Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα θέματα που απασχόλησαν τους μετασχόντες στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών του 2015 συνιστούν ορόσημα της σύγχρονης ιστορίας. Οι αποφάσεις περί ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, δημοσιονομικής επιβίωσής της και η –το πρώτον– ενεργοποίηση του δημοψηφίσματος ως συνταγματικώς προβλεπόμενου αμεσοδημοκρατικού θεσμού όρισαν κατά κυριολεξία, την υπαρξιακή και θεσμική προοπτική της χώρας. Συνεπώς, είναι αυταπόδεικτο το ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της συζήτησης και τον τρόπο που τα μέλη του οργάνου κλήθηκαν να τάμουν τα ζέοντα διλήμματα της συγκυρίας.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για momentum, στη διάρκεια του οποίου προοικονομείται ήδη η ιστορικότητα του ενεστώτος χρόνου.
Tο ενδιαφέρον της συζήτησης περί δημοσιοποίησης ή μη των πρακτικών της κρίσιμης συνεδρίασης υπερβαίνει επομένως, κατά πολύ τα τεχνικά και ουσιαστικά επίδικα που συνδέονται με την εν γένει προβληματική του αποχαρακτηρισμού απόρρητων εγγράφων. Μολονότι η τελική απόφαση του αρμόδιου οργάνου – του Προέδρου της Δημοκρατίας εν προκειμένω – οφείλει να εκκινεί ή έστω να μην παραβλέπει τις νομικές παραμέτρους του διερωτήματος, είναι γεγονός ότι οριστικοποίηση της κρίσης του δε νοείται χωρίς κοπιώδεις πολιτικές σταθμίσεις.
Τούτων δοθέντων, είναι σημαντικό η άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά την πρόσφατη υποβολή σχετικού αιτήματος περί δημοσιοποίησης των πρακτικών της επίμαχης συνεδρίασης, από τον Αλέξη Τσίπρα –πρωθυπουργό της χώρας, κατά την εποχή εκείνη–, να αξιολογηθεί εντός του πλαισίου που επιβάλλουν τα δικαιοκρατικά minima. Πολλώ δε μάλλον, καθώς η λειτουργία του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών ως άτυπου οργάνου μη διαθέτοντος κανονιστικού ερείσματος, δεν προδιαγράφεται σαφώς στο νόμο, ούτε υπάρχει σχετική θεσμική μνήμη ή διοικητική πρακτική επί ανάλογων αιτημάτων. Ειδικότερα, η άρνηση αιτιολογήθηκε ως εξής: «τα διαλαμβανόμενα [στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών] … είναι απόρρητα, καθώς αφορούν σε σοβαρότατα εθνικά θέματα, για αυτό τα πρακτικά δεν κοινοποιούνται στους μετέχοντες του Συμβουλίου, αλλά παραμένουν στην Προεδρία της Δημοκρατίας».
Επ’ αυτού, σημειωτέα τα ακόλουθα:
Πρώτον, η επίκληση «σοβαρότατ[ων] εθνικ[κών] θεμάτ[ων]» λειτουργεί για μια ακόμα φορά ως λόγος κάμψης της αρχής της διαφάνειας και της οφειλόμενης λογοδοσίας σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων οργάνων –κάθε δημόσιου οργάνου. Θυμίζουμε –εκ του περισσού– ότι βασική αρχή της διοικητικής δράσης εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η προσήλωση στον κανόνα της δημοσιότητας, με ανοχή αποκλίσεων μόνο όπου συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες ως προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Με άλλα λόγια, όσο υψηλό κι αν είναι το θεσμικό κύρος του οργάνου, αυτό δε συνιστά άνευ ετέρου λόγο αποκλεισμού των πεπραγμένων του από τη δημοσιότητα. Κυρίως, επειδή η ρευστότητα των εθνικών θεμάτων ως αόριστης νομικής έννοιας αυξάνει εγγενώς τον κίνδυνο κατάχρησης και εν γένει διοικητικής αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, ο απόρρητος χαρακτήρας της συζήτησης κατά το χρόνο διεξαγωγής της, δεν επιβάλλει την τήρηση μυστικότητας εις το διηνεκές. Τουναντίον, ενώ μοιάζει ευνόητη η ανάγκη χρονικής απόστασης από την εν θερμώ δημόσια αποτίμηση των διαμειφθέντων εντός του πολιτικού συμβουλίου, η επιμονή στην αμετάκλητη στεγανοποίηση των πληροφοριών στερείται εύλογης ερμηνείας, μετά την πάροδο ικανού χρόνου. Προφανώς, ο προσδιορισμός του ασφαλούς χρονικού σημείου απόκειται στην κυριαρχική κρίση του αρμόδιου οργάνου, το οποίο καλείται να σταθμίσει το περιεχόμενο της επίμαχης ύλης και τις επενέργειες του διαμοιρασμού του σε σχέση με το εθνικό συμφέρον. Εξυπακούεται ότι το εθνικό συμφέρον επιβάλλεται να παραμένει απολύτως διακριτό από τα επιμέρους –ίδια και κομματικά– συμφέροντα των μετασχόντων πολιτικών αρχηγών.
