Search
Close this search box.

Πλειοψηφία ή ελευθερία. Το ζήτημα των αμβλώσεων κατά το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ

Ο Κώστας Μποτόπουλος αναδεικνύει τις κρίσιμες όψεις του λεγόμενου "σχεδίου της πλειοψηφίας" του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το οποίο κινείται στην κατεύθυνση ανατροπής της νομολογίας για τις αμβλώσεις.

Μνήμη Δημήτρη Τσάτσου

Η πρόσφατη διαρροή «σχεδίου της πλειοψηφίας» προς την κατεύθυνση ανατροπής της νομολογίας για τις αμβλώσεις από τον Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έχει τρεις μείζονες διαστάσεις:

  • το ίδιο το γεγονός της διαρροής και τι σημαίνει για την αναμενόμενη απόφαση αλλά και για το κύρος του Δικαστηρίου
  • τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και αντιδράσεις γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα και γενικά για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, στην Αμερική κυρίως, αλλά και σε όλο τον κόσμο
  • το καθαρά νομικό πεδίο – αν και στο συνταγματικό δίκαιο, περί του οποίου πρόκειται, δεν υπάρχει «καθαρά νομικό» πεδίο απαλλαγμένο, ή έστω απλώς απομακρυσμένο, από πολιτικές, με την ευρεία έννοια, και κοσμοθεωρητικές, ως προς τη διαμόρφωση των ερμηνευτικών εργαλείων και αποφάνσεων, απόψεις[1].    

Σε σχέση με την πρωτοφανή διαρροή και δημοσίευση σε έγκυρη ενημερωτική ιστοσελίδα[2] ενός σχεδίου προ-απόφασης από τον «Εισηγητή της πλειοψηφίας» δικαστή Samuel Alito, και μάλιστα στην πλήρη, σε κείμενο και υποσημειώσεις, μορφή του, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Οι γνώστες των θεμάτων και της εν γένει λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου τείνουν να πιστεύουν, με διαφορετικούς βαθμούς βεβαιότητας, ότι δεν μπορεί να προήλθε από έναν από τους εννιά δικαστές ούτε από βοηθούς τους[3]. Από την άλλη, η πρόσβαση σε τέτοια έγγραφα, που διανέμονται μόνο στους δικαστές, είναι εξαιρετικά περιορισμένη και, αντίθετα, το δημόσιο ενδιαφέρον – που και στην πράξη, απολύτως φυσιολογικά, εκδηλώθηκε – τεράστιο και πολλαπλό: πέρα από το προφανές δημοσιογραφικό scoop, η διαρροή μπορεί να εκληφθεί και ως «χτύπημα» στην πολιτική και νομική αντιπαράθεση που άρχισε ταυτόχρονα με την αποκάλυψη του σχεδίου. Και μάλιστα προς δυνητικό όφελος και των δύο «παρατάξεων»: είτε οιονεί εκβιαστικά προς την εκπεφρασμένη πλειοψηφία των τεσσάρων δικαστών που συντάχθηκαν με τις απόψεις του Alito[4], ώστε κανείς να μην μεταβάλλει άποψη είτε «δίνοντας» αναλυτικά και ονομαστικά τους σχηματίσαντες την πλειοψηφία δικαστές στη μήνι, και την πίεση, μερίδας της κοινής γνώμης, ώστε να τους κάνει να το ξανασκεφτούν ή να λυγίσουν. Το ότι το «μπλοκ των συντηρητικών» δεν υπάρχει περίπτωση να διασπαστεί, δεν σημαίνει ότι η δημοσιοποίηση δεν άσκησε, εν τοις πράγμασι, πίεση και δεν είχε επιρροή στα δρώμενα του Δικαστηρίου.

Το κύρος του Δικαστηρίου, οι συναδελφικές σχέσεις μεταξύ των δικαστών αλλά, σε κάποιο βαθμό, και η νομιμοποίηση της τελικής απόφασης δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα με τη διαρροή, από όπου και αν προέρχεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου John Roberts, μοναδικός πλέον εκπρόσωπος μιας swinging vote (κυμαινόμενης ανά ζήτημα ψήφου), που έπαψε όμως να είναι swinging (η πεντάδα των συντηρητικών μοιάζει μπετόν-αρμέ και δεν «χρειάζεται» την ψήφο του διορισμένου από τον Μπους πατέρα Προέδρου) κράτησε εξισορροπητική στάση: ως προς το κύριο θέμα δεν συντάχθηκε με την πλειοψηφία αλλά «επιφυλάχθηκε» για τη θέση του, σχετικά δε με τη διαρροή έκανε τρεις ορθές από θεσμική άποψη κινήσεις: επιβεβαίωσε τη γνησιότητα του διαρρεύσαντος εγγράφου, ανήγγειλε έρευνα για τον τρόπο διαρροής και διαβεβαίωσε ότι το κείμενο που διέρρευσε δεν αποτελεί την τελική απόφαση. Τίποτα από όλα αυτά, πάντως, δεν μεταβάλλει αισθητά το μέγεθος της θεσμικής ζημίας.

Για τις πολιτικο-κοινωνικές συνέπειες θα μπορούσαν να ειπωθούν άπειρα πράγματα[5], που δεν βρίσκονται στον πυρήνα της νομικής ανάλυσης. Αρκεί να πούμε ότι η «ιδεολογική» διάσταση του επίμαχου ζητήματος, δηλαδή της συνταγματικότητας και της εν γένει ρύθμισης των αμβλώσεων, ταυτίζεται, σήμερα, στις ΗΠΑ, με μια σχεδόν αμιγώς πολιτική, και πάντως λυσσαλέα σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, αντιπαράθεση, με έντονα κομματικό χαρακτήρα. Ήδη από στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο τότε Πρόεδρος Ρήγκαν είχε κάνει το ζήτημα των αμβλώσεων κεντρικό ζήτημα και πόλο συσπείρωσης – κομματικής, κοινωνικής, ακτιβιστικής – των συντηρητικών δυνάμεων, με ενεργό μάλιστα προσωπική συμμετοχή του, αφού κάθε χρόνο φρόντιζε να παρίσταται στην εκδήλωση του μεγαλύτερου λόμπι κατά των αμβλώσεων. Δεδηλωμένος στόχος του, καθώς και του Ρεπουμπλικανικού υπό την ηγεσία του κόμματος, ήταν η παρεμπόδιση, αν όχι απαγόρευση, των αμβλώσεων, που περνούσε αναγκαστικά από την ανατροπή του δεδικασμένου στην απόφαση Roe versus Wade (στο εξής: Roe) του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1973). Ο Πρόεδρος Τραμπ εξελέγη το 2016 έχοντας υποσχεθεί, παρότι «ελευθερίων ηθών» και πρώην υποστηρικτής των αμβλώσεων ο ίδιος, την ανατροπή συσχετισμών στο Ανώτατο Δικαστήριο, με κύριο στόχο την ανατροπή της νομολογίας Roe. Αφού δε πράγματι άλλαξε άρδην το συσχετισμό, διορίζοντας τρεις υπερσυντηρητικούς και ανοιχτά πολέμιους της Roe δικαστές, χάρη σε ένα μίγμα τυχαίων γεγονότων[6], επιμονής και αντιθεσμικής στάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος[7], θεωρούσε αυτό το «επίτευγμα» ως ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο, της θητείας του, κάτι που συμπίπτει και με την άποψη των υποστηρικτών του. Με την αλλαγή αυτή, που ολοκληρώθηκε ακριβώς στο τέλος της θητείας Τραμπ με τον διορισμό της ιδιαίτερα επιθετικής ως προς την αντίθεσή της στις αμβλώσεις Δικαστού Barrett, η ανατροπή της Roe ήταν απλώς θέμα χρόνου, παρόλο που ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εν τω μεταξύ άλλαξε. Οι τρεις διορισμένοι από τον Τραμπ δικαστές διορίστηκαν ακριβώς με αυτήν την ατζέντα ανατροπής «ελευθεριακών» κατακτήσεων, με πρώτο το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, παρότι θεωρητικά ήταν υπεράνω ιδεολογιών, ενώ και κατά τις διαδικασίες επικύρωσης του διορισμού τους από τη Γερουσία είχαν φροντίσει, και οι τρεις, να διαβεβαιώσουν ότι δεν θα «πείραζαν» τη Roe.

Την πολιτική σημασία του ζητήματος ανέδειξαν η εκτενής δημοσιότητα που δόθηκε στο διαρρεύσαν «σχέδιο Alito», καθώς και οι ιδιαίτερα έντονες διαμαρτυρίες των μεν – κυρίως γυναικών, και όχι μόνο ψηφοφόρων του Τραμπ – και οι πανηγυρισμοί των δε – νεοευαγγελιστών, ακραία δεξιών και σχεδόν αποκλειστικά ψηφοφόρων του Τραμπ. Πιο επίσημα και με πιο ανοικτά πολιτική στόχευση, ο μεν Πρόεδρος Μπάιντεν πήρε αμέσως θέση υπέρ της «επιλογής των γυναικών» και ανήγγειλε νομοθετικές πρωτοβουλίες (παρότι γνωρίζει ότι δεν μπορούν να καρποφορήσουν όσο ισχύει, και στο πεδίο των δικαιωμάτων, ο κανόνας του filibuster, που απαιτεί πλειοψηφία τουλάχιστον 60 ψήφων στην εκατονταμελή Γερουσία), ενώ, ήδη, η ρύθμιση των αμβλώσεων – την αμερικανική κοινωνία δεν ενδιαφέρει η νομολογία αλλά το αντίκτυπό της στη ζωή τους – τείνει να καταστεί επίκεντρο και ίσως και καταλύτης των επερχόμενων, σε έξι μήνες, ενδιάμεσων εκλογών για τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα.               

Δικαστές «με ατζέντα» σε ένα ούτως ή άλλως υπερπολιτικοποιημένο Δικαστήριο, κεντρικό θέμα στη σύγκρουση κομμάτων ως προς τις αντιλήψεις αλλά και για την επιτυχία στις κάλπες, διχασμός ολόκληρης της Αμερικής σε pro choice (υπέρ των αμβλώσεων) και pro life (υπέρ της απαγόρευσης τους): η πολιτική διάσταση του ζητήματος των αμβλώσεων και η επιρροή αυτής της διάστασης στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αναμφισβήτητη. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει, και ότι δεν πρέπει να αναλυθεί με επιστημονικά εργαλεία, η νομική διάσταση. Επίκεντρο της, και αντικείμενο των αναλύσεων που θα ακολουθήσουν, αποτελεί το – προσβάσιμο στο διαδίκτυο, όπως όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου – «σχέδιο Alito» και η επιχειρηματολογία που εκεί, εκτενώς και ορμητικά, αναπτύσσεται.   

·

Το βασικό χαρακτηριστικό του καλογραμμένου, σχεδόν συναρπαστικού – αυτή είναι η παράδοση του αμερικανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου – σχεδίου του εκπροσώπου της πλειοψηφίας είναι ο ανοιχτά πολεμικός, συχνά υπεροπτικός και ρεβανσιστικός του τόνος. Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο κείμενο προορίζεται να πείσει – και μάλιστα, επειδή απευθύνεται στους ήδη πεισμένους, δηλαδή στο αρραγές συντηρητικό μπλοκ, μάλλον περισσότερο να εμψυχώσει – και ότι η τελική απόφαση θα είναι κατά πάσα βεβαιότητα πιο «στρογγυλεμένη». Γεγονός παραμένει πάντως ότι εκφράσεις όπως «η απόφαση Roe είναι εξόφθαλμα λανθασμένη» (“egregiously wrong”), και μάλιστα πολλαπλά χρησιμοποιούμενη και «αντιγραμμένη» από το δικόγραφο του «Υπουργού Δικαιοσύνης» (Solicitor General) της Πολιτείας του Μισισιπή με την οποία υποστηριζόταν η συνταγματικότητα του μέτρου αυτής της Πολιτείας για απαγόρευση των αμβλώσεων μετά τη 15η εβδομάδα της κύησης[8], δεν αποτελούν ακριβώς αποδείξεις αμεροληψίας και δικαστικού αυτοπεριορισμού. Το ίδιο και η εν είδει θέσφατου απόφανση ότι η Roe είχε «καταστροφικές συνέπειες» (για ποιους άραγε;). Παρομοίως η ανοιχτή δήλωση προθέσεων μέσα από τη φράση «είναι ώρα να ξαναγυρίσουμε στο Σύνταγμα» (σαν η Roe να μη βασιζόταν στο Σύνταγμα), η επίσης ανοιχτή ειρωνεία έναντι του συντάκτη της απόφασης Roe Δικαστή Blacmun[9], η επιλεκτική και τελικά παραπλανητική χρήση φράσεων επιστημόνων ή δικαστών σχετικά με τη Roe[10], η υποκρισία, αν όχι περιφρόνηση, που κρύβουν φράσεις όπως «οι υποστηρικτές των αμβλώσεων υποκινούνται από την επιθυμία να μειώσουν το μέγεθος του Αφροαμερικανικού πληθυσμού»[11] ή «η απόφαση μας επιτρέπει στις γυναίκες που βρίσκονται και στις δυο πλευρές σχετικά με το θέμα των αμβλώσεων να επηρεάσουν τη νομοθετική διαδικασία μέσω της κοινής γνώμης, κάνοντας λόμπι, ψηφίζοντας και βάζοντας υποψηφιότητα στις εκλογές»[12]. Στο σχέδιο του ο Alito «μιλά» ως υπέρμαχος της «αποσυνταγματοποίησης» των αμβλώσεων[13] και όχι ως δικαστής που ζυγίζει τα πράγματα.

Η επιχειρηματολογία του Alito στηρίζεται σε τρία θεμέλια. Πρώτον, ότι η άμβλωση αποτελεί ένα «βαθύ ηθικό ζήτημα» (profound moral issue)[14], το οποίο διχάζει τον αμερικανικό λαό και, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί να κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά πρέπει να αφεθεί στο νομοθέτη, δηλαδή στην πλειοψηφία, κάθε Πολιτείας, σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων που γίνεται στο αμερικανικό Σύνταγμα. Δεύτερον, ότι με τη «συνταγματοποίηση» του δικαιώματος στην άμβλωση με την απόφαση Roe, όπως αυτή συμπληρώθηκε και ενδυναμώθηκε με την απόφαση Planned Parenthood of Southeastern Pa. versus Casey – στο εξής Casey – (1992), «περιορίστηκε» το καθεστώς των αμβλώσεων «για ένα ολόκληρο έθνος», «επιβλήθηκε» ένα συγκεκριμένο καθεστώς (μη απαγόρευσης) σε όλες τις γυναίκες όλων των Πολιτειών, «βραχυκυκλώθηκε το δημοκρατικό σύστημα», «ακυρώθηκε» (struck down) η δυνατότητα κάθε Πολιτείας να αποφασίζει ό,τι θέλει σχετικά με τις αμβλώσεις. Και τρίτον, και νομικώς κυριότερον, ότι η Roe, έστω και με τη συνδρομή της Casey, «πρέπει να ανατραπεί»[15] για πέντε λόγους: εσφαλμένη ερμηνεία του αμερικανικού Συντάγματος, μη πειστική θεμελίωση (reasoning), μη «δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής» (workability) των τιθέμενων κανόνων, παρεμποδιστική λειτουργία (disruptive effect) σε άλλα πεδία του νόμου, μη ύπαρξη «δικαιώματος που πρέπει να προστατευθεί» (absence of concrete reliance).

Η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε γεγονότα του πραγματικού και του νομικού κόσμου: ο Alito δεν τα εφευρίσκει, αλλά τα εντάσσει σε συγκεκριμένο και προαπoφασισμένο καλούπι. Πράγματι στο αμερικανικό Σύνταγμα δεν γίνεται ρητά λόγος περί δικαιώματος άμβλωσης – όπως, όμως, δεν γίνεται λόγος περί γυναικών, γενικώς αλλά και σε σχέση με τους άνδρες, περί αντισύλληψης, περί μειονοτήτων, περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, περί κοινωνίας της πληροφορίας κλπ. κλπ. κλπ. Πράγματι η απόφαση Roe, και σε μικρότερο βαθμό η Casey, διαμορφώνουν κανόνες ρύθμισης του δικαιώματος στην άμβλωση εκ του μηδενός: αφού «συνταγματοποιούν» ένα δικαίωμα που δεν αναφερόταν ρητά πρέπει κάπως να το οριοθετήσουν, ενώ τέτοιου είδους «περιγραφική» και αναλυτική οριοθέτηση αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γενικώς του αγγλοσαξονικού δικαίου (common law) και ειδικώς των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Πράγματι το κριτήριο της ρύθμισης άλλαξε μεταξύ Roe – όπου κανόνας θεωρήθηκε το δικαίωμα της γυναίκας να διακόψει την κύηση ως τη στιγμή που αποκτά «στοιχεία ζωής» (viability) το έμβρυο, στιγμή που, με βάση επιστημονικά δεδομένα, ορίστηκε «στο τέλος του δεύτερου τριμήνου» της κύησης – και Casey – όπου ως κριτήριο τέθηκε να μην προκαλείται «υπερβάλλον βάρος» (undue burden) στην ελευθερία επιλογής της γυναίκας, με διατήρηση, ωστόσο, στην πράξη, του «ορίου» του δεύτερου τριμήνου. Πράγματι η Roe στηριζόταν περισσότερο στο δικαίωμα «ιδιωτικότητας» (privacy) της γυναίκας, και ορθώς επικρίθηκε επιστημονικά γι’ αυτό, ενώ η Casey στη γενικότερη «ελευθερία» (liberty) του ανθρώπου, δηλαδή ελεύθερης λήψης προσωπικών αποφάσεων που αφορούν και διαμορφώνουν κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου – όμως και η Roe, παρότι ελαφρώς άτσαλα, έκανε αναφορά στην «ελευθερία» και στην 14η Τροπολογία που επιτρέπει τη «δημιουργία αναγκαίων δικαιωμάτων» (Due Process).

Αν το ζήτημα ιδωθεί, όπως κατά τη γνώμη μου πρέπει, και πάντως σίγουρα μπορεί, να ιδωθεί, από τη σκοπιά ενός δικαιώματος που μετέχει στον ελεύθερο αυτοπροσδιορισμό του ατόμου εν δημοκρατία, τότε τα βασικά επιχειρήματα του Alito αντικρούονται και, κυρίως, το δίκαιο επανασυνδέεται με την πραγματική ζωή. Για το Δικαστήριο, το ζήτημα της άμβλωσης δεν είναι «ηθικό» αλλά νομικό, το επίδικο είναι η αναγνώριση ή μη αναγνώριση ενός δικαιώματος. Η ηθική/κοσμοθεωρητική διάσταση, που πράγματι υπάρχει, δεν αφορά στον αμερικανικό, ή σε κάθε άλλο, λαό και στο νομοθέτη, αλλά σε καθεμία γυναίκα ξεχωριστά, αφού συνδέεται με τον χειρισμό της συγκλονιστικής για εκείνην στιγμή μιας εγκυμοσύνης της. Υπό την ίδια οπτική, η θέση γενικού κανόνα υπέρ της ελευθερίας επιλογής κάθε γυναίκας σχετικά με το σώμα της, με τη ζωή της και τη ζωή που πρόκειται ή που δεν έτοιμη να φέρει στο φως δεν αποτελεί «περιορισμό» ή «αφαίρεση δυνατότητας» – από τον νομοθέτη κάποιας Πολιτείας στην οποία μπορεί, πλειοψηφικά, η άμβλωση να θεωρείται μη αποδεκτή ή από τις γυναίκες που δεν δέχονται την άμβλωση και που καμία ρύθμιση δεν της υποχρεώνει να κάνουν άμβλωση – αλλά «καθολικοποίηση» ενός από τη φύση του καθολικού δικαιώματος γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει άλλη ουσία ή αξία, αναλόγως με το αν η κύηση και η απόφαση μιας γυναίκας περί αυτής λαμβάνει χώρα στην Καλιφόρνια ή στον Μισισιπή. Η Roe-Casey δεν «πήρε θέση υπέρ μιας πλευράς», όπως λέει ο Alito, προφανώς επειδή δεν είναι η δική του πλευρά. Πήρε θέση υπέρ της ελευθερίας.

Σχετικά με την αναγνώριση του δικαιώματος, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει απευθείας θεμελίωση στο Σύνταγμα, το βασικό ζήτημα είναι αν οι δικαστές αντιλαμβάνονται το αμερικανικό Σύνταγμα ως κάτι ζωντανό, σε σύνδεση με την κοινωνική πραγματικότητα και υποκείμενο σε εξέλιξη, ή, αντιθέτως, σαν κάτι στατικό, συγκεκριμένο και «κλειδωμένο» μέσα στο χρόνο και εντός των τειχών του κειμένου που τέθηκε σε εφαρμογή το 1789 και των μεταγενέστερων Τροποποιήσεων του[16]. Η δεύτερη θεωρία, την οποία προφανώς ασπάζεται, χωρίς να την ονοματίζει, ο Alito και όσοι τον ακολουθούν, αποκαλείται “originalist”[17] και οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική της επεξεργασία και διάδοση στον Δικαστή Antonin Scalia. Όπως είχα την ευκαιρία να γράψω, με την ευκαιρία μιας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έκρινε παράνομη την απόλυση εργαζομένων λόγω ομοφυλοφιλίας, αμφιφυλίας ή αλλαγής φύλου, πρόκειται για «μια σχολή ερμηνείας με αρκετή επιρροή, που ονομάζεται «καταβολική» (originalist) και στηρίζεται στη μη αλλοίωση των θεμελιωδών κειμένων μέσα στον χρόνο: το αμερικανικό Σύνταγμα θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση αυτά που ίσχυαν στις καταβολές του, δηλαδή αυτά που πίστευαν και ψήφισαν οι δημιουργοί του (οι Founding Fathers), στα τέλη του 18ου αιώνα, ή τότε που προστέθηκαν οι διάφορες Τροπολογίες, οι δε δικαστές οφείλουν να αποφεύγουν τον πειρασμό να περνούν αυτές τις αρχές και αυτές τις διατάξεις μέσα από την κρησάρα της σημερινής πραγματικότητας και της εξέλιξης των πολιτικών και κοινωνικών ηθών. Με αυτή τη «λογική», υπέρ της οποίας πάλεψε ο Scalia καθ’ όλη τη διάρκεια της τριακονταετούς υπηρέτησης του στο Ανώτατο Δικαστήριο (1986-2016), το αμερικανικό Σύνταγμα αποδέχεται και νομιμοποιεί τη θανατική ποινή και την κατοχή όπλων από τους πολίτες, όχι όμως την άμβλωση και τους γάμους μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου. Πρόκειται, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, για μια αντιδραστική θεωρία καλυμμένη με – διάτρητο – νομικό ένδυμα, που άφησε όμως βαθύ ίχνος: σε κάποιες περιπτώσεις δεν έγινε δεκτή (ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων κρίθηκε νόμιμος από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2015), διαμόρφωσε όμως αρκετές άλλες (με χαρακτηριστικότερες την οπλοκατοχή και το πολιτικό χρήμα)… Η ερμηνευτική θεωρία του originalism είχε μια διπλή, και ανοιχτά «πολιτική», φιλοδοξία: να αποτελέσει πυξίδα για την επικράτηση των συντηρητικών ιδεών εντός του Δικαστηρίου και της κοινωνίας, αλλά και να χαρίσει, όπως χάρισε, απαράμιλλη φήμη και επιρροή στον εμπνευστή της, αλλά δεν στερείτο ούτε δημοκρατικών θεμελίων, ούτε ευλυγισίας. Για τον Scalia, και με τη φραστική και διανοητική ευστροφία του Scalia – για τους λοιπούς originalists τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, το να υπερασπίζεσαι το Σύνταγμα, όπως το ψήφισαν και το πίστεψαν αυτοί που το εγκαθίδρυσαν, σήμαινε (ή φερόταν ότι σήμαινε) και να υπερασπίζεσαι τη δημοκρατική βούληση, εφόσον, αν κάποιοι ήθελαν να του αλλάξουν νόημα, δεν είχαν παρά να αλλάξουν τις αρχικές διατάξεις. Φυσικά αυτό το σόφισμα δεν αντιστέκεται στη νομική, και στην απλή, λογική: το κύρος του Συντάγματος προέρχεται από το γεγονός ότι δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να αλλάζει διαρκώς, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων, είναι ακριβώς το εργαλείο που επιτρέπει, και επιβάλλει, τη διαρκή «επικαιροποίηση» κανόνων από τη φύση τους γενικών και αόριστων, ορισμένα πράγματα (γεγονότα αλλά και εξελίξεις) που οι Founding Fathers δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν (όχι μόνο τους τρανσέξουαλς, αλλά, για παράδειγμα, και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές) δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται σήμερα και ότι δεν καλύπτονται από τις γενικές περί ελευθερίας και δικαιωμάτων προβλέψεις»[18].

Ειδικά για τη μη δυνατότητα θεμελίωσης καθολικού δικαιώματος στην άμβλωση στη 14η Τροπολογία, και τη διάταξη «καμία Πολιτεία δεν μπορεί να στερήσει από κανένα άτομο τη ζωή, την ελευθερία (liberty) και την περιουσία του χωρίς τις αναγκαίες δικαιοδοτικές εγγυήσεις» (due process of law), το σχέδιο Alito επικαλείται δυο επιχειρήματα.

Πρώτον, ότι το δικαίωμα στην άμβλωση δεν μοιάζει, και δεν μπορεί να τεθεί στην ίδια κατηγορία με άλλα δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν με βάση την παραπάνω διάταξη[19], λόγω της «διαφοράς ουσίας» (critical difference) που συνίσταται στο ότι «η άμβλωση καταστρέφει την εμβρυακή ζωή» (fatal life), ή, με βάση διατυπώσεις σε άλλα σημεία, τη «δυνητική ζωή» (potential life) ή την «αγέννητη ανθρώπινη ύπαρξη» (unborn human being). Αυτή, όμως, δεν είναι νομική/συνταγματική, άρα κρίσιμη για την απόφανση του Δικαστηρίου, διαφορά, αλλά ηθική/κοσμοθεωρητική, η οποία, μάλιστα, προϋποτίθεται σαφής και μονόπλευρη (αγέννητη ίσως, «ζωή» πάντως, του εμβρύου και μάλιστα ανεξαρτήτως χρόνου κύησης). Για την αναγνώριση του δικαιώματος της γυναίκας να αποφασίζει για τη σώμα της και για τη γέννα της και όχι του εμβρύου στη «ζωή» εντός της μήτρας, η «καθοριστική διαφορά» του Alito και των pro-life αποδεικνύεται μη διαφορά.

Δεύτερον – και ουσιαστικά εδώ είναι που ρίχνει όλο το βάρος το σχέδιο – αναπτύσσεται η θέση ότι για την αναγνώριση της άμβλωσης δεν πληρούνται τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου[20] για την «επέκταση» βάσει της 14ης Τροπολογίας, δηλαδή τα προς αναγνώριση δικαιώματα να είναι «βαθιά ριζωμένα στην ιστορία και τις παραδόσεις αυτού (του αμερικανικού) Έθνους» και να «αποτελούν εγγενές τμήμα της έννοιας της λελογισμένης ελευθερίας» (implicit in the concept of ordered liberty). Στο σημείο αυτό, το σχέδιο υποκύπτει σε δυο αντιφάσεις, ή μάλλον αποκαλύπτει δύο προκαταλήψεις. Ενώ βασίζει όλη την originalist επιχειρηματολογία του στο γεγονός ότι δεν ανήκει στο Δικαστήριο να κρίνει και να ερμηνεύει το Σύνταγμα, παρά μόνο να ακολουθεί το γράμμα του[21], οι ίδιες οι έννοιες της «παράδοσης», της «Ιστορίας», του «βαθέος ριζώματος», της «λελογισμένης ελευθερίας» δεν «υπάρχουν» αντικειμενικά, αλλά διαπλάθονται ερμηνευτικά και κρίνονται ανά περίπτωση από το Δικαστήριο και τη νομολογία του. Ο Alito στηρίζει όλη την περί μη «βαθέος ριζώματος» της άμβλωσης επιχειρηματολογία του, που εκτείνεται σε δέκα σελίδες κειμένου και βροχή παραπομπών, στο γεγονός ότι μέχρι το 1973, δηλαδή μέχρι την απόφαση Roe, η Αμερική δεν γνώριζε τίποτα περί αμβλώσεων, και πάντως δεν τις αναγνώριζε, πολλές μάλιστα Πολιτείες τις θεωρούσαν έγκλημα. Όμως το «ρίζωμα» και οι παραδόσεις δεν μετριούνται με τα χρόνια και τις συνήθειες άλλων αιώνων ή δεκαετιών, αλλά με κριτήρια την πραγματική ζωή, τις ανάγκες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων όπως αυτές εξελίσσονται. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σχέση των ανθρώπων παγκοσμίως, αλλά και στις ΗΠΑ, με το σώμα τους και τις ελευθερίες επιλογών τους, δεν είναι αυτή που ήταν το 1789, το 1850, ή και το 1950, και ότι το δικαίωμα επιλογής για μια γυναίκα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για την κύηση της είναι σήμερα βαθιά ριζωμένο στις αντιλήψεις, στα ήθη και στην πράξη, όποιες κι αν είναι οι κοσμοθεωρητικές προσλήψεις κάθε γυναίκας και είτε το δικαίωμα ασκηθεί είτε δεν ασκηθεί.

