίθηκαν εν τέλει από την «αναθεωρητική» Βουλή των Ελλήνων με 158 θετικές ψήφους. Σε αυτήν έγινε αποδεκτό το ειδικότερο περιεχόμενο της εισήγησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας της Ν.Δ., όχι μόνο ως προς τη μη διάλυση της Βουλής μετά από την τρίτη διαδοχική αποτυχημένη κοινοβουλευτική ψηφοφορία εκλογής ΠτΔ, αλλά και ως προς τη μη προσφυγή στην άμεση προεδρική εκλογή από το Λαό, όπως είχε διατυπώσει στις αντίστοιχες προτάσεις της η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.

Ως βασική πολιτική αφορμή είχε τεθεί η αποφυγή της προηγούμενης επί τούτου, και εν πολλοίς σκοπούμενης, διάλυσης της Βουλής στις 31 Δεκεμβρίου του 2014 με το τέλος της συγκυβέρνησης «Σαμαρά-Βενιζέλου» (σε αποτυχία της εξασφάλισης των κατ’ ελάχιστο, κατά την τρίτη ψηφοφορία, 180 ψήφων υπέρ του πρώην Επιτρόπου στην Ε.Ε. Στ. Δήμα) και την ανάληψη της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ (με τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015), προ της «αποκαταστατικής» (επί των κομματικών συναινέσεων) ευρείας προεδρικής εκλογής του Καθηγητή Π. Παυλόπουλου με 233 ψήφους υπέρ. {Χωρίς ωστόσο, σημειωτέων, τη θετική ψήφο του νυν Πρωθυπουργού, τότε Βουλευτή, Κ. Μητσοτάκη, επιφυλασσόμενος ο τελευταίος για την προηγούμενη κυβερνητική παρουσία του τότε προτεινόμενου Προέδρου, που τιμούσε μεν «ακαδημαϊκά», αλλά όχι «πολιτικά», κατά δήλωσή του, ως ένα πρόσωπο μίας «άλλης εποχής».}

Η ανάγκη αποσύνδεσης και μη πολιτικής εργαλειοποίησης του θεσμού της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από τους συσχετισμούς της απαιτούμενης (καταρχάς και προ της διάλυσης της Βουλής) ευρύτερης ειδικής πλειοψηφίας των 2/3 ή των 3/5 του κοινοβουλευτικού Σώματος, συγκέντρωσε, λοιπόν μία κοινή πολιτική αγωνία και τη σύγκλιση των επιμέρους κομματικών συμφερόντων για διακυβερνητική σταθερότητα και κοινοβουλευτική βιωσιμότητα χωρίς «παράπλευρες», «εξωγενείς» και «αχρείαστες» πιέσεις επί των μέχρι πρότινος αναγκαίων διευρυμένων κοινοβουλευτικών ισορροπιών. Ασχέτως, εάν βέβαια, αμέσως μετά, τον Μάρτιο του 2020, κατά την σύγχρονη πολιτειακή συνέχεια, τιμητικά και για τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και για τα επιμέρους κοινοβουλευτικά κόμματα, αλλά και για την τότε Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, που το πρόσωπο της νυν Προέδρου, Κατερίνας Σακελλαροπούλου εξασφάλισε την ευρύτατη πλειοψηφία των Βουλευτών της Βουλής των Ελλήνων με 261 ψήφους υπέρ της. Επιβεβαιώνοντας έτσι τη θεσμική διάθεση (και όχι τόσο κάποιο ιδιαίτερο διαχρονικό πολιτειακό «έθιμο») περί υπερκομματικής επιδίωξης συγκλίσεων για την καλλιέργεια εμπιστοσύνης και ευρύτερων συναινέσεων στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ωστόσο, η εν λόγω συνταγματική διαδικασία της Προεδρικής εκλογής, επί του πρακτέου, φαίνεται να τυποποιείται με αρκετές (πολιτικές) εκπτώσεις, κατά ένα εντελώς αντίθετο «θεσμικό» σκεπτικό, καθώς σήμερα στην ουσία αρκείται αποκλειστικά υπέρ της τυπικής πλειοψηφίας της Βουλής (και του…κυβερνητικού ελέγχου αυτής). Έτσι καταλήγει να απαιτεί κλιμακούμενα, μετά από έναν … διεκπεραιωτικό κύκλο εκλογικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, απλώς και μόνο την απόλυτη ή ακόμα και την σχετική πλειοψηφία των Βουλευτών, κατά τα διαλαμβανόμενα του ισχύοντος άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος. Και μάλιστα, δίχως καμία άλλη ειδικότερη ή έστω σημασιολογική ενδιάμεση πολιτειακή απόδοση και αξίωση προς την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης και της ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τα παραπάνω δημιουργούν εύλογες ενστάσεις και προβληματισμούς στη δημόσια σφαίρα. Αναζωπυρώνεται συνεπώς -έστω και δειλά- η συζήτηση για την εκ νέου συνταγματική Αναθεώρηση της Προεδρικής εκλογής με μία συνταγματική διαδικασία ανάλογη του κύρους του ανώτατου αυτού πολιτειακού Θεσμού, που θα αποκλίνει από την εντελώς τυποποιημένη, και σχεδόν για… εσωτερική-«ενδοπαραταξιακή» πολιτική κατανάλωση, πρωτοβουλία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δεν είναι έξαλλου αμελητέο το επιχείρημα ότι η απαίτηση συγκέντρωσης στο πρόσωπο του/της ΠτΔ ευρύτερων πολιτειακών και διακυβερνητικών συναινέσεων έχει τη δυναμική να αποτελέσει ένα (έστω στοιχειώδες) συμβολικό θεσμικό αντίβαρο στις αμιγώς ομολογουμένως πρωθυπουργο-κεντρικές κατευθύνσεις, που έχουν διαμορφωθεί πολιτειακά και διακυβερνητικά στη λειτουργία και στη διάκριση των εξουσιών της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, μισό αιώνα ακριβώς από τη Μεταπολίτευση.

Ως εκ τούτου, κατά μία συστηματική θεώρηση του Συντάγματός μας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις για το Θεσμό διατάξεις του άρθρου 30, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «είναι ο ρυθμιστής του Πολιτεύματος». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντ. περί «διάκρισης των εξουσιών» ο ΠτΔ συμμετέχει τόσο στη νομοθετική, όσο και στην εκτελεστική Λειτουργία του Κράτους εν γένει. Το σύνολο δε της έννομης απόδοσης του Κράτους Δικαίου εξαρτάται από τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των νομοθετικών και εν γένει κανονιστικών παρεμβάσεων των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας, που τίθενται σε ισχύ μέσα από ένα συνεκτικό πλέγμα συνταγματικών προβλέψεων υπό τις εγγυήσεις της συνταγματικής παρουσίας και της συντεταγμένης δικαιο-παραγωγικής συμμετοχής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όσο αναιμικός, τύποις ρυθμιστικός και συμβολικός και αν προδιαγράφεται ο ρόλος και οι αρμοδιότητές του.

Παράλληλα, διατρέχοντας το Σύνταγμά μας, στις διατάξεις του άρθρου 101 καθιερώνεται, ως προς τη διοικητική διάρθρωση και τη δομική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, η διακυβερνητική αποκέντρωση της Πολιτείας. Ενώ διακριτά και με αυτοτέλεια στις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντ. προάγεται η θεσμική δυναμική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε δύο επίπεδα, στους Δήμους και στις Περιφέρειες, για την εύρυθμη διαχείριση των «τοπικών υποθέσεων», όπως και κάθε «άλλων αρμοδιοτήτων που εκχωρούνται από το κεντρικό Κράτος, αν και συνιστούν αποστολή του», με κοινό συντονιστικό σκοπό την εθνικά ισόρροπη και βιώσιμη περιφερειακή κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη, κατ’ άρθρο 106 παρ. 1 (και συνδυαστικά κατ’ άρθρο 24) του Συντάγματος.

Συνακόλουθα, αξιοποιώντας όλες αυτές τις συνταγματικές «συνέργειες», ακόμα και εντός της ενιαίας διακυβερνητικής δομής της Ελληνικής Δημοκρατίας (“Unitary State”), και όχι ενός ουσία αποκεντρωμένου (“Devolution State”) ή Ομοσπονδιακού (“Federal State”) πολιτειακού πλαισίου, αναδύονται «δημιουργικά» και τρόπον τινά… «θεσμικού και πολιτειακού» κύρους επιχειρήματα υπέρ της εθνικά καινοτόμας συνταγματικής εγκαθίδρυσης ενός νέου Εκλεκτορικού Σώματος για την ανάδειξη ΠτΔ, με τη συμμετοχή, από κοινού με τους Βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων, των αιρετών διακυβερνητικών αρχών της αποκεντρωμένης Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ήτοι των Δημάρχων και των Περιφερειαρχών, κατά μία ευκρινώς διακεκριμένη δημοκρατική, αλλά και συνταγματικά διακυβερνητική απόδοση της εκλογής του ανώτατου εκλεγμένου Άρχοντα της Χώρας.

Βασική επιδίωξη για την παραπάνω πρόταση; Η εμβάθυνση της δημοκρατικής ακτινοβολίας και νομιμοποίησης αυτού του ρυθμιστικού και ενωτικού Ανώτατου Θεσμού, καθώς και η ενισχυμένη δικαιοπολιτική προαγωγή της κανονιστικής δυναμικής των συνταγματικών και ενωσιακών δικαιικών αρχών της Επικουρικότητας και της Εγγύτητας στη λήψη των δημοσίων αποφάσεων, πόσω δε μάλλον στο διακυβερνητικό πεδίο της εκλογής και της αποδοχής του Ανώτατου Δημοκρατικού «Άρχοντα» του Κράτους, ως ενός ή μίας Πρόεδρου «της Δημοκρατίας», που θα «αναφέρεται», που θα «εκπροσωπεί», που θα «ανήκει» και που θα «εκλέγεται» συστημικά σε όλη την Επικράτεια – την «Χώρα» της Ελληνικής Πολιτείας.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση με τη δημιουργία ενός διφυούς Εκλεκτορικού Σώματος, που θα απαρτίζεται: αφενός από το σύνολο «των αντιπροσώπων του Έθνους», ήτοι των Βουλευτών και αφετέρου από το σύνολο των εκπροσώπων της αυτοδιοικούμενης ελληνικής Επικράτειας, ήτοι των αιρετών τοπικών/περιφερειακών αρχών, Δημάρχων και Περιφερειαρχών και που θα απαιτεί: την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας στο πρόσωπο του ΠτΔ με τη δυνατότητα διενέργειας 2 γύρων εκλογής, διαθέτει τα κάτωθι βασικά πλεονεκτήματα στη διαμόρφωση ευρύτερων συνταγματικών και διακυβερνητικών συνεργειών και «θετικών θεσμικών εξωτερικοτήτων», ακόμα και μέσα από τα μάτια της… οικονομικής θεωρίας των δημοσίων πραγμάτων:

1. Ενίσχυση της πολυεπίπεδης δημοκρατικής νομιμοποίησης του Προέδρου της Δημοκρατίας:

Η συμμετοχή Δημάρχων και Περιφερειαρχών στη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας διευρύνει τη δημοκρατική βάση του οικείου Εκλεκτορικού Σώματος κατά έναν πολυεπίπεδο άξονα δημόσιας διακυβέρνησης. Οι Δήμαρχοι και οι Περιφερειάρχες εκλέγονται άμεσα από τον Λαό, όπως και οι Βουλευτές, και εκπροσωπούν το σύνολο της αποκεντρωμένης και αυτοδιοικούμενης ελληνικής Επικράτειας, όπως οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το Έθνος. Έτσι, η συμμετοχή των πρώτων προσδίδει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση, ενώ από την άλλη η δυναμική της κοινοβουλευτικής αρχής διατηρείται με το «προνόμιο» της υποβολής των προτεινόμενων προσώπων/υποψηφίων για το Προεδρικό αξίωμα αποκλειστικά από τα κόμματα της Βουλής.