Εν προκειμένω, η δημοσιογραφική τελικά αποκάλυψη των συζητήσεων που πρόσφατα περιήλθαν σε γνώση μας, επιτείνει τη σύγχυση ως προς τον απόρρητο χαρακτήρα των «σοβαρότατ[ων] εθνικ[κών] θεμάτ[ων]» που έπρεπε να παραμείνουν εκτός δημόσιας σφαίρας. Τίποτα από όσα μάθαμε δε συνιστά κρατικό μυστικό, κατά την τυπολογία της διοικητικής επιστήμης και του δημόσιου δικαίου. Τουναντίον, οι πληροφορίες αναψηλαφίζουν τα facta μιας ταραχώδους –αισθητά υποφωτισμένης– περιόδου της πρόσφατης ιστορίας, ενώ εισφέρουν κρίσιμη γνώση ως προς την ευθύνη καθενός από τα μέλη του συμβουλίου κατά την αναμέτρησή τους με την εξαιρετική συγκυρία του μνημονιακού εμβόλιμου.
Και πάντως, κατά τρίτον, το ζήτημα του αποχαρακτηρισμού απόρρητων εγγράφων συνδέεται ευρύτερα με τη διελκυστίνδα που ορίζει την ποιότητα του κράτους δικαίου. Η συγκροτημένη ιστορική έρευνα ως προϋπόθεση συλλογικής αυτογνωσίας διέρχεται οπωσδήποτε από τη διαδικασία λελογισμένης αποδέσμευσης δημόσιων τεκμηρίων, σε συνάρτηση πάντα με τον αντίκτυπο των τελευταίων στα ευαίσθητα πεδία της εθνικής ασφάλειας, των διπλωματικών σχέσεων, της άμυνας της χώρας κοκ.
Σε πρόσφατες αποφάσεις του, το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας καθιστά σαφές ότι η απόδοση διαβαθμισμένων εγγράφων, μετά τον αποχαρακτηρισμό τους, σε κοινή γνώση δε μπορεί να υπόκειται σε υπέρμετρους περιορισμούς αναιρούντες τελικά το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη θησαυρισμένη δημόσια πληροφορία ως παράμετρο έγκυρης θεσμικής μνήμης και δημοκρατικής λογοδοσίας. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι τη σχετική προβληματική τροφοδότησε εν πολλοίς η συζήτηση για το ρόλο που διαδραμάτισε η χώρα στον πόλεμο της Αλγερίας, στο αποικιοκρατικό καθεστώς της Αφρικής, στη γενοκτονία της Ρουάντας ή στις πυρηνικές δοκιμές της Πολυνησίας· ζητήματα δηλαδή, καθόλου ανώδυνα, κυρίως, όταν η επιστημονική ακρίβεια για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας νοείται μόνο στο πλαίσιο δυσχερών αναθεωρητισμών.
Στα καθ’ ημάς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η δημοσιοποίηση, περί τα τέλη του προηγούμενου έτους, αποχαρακτηρισμένων εγγράφων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σχετικών με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εκείνο που γενικότερα πάντως, επείγει είναι η κανονικοποίηση της διαδικασίας αποχαρακτηρισμού. Αντί δηλαδή, αποσπασματικών πρωτοβουλιών, επαφιέμενων στον πατριωτισμό δημόσιων λειτουργών, με αποφασιστική αρμοδιότητα σε δεδομένη συγκυρία, είναι αναγκαία η κανονιστική θέσπιση ανελαστικών προϋποθέσεων ως προς την ορατότητα των διαβαθμισμένων εγγράφων· οπωσδήποτε δε, μετά από αιτιολογημένη σχετική κρίση οργάνων με ειδικές ανά περίπτωση, γνώση του ευαίσθητου πεδίου.
Είναι βέβαιο ότι οι εμπεδωμένες άμυνες του διοικητικού ανορθολογισμού, σε συνδυασμό με την ψυχολογικών αποχρώσεων άπωση των επιχειρησιακών στελεχών προς διαδικασίες επαναξιολόγησης διαβαθμισμένων εγγράφων, θα συνεχίσουν να συντηρούν τα υπηρεσιακά στεγανά. Η αδιαμφισβήτητη αξία ωστόσο, του διακυβεύματος, η οποία συνίσταται κυρίως, στη μετενέργεια των ανοιχτών δεδομένων, υπαγορεύει εμφατικά τη συνέχιση της προσπάθειας για περισσότερη διαφάνεια.
Επιστρέφοντας στην αφετηρία του γεγονότος, απ’ όπου αφορμώνται οι λίγες σκέψεις που προηγήθηκαν, επισημαίνουμε ότι ακριβώς επειδή το αίτημα δημοσιοποίησης συνδέεται με
υπόθεση αντικειμενικά κρίσιμη για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική ποιότητα καθαυτή, η αναζήτηση ισόρροπων λύσεων δεν πρέπει να συσκοτίζεται από παρελκυστικές ερμηνείες περί προθέσεων –εικαζόμενων ή πραγματικών–. Οι ετερόκλητοι ωφελούμενοι ή εκτιθέμενοι από τη δημοσιοποίηση των επίμαχων πρακτικών του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών δεν είναι ανεκτό να ανασχέσουν την ακριβή ιστορική αναδίφηση, ούτε να αναστείλουν τη διαδικασία για συνεπή δημοκρατική λογοδοσία.
Σε κάθε περίπτωση, ανάγκη για rebranding υπάρχει· αφορά όμως, τη θεσμική ανάταξη, με ζητούμενο την υιοθέτηση πρακτικών περισσότερο συμβατών με την εμβάθυνση του κράτους δικαίου. Και μάλιστα, σε μια εποχή, όπου του λόγου το ασφαλές επιβεβαιώνεται από τη διεθνώς φθίνουσα επιδραστικότητα της δημοκρατίας.
Dr Αικατερίνα Παπανικολάου
Δικηγόρος, τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών
Πηγή: Αναδημοσίευση από Dnews, 12.7.2025