Κρισιμότατη είναι η «εύκολη» απόφανση του σχεδίου ότι με τις Roe-Casey δεν θεμελιώνεται δεδικασμένο (stare decisis), σε σημείο που να αποτελεί μέρος της ασφάλειας δικαίου και γι’ αυτό να μην μπορεί να ανατραπεί. Το σχέδιο κάνει εκτενέστατη αναφορά, και περιέχει εκτενέστατο κατάλογο, αποφάσεων που έχουν ανατραπεί με μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «ξεχνά» όμως μια μικρή λεπτομέρεια: ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για εγκαθίδρυση ενός καθολικού δικαιώματος, η αφαίρεση του οποίου συνιστά υποχώρηση του κράτους δικαίου. Αυτό που το ίδιο το σχέδιο λέει ορθά ότι έγινε με μια άλλη διάσημη απόφαση, την Brown versus Board of Education (1954) – που διέγνωσε την αντισυνταγματικότητα των διαχωρισμών στα σχολεία και στην εκπαίδευση με βάση το χρώμα δέρματος των παιδιών, άρα αναγνώρισε δικαίωμα ισότητας στο συγκεκριμένο πεδίο, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην ισχύει για το δικαίωμα στην άμβλωση. Αντίθετα, υπάρχει επιτακτικός λόγος να ισχύει: γιατί, όπως ισχυρίστηκαν οι υποστηρίζοντες τη διατήρηση της νομολογίας Roe-Casey στα δικόγραφα τους, τα οποία «ξεπέταξε» γρήγορα ο Δικαστής Alito, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες σήμερα στην Αμερική θεωρούν τη νομολογία Roe-Casey μέρος της ζωής τους, υπό την έννοια ότι γνωρίζουν και θεωρούν αυτονόητο και δεδομένο το δικαίωμα απόφασης και αυτοπροσδιορισμού που τους προσδίδει. Και, όπως έγραψαν στην απόφαση Casey, οι Δικαστές Sandra Day O’ Connor, Anthony Kennedy και David Souter, τους οποίους αγνόησε ο κατοπινός συνάδελφός τους Δικαστής Alito, «μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε θεωρώντας δεδομένο ότι η έννοια της ελευθερίας στην απόφαση Roe περιείχε τη δυνατότητα κάθε γυναίκας να λειτουργεί εντός της κοινωνίας και να παίρνει αναπαραγωγικές αποφάσεις΄ καμία άμβλυνση πηγάζουσα από την ελευθερία ή την ατομική αυτονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά την κεντρική θέση (central holding) της Roe θεωρητικό απολίθωμα (doctrinal remnant)». Με τα δικά μου λόγια: η νομολογία Roe-Casey «ζει» μέσα από τις αντιλήψεις που διαμόρφωσε και τα εκατομμύρια των γυναικών που στηρίχτηκαν σε αυτήν.   

Γενικώς επί των δικαιωμάτων δεν χωρεί, δεν προσιδιάζει καν, ο κανόνας της πλειοψηφίας. Ασχέτως αν 26 αμερικανικές Πολιτείες, όπως υπερηφάνως υπενθυμίζει το σχέδιο Alito, υποστήριξαν τον Μισισιπή ενώπιον του Δικαστηρίου, ασχέτως αν, ποιες και πόσες έχουν ψηφίσει ή ετοιμάζονται να ψηφίσουν περιοριστικούς νόμους για τις αμβλώσεις, κι ασχέτως του αν η «διχόνοια» σχετικά με το ζήτημα έχει ή δεν έχει υποχωρήσει ή εξαφανιστεί εντός της αμερικανικής κοινωνίας[22], με τη Roe-Casey αναγνωρίστηκε για όλους ένα δικαίωμα που μετέχει της προσωπικής ελευθερίας. Και 49 Πολιτείες να αποκτούσαν πλειοψηφίες κατά των αμβλώσεων, και μία μόνη γυναίκα να ήθελε να κάνει άμβλωση σύμφωνα με τους όρους της Roe-Casey και ξαφνικά να μην μπορούσε, η αφαίρεση του δικαιώματος θα αποτελούσε δημοκρατική και δικαιοκρατική υποχώρηση. Την οποία δεν μεταβάλλει ούτε λειαίνει το γεγονός ότι άλλες Πολιτείες θα είχαν πιο χαλαρούς και άλλες πιο σκληρούς κανόνες, ούτε ότι μια Αμερικανίδα θα μπορούσε ένα ασκήσει το πρώην καθολικό δικαίωμα της αλλάζοντας Πολιτεία. Αν η ερμηνευτική προσέγγιση της Roe-Casey, ιδίως της Roe, θεωρηθεί προβληματική – και είπα παραπάνω, όπως και πολλοί ειδικότεροι, ότι πράγματι είναι – η «λύση» δεν είναι η αφαίρεση ενός δικαιώματος ή της καθολικότητας του, αλλά η καλύτερη θεμελίωση[23]. Και αν υπάρχουν πρακτικά προβλήματα ως προς τη workability, ας διορθωθούν είτε σε ομοσπονδιακό είτε σε πολιτειακό επίπεδο, αλλά εντός του καθολικού πλαισίου της Roe-Casey.

Δεν πρόκειται, συνεπώς, για ζήτημα αρμοδιοτήτων αλλά για ζήτημα ελευθεριών, δηλαδή δημοκρατίας. Ούτε για «δικαστική νομοθέτηση» μέσω της νομολογίας Roe-Casey πρόκειται, αλλά για ερμηνεία του Συντάγματος προς την κατεύθυνση διεύρυνσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, όπως έχει αρμοδιότητα και καθήκον να κάνει το Δικαστήριο και όπως εξάλλου παραδέχεται και ο Δικαστής Alito: «Το Σύνταγμα μας είναι η Χάρτα των ελευθεριών μας». Ούτε το ζήτημα που δήθεν δεν «μπορεί να ξεπεράσει» το σχέδιο και όσοι το υποστηρίζουν είναι ότι οι «οπαδοί της Roe-Casey δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ζυγίσει τα επιχειρήματα και να αποφασίσει πώς θα ρυθμίζεται η άμβλωση ανά Πολιτεία». Η πραγματικότητα είναι ότι άλλαξε η ισορροπία δυνάμεων εντός του Δικαστηρίου και αντί το βάρος να δίνεται, όπως αρμόζει, στο συνταγματικώς ζητούμενο, δηλαδή στην αναγνώριση ενός δικαιώματος, δίνεται στο πολιτικώς επιδιωκόμενο, δηλαδή στον περιορισμό του δικαιώματος. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, δεν πρόκειται για «αυτοπεριορισμό» του Δικαστηρίου, αλλά για «πανηγυρική συντηρητική οπισθοχώρηση»[24]. Αν – δυστυχώς: όταν – «πέσει» η Roe-Casey, θα ακολουθήσουν και άλλα δικαιώματα και περισσότερη οπισθοχώρηση. Πιο σημαντικό κι από το κύρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως θεσμού, που έχει έτσι κι αλλιώς δεχτεί τεράστια πλήγματα με την ανοιχτή υπερπολιτικοποίηση των τελευταίων χρόνων και δέχθηκε άλλο ένα με τη διαρροή του σχεδίου Alito, είναι το κύρος της αμερικανικής δημοκρατίας. Η αφαίρεση ή συρρίκνωση δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι ίδιον των αυταρχικών ή «υβριδικών» καθεστώτων, στις οποίες ανήκε πρόσκαιρα η Αμερική επί Τραμπ και επιθυμούν να διατηρήσουν και μετά τον Τραμπ οι διορισμένοι από αυτόν ανώτατοι δικαστές.

Από δημοκρατική άποψη, και αυτό δεν βγαίνει μόνο μέσα από το Σύνταγμα, αλλά βγαίνει και από το Σύνταγμα, οι αμερικανικές Πολιτείες, μεγάλες ή μικρές, πολλές ή λίγες, έντονα ή λιγότερο έντονα αυτόνομες, δεν μπορούν, αφού κάπως είναι Ηνωμένες, παρά να συγκροτούν Πολιτεία: «την ιστορικά εκάστοτε εν λειτουργία συνένωση δικαίου και κοινωνίας»[25]. Στην προκείμενη περίπτωση, η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Πολιτείας και κεντρικού κράτους δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να καταλύσει τον πυρήνα μιας ελευθερίας, όπως και καμία απόφαση δικαστηρίου δεν επιτρέπεται να δημιουργήσει έναν εφιάλτη για τη δημόσια υγεία ή να απαγορεύσει από μια γυναίκα να πάρει τις θεμελιώδεις αποφάσεις για τη ζωή της και για τη ζωή που μπορεί να δώσει.  

Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Το τελευταίο βιβλίο του, «Το τοπίο της Δημοκρατίας», μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση.


Υποσημειώσεις:

[1] «Κρατώ εκείνη την έννοια της πολιτικής που μπορεί να οριστεί ως η συνολική λειτουργία της Δημοκρατίας. Η πολιτική μετουσιώνει τους θεσμούς από αφηρημένη συνταγματική ρύθμιση σε πραγματικότητα, συναιρεί δηλαδή την ιδέα της δημοκρατίας με την ιστορική της πραγμάτωση σε αδιαίρετη ενότητα»: Δημήτρης Τσάτσος, «Πολιτικός και Επιστημονικός Λόγος», εκδ. Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2022, σελ. 37.  

[2] Politico, “Supreme Court has voted to overturn abortion rights, draft opinion shows”, 2 Μαΐου 2022

[3] Βλ. την «πολύ ισχυρή άποψη» του πρώην ομοσπονδιακού δικαστή Neal Katyal, σε συνέντευξή του στο περιοδικό New Yorker, 3 Μαΐου 2022.

[4] Αυτοί ήταν οι δικαστές Clarence Thomas, που λειτουργεί ως άτυπος αρχηγός των συντηρητικών δικαστών και διόρισε τον Alito εισηγητή της πλειοψηφίας, καθώς και οι Neil Gersuch, Brett Cavanough, Amy Coney Barrett, τους οποίους διόρισε, με αυτή τη σειρά, ο Πρόεδρος Τραμπ.

[5] Λιτό αλλά εξαιρετικά περιεκτικό είναι το κείμενο του Ξ. Κοντιάδη, «Η σύγκρουση για τις αμβλώσεις», στα Νέα, 11 Μαΐου 2022. Ο αρθρογράφος διακρίνει μια σειρά οιονεί πολιτικών συγκρούσεων: μία που απορρέει από θρησκευτικές πεποιθήσεις, μια κομματική, μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, μια μεταξύ φεντεραλιστών και «αποσχιστικών τάσεων» (που επιδιώκουν όλο και περισσότερες και πιο αυτόνομες αρμοδιότητες για τις Πολιτείες), μια υπέρ ή κατά της συρρίκνωσης του ρόλου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και μία «ανάμεσα στη βαθιά Αμερική των μεσοδυτικών Πολιτειών, από την οποία άντλησε την εκλογική του δύναμη και ο Τραμπ, και την ανοιχτή, φιλελεύθερη, συμπεριληπτική, προοδευτική κοινωνία της Ανατολικής και της Δυτικής Ακτής».

[6] Θάνατος Scalia και Ginsburg, παραίτηση Kennedy λόγω ηλικίας.

[7] Εκδηλώθηκε κυρίως μέσα από την άρνηση στον Πρόεδρο Ομπάμα του δικαιώματος αντικατάστασης του αποθανόντος δικαστή Scalia, με αποτέλεσμα ο αντικαταστάτης του να οριστεί κατά την επόμενη θητεία, δηλαδή από τον Τραμπ.

[8] Αναφέρεται στο Politico, ό.π

[9] «Η Roe εξέφρασε την αίσθηση ότι η 14η Τροπολογία ήταν η διάταξη που δούλευε, αλλά το μήνυμα της φαινόταν να είναι ότι το δικαίωμα στην άμβλωση μπορούσε να βρεθεί κάπου στο Σύνταγμα και ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία να διευκρινιστεί πού».

[10] Στο σχέδιο χρησιμοποιείται η φράση του συνταγματολόγου J.Ely «η Roe δεν αποτελεί συνταγματικό δίκαιο», αλλά παραλείπεται ότι ο Ely ήταν υποστηρικτής της απόφασης Roe. Χρησιμοποιείται επίσης, όπως και στο άρθρο του Κ. Κωτσόγλου, «Δικαιώματα εμβρύων και ανατροπή της Roe versus Wade», στα Νέα, 13 Μαΐου 2002, η φράση της Δικαστού Ginsburg ότι η Roe «θεμελιώθηκε βιαστικά και ενδέχεται να αποδεχθεί ασταθής», αλλά παραλείπεται ότι η αμφιβολία ως προς τη θεμελίωση αφορά στη νομική της βάση –η Ginsburg προτιμούσε τη στήριξη στην «ελευθερία» (liberty) παρά στην «ιδιωτικότητα» (privacy)- και ότι ο φόβος ως προς αστάθεια συνδέεται με το γεγονός ότι η Ginsburg, που έγραφε, τότε, ως ακτιβίστρια των γυναικείων δικαιωμάτων, θεωρούσε ότι το δικαίωμα στην άμβλωση θα κατακτιόταν με πιο μόνιμο τρόπο αν, πριν από τη «συνταγματοποίηση», ψηφιζόταν ένας ομοσπονδιακός νόμος, όπως τώρα προσπάθησε, κατόπιν εορτής και ανεπιτυχώς, να κάνει ο Πρόεδρος Μπάιντεν. Και σε κάθε περίπτωση, η Ginsburg, από την πρώτη στιγμή που έγινε μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στήριξε με πάθος την απόφαση Roe.

[11] Βασισμένη στο γεγονός ότι σε ορισμένες Πολιτείες πράγματι μαύρες γυναίκες κάνουν περισσότερες αμβλώσεις, αλλά «παραβλέποντας» και ότι το φαινόμενο δεν είναι γενικευμένο ή υποκινούμενο και ότι οφείλεται σε μυριάδες κοινωνικούς και όχι πολιτικούς λόγους, όπως η θέση των μαύρων, ιδίως των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, στις ΗΠΑ, η πιο περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, το γεγονός ότι οι μαύρες γυναίκες πεθαίνουν σε ποσοστό τετραπλάσιο των λευκών κατά την άμβλωση κλπ (βλ. The Grid, “Alito: Motivated by a desire to suppress the American African population”, 3 Μαΐου 2022).

[12] Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα από τα βασικά προβλήματα της επιχειρηματολογίας του Alito είναι η στήριξη στο «νόμο της πλειοψηφίας» για τη αποδοχή ενός ανθρώπινου, και οικουμενικού, δικαιώματος.

[13] Το ότι ισχυρίζεται ότι, με την ανατροπή της Roe, «δεν παίρνει θέση σχετικά με το ζήτημα των αμβλώσεων» και απλώς «ξαναγυρνά το θέμα στις Πολιτείες», δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζει ότι ακριβώς η ανατροπή της Roe είναι ο τρόπος για περιορισμό της καθολικότητας του δικαιώματος. Ιδιαίτερη αποκαλυπτική είναι η φράση «η απόφαση μας δεν στηρίζεται σε κάποια άποψη επί του ζητήματος εάν μια Πολιτεία θα πρέπει να θεωρήσει ότι η ζωή πριν από τη γέννηση (prenatal life) δημιουργεί δικαιώματα ή νομίμως αναγνωριζόμενα συμφέροντα» (η έμφαση δική μου): όλα αντιμετωπίζονται από τη σκοπιά όχι της επιλογής της γυναίκας αλλά της «ζωής» (pro-life) του εμβρύου.

[14] Έτσι ανοίγει και κλείνει το «σχέδιο Alito».

[15] Ο πατέρας μου, που ήταν δικαστής, έλεγε: «Ένας δικαστής που λέει «πρέπει» δεν έρχεται για να δικάσει αλλά για να επιβάλλει τις απόψεις του».

[16] 27 συνολικά ως σήμερα, που θεσπίστηκαν από το 1791 (1η ως 10η) ως το 1992 (27η).

[17] Βλ. και Ευ. Βενιζέλο, «ανάρτηση με αφορμή την απόφαση Alito», 5 Μαΐου 2022: «Το σχέδιο Alito κωδικοποιεί μια από τις δυο βασικές αμερικανικές προσεγγίσεις ερμηνείας του Συντάγματος: τον λεγόμενο originalism/textualism σε αντίθεση με την προσέγγιση του living Constitution. Το σχέδιο εστιάζει στο επιχείρημα ότι στο αμερικανικό Σύνταγμα δεν προβλέπεται ρητά δικαίωμα στην άμβλωση. Τέτοιο δικαίωμα δεν περιλαμβάνεται ούτε στα δικαιώματα που μπορεί να θεωρηθούν ιστορικώς θεμελιωμένα και ενδογενή». 

[18] Κ. Μποτόπουλος, «Το τοπίο της Δημοκρατίας», εκδ. Παπαζήση, 2022, σελ. 45-47.

[19] Όπως το δικαίωμα στην αντισύλληψη, στην ελεύθερη σεξουαλική επιλογή, στο γάμο μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου. Το σχέδιο αναφέρει όλες αυτές τις περιπτώσεις.

[20] Κυρίως η απόφαση Washington versus Glucksberg του 1997, που έκτοτε ακολουθείται με μικρές παραλλαγές.

[21] Δεν ανήκει στις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, λέει κάπου το σχέδιο, να «προβαίνει σε εκτιμήσεις σχετικά με την εθνική ψυχή». Μήπως όμως «οι παραδόσεις», η «Ιστορία», οι «ρίζες» δεν αποτελούν ακριβώς τα συστατικά της «εθνικής ψυχής»;

[22] Το σχέδιο αντλεί επιχείρημα υπέρ της ανατροπής της νομολογίας Roe-Casey από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά υποδαύλισε τη διχόνοια και την αμφισβήτηση (controversy).

[23] Υπ’ αυτή την έννοια, η Roe-Casey δεν είναι «μια κακή απόφαση», πόσο μάλλον ένα «τεράστιο λάθος», που πρέπει, για να μην προκληθούν αναταραχές και αναζωπυρωθούν τα πάθη, να μην ανατραπεί (έτσι ο Clive Crook, “Roe v. Wade is a Bad Decision that Ought to Stand”, στο Bloomberg, 4 Μαΐου 2022), αλλά, κατά τη γνώμη μου, μια ορθή απόφαση που χρειάζεται να βελτιωθεί.

[24] Ε. Βενιζέλος, ό.π

[25] Δ. Τσάτσος, «Πολιτεία», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου, 2022, σελ. 165 και επόμενες

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

ΗΠΑ: Χωράνε τέσσερεις πολιτικές δυνάμεις σε δύο κόμματα;

Ο Θάνος Παπαϊωάννου εξετάζει το εκλογικό και πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, επιχειρώντας να διερευνήσει αν όλα τα πολιτικά ρεύματα συνεχίζουν να εκφράζονται από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία.

Περισσότερα

Αφιέρωμα / Η μεταστροφή της νομολογίας του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη θρησκευτική λατρεία στην πανδημία (II)

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η εκτελεστική εξουσία δεν διαθέτει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να ορίζει ποιες ανάγκες των πολιτών είναι «απαραίτητες» και ποιες όχι. Παράλληλα άσκησε ενδελεχή έλεγχο αναλογικότητας στο εκτελεστικό διάταγμα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Η πλειοψηφούσα γνώμη δεν αποδέχεται ότι ο αφηρημένος κίνδυνος μετάδοσης ενός ιού επαρκεί για να δικαιολογηθεί κάθε περιορισμός επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με πανηγυρικό τρόπο, η πλειοψηφία διακηρύσσει: «ακόμα και σε μία πανδημία, το Σύνταγμα δεν μπορεί να τεθεί στην άκρη και να λησμονηθεί».

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.