Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) στο Στρασβούργο για το θέμα των μαζικών απελάσεων μεταναστών έχει προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον, νομικό και πολιτικό, και δημιουργεί ερωτήματα κατά πόσο δημιουργεί νέα δεδομένα στην συζήτηση για το προσφυγικό-μεταναστευτικό και κατά πόσο τα ενδεχόμενα νέα δεδομένα μπορούν να αξιοποιηθούν πολιτικά από χώρες που δέχονται μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας. Η απόφαση αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την χώρα μας ύστερα από τις πρόσφατες εξελίξεις που δημιούργησε η απόφαση της Κυβέρνησης να κλείσει τα σύνορα με την Τουρκία στους παράνομους μετανάστες.
Το χρονικό της υπόθεσης
Ας δούμε εν συντομία τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Στην μεσογειακή ακτή του Μαρόκου και βόρεια ακτή της Αφρικής βρίσκεται η Μελίγια, πόλη υπό ισπανική κυριαρχία και διοίκηση, αποτελώντας θύλακα στο έδαφος του Μαρόκου. Στα σύνορα με το Μαρόκο οι ισπανικές αρχές έχουν εγκαταστήσει τριπλό συρμάτινο φράχτη για να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο μεταναστών, προερχομένων από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Δύο πολίτες αφρικανικών χωρών, από το Μάλι και την Ακτή του Ελεφαντοστού αντίστοιχα, διήλθαν με μία ομάδα περίπου 80 ατόμων προερχόμενων από την υποσαχάρια Αφρική παράνομα και βίαια, καταφέρνοντας να διασπάσουν με διάφορες μεθόδους τον φράχτη, στο έδαφος της Μελίγια.
Εκεί συνελήφθησαν από τις ισπανικές αρχές και διετάχθη η απέλασή τους. Προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ κατά της Ισπανίας, επικαλούμενοι παραβίαση των άρθρων 3 ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων, 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης των μαζικών απελάσεων και 13 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για μη παροχή αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος. Το ΕΔΔΑ εξετάζοντας την υπόθεση αρχικά στο αρμόδιο Τμήμα, απεφάνθη ομόφωνα ότι υφίσταται παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, θεωρώντας ότι η απέλαση των δύο Αφρικανών μεταναστών αποτελούσε απαγορευμένη από αυτή την διάταξη μαζική απέλαση. Η Ισπανία ζήτησε την εξέταση της υπόθεσης από Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου, το οποίο προκαλώντας έκπληξη με την απόφασή του, απεφάνθη ότι δεν υφίσταται παραβίαση καμίας διάταξης της ΕΣΔΑ ή του 4ου Πρωτοκόλλου και κυρίως ότι δεν υφίσταται απαγορευμένη μαζική απέλαση. Το παράδοξο είναι ότι το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, αποτελούμενο από άλλους Δικαστές σε σχέση με σύνθεση του αρμοδίου Τμήματος, εξέδωσε την απόφασή του επίσης ομόφωνα αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι παραδοχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής παραδοχές του Δικαστηρίου: Τα κράτη έχουν δικαίωμα από το Διεθνές Δίκαιο να προστατέψουν τα σύνορά τους και να απαγορεύσουν σε αλλοδαπούς να εισέλθουν παράνομα στην επικράτειά τους από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Στο πλαίσιο αυτής της προστασίας μπορούν να λαμβάνουν μέτρα, όπως η ανέγερση φράχτη, τηρώντας τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, όπως η προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας των ατόμων και η απαγόρευση βασανιστηρίων. Το άρθρο 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης για του Πρόσφυγες του 1951 απαγορεύει τις μαζικές απελάσεις αλλοδαπών από την επικράτεια ενός κράτους.
Το καθοριστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί μία απέλαση ως «μαζική» υπό την έννοια της ως άνω διάταξης είναι η αποβολή από την επικράτεια μίας χώρας μίας ομάδας προσώπων εν δυνάμει προσφύγων, ανεξαρτήτως αριθμού, χωρίς να δίνεται στον καθένα από αυτούς η δυνατότητα να υποβάλουν ατομικό αίτημα προς εξέταση για την χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ενώ κατά βάση το Δικαστήριο (σε μείζονα σύνθεση) επαναλαμβάνει την προηγούμενη νομολογία του, δημιουργεί, όμως, ένα νέο δεδομένο και αποκλίνει από την προηγούμενη απόφαση του Τμήματος. Το novum που εισφέρει στην συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι απαιτεί όπως το αίτημα των εν δυνάμει προσφύγων θα πρέπει να υποβάλλεται νομότυπα στις αρμόδιες υπηρεσίες στα σημεία εισόδου ή στις κατά τόπους Πρεσβείες ή προξενεία του κράτους υποδοχής στο εξωτερικό και όχι κατόπιν παράνομης και παράτυπης εισόδου κατά βίαιο τρόπο.
Παρά ταύτα αφήνει ένα περιθώριο στον ενδιαφερόμενο να απαγορευθεί η απέλασή του, εάν αποδείξει, λαμβανομένων υπόψη και των περιστάσεων εισόδου του στην χώρα, ότι του ήταν αδύνατο να υποβάλει νομότυπα το αίτημα στις πύλες εισόδου ή στα κατά τόπους προξενεία. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν κατά την γνώμη του γράφοντος περιπτώσεις πολιτικών προσφύγων υπό συνθήκες συνεχούς καταδίωξης (hot pursuit) σαν αυτές των 8 Τούρκων αξιωματικών στην χώρα μας.
Συμπεράσματα
Από την απόφαση συνάγονται τα κάτωθι ενδιαφέροντα νομικοπολιτικά συμπεράσματα:
1) Το Δικαστήριο εξισορροπεί μεταξύ των δικαιωμάτων εν δυνάμει προσφύγων για διεθνή προστασία και κρατών για αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων τους.
2) Προστατευτικά μέτρα αποτροπής παράνομης εισόδου αλλοδαπών στην επικράτεια μίας χώρας, όπως οι φράχτες είναι καταρχήν νόμιμα, τηρουμένων των λοιπών ορισμών του Διεθνούς Δικαίου.
3) Το Δικαστήριο παίρνει για πρώτη φορά θέση σε περιπτώσεις παράνομης εισόδου προσφύγων και μεταναστών από την στεριά. Μέχρι τώρα αντιμετώπισε υποθέσεις παράνομης εισόδου από την θάλασσα.
4) Ερευνητέο αν και αμφισβητούμενο είναι εάν τα συμπεράσματα της εν λόγω υπόθεσης μπορούν να μεταφερθούν στις περιπτώσεις θαλάσσιας εισόδου σε μία χώρα, όπως είναι οι περισσότερες περιπτώσεις παράνομης εισόδου αλλοδαπών στην χώρα μας.
5) Ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο υπό την πίεση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης αλλά και Κυβερνήσεων ευρωπαϊκών χωρών το Δικαστήριο αλλάζει την νομολογία του στο θέμα της προστασίας αλλοδαπών εν δυνάμει προσφύγων όσον αφορά τα άρθρα 4 του 4ου Πρωτοκόλλου και 13 ΕΣΔΑ. Μένει να δούμε και μελλοντικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ στο προκείμενο θέμα.
6) Η απόφαση εγείρει επίσης το ερώτημα, εάν υπό τα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η μαζική μετανάστευση πληθυσμών από χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής προς την Ευρώπη κυρίως μέσω μεσογειακών χωρών (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Μάλτα, Κύπρος) και των αφόρητων συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί στις χώρες αυτές θα πρέπει να επανεξεταστεί το καθεστώς παροχής διεθνούς προστασίας, που αποτελεί μεν κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, χωρίς βεβαίως να γίνουν «εκπτώσεις» σε θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων, η προστασία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και η απαγόρευση επαναπροώθησης του (αληθινού) πολιτικού πρόσφυγα.
7) Όσον αφορά την μεταφορά των δικαστικών παραδοχών της απόφασης στην ελληνική επικαιρότητα που έχει δημιουργήσει η πρόσφατη απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης να κλείσει τα σύνορα με την Τουρκία σε αλλοδαπούς που επιχειρούν να εισέλθουν παράνομα στο έδαφος της χώρας μας, πρέπει να επισημάνουμε ότι prima facie τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από την απόφαση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα χερσαία σύνορα στον Έβρο, καθότι βρισκόμαστε ενώπιον της προσπάθειας αλλοδαπών να διέλθουν παράνομα και βίαια τα σύνορα με την Τουρκία από τον Έβρο χωρίς να χρησιμοποιήσουν τις νόμιμες διόδους για να υποβάλουν αίτημα χορήγησης ασύλου και παροχής διεθνούς προστασίας. Είναι προφανές ότι τα άτομα αυτά που προφανώς δεν είναι πρόσφυγες, χρησιμοποιούνται από την Τουρκία στα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά της παιχνίδια με την Ευρώπη και δεν μπορούν ύστερα από την απόφαση του ΕΔΔΑ να βρουν νομικό καταφύγιο στις διατάξεις της ΕΣΔΑ και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων της.
8) Το μεταναστευτικό-προσφυγικό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει και θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ήπειρος και ιδίως η Ε.Ε. στα επόμενα πολλά χρόνια. Αποτελεί το πεδίο σύγκρουσης δύο βασικών και μεταξύ τους αντίρροπων θεωρήσεων, αφενός της προστασίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, της ευρωπαϊκής ευταξίας και των νομικών, θεσμικών και πολιτικών κεκτημένων των τελευταίων αιώνων, που κατακτήθηκαν ύστερα από πολλούς αγώνες, πολέμους και αίμα και αφετέρου της πολυπολιτισμικότητας και της ανθρωπιστικής διαχείρισης ενός παγκόσμιου προβλήματος, που φαίνεται όμως ότι αποτελούν το προκάλυμμα για την επίλυση του δημογραφικού και του ασφαλιστικού μέσω της μαζικής μετανάστευσης από τον νότο στον βορρά. Στην παραπάνω εξίσωση εντάσσονται και τα (καταρχήν θεμιτά) επιχειρηματικά συμφέροντα βιομηχανιών και επιχειρήσεων κυρίως χωρών του Βορρά για αναζήτηση φθηνών εργατικών χεριών και τα (αθέμιτα) συμφέροντα σκοτεινών ΜΚΟ, δουλεμπόρων και λαθροδιακινητών που έχουν δει την όλη ιστορία της διακίνησης προσφύγων και παράνομων μεταναστών σαν μία μεγάλη κερδοφόρα επιχείρηση γι αυτούς και εκμετάλλευσης των θυμάτων τους.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου