Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το τέλος μιας «χρυσής» επένδυσης *

Ο Κ. Παπανικολάου, με αφορμή την καταδίκη της Μάλτας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα προγράμματα «χρυσών διαβατηρίων», υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια πρέπει να αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα συνδεδεμένο με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και όχι προϊόν οικονομικής συναλλαγής.

Πολίτης ενός μη ευρωπαϊκού κράτους λατρεύει την μεσογειακή ηλιοφάνεια και ονειρεύεται να κατοικήσει, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, σε αυτό το περιβάλλον. Αν, μάλιστα, η μακρά ή μόνιμη διαμονή του μπορούσε να συνδυασθεί με την πρόσκτηση ιθαγένειας κάποιου μεσογειακού κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καθίστατο αυτόματα και ευρωπαίος πολίτης. Αυτό θα σήμαινε τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή του σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την δυνατότητά του να εκλεγεί μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του δημοτικού συμβουλίου του μεσογειακού θερέτρου στο οποίο θα εγκαθίστατο. Θεωρεί, όμως, αδύνατη την απόκτηση ιθαγένειας, διότι αυτή κατά κανόνα προϋποθέτει την πολυετή εγκατάστασή του στο οικείο κράτος, την εκμάθηση της γλώσσας του λαού και την εξοικείωση με την κουλτούρα του, δηλαδή την οικοδόμηση πραγματικών και ουσιαστικών δεσμών με το κράτος και την κοινωνία του. Πληροφορείται, ωστόσο, ότι ένα νησιωτικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να παράσχει κίνητρα επενδύσεων σε αλλοδαπούς, έχει εισαγάγει ένα πρόγραμμα προνομιακής απόκτησης της ιθαγένειάς του από επενδυτές. Για να πετύχει ο αλλοδαπός την πολιτογράφησή του στο νησιωτικό κράτος, αρκεί να καταβάλει ποσό 600.000 ευρώ στην Κυβέρνηση, να αποκτήσει μια κατοικία ελάχιστης αξίας 700.000 ευρώ, να δωρίσει 10.000 ευρώ σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση και να διαμείνει στην νήσο για χρονικό διάστημα τριών ετών. Μάλιστα, ο έλεγχος τήρησης της προϋπόθεσης της διαμονής δεν φαίνεται αυστηρός, αφού η πραγματική φυσική παρουσία είναι αναγκαία σε δύο χρονικά σημεία: κατά την παροχή βιομετρικών δεδομένων για την λήψη άδειας διαμονής και κατά την παροχή όρκου πίστεως. Περαιτέρω, μπορεί να μειώσει τον απαιτούμενο χρόνο διαμονής σε ένα έτος, αν καταβάλει πρόσθετο ποσό 150.000 ευρώ. Ο εύπορος αλλοδαπός βρίσκει εξαιρετικά συμφέρουσα την ιδέα να δαπανήσει 1.460.000 ευρώ, ώστε μετά από ένα έτος νόμιμης διαμονής του, χωρίς αυστηρούς ελέγχους της φυσικής παρουσίας του, να αποκτήσει μια δεύτερη ιθαγένεια και, κυρίως, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια με τα πλεονεκτήματα όλων των δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται. Είναι, πράγματι, μια εξαιρετική επένδυση.

Οι παραπάνω ρυθμίσεις δεν είναι υποθετικές αλλά αποδίδουν συνοπτικά το νομικό πλαίσιο της Μάλτας για την δι’ αμέσων επενδύσεων απόκτηση της ιθαγένειάς της και, συνακόλουθα, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Τέτοια προγράμματα απόκτησης «χρυσών διαβατηρίων» έχουν υιοθετηθεί από διάφορα κράτη, μεταξύ των οποίων ήταν και η Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι το 2020. Άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν διαμορφώσει ηπιότερα πλαίσια προσέλκυσης επενδυτών, που αφορούν την χορήγηση δικαιωμάτων προνομιακής διαμονής, την λεγόμενη «χρυσή βίζα». Παρ’ ότι αυτή δεν παρέχει το εύρος των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιθαγένεια, δεν παύει να δίδει την δυνατότητα μακράς ή μόνιμης διαμονής σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνακόλουθες διασυνοριακές εύνοιες που αφορούν π.χ. την ελευθερία κυκλοφορίας στην ζώνη Σένγκεν.

Πριν από λίγες ημέρες, στις 29 Απριλίου, η ανωτέρω προσέγγιση της ιθαγένειας ως επένδυσης κλονίσθηκε ριζικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδίκασε την Μάλτα για τις ανωτέρω ρυθμίσεις «χρυσού διαβατηρίου» ύστερα από σχετική προσφυγή της Επιτροπής. Εννοιοδότησε αξιακά την ιθαγένεια ως ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης μεταξύ κράτους και πολιτών και έκρινε ότι το ανωτέρω καθεστώς της Μάλτας αποκλίνει ανεπίτρεπτα από αυτή την αξιακή προσέγγιση. Μάλιστα, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε οξύτατες διατυπώσεις για το εν λόγω πλαίσιο προσέλκυσης επενδυτών: «πρόγραμμα πολιτογράφησης που βασίζεται σε διαδικασία συναλλακτικού χαρακτήρα» και «πρόγραμμα [που] ισοδυναμεί με εμπορευματοποίηση της ιδιότητας του πολίτη κράτους μέλους». Η απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί επιστέγασμα της εντεινόμενης εστίασης της Επιτροπής στο ζήτημα κατά τα τελευταία έτη, και ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οπότε η Επιτροπή εξέδωσε, ήδη τον Μάρτιο του 2022, σχετική σύσταση αφορώσα τα εθνικά προγράμματα χορήγησης είτε ιθαγένειας είτε προνομιακής διαμονής σε επενδυτές. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα ενισχύεται μια τάση των κρατών για επανεξέταση των εν λόγω καθεστώτων προνομιακής διαμονής, και ιδίως της θεμελίωσής της απλώς σε μια αγορά ακινήτου ορισμένης ελάχιστης αξίας. Εντελώς πρόσφατο παράδειγμα η κατάργηση της ισπανικής «χρυσής βίζας» ύστερα από μια μακρά συζήτηση, κατά την οποία το ζήτημα συνδέθηκε και με το στεγαστικό πρόβλημα.

Η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση της Μάλτας αφορά ευθέως την χορήγηση ιθαγένειας, και όχι την παροχή δικαιωμάτων μακράς ή μόνιμης διαμονής σε αλλοδαπούς επενδυτές. Ωστόσο, το σκεπτικό του Δικαστηρίου θέτει στο επίκεντρο τής απόφασης την ιθαγένεια όχι ως κάποιο τυπικό δεσμό με το κράτος μέλος αλλά ως ουσιαστική σχέση, που δικαιολογεί την χορήγηση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεν είναι, λοιπόν, άμοιρη μιας τέτοιας δικαιολόγησης και η χορήγηση προνομιακών δικαιωμάτων διαμονής, αφού συνδέεται με την χορήγηση ουσιωδέστατων ελευθεριών εντός της Ένωσης. Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά την αποκλειστική αρμοδιότητά των κρατών για τους κανόνες περί ιθαγένειας, πάντως οι ρυθμίσεις τους πρέπει να είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο έλεγχος και εθνικών καθεστώτων προνομιακής επενδυτικής διαμονής. Το Δικαστήριο προκρίνει την αξία της αλληλεγγύης και την πίστης έναντι οικονομικών αξιολογήσεων επενδυτικού χαρακτήρα και επισημαίνει ότι τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών δεν είναι ατομικά ζητήματα αλλά συνδέονται άρρηκτα με το συνολικό ενωσιακό οικοδόμημα: «H ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί μία από τις κύριες εκφάνσεις αλληλεγγύης η οποία […] αποτελεί μέρος της ταυτότητας της Ένωσης». Αυτή είναι οπωσδήποτε μια ευπρόσδεκτη νομολογιακή συμβολή σε καιρούς διευρυνόμενης και εν πολλοίς αστόχαστης κριτικής της Ένωσης, που παραβλέπει τα θεμελιώδη επιτεύγματά της, ή μάλλον επιτεύγματα όλων ημών, των ευρωπαίων πολιτών.

Κυριάκος Π. Παπανικολάου

Λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

* Το παρόν άρθρο του Κυριάκου Π. Παπανικολάου, που αναδημοσιεύεται εδώ, είχε αρχικώς δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Το Βήμα” της 4-5-2025 με τον τίτλο «Το τέλος μιας “χρυσής” επένδυσης» και έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Το Βήμα (https://www.tovima.gr/print/opinions/to-telos-mias-crxrysis-ependysis/).

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης: Δεν παράγει νομικά αποτελέσματα και παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνηθίζει σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τουλάχιστον να μπαίνει σε νομικές πτυχές ή αναλύσεις, πολύ λιγότερο να προχωρεί σε σχετικές απορριπτικές τοποθετήσεις. Τώρα το κάνει με την περίπτωση του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.