2. Συμβολική έκφραση της Ενότητας μεταξύ του Κράτους και Κοινωνίας:

Η εκλογή του Προέδρου από ένα Εκλεκτορικό Σώμα, που θα περιλαμβάνει τους αντιπροσώπους της κοινοβουλευτικής αρχής (Βουλευτές) και τους επικεφαλής της αποκεντρωμένης τοπικής αυτοδιοίκησης έχει τη δυναμική να λειτουργήσει ως έκφραση – σύνδεσμος της Πολιτειακής Ενότητας μεταξύ του κεντρικού κράτους και των τοπικών κοινωνιών της ελληνικής περιφέρειας και Επικράτειας. Ο Πρόεδρος δε, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, δεν θα περιορίζεται, ούτε θα εξαρτάται από τις στενές πολιτικές επιλογές της κεντρικής κυβέρνησης (πρωθυπουργού), αλλά θα εκφράζει ολόκληρο το εύρος της δημοκρατικά εκλεγμένης δημόσιας εξουσίας σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

3. Αναγνώριση του θεσμικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης:

Αν και το Σύνταγμα, καταρχήν, ορίζει ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση ασχολείται με τις «τοπικές υποθέσεις», ο διακυβερνητικός της ρόλος και οι αρμοδιότητές της, εν μέσω και της συνεξέλιξης και του Ενωσιακού Συμπολιτειακού Οικοδομήματος έχει εξελιχθεί σημαντικά. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαχειρίζεται πλέον κρίσιμους τομείς γύρω από την βιώσιμη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την ποιότητα της καθημερινής διαβίωσης και τις υποδομές, συμβάλλοντας καθοριστικά και αθροιστικά στην εθνική ανάπτυξη, ταυτότητα και ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς, η συμμετοχή των τοπικών και περιφερειακών αρχών στην εκλογή του Προέδρου ακτινοβολεί και την πολυεπίπεδη διακυβερνητική τους σημασία και αλληλεπίδραση.

4. Πολιτική ισορροπία και θεσμική αποκέντρωση δημόσιας εξουσίας:

Η συμμετοχή αιρετών αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην εκλογή του/της ΠτΔ επενεργεί ως ένα συμβολικό, αλλά και «οριακό» θεσμικό αντίβαρο έναντι της υπερβολικής συγκέντρωσης της δημόσιας εξουσίας στα χέρια της καθεστηκυίας κεντρικής πολιτικής σκηνής και στις «επιτηδευμένες» πολιτικές ισορροπίες που θέλει να διαμορφώσει η τελευταία με την επιλογή του προσώπου του ΠτΔ. Έτσι, δικαιικά και αξιακά ενισχύεται η αρχή της αποκέντρωσης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Συμβάλλει, επίσης, στην προώθηση πλέον διάφανων πολιτικών ισορροπιών και επιλογών, την στιγμή που οι τοπικές και περιφερειακές αιρετές αρχές έχουν διαφορετικές θεσμικές προτεραιότητες, δεσμεύσεις και προσεγγίσεις σε σχέση με τους βουλευτές. Προσδίδοντας, κατ’ επέκταση και με αυτόν τον προσανατολισμό, στην προεδρική εκλογή πιο αντιπροσωπευτικό πολιτειακό και διακυβερνητικό χαρακτήρα, αλλά και εκλέγοντας ένα πρόσωπο με ευρύτερο «πολιτειακό εκτόπισμα», ως «εκφραστή-συνθέτη» των κοινών, αλλά και διαφοροποιημένων αναγκών της ελληνικής Επικράτειας και κοινωνίας.

5. Εγγύτητα προς τον πολίτη και τις περιφερειακές προκλήσεις:

Οι αιρετοί-αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους πολίτες και τα προβλήματα της καθημερινότητας. Η συμμετοχή τους στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και η απευθείας… «πολιτειακή αναφορά» προς και από τον ΠτΔ προσδίδει στη διαδικασία μια πιο ρεαλιστική και «γειωμένη» διάσταση, και επί της ουσίας μία προστιθέμενη θεσμική βαρύτητα για τα «κοινά του τόπου» από πλευράς του ίδιου του ΠτΔ, διαπνέοντας ένα σαφώς πιο διαδραστικό και αμφίδρομο διακυβερνητικό ενδιαφέρον και συμφέρον.

6. Διασφάλιση ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης:

Η συμμετοχή των Δημάρχων και των Περιφερειαρχών διευρύνει τη δημοκρατική διαδικασία της εκλογής ΠτΔ και καθιστά πιο «θεσμικά θεμιτή» την επίτευξη ευρύτερων διακυβερνητικών συναινέσεων, όπως και τη δέουσα προτεινόμενη επιλογή έγκριτων Προσωπικοτήτων του Έθνους, που θα είναι ικανές να προσελκύσουν μία διευρυμένη αποδοχή, με την τυχόν, μάλιστα, αντιπαράθεση μεταξύ των υποψήφιων προσώπων να μην είναι αμιγώς «διχαστική-κομματική», αλλά κατεξοχήν ελκυστικά ανταγωνιστική. Έτσι, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας ενδυναμώνεται ως «ηγεσία ενότητας», ρυθμιστικών θεσμικών αντιβάρων και αυτοτελούς πολιτικής ανταπόκρισης, δίχως την οποιαδήποτε διακυβερνητική «απειλή» είτε σε σχέση με τη διάλυση της Βουλής (έναντι της όποιας εύρυθμης λειτουργίας της και της συνοχής της), είτε με την παράπλευρη «διάσπαση» των κοινοβουλευτικών συσχετισμών των κομμάτων.

7. Θετικά ευρωπαϊκά παραδείγματα και πρακτικές:

Και σε άλλα ευρωπαϊκά Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. με πολίτευμα «Προεδρεύομενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας», από την μεγάλη Ιταλία, μέχρι και την μικρή χώρα της Βαλτικής, την Εσθονία, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται από ευρύτερα εκλεκτορικά Σώματα, που συμπεριλαμβάνουν αιρετούς εκπροσώπους της Τοπικής και της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.

Συνεπώς, συνοψίζοντας τα παραπάνω, παρά το γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση περιορίζεται κατά το Σύνταγμα στη διαχείριση καταρχήν των «τοπικών υποθέσεων», η συμμετοχή αιρετών της αρχών στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να στηριχθεί δυναμικά στις θεμελιώδεις δικαιο-πολτειακές αρχές: α) της πολυεπίπεδης δημοκρατικής νομιμοποίησης, β) της διακυβερνητικής αποκέντρωσης και γ) της εθνικής και περιφερειακής ενότητας και ανάπτυξης του Κράτους. Η σύγχρονη, άλλωστε, εξέλιξη του θεσμικού και του ρυθμιστικού ρόλου της περιφερειακής και της τοπικής αυτοδιοίκησης δικαιολογεί πλήρως μια τέτοια διεύρυνση του Εκλεκτορικού Σώματος.

Σε κάθε δε περίπτωση, το ενιαίο κράτος της Ελλάδας απαιτεί την ενίσχυση των «ρυθμιστικών» συνθηκών και των αρχών του Κράτους Δικαίου, όπως και την καθιέρωση διακριτών θεσμικών αντιβάρων, «θετικά» εξισορροπητικών, και όχι μόνο «οριακά» «αμυντικών»-«αποθετικών» από πλευράς της Δικαστικής Λειτουργίας και λογοδοσίας σε εθνική και σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αλλά και εντός των άλλων δύο Λειτουργιών. Δίχως από την άλλη να αλλοιώνονται δομικά τα ταυτοτικά στοιχεία του «προδρευόμενου» κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Προς αυτή την κατεύθυνση, η εκλογή του ΠτΔ από ένα ειδικό Εκλεκτορικό Σώμα με τη συμμετοχή αφενός των Βουλευτών της Βουλής των Ελλήνων και αφετέρου των αιρετών Δημάρχων και Περιφερειαρχών, του Α’ και Β’ Βαθμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το σύνολο της ελληνικής Επικράτειας μπορεί να προσδώσει και να ανακινήσει μία νέα δυναμική για το Θεσμό. Τα δε αμιγώς εκλογικά χαρακτηριστικά είναι επίσης ισορροπημένα, αφού οι 332 Δήμαρχοι και 13 Περιφερειάρχες (σύνολο 345), ούτε μπορούν να… «ομογενοποιηθούν» πλειοψηφικά, ούτε έχουν την επιμέρους κομματική συνοχή των 300 βουλευτών. Ενώ και οι τελευταίοι απελευθερώνονται από την τυχόν αυστηρή «κομματική» γραμμή, που είναι έτσι και αλλιώς φύσει αντίθετη με τη συνταγματική αξία-επιλογή του προσώπου που θα αναδεικνύεται θεσμικά στο υψηλότατο πολιτειακό αξίωμα με θητεία τα 5 έτη, διάστημα μεγαλύτερο σε κάθε περίπτωση από την εκάστοτε εκλογική θητεία των Βουλευτών.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η συγκεκριμένη πρόταση στη δημόσια συζήτηση δεν αποτελεί ένα ιδιότυπο «ακαδημαϊκό γούστο» του γράφοντος, αφού έχει διατυπωθεί, με ορισμένες επιμέρους υποκειμενικές παραλλαγές και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν από έμπειρους πανεπιστημιακούς Δασκάλους με διαφορετικές, μάλιστα, δικαιοπολιτικές αναφορές ο καθένας τους. Πιο συγκεκριμένα, στην σχεδόν προ δεκαετίας Πρόταση για ένα «Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» (στο link) εν έτει 2016, μεταξύ άλλων, από τους καθηγητές Ν. Αλιβιζάτο, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκη και Φ. Σπυρόπουλο προτείνεται η εκλογή του ΠτΔ με εκλέκτορες: τους εν ενεργεία Βουλευτές, τους εν ενεργεία Δημάρχους και Περιφερειάρχες, τους πρώην Προέδρους της Δημοκρατίας, τους πρώην Πρωθυπουργούς και τους πρώην Προέδρους της Βουλής.

Η ως άνω πρόταση είναι λογικό επακόλουθο, βέβαια, να διεγείρει έτι περαιτέρω τη συζήτηση και για την αντίστοιχα ενισχυμένη (και επίσης «διακεκριμένη») πρόσθετη απόδοση των θεσμικών και των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, εντός μεν του πολιτεύματος της «Προεδρεύομενης» Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, εγγυητικών δε των απαιτούμενων αντισταθμισμάτων-αντιβάρων, που το ίδιο το πολίτευμα επιτακτικά σήμερα αποζητά… Αλλά αυτό είναι το επόμενο (θεμιτό) βήμα του συνταγματικού (δια-) λόγου και της δικαιο-πολιτικής αξιολόγησης, εφόσον ωριμάσουν οι συνθήκες αποδοχής των παραπάνω για τη δημοκρατική και τη «δικαιο-πολιτειακή» οντότητα του θεσμικά «αποκεντρωμένου» και του «αυτοδιοίκητου» Προέδρου της Δημοκρατίας.

Μιχαήλ Παπαγεωργίου

Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού & Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ., Διδάσκων Π.Μ.Σ. «Δημόσιο Δίκαιο & Δημόσιες Πολιτικές» Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., V. Fellow, European University Institute/School of Transnational Governance, Florence

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι διακοσμητικός σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου;

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας απέναντι σε άλλα κράτη. Οι συνταγματικές αρμοδιότητές του είναι στην πραγματικότητα περιορισμένες, ωστόσο επιτελεί έναν θεμελιώδη ενοποιητικό ρόλο εντός της πολιτείας.

Περισσότερα

Στρατιωτικά Δικαστήρια και Συνταγματική Αναθεώρηση

Ο αναθεωρητικός συντακτικός νομοθέτης ενίσχυσε τη στρατιωτική δικαιοσύνη, εισάγοντας καινοτομίες όπως ότι τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων θα εξομοιωθούν πλήρως με τους μη στρατιωτικούς, τακτικούς δικαστές, δηλαδή τους επαγγελματίες δικαστές των κοινών ποινικών δικαστηρίων.

Περισσότερα

Live webcast: Η στρατιωτική δικαιοσύνη μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση. Προκλήσεις και προοπτικές

Παρακολουθήστε ολόκληρη την εκδήλωση με τίτλο “Η στρατιωτική δικαιοσύνη μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση. Προκλήσεις και προοπτικές”, που διοργάνωσαν το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και το Παρατηρητήριο Συνταγματικών & Θεσμικών Εξελίξεων syntagmawatch.gr

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.