Το σημαντικό βιβλίο του Αυστριακού, εβραϊκής καταγωγής φιλοσόφου Karl Popper, «Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της» γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εξεδόθη το 1945. Εισήγαγε την έννοια της «ανοικτής κοινωνίας» ασκώντας κριτική στις θεωρίες του τελεολογικού ιστορικισμού και του φιλοσοφικού ντετερμινισμού. Γύρω από την εν λόγω έννοια ουσιαστικά συγκροτούνται κομβικές παράμετροι αυτοπρόσληψης της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία βασίζεται στη δυνατότητα καλλιέργειας μιας κουλτούρας ελεύθερης διαβούλευσης και ανοικτότητας απέναντι στο «νέο» και το «άλλο» σε αντίστιξη με τις συμπαγείς δομές της δογματικής κλειστής κοινωνίας και του ολοκληρωτισμού που στηρίζεται στην αντιπλουραλιστική εμμονή για την ομοιογένεια. Αυτή η διάστιξη αντιστοιχεί και σε δύο διακριτούς τύπους προσωπικότητας, με την «αυταρχική προσωπικότητα» να αντιστοιχεί περισσότερο σε μια πνευματική τάση κλειστότητας και απόρριψης του ορθολογισμού και της εγγενούς πολυπλοκότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων παρά σ’ ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο σαφούς ιδεολογικού προσανατολισμού με βάση παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις.
Πράγματι, έχουμε εισέλθει και πάλι (δεν θα ήταν άστοχο να λεχθεί ότι υφίστανται μείζονες ομοιότητες με χαρακτηριστικά της περιόδου του μεσοπολέμου) σε μια περίοδο που αυτά τα δύο μεγέθη, η Δημοκρατία και η Ανοικτή Κοινωνία, μάχονται για την επιβίωσή τους. Και ίστανται ενώπιον της σημαντικής και δυσεπίλυτης πρόκλησης της ανεύρεσης τρόπων αυτοπροστασίας τους που δεν θα συνεπάγονται την αυτοαναίρεσή τους. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της ενεργοποίησης μηχανισμών και θεσμών «εκτάκτου ανάγκης»: μια προοπτική, την οποία η κοινωνία των πολιτών και η φιλελεύθερη διανόηση αντιμετώπιζε διαχρονικά με δυσπιστία για την εγγενή αρνητική της επενέργεια να δρα περιοριστικά σε σχέση με ατομικά και συλλογικά δικαιώματα (λ.χ. ο θεσμός της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων), τώρα τυγχάνει συχνά επίκλησης ως αναγκαιότητα. Η Δημοκρατία οφείλει να αμυνθεί εν ανάγκη και με την «αξιοποίηση» οπλοστασίου παραδοσιακά ανήκοντος στους αντιπάλους της. Αλλά και να μην αφήσει τις ελευθερίες, που η ίδια διασφαλίζει και για αυτούς που την επιβουλεύονται, να αξιοποιηθούν για την κατάλυσή της. Μια κατάλυση, η οποία δεν γίνεται κατά κανόνα σήμερα με εμφανείς, βίαιες πράξεις αλλά μέσω μιας υφέρπουσας θεσμικής αποδόμησης, με την οποία σταδιακώς ο μέσος πολίτης εξοικειώνεται. Αυτή είναι η στρατηγική που βλέπουμε να υιοθετείται τα τελευταία χρόνια από τα καθεστώτα του ανταγωνιστικού αυταρχισμού (competitive authoritarianism). Οι αντοχές και η άμυνα της Δημοκρατίας συνδέονται εντούτοις πάντα με την προσαρμοστικότητά της στις προκλήσεις των καιρών, αλλά και με τη δυνατότητά της να προάγει την κοινωνική συνοχή και τη σύνταξη των πολιτών με τους καταστατικούς και αξιακούς της προσανατολισμούς.
Δεν ξέρω αν το έχουμε αντιληφθεί και επαρκώς συνεκτιμήσει, τα ανελεύθερα καθεστώτα ήδη, δεν θα πω μελλοντικά, εκλέγονται, αναδεικνύονται με «δημοκρατικές» διαδικασίες. Τούτο δεν συνιστά ένα ιστορικά πρωτόγνωρο φαινόμενο. Μην ξεχνούμε ότι και οι εθνικοσοσιαλιστές του NSDAP είχαν λάβει σημαντικότατα εκλογικά ποσοστά στο γερμανικό εκλογικό σώμα του μεσοπολέμου, το οποίο μάλλον συνειδητά γύρισε την πλάτη στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία: Κανένα συνταγματικό και πολιτειακό σύστημα προστασίας δεν μπορεί να αποτρέψει από μόνο του την κατάρρευση της δημοκρατικής Πολιτείας, ειδικά αν η ιστορική συγκυρία και, εν τέλει, η ίδια το επιτρέψει. Τα εγγενή θέλγητρα του δημαγωγικού αυταρχισμού είναι μάλλον σύστοιχα των εγγενών δυσχερειών και αμφισημειών του δημοκρατικού πλουραλισμού και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης, η οποία προφανώς δεν μπορεί μεμιάς να ικανοποιήσει επιθυμίες, να άρει τις πολυπλοκότητες και, συνεπώς, να αμβλύνει με υπεραπλουστεύσεις φοβίες και ζωτικά άγχη. Σε αυτό το σημείο γεννιέται η έντονη ανάγκη για την καθησυχαστική εξουσία που υπόσχεται τα πάντα, τα οποία «κάπως» θα προκύψουν, και κυρίως κατευνάζει τον φόβο μέσω της υπόσχεσης για την εκδίωξη του εκφοβιστικού «Άλλου» – ό,τι κι αν το «Άλλο» αυτό συμβολίζει. Στη βάση αυτή συγκροτεί η δημαγωγία την αντίστιξη προς αυτό, το οποίο λ.χ. ο «υπερφίαλος κοσμοπολιτισμός» δήθεν δεν αντιλαμβάνεται.
Έναντι όλων αυτών, ο υπεύθυνος επιστημονικός λόγος δικαιούται να καταγράφει τις σκέψεις του «μερο-ληπτώντας», ήτοι λαμβάνων θέση και «μέρος». Η ούτω νοούμενη μεροληψία δεν συνιστά ένα a priori αρνητικό γνώρισμά του, αρκεί αυτή να μην εξοβελίζει την κριτική θεώρηση, αλλά και τη μεθοδολογική ευκρίνεια και συνέπεια. Οι σαφείς τοποθετήσεις υπέρ της Δημοκρατίας και της Ανοικτής Κοινωνίας είναι απαραίτητες σε καμπές υπαρξιακών κρίσεων που συμπροδιορίζουν κατ’ ουσίαν τους όρους της ανθρώπινης διαβίωσης και τους δομικούς μας κοινωνικούς προσανατολισμούς.
Αντώνης Μεταξάς
Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Αναδημοσίευση από Το Βήμα, 22.4.2025