Στη δημόσια συζήτηση, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων συχνά προσεγγίζεται με όρους εργατικού δικαίου και μάλιστα σε αντιπαραβολή/αντιπαράθεση προς τα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα. Η προσέγγιση αυτή συσκοτίζει, ωστόσο, την αληθινή νομική φύση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Η συνταγματικώς κατοχυρωμένη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103, παρ. 4 Συντ.) συνιστά μία θεσμική εγγύηση του Κράτους Δικαίου, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Η λειτουργία αυτή θα μπορούσε να διαταραχθεί σοβαρά από ενδεχόμενες, συχνές και πολιτικά υποβολιμαίες, απολύσεις και άλλες υπηρεσιακές μεταβολές των δημοσίων υπαλλήλων. Ο συνταγματικός σκοπός της μονιμότητας αποβλέπει στη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος και όχι στην παροχή πλεονεκτημάτων προς τους δημοσίους υπαλλήλους.
Η διάσταση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων ως δικαιοκρατικής εγγύησης εντάσσει τη διάταξη του άρθρου 103, παρ. 4, Συντ. στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 110, παρ. 1, Συντ.). Στις τελευταίες συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις που καθορίζουν τη «βάση» του πολιτεύματος. Τη «βάση» του πολιτεύματος συνθέτουν θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όπως το Κράτος Δικαίου, έκφανση του οποίου συνιστά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά τα συνέπεια, ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν θα μπορούσε να άρει ολοσχερώς τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όχι, τουλάχιστον, χωρίς να προβλέψει κάποια ισοδύναμη θεσμική εγγύηση.
Άλλωστε, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν εμποδίζει την αναγκαστική λύση της υπαλληλικής σχέσης τους. Το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 103, παρ. 4) προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα παύσης δημοσίων υπαλλήλων με δικαστικές αποφάσεις ή αποφάσεις υπηρεσιακών συμβουλίων. Οι ως άνω δυνατότητες εξειδικεύονται με τις οικείες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και ειδικών νόμων (όπως π.χ. ο Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών). Η έκπτωση λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης (άρθρο 149 Υ.Κ.) και η απόλυση λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (άρθρο 153 Υ.Κ.) συνιστούν τέτοιες περιπτώσεις.
Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, στο πεδίο των υπαλληλικών διαφορών, υπογραμμίζει παγίως ότι οι διοικητικές πράξεις που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων συνάπτεται με την εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και γι’ αυτό το λόγο, επιβάλλεται η άμεση εκτέλεσή τους. Με αφετηρία την ως άνω παραδοχή, η προσωρινή δικαστική προστασία, στο πεδίο των υπαλληλικών διαφορών, εμφανίζεται ιδιαιτέρως φειδωλή.
Η ίδια νομολογία έχει, την ίδια στιγμή, αναδείξει πλήθος περιπτώσεων παράνομων συμπεριφορών της Διοικήσεως σε θέματα υπηρεσιακών μεταβολών δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων και περιπτώσεων μη συμμορφώσεως ή πλημμελούς συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς δικαστικές αποφάσεις.
Υπό το φως των ανωτέρω, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων διατηρεί ακέραιη τη δικαιοπολιτική σημασία και αναγκαιότητά της ως δικαιοκρατική εγγύηση.
Αστέριος Αθ. Μπουζιάς
Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Μεταδιδάκτωρ Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου