Σε σημαντική υπόθεση της προηγούμενης δεκαετίας, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΔΔΑ) αναγνώρισε υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις, το δικαίωμα μη κυβερνητικής οργάνωσης (εφεξής: ΜΚΟ) για αυτοτελή άσκηση προσφυγής, με αντικείμενο τη διερεύνηση των ιδρυματικών συνθηκών, εντός των οποίων έλαβε χώρα ο θάνατος ακαταλόγιστου εφήβου ρομ. Επρόκειτο για φορέα του AIDS, με βαριά νοητική υστέρηση, εγκαταλελειμμένου από τη γένεσή του, χωρίς γνωστούς ανιόντες και χωρίς ποτέ να έχει οριστεί από τη Ρουμανική πολιτεία νομικός παραστάτης για την εκπροσώπηση και άσκηση των δικαιωμάτων του. Κι ενώ η προσφεύγουσα ΜΚΟ δε διέθετε σχετικό πληρεξούσιο για τη δικαστική εκπροσώπησή του, το Δικαστήριο υπερέβη κατ’ εξαίρεση τις κλασικές δικονομικές προϋποθέσεις περί εννόμου συμφέροντος προκειμένου να καταστεί δυνατή η διερεύνηση των συνθηκών θανάτου του ευάλωτου ρομ. Υπό διαφορετική εκδοχή, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι θα πλήττονταν ο πυρήνας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του θανόντος. Και περαιτέρω, θα αναιρούνταν de facto η υποχρέωση λογοδοσίας της χώρας μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης για κρίσιμες παραλείψεις στο πεδίο της ψυχικής ασθένειας, οι οποίες συνδέονται με τις δεσμεύσεις της για λήψη θετικών μέτρων, κατά τα επιτασσόμενα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στη συντρέχουσα άποψή του, ο δικαστής Pinto De Albuquerque υπερβαίνοντας τη συζήτηση περί δογματικής θεμελίωσης της ιδιότητας του «άμεσου, έμμεσου ή δυνητικού θύματος» ως προϋπόθεση ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ, συναρτά τον προσδιορισμό του αληθούς επίδικου με την απάντηση στο παρακάτω ερώτημα: «ποια είναι τα θεμιτά όρια περιορισμού του δικαιώματος εκπροσώπησης των ακραία ευάλωτων προσώπων ενώπιον του Δικαστηρίου»; Με άλλα λόγια, κατά τον Pinto De Albuquerque, η ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων υπαγορεύεται κατά βάση, από τις αρχές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η άσκηση των δικαιωμάτων υπέρ των φορέων τους –ακόμα ή κυρίως εκείνων που δε διαθέτουν οι ίδιοι τη διανοητική επάρκεια ή τους υλικούς πόρους για αυτόβουλη επίσπευση των αναγκαίων νομικών ενεργειών.
Στα καθ’ ημάς, σύμφωνα με έγκυρα δημοσιεύματα, ο Έλληνας νομοθέτης φέρεται αποφασισμένος να εισάγει ρύθμιση με περιεχόμενο τη διαγραφή από το σχετικό μητρώο εκείνων των ΜΚΟ που «διακιν[ούν] στους μετανάστες θέσεις κατά της επίσημης μεταναστευτικής πολιτικής της κυβέρνησης». Η ίδια κύρωση προβλέπεται και για την περίπτωση που αυτές «κινηθ[ούν] νομικά κατά αποφάσεων που προβλέπουν διοικητικές κρατήσεις και αναστολή ασύλου». Παρέλκει μάλλον η επισήμανση ότι πρόκειται για πρόθεση που αναιρεί εθνικά και υπερεθνικά δικαιοκρατικά κεκτημένα, ενώ –με τεχνικούς επιστημονικούς όρους– αιφνιδιάζει η απόκλισή της από την κυρίαρχη νομολογιακή παράδοση περί δικαίου, όπως αυτή εμπεδώθηκε, μετά την οδυνηρή εμπειρία των μεγάλων πολέμων του προηγούμενου αιώνα.
Πρόκειται για αλλοίωση κατά κυριολεξία, των θεμέλιων αρχών του κοινωνικού και πολιτισμικού υποδείγματος, το οποίο συνιστά ελάχιστο σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης εντός της δημοκρατικής πολιτείας. Χωρίς την παραμικρή διάθεση αμφισβήτησης της πολιτικής διάστασης του μεταναστευτικού ζητήματος και του δυσανάλογου μέτρου των προσφυγικών ροών, εξαιτίας του οποίου διαμορφώθηκε μια αντικειμενικά δυσχερώς διαχειρίσιμη πραγματικότητα σε ουκ ολίγες τοπικές κοινωνίες στη χώρα μας, η νομοθετική επέμβαση στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπερβαίνει κάθε έλλογη προσπάθεια εξισορρόπησης των θερμών επίδικων της επικαιρότητας.
Δεν είναι μόνο ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις δε θα αντέξουν ενώπιον των υπερεθνικών δικαστηρίων, ούτε ότι κλονίζουν την οφειλόμενη προσήλωση της χώρας μας στις απαράγραπτες αρχές του διεθνούς δικαίου. Είναι κυρίως, ότι τέτοιες θεσμικές επιλογές μας παρωθούν στην εξοικείωση με τη “banalité du mal”. Καθώς μάλιστα κανονικοποιούνται διακρίσεις ξένες προς τον πυρήνα της ανθρώπινης αξίας ενός εκάστου, προδιαγράφεται προοδευτική –πλην αναπόφευκτη– άμβλυνση των κοινωνικών αντανακλαστικών σε ό,τι αφορά την πρόσληψη της συμβιωτικής εμπειρίας πρωτίστως ως συντονισμένης επιδίωξης για συλλογική ευημερία.
Είναι ασφαλώς αυτονόητη η ανάγκη λογοδοσίας και διαχειριστικού ελέγχου της χρηματοδότησης και των πεπραγμένων κάθε ΜΚΟ από τις αρμόδιες πολιτειακές αρχές, οι οποίες φέρουν την ευθύνη αδιάλειπτης και αποτελεσματικής εποπτείας. Πέρα ωστόσο, από εξιδανικεύσεις ή αφορισμούς, είναι γεγονός ότι τόσο η καταστατική αποστολή των ΜΚΟ, όσο και η αποδεδειγμένη συνεισφορά τους επί του πεδίου, όπως αυτή προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις παρεμβάσεις τους ενώπιον δικαστηρίων, δεν καταλείπουν αμφιβολίες ως προς την έργω συνηγορία τους υπέρ αδυνάτων.
Αλίμονο άλλωστε αν η πολυπλοκότητα του πραγματικού και ο πολιτικός καιροσκοπισμός επιβάλλουν τις δικές τους κανονιστικές προτεραιότητες αναιρώντας την κατά R. Dworkin πρόσληψη του δικαίου ως επί της αρχής θέση για συναδέλφωση και λειτουργική ενότητα εντός της κοινότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πιθανότερο είναι ότι οι πλέον ευάλωτοι –για παράδειγμα, ο εγκαταλελειμμένος και ψυχικά ασθενής ρομ ή οι πρόσφυγες– θα καταστούν αμετάκλητα απόκληροι, χωρίς έστω ελπίδα επανασύνδεσης με τα στοιχειώδη του ζην.
Dr Αικατερίνα Παπανικολάου
Δικηγόρος, τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών
Πηγή: Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 07.09.2025