1. Τα στοιχεία της υπόθεσης είναι γνωστά στο σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, αφού σχετίζονται με ένα γεγονός που άγγιξε στο σύνολό τους τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Στην αρχή του δεύτερου χρόνου της πανδημίας, το 2021, κι ενώ είχε ληφθεί απόφαση να υπάρξει κεντρικός συντονιστικός ρόλος της Ένωσης στον εμβολιασμό των πληθυσμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέγραψε μια συμφωνία-μαμούθ με τη φαρμακευτική εταιρία Pfizer για παραγωγή και παράδοση 1.8 δισεκατομμυρίων εμβολίων έναντι περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στις 28 Απριλίου 2021, λίγο μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας, η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα New York Times, εξήγησε πόσο σημαντική για την εν λόγω συμφωνία ήταν η προσωπική σχέση που είχε αναπτύξει με τον Πρόεδρο της Pfizer Αλμπερτ Μπουρλά. Στο σώμα του άρθρου γινόταν λόγος για ανταλλαγή «πολλών απευθείας τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων» μεταξύ φον ντερ Λάιεν και Μπουρλά, ενώ σε προπαρασκευαστική συνέντευξή της με τη δημοσιογράφο κα Stevi, στις 25 Απριλίου, η Πρόεδρος της Επιτροπής είχε ανοιχτά αναφερθεί σε γραπτά μηνύματα.
Έναν χρόνο αργότερα, στις 11 Μαΐου 2022, ίσως γιατί είχε πλέον αποδειχθεί ότι η παραγγελία υπήρξε υπερβολικά πληθωρική[1], ίσως γιατί οι ανεπίσημες προσπάθειες δεν είχαν αποδώσει, ίσως λόγω πληροφόρησης ότι οι προσωπικές ανταλλαγές μέσω τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων συνεχίζονταν, η δημοσιογράφος που είχε πάρει τις συνεντεύξεις[2] υπέβαλε γραπτή επίσημη αίτηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τής κοινοποιήσει όλα τα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022. Καθώς η Επιτροπή δεν έδωσε καμία απάντηση μέσα στην αναγκαστική προθεσμία των 15 ημερών[3], στις 28 Ιουνίου 2022 εκπρόσωπος των New York Times υπέβαλε, εκ μέρους της εφημερίδας, επιβεβαιωτικό αίτημα[4] με το ίδιο περιεχόμενο. Στις 20 Ιουλίου η Επιτροπή απάντησε γραπτώς, απευθυνόμενη στη δημοσιογράφο, ότι δεν είχε στη διάθεσή της κανένα έγγραφο που να συνάδει με τις προδιαγραφές της αίτησης και γι’ αυτό δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημά της. Η εφημερίδα επανήλθε με δεύτερο επιβεβαιωτικό αίτημα[5] στις 9 Αυγούστου, στο οποίο η Επιτροπή απάντησε σε τρεις χρόνους: στις 31 Αυγούστου, λέγοντας ότι η αίτηση βρισκόταν υπό επεξεργασία και χρειαζόταν να παραταθεί η προθεσμία απάντησης· στις 21 Σεπτεμβρίου, ανακοινώνοντας ότι δεν είχε ακόμα αποφανθεί η νομική της υπηρεσία· και τελικά στις 16 Νοεμβρίου 2022, εκδίδοντας και κοινοποιώντας στη δημοσιογράφο απόφαση, σύμφωνα με την οποία δεν είχε στη διάθεση της κανένα από τα αιτούμενα έγγραφα και γι’ αυτό δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημά της.
Κατ’ αυτής της απόφασης, που λήφθηκε σε λίγο παραπάνω από 6 μήνες από τότε που κατατέθηκε το αίτημα πρόσβασης στα έγγραφα (11 Μαΐου-16 Νοεμβρίου), και που είχε ως περιεχόμενο μια χωρίς αιτιολογία άρνηση της Επιτροπής, προσέφυγαν η δημοσιογράφος και οι New York Times δυνάμει του άρθρου 263 της Συνθήκης της ΕΕ (ΣυνθΕΕ)[6]. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζήτησε την προσφυγή στις 15 Νοεμβρίου 2024 –δύο χρόνια μετά την υποβολή της– και δημοσίευσε τη σχολιαζόμενη απόφαση στις 14 Μαΐου 2025.
Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο
α) δικαίωσε πλήρως το αίτημα των εναγόντων και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής,
β) απέρριψε όλα τα επιχειρήματα της Επιτροπής –κατά σειρά: περί μη νομιμοποίησης των New York Times, περί μη παραδεκτού της εκ των υστέρων κατάθεσης στο φάκελο των συνεντεύξεων με την κυρία φον ντερ Λάιεν και τον κύριο Μπουρλά, περί μη παραβίασης των υποχρεώσεών της εκ της αρχής πρόσβασης στα έγγραφα και περί μη ύπαρξης σημαντικών στοιχείων στα έγγραφα-μηνύματα που καταστράφηκαν,
γ) συμπλήρωσε νέα στοιχεία και προσέδωσε νέο φως στην «αρχή της καλής διοίκησης» (principle of good administration), ιδίως σε συνάρτηση με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα.
2. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι το Δικαστήριο, από τις τρεις νομικές βάσεις τις επικαλέστηκαν οι ενάγοντες προς στήριξη της προσφυγής τους –άρθρο 3, στοιχ. α[7] του Κανονισμού 1049/2001 περί πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σε συνδυασμό με το άρθρο 11[8] της Χάρτας θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, άρθρο 2 παρ. 3[9] του Κανονισμού 1049/2001 και «αρχή της καλής διοίκησης» (χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη διάταξη)– επιλέγει να εξετάσει πρώτα (σκέψη 21 της απόφασης), και, όπως τελικά αποδεικνύεται, αποκλειστικά (σκέψη 86), την τελευταία: την αρχή της καλής διοίκησης.
Η αρχή αυτή, ως «χρηστή διοίκηση» (good governance), θεσπίζεται στο άρθρο 15 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΛειτ)[10], καθώς και στο άρθρο 41 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Χάρτα), όπου περιγράφεται ως δικαίωμα κάθε προσώπου για «αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης» (παρ. 1) και περιλαμβάνει –«ιδίως», δηλαδή όχι αποκλειστικά– το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, το δικαίωμα πρόσβασης σε προσωπικό φάκελο και την υποχρέωση αιτιολογίας εκ μέρους της Διοίκησης (παρ. 2), καθώς και το δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας (παρ. 3) και το δικαίωμα απεύθυνσης στα όργανα της Ένωσης σε καθεμία από τις επίσημες γλώσσες της (παρ. 4).
Ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, η αρχή της «χρηστής διοίκησης» απορρέει απευθείας από τη δημοκρατική αρχή: από το άρθρο 1 της ΣυνθΕΕ[11] και τα άρθρα 10 και 11 ΣυνθΕΕ, όπου τίθενται οι βάσεις της «συμμετοχικής δημοκρατίας»[12], ενώ στην παρ. 2 του προοιμίου του Κανονισμού 1049/2001 η «διαφάνεια» συσχετίζεται ρητά με την «ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας».
Η χρηστή διοίκηση διακρίνεται σε πέντε επιμέρους αρχές, τις οποίες καθόρισε ήδη από το 2001, μια σχετική «Λευκή Βίβλος»[13]: «ανοικτότητα» (openness), συμμετοχή (participation), λογοδοσία (accountability), αποτελεσματικότητα (effectiveness), συνεκτικότητα (coherence). Αν θεωρήσουμε ότι οι δυο τελευταίες εστιάζουν περισσότερο στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα –«καλές» και υπέρ του πολίτη αποφάσεις της διοίκησης–, μένουν οι τρεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της χρηστής διοίκησης, που συγκροτούν και αντίστοιχα υπέρ των πολιτών δικαιώματα: διαφάνεια –να μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουν οι πολίτες τι αποφάσεις λαμβάνονται, με ποιον τρόπο και για ποιο σκοπό–, συμμετοχή –όχι «κλειστές» ή άτυπες διαδικασίες–, λογοδοσία –υποχρέωση εξήγησης και ανάδειξης ρόλου των αρμόδιων οργάνων.
Ειδική όψη της εντός της «καλής διοίκησης» αρχής της λογοδοσίας αποτελεί η πρόσβαση στα έγγραφα, η οποία είναι κεντρική στην υπό συζήτηση υπόθεση και στην επιχειρηματολογία του δικαστηρίου. Και αυτή η επιμέρους αρχή απορρέει ευθέως από τα θεμελιώδη κείμενα: άρθρο 15 παρ. 3 ΣυνθΛειτ και άρθρο 42 της Χάρτας, καθώς επίσης και από όλο τον Κανονισμό 1049/2001 (υπό το καθεστώς της προηγούμενης Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας). Στο τελευταίο, και ειδικότερο, κείμενο γίνεται ρητά λόγος (σημείο 4 του προοιμίου) για πρόσδοση «όσο το δυνατόν πληρέστερης πρακτικής ισχύος στο δικαίωμα πρόσβασης», κάτι που οδήγησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νομολογιακή αρχή ότι ενδεχόμενες εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις[14].
Αυτό το πλέγμα αναλύει και εξειδικεύει το δικαστήριο στην «απόφαση Pfizer», υπό το ιδιαίτερο πρίσμα της πρόσβασης σε έγγραφα που ΔΕΝ υπάρχουν… Γιατί αυτό συνέβη στην προκείμενη περίπτωση: η Επιτροπή ανακοίνωσε –με πολλές καθυστερήσεις και δολιχοδρομήσεις– ότι τα αιτούμενα γραπτά μηνύματα δεν υπήρχαν, άρα δεν μπορούσε να παράσχει πρόσβαση σε αυτά –και θέλησε να κλείσει τη συζήτηση εκεί. Το δικαστήριο διαφώνησε –και μάλιστα παραδίδοντας ένα νομικό και πολιτικό μάθημα.
3. Το γεγονός ότι ένα έγγραφο, για κάποιο λόγο, δεν υπάρχει, ή δεν βρίσκεται στην κατοχή των οργάνων από τα οποία ζητείται, δεν αναιρεί, τονίζει το δικαστήριο, την υποχρέωση εφαρμογής της αρχής της διαφάνειας και της πρόσβασης στα έγγραφα. Το αντίθετο: «η διοίκηση έχει υποχρέωση να απαντήσει στον αιτούντα και να δικαιολογήσει την άρνηση πρόσβασης» (σκέψη 37). Η νομολογιακή αυτή γραμμή δεν είναι νέα, αφού είχε διατυπωθεί στην «απόφαση Dehousse»[15]. Επίσης από τη «νομολογία Dehousse» το δικαστήριο επικαλέστηκε και χρησιμοποίησε τρεις ακόμα σκέψεις/αρχές: πρώτον, ότι όταν ένα όργανο της Ένωσης αναφέρει επισήμως ότι αιτούμενα έγγραφα δεν υφίστανται, αυτή η δήλωση δημιουργεί καταρχήν ένα «τεκμήριο αληθείας» (σκέψη 38)· δεύτερον, ότι οι αιτούντες τα έγγραφα είναι σε θέση να αμφισβητήσουν, έως ανατροπής (rebuttal), αυτό το τεκμήριο, επί τη βάσει «σχετικών και πειστικών στοιχείων» (relevant and consistent evidence) και τότε τα όργανα της Ένωσης είναι υποχρεωμένα να παράσχουν «λογικές εξηγήσεις» (plausible explanations) που να στηρίζουν την άρνηση παροχής εγγράφων (σκέψη 39)· και τρίτον, ότι τα όργανα της Ένωσης είναι υποχρεωμένα να κάνουν «ό,τι μπορούν για να διευκολύνουν» την πρόσβαση στα έγγραφα (σκέψη 41), προς εκπλήρωση του σχετικού δικαιώματος των πολιτών.
Η συνεισφορά της σχολιαζόμενης απόφασης συνίσταται στην εξειδίκευση αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων διευκόλυνσης πρόσβασης, υπό το φως της «καλής διοίκησης». Κατά το Δικαστήριο, βασικός κανόνας είναι η διατήρηση των εγγράφων (σκέψη 41) που συνδέονται με επίσημες ή θεσμικές αρμοδιότητες των οργάνων της Ένωσης –η αρχή, με δικά μου λόγια, «δεν καταστρέφουμε ό,τι μπορεί να χρειαστούμε», με πυξίδα τις έννοιες, με τα λόγια του δικαστηρίου, της «προβλεψιμότητας» (predictability) και της «λογικής ακολουθίας» (non-arbitrariness) (σκέψη 59). Και μάλιστα η διατήρηση των εγγράφων δεν πρέπει να είναι στιγμιαία, αλλά να διατηρείται μέσα στο χρόνο (σκέψεις 47, 48, 59)– και πάλι: με βάση τη λογική και την προβλεψιμότητα. Από τη στιγμή που ζητηθούν έγγραφα, η Ευρωπαϊκή Διοίκηση, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οφείλει να διεξάγει έρευνες για την ανεύρεση των εγγράφων (σκέψη 59) –και μάλιστα ουσιώδεις και προσεκτικές (diligent) έρευνες, παρέχοντας, επιπλέον, στον αιτούντα –εδώ ίσως το Δικαστήριο, ειδικά σε σχέση με τηλεφωνικά μηνύματα, ίσως υπερβάλλει– το εύρος και τη μεθοδολογία της έρευνας (σκέψη 62). Και μόνο αν όλα τα παραπάνω δεν αποδώσουν και δεν «βρεθούν» τα έγγραφα, τότε μπορεί η Ευρωπαϊκή Διοίκηση να μην παράσχει πρόσβαση –ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντας. Όμως σε αυτή τη περίπτωση έχει μια άλλη, κρίσιμη υποχρέωση: να δώσει «λογικές εξηγήσεις» (plausible explanations) για τη μη ύπαρξη των εγγράφων (σκέψεις 25, 28, 39, 40, 60, 67), δηλαδή να μοιραστεί με τον αιτούντα, με πειστικό τρόπο, τις ενέργειές της σε όλα τα παραπάνω στάδια.
Λέει με τη σχολιαζόμενη απόφαση το Δικαστήριο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προσωπικά στην Πρόεδρό της: δεν μπορείτε να «ξεμπερδέψετε» με το δικαίωμα πληροφόρησης της κοινής γνώμης και την υποχρέωση παροχής εγγράφων με μια σκέτη δήλωση ότι τα έγγραφα δεν υπάρχουν. Πρέπει να εξηγήσετε και να πείσετε γιατί δεν υπάρχουν –στην προκείμενη περίπτωση: γιατί «εξαφανίστηκαν» τα γραπτά μηνύματα που αντάλλαξαν, και παραδέχτηκαν ότι αντάλλαξαν, η Πρόεδρος της Επιτροπής και ο επικεφαλής της Pfizer. Και λέει και κάτι άλλο, που είναι ακόμα πιο σημαντικό: στην προκείμενη, κρίσιμης σημασίας, περίπτωση, αυτό το καθήκον καλής διοίκησης το παραβήκατε (σκέψεις 73, 83, 84, 85).
4. Το πιο εντυπωσιακό, πράγματι, στοιχείο της σχολιαζόμενης απόφασης είναι ο επικριτικός έναντι της Επιτροπής και της Προέδρου της τόνος. Αυτός ο τόνος οφείλεται σε καχυποψία –«δεν λέτε, ούτε στο Δικαστήριο ούτε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, την αλήθεια»– καχυποψία, όμως, όχι διαισθητική αλλά στηριζόμενη σε γεγονότα.
Η πρώτη σειρά γεγονότων, που παρατίθενται αναλυτικά στην απόφαση, έχουν σχέση με τη στάση της Επιτροπής: η Επιτροπή αγνόησε πλήρως το αίτημα πρόσβασης της δημοσιογράφου και αναγκάσθηκε να κινηθεί μόνο όταν επενέβησαν οι New York Times· ενώ τελικά αποδείχθηκε ότι είχαν ανταλλαγεί μηνύματα, και μάλιστα πολλά (σκέψη 43), η Επιτροπή αρχικά ισχυρίστηκε ότι «δεν γνώριζε» αν υπήρχαν (σκέψη 44) –και το ανακάλεσε μόνο όταν η εφημερίδα και η δημοσιογράφος εμφάνισαν στο δικαστήριο τις συνεντεύξεις με τις οποίες οι πρωταγωνιστές μιλούσαν καθαρά για τα μηνύματα μέσω των οποίων είχαν αναπτύξει «σχέση εμπιστοσύνης»· στη συνέχεια η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι «έψαξε» να βρει τα μηνύματα, αλλά «δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει πού έψαξε» (σκέψη 65)· αργότερα, καθώς έσφιγγε ο κλοιός, η Επιτροπή πρόβαλε το επιχείρημα ότι τα μηνύματα που «χάθηκαν» δεν ήταν «σημαντικά» (σκέψη 76) και, ακόμα αργότερα, ότι δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν σημαντικά (σκέψη 81)· τέλος, προσπάθησε να προβάλει ως λόγο «εξαφάνισης» των μηνυμάτων το γεγονός ότι, κάποια στιγμή, αντικαταστάθηκαν υποχρεωτικά τα κινητά τηλέφωνα των μελών της Επιτροπής (σκέψεις 71-72) –χωρίς όμως να είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα (απλώς «υπέθεσε») αν αντικαταστάθηκε και το τηλέφωνο της Προέδρου και, θα πρόσθετα, για ποιο λόγο η ενδεχόμενη αντικατάσταση συσκευής σήμανε και εξαφάνιση του (δημοσίου ενδιαφέροντος) περιεχομένου της. Όλα αυτά δεν συνιστούν ούτε πειστικές ούτε λογικές δικαιολογίες, λέει, όσο πιο καθαρά γίνεται το Δικαστήριο.
Αλλά και από δυο άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης εγέρθηκαν «υποψίες» ως προς τη διάθεση διαφάνειας της Επιτροπής σχετικά με την προμήθεια των εμβολίων από την Pfizer. Το πρώτο όργανο, που αναφέρεται στη σχολιαζόμενη απόφαση (σκέψεις 55-56) είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο κατέληξε ότι είχαν λάβει χώρα διαπραγματεύσεις ενόψει της προμήθειας, αλλά δεν δόθηκε –ούτε στο ίδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο– καμία εξήγηση περί αυτών –κάτι τέτοιο λέγεται, σχολιάζω εγώ, «μυστική διπλωματία». Το δεύτερο ενωσιακό όργανο, που δεν αναφέρει η απόφαση, αλλά του οποίου τη δραστηριοποίηση σίγουρα γνώριζαν οι δικαστές, είναι ο Ευρωπαίος Συνήγορος του Πολίτη (Ombudsman), o οποίος, στην ετήσια έκθεση του 2022, είχε αναφερθεί σε πολλές περιπτώσεις «κακής διοίκησης» (maladministration) εκ μέρους της Επιτροπής, αναφέροντας ειδικά την άρνηση να δοθούν στη δημοσιότητα τα σχετικά με τους εμβολιασμούς μηνύματα[16]. Μετά δε τη δημοσίευση της σχολιαζόμενης απόφασης, ο Ευρωπαίος Ombudsman έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Το Δικαστήριο, όπως και ο Ombudsman, τόνισαν για μια ακόμα φορά με έμφαση ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα επιβάλλει στους εμπλεκόμενους θεσμούς, στο μέτρο του δυνατού, να διαμορφώνουν (draw up) και να διατηρούν (retain) όλα τα στοιχεία (documentation) που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους»[17].
5. Είναι προφανές ότι το συμβολικό αποτέλεσμα της «απόφασης Pfizer» είναι πολύ σημαντικότερο από το πρακτικό. Κανείς δεν περιμένει να «βρεθούν» ξαφνικά τα «χαμένα» μηνύματα που ανταλλάγησαν μεταξύ της κυρίας φον ντερ Λάιεν και του κυρίου Μπουρλά, ούτε πιστεύει ότι μπορεί να περιείχαν κάτι συγκλονιστικότερο από διαβεβαιώσεις για μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία –η ίδια η Επιτροπή, εξάλλου, αμέσως μόλις έλαβε γνώση της απόφασης, ανακοίνωσε ότι εξετάζει τρόπους να συμμορφωθεί, «παρέχοντας μια πιο πλήρη και αναλυτική εξήγηση», ντύνοντας, δηλαδή, κάπως την αρχική «γύμνια» της. Μια γύμνια, πάντως, που, σε επίπεδο διακυβέρνησης, δηλαδή σε δημοκρατικό επίπεδο, αποκαλύφθηκε.
Η δημοκρατική αρχή, λέει πίσω από τις γραμμές αλλά με τρόπο ξεκάθαρο η απόφαση, απαιτεί, ιδίως σε υποθέσεις και αποφάσεις γενικότερης σημασίας, που αγγίζουν τη ζωή των πολιτών, δυο τουλάχιστον πράγματα. Πρώτον, να μη θεωρούνται νεκρό γράμμα, ή έστω «λεπτομέρειες», οι αρχές της ενημέρωσης και της λογοδοσίας –οι «καλές προθέσεις», ακόμα και η υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, που έλαβε χώρα, κατά τα άλλα, στην προκείμενη περίπτωση[18], δεν δικαιολογούν κάμψη της «καλής διοίκησης». Ακόμη λιγότερο δικαιολογείται η επίδειξη αλαζονείας από την εκτελεστική εξουσία, που υπήρξε διάχυτη στην παρούσα περίπτωση και φούσκωσε, για μια ακόμα φορά, τα πανιά του αντι-ευρωπαϊκού λαϊκισμού[19]. Μόνο «φάρμακο», θύμισε το Δικαστήριο, κατά της καχυποψίας και του λαϊκισμού, είναι η «ανοικτότητα της δημοκρατίας» –την οποία πρέπει να σέβονται και να τρέφουν πρώτοι και καλύτεροι οι ασκούντες την εξουσία.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
[1] Τα εμβόλια δεν χρησιμοποιήθηκαν τελικά όλα, η δε Πρόεδρος της Επιτροπής επικρίθηκε για «προσωπική διπλωματία».
[2] Παράλληλα με την κυρία φον ντερ Λάιεν, η δημοσιογράφος κυρία Stevi είχε μιλήσει, επίσης στις 25 Απριλίου, και με τον κύριο Μπουρλά.
[3] Άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την «πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής».
[4] Δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 4 του Κανονισμού 1049/2001, που ορίζει «η απουσία απάντησης του θεσμικού οργάνου εντός της καθορισμένης προθεσμίας παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση».
[5] Δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού 1049/2001, που ορίζει ότι «στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης του θεσμικού οργάνου, ο αιτών μπορεί να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση ζητώντας από το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του».
[6] Σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της Ένωσης, αποφαινόμενο επί προσφυγών κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο αφορά άμεσα και ατομικά μια συγκεκριμένη απόφαση.
[7] Στο οποίο περιέχεται ο ακόλουθος ορισμός του «εγγράφου»: «οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοαουστική εγγραφή), που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου».
[8] Περί «ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης» (και όχι, μάλλον περιέργως, στο άρθρο 42 περί πρόσβασης στα έγγραφα).
[9] «Ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
[10] «Προκειμένου να προωθήσουν τη χρηστή διοίκηση και να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, οι θεσμοί, όργανα, γραφεία και ανεξάρτητες αρχές (institutions, bodies, offices and agencies) της Ένωσης θα εκτελούν τα καθήκοντα τους με όσο το δυνατόν πιο ανοικτό τρόπο».
[11] «… μια όλο και πιο στενή ένωση (an ever closer union) … στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά (openly) και κοντά (closely) στον πολίτη».
[12] Στην παρ. 10 παρ. 3 επαναλαμβάνεται η αρχή «της ανοικτότητας και της εγγύτητας» του άρθρου 1, ενώ στην παρ. 11 παρ. 2 θεσπίζεται ο «ανοικτός διάλογος» των πολιτών με τα όργανα της Ένωσης,
[13] «European Governance: a White Paper». Το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε το 2008, τις 12 «αρχές της δημοκρατικής διοίκησης» (democratic governance), προσθέτοντας στις αρχές της «European Governance» τα «ανθρώπινα δικαιώματα», το «κράτος δικαίου», «τη δημόσια ηθική» (public ethics) και αναλύοντας την «αρχή της αποτελεσματικότητας» στα επιμέρους συστατικά «ηγεσία», «γρήγορα αντανακλαστικά» (responsiveness), «καλό μάνατζμεντ» (sound financial and economic management) και «ισόρροπη και με ματιά στο μέλλον ανάπτυξη» (sustainability and long-term orientation).
[14] Απόφαση Kingdom of Netherlands and Gerard von der Wal v Commission, 2000 και πολλές παρόμοιες έκτοτε.
[15] «Dehousse v Court of Justice of the EU», 20 Σεπτεμβρίου 2019.
[16] Βλ. J. Liboreiro, «A damning verdict, a stinging defeat», στο Euronews, 15-5-2025.
[17] Βλ. M. Iraola Iribarren, «Commission’ s Pfizer loss hailed as victory for transparency», στο Euronews, 14-5-2025.
[18] Ο υπό το συντονισμό της Επιτροπής εμβολιασμός των πολιτών των χωρών της Ένωσης κατά του covid, σε συνδυασμό με το «μεγάλο πολιτικό άλμα» που συνιστά η συγκρότηση του «Ταμείου Ανάκαμψης», αποτελεί ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της πρώτης θητείας της κυρίας φον ντερ Λάιεν -βλ. Κ. Μποτόπουλου, «Το τοπίο της Δημοκρατίας», εκδ. Παπαζήση, 2022, σελ. 210-224.
[19] Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις περί «ταπείνωσης της Ευρώπης» εκ μέρους του εκπροσώπου της Ουγγρικής κυβέρνησης, ευρωβουλευτή της Μελόνι και του συμπροέδρου της Ευρωπαϊκής Αριστεράς -βλ. Ναυτεμπορική, 15-5-2025.