Η κατάσταση πολιορκίας είναι μια κατάσταση ακραίας πολιτικής ανωμαλίας, την οποία το Σύνταγμά μας ρυθμίζει, ώστε να την εντάξει σε μια συνταγματική «κανονικότητα». Μια κατάσταση δηλαδή, η οποία, αν και εξαιρετική, στηρίζεται, ωστόσο, σε ορισμένους ελάχιστους κανόνες από τους οποίους δεν επιτρέπεται να υπάρξει παρεκτροπή, ενώ παράλληλα επιχειρεί να θέσει κάποια χρονικά όρια σε αυτήν την εξαιρετική κατάσταση.
Ο θεσμός της κατάστασης πολιορκίας σε μέρος ή στο σύνολο της επικράτειας μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση πολέμου και εξωτερικής απειλής της χώρας, εννοώντας μια κατάσταση πραγματικού πολέμου, δηλαδή γενικευμένων εχθροπραξιών με ξένο κράτος και όχι απλώς μεμονωμένων ένοπλων επεισοδίων. Μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε περίπτωση εσωτερικής απειλής, δηλαδή, όπως αναφέρει κατά λέξη το Σύνταγμά μας (άρθρο 48) «αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος», όχι δηλαδή σε άλλη περίπτωση γενικευμένης, έστω σοβαρής εσωτερικής αναταραχής ή αμφισβήτησης των οργάνων του κράτους.
Διαδικασίες Απόφασης – Εφαρμογή
Σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματός μας, η Βουλή με απόφασή της, η οποία λαμβάνεται μετά από πρόταση της Κυβέρνησης και με την αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών, θέτει σε εφαρμογή τον νόμο περί κατάστασης πολιορκίας. Πρόκειται για τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο 566/1977, ο οποίος, αν και ισχύει, τίθεται σε εφαρμογή μόνον εφόσον υπάρξει η παραπάνω σχετική απόφαση της Βουλής που, με τη σειρά της, δεν μπορεί να ισχύσει πέραν των δεκαπέντε ημερών. Ανά δεκαπενθήμερο είναι πάντως δυνατόν να παρατείνεται η διάρκεια της κατάστασης πολιορκίας, μάλιστα με πλειοψηφία 151 βουλευτών αυτή τη φορά.
Στην κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας και στα λαμβανόμενα μέτρα μπορεί να συμπράττει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση που η Βουλή απουσιάζει και δεν μπορεί αντικειμενικά εγκαίρως να συγκληθεί, είναι δυνατόν να εκδοθεί, με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, προεδρικό διάταγμα κήρυξης κατάστασης πολιορκίας, το οποίο, αν δεν υποβληθεί στη Βουλή, εντός 15 ημερών, παύει να ισχύει στο εξής. Ακόμη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, με πρόταση της Κυβέρνησης, να λαμβάνει έκτακτα μέτρα με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που παύουν να ισχύουν μετά από 15 μέρες, εάν δεν υποβληθούν στη Βουλή.
Η απόφαση περί κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, διότι συγκαταλέγεται μεταξύ των λεγόμενων «κυβερνητικών πράξεων», δηλαδή πράξεων που ