Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχουν βρεθεί ή βρίσκονται κατηγορούμενοι για κάποιο αδίκημα που δεν τέλεσαν, για να αθωωθούν στη συνέχεια πανηγυρικά με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Φταίνε οι εισαγγελείς που χωρίς επίγνωση της ταλαιπωρίας που προκαλούν ασκούν με μεγάλη ευκολία την ποινική δίωξη; Φταίει η νομοθεσία που δεν θέτει σαφή κριτήρια για την άσκησή της; Ή μήπως φταίει κάτι βαθύτερο, ότι ως κοινωνία δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την ισορροπία που επιβάλλεται να τηρείται μεταξύ του δικαιώματος της Πολιτείας να τιμωρεί τους ενόχους και του δικαιώματος όλων μας να μην τελούμε στην ομηρία μιας ποινικής δίωξης χωρίς τεκμηριωμένο λόγο;
Τρία παραδείγματα για να γίνουν παραστατικά όσα αναφέρθηκαν:
1. Ύστερα από φήμες, καταγγελίες, αλλεπάλληλα δημοσιεύματα ότι μία σύμβαση ανάθεσης προμήθειας τεράστιου αριθμού λεωφορείων έγινε κατόπιν δωροδοκίας μελών της επιτροπής ανάθεσης, ασκείται ποινική δίωξη κατά όλων των μελών της επιτροπής και όλων των αναπληρωτών τους. Όμως, οι αναπληρωτές δεν είχαν ποτέ κληθεί να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συνεδρίαση της επιτροπής. Καλούνται δε να αποδείξουν το νόμιμο όλων των τραπεζικών συναλλαγών τους, ταλαιπωρούμενοι επί έτη. Τελικώς δεν προκύπτει τίποτα για κανέναν, ακόμη και για τα τακτικά μέλη.
2. Ελεγκτικό κλιμάκιο επιλαμβάνεται του ελέγχου των ετήσιων λογαριασμών ενός δήμου και καταλήγει ότι οι λογαριασμοί του “έχουν ορθώς”. Το επόμενο έτος αποκαλύπτεται τυχαία μεγάλη υπεξαίρεση στο ταμείο του δήμου από τον ταμία του. Τα μέλη του κλιμακίου διώκονται πειθαρχικά και ενάγονται για αστική ευθύνη. Τους ασκείται όμως και ποινική δίωξη για συνέργεια στην υπεξαίρεση, χωρίς να έχει διαπιστωθεί ωστόσο ούτε αδικαιολόγητος πλουτισμός τους ούτε κάποια σχέση τους με τον ταμία.
3. Μέλη συνδικαλιστικής οργάνωσης προβαίνουν σε βιαιοπραγίες κατά προσώπων εντός του χώρου εργασίας τους. Χαρακτηρίζονται ως εγκληματική οργάνωση και διώκονται για πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης. Μαζί τους συγκατηγορείται ως ηθικός αυτουργός και ο πρόεδρος της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Καμία απόδειξη επικοινωνίας του προέδρου με τους αυτουργούς δεν υφίσταται ή οτιδήποτε άλλο που να τον συνδέει με τις επίδικες πράξεις τους.
Και οι τρεις περιπτώσεις έχουν κάτι το κοινό: ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη υπό συνθήκες αυτού που αποκαλείται διεθνώς «fishing expedition», δηλαδή, υπό συνθήκες «επιχείρησης ψαρέματος» στοιχείων, που δεν υπάρχουν τη στιγμή άσκησης της δίωξης αλλά απλώς προσδοκάται να συγκεντρωθούν στη συνέχεια.
«Είναι θεμιτό αυτό;» μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί. Για να του δοθεί από ορισμένους η απάντηση: «Βεβαίως! Πώς αλλιώς θα καταπολεμήσουμε την εγκληματικότητα;»
Αυτή η απάντηση είναι όμως προδήλως προπετής: παραγνωρίζει τις δύο θεμελιώδεις αρχές που σε μία δημοκρατική κοινωνία θωρακίζουν το άτομο κατά βιαστικών ποινικών διώξεων εις βάρος του. Πρώτον, παραγνωρίζει την αρχή της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου καθώς κάθε ποινική δίωξη αναστατώνει την προσωπική και την επαγγελματική ζωή του κατηγορουμένου, και συνεπάγεται δυσβάστακτο οικονομικό και συναισθηματικό βάρος για τον ίδιο και τους οικείους του. Μέχρι να διαπιστωθεί αν είναι αθώος τελεί σε ομηρία, σε «ηθική προφυλάκιση». Και, δεύτερον, αγνοεί το τεκμήριο αθωότητας, άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, που απαιτεί να μην υφίστανται τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια που προδήλως χρησιμοποιήθηκαν έτσι στα τρία παραδείγματά μας, όπου με ελλιπέστατη πραγματική βάση ασκήθηκαν διώξεις.
Πώς, οι δύο αυτές αρχές, ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας, συμφιλιώνονται θεμιτά με την ποινική δίωξη;
Αξίζει να δούμε τι ισχύει σε τρεις έννομες τάξεις, που συνήθως τις λαμβάνουμε ως πρότυπο:
1. Την αγγλική, όπου για να ασκηθεί ποινική δίωξη απαιτείται να αποδεικνύεται «πραγματική προοπτική καταδίκης» («realistic prospect of conviction»), δηλαδή πιθανολόγηση ότι τα υφιστάμενα ήδη στοιχεία στηρίζουν εύλογες πιθανότητες καταδίκης του υπόπτου.
2. Τη γαλλική, όπου για να ασκηθεί ποινική δίωξη απαιτείται να στοιχειοθετηθεί «επάρκεια επιβαρυντικών στοιχείων» («suffisance des charges»), δηλαδή να μπορεί να υποστηριχθεί μία τεκμηριωμένη άποψη περί ενοχής του υπόπτου, ανεξάρτητα αν η άποψη αυτή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
3. Τη γερμανική, όπου για να ασκηθεί ποινική δίωξη απαιτείται να υφίσταται «επαρκής υποψία τέλεσης εγκλήματος» («hinreichender Tatverdacht»), δηλαδή κυριαρχούσα πιθανότητα καταδίκης του υπόπτου επειδή τα πραγματικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ήδη εις βάρος του καθιστούν εύλογη την πιθανότητα αυτή.
Και στις τρεις περιπτώσεις οι νομοθεσίες απαιτούν η άσκηση ποινικής δίωξης να στηρίζεται σε πραγματικό υλικό που, πρώτον, καλύπτει όλα τα στοιχεία τέλεσης του εγκλήματος, και που, δεύτερον, δεν πρέπει να είναι αποδεικτικά αδύναμο, αλλά τόσο ισχυρό ώστε να στηρίζει είτε εύλογη πιθανολόγηση είτε, έστω, ενισχυμένη δυνατότητα ενοχής.
Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη εικόνα στην νομοθεσία είναι εντελώς αποκαρδιωτική. Η ποινική δίωξη ασκείται όταν προκύπτουν «επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης». Δηλαδή, με λήψη του ζητουμένου, ανατίθεται στη διωκτική αρχή απόλυτη διακριτική ευχέρεια να κρίνει αυτή πότε οι ενδείξεις είναι επαρκείς για να ασκηθεί η δίωξη. Χωρίς κανένα απτό κριτήριο. Ενώ παράλληλα, για να τεθεί μια μήνυση, καταγγελία ή αναφορά στο αρχείο απαιτείται να είναι σε θέση η διωκτική αρχή να αιτιολογήσει γιατί είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της η κατηγορία. Ολοκληρωτική δηλαδή ανατροπή του τεκμηρίου αθωότητας, με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται. Έτσι, οι ρυθμίσεις της ποινικής μας δικονομίας, στη γραμματική τους διατύπωση, δικαιολογούν ποινικές διώξεις όπως αυτές των τριών παραδειγμάτων. Διώξεις όμως που είναι προδήλως αντίθετες και στη διεθνή καλή πρακτική που εκτέθηκε αλλά και στα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου για σεβασμό του ιδιωτικού του βίου και του τεκμηρίου της αθωότητάς του.
Η θεραπεία είναι μία και μοναδική: Να ασκείται η ποινική δίωξη μόνον όταν ο βαθμός πιθανολόγησης τέλεσης του αδικήματος είναι τόσο υψηλός που να δικαιολογεί την παράκαμψη του τεκμηρίου αθωότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του υπόπτου. Να ασκείται δηλαδή η ποινική δίωξη μόνον όταν η διωκτική αρχή είναι σε θέση να αιτιολογήσει ότι υφίστανται ισχυρές ενδείξεις ενοχής που να καλύπτουν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Και για να συγκεντρωθούν οι ενδείξεις αυτές, είναι αναγκαία βεβαίως μία σοβαρή προκαταρκτική εξέταση.
Τώρα όμως μία διευκρίνιση καθίσταται στο σημείο αυτό αναγκαία. Την οφείλουμε, καθώς έγινε αναφορά σε προκαταρκτική εξέταση, κάτι που μας μεταφέρει στο πολυσυζητημένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 του Συντάγματος, περί ασκήσεως ποινικής δίωξης από τη Βουλή κατά υπουργών και υφυπουργών για ενέργειες σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους.
Αμέσως πριν καταλήξαμε ότι για την άσκηση ποινικής δίωξης απαιτείται μια σοβαρή προκαταρκτική εξέταση. Ισχύει αυτό ως προϋπόθεση και για την άσκηση ποινικής δίωξης από τη Βουλή κατά υπουργού και υφυπουργού;
Η λογική των θεσμών δεν μας επιτρέπει να απαντήσουμε θετικά. Όταν στη Χώρα έχουν δημιουργηθεί, καλώς ή κακώς, συνθήκες τέτοιες που το δημόσιο συμφέρον -η διατήρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς- επιβάλλει να διερευνηθεί οπωσδήποτε μια φερόμενη τέλεση από υπουργό ή υφυπουργό αδικήματος, τα δικαιώματα του λειτουργού αυτού -που με τη θέλησή του άλλωστε ανέλαβε τα υψηλά του καθήκοντα- υποχωρούν δικαιολογημένα. Το άρθρο 86 του Συντάγματος, που προστατεύει την κρατική λειτουργία, δεν λειτουργεί μόνο ως προνόμιο του υπουργού ή υφυπουργού αλλά και ως βάρος. Και αν η Βουλή κρίνει, με τα πολιτικά της κριτήρια, ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, τότε κανένας δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται στη συνέχεια, εισπηδώντας στην κοινοβουλευτική λειτουργία, να ελέγξει αν η Βουλή έκρινε εδώ ορθώς ή εσφαλμένως.
Ιωάννης Σαρμάς
Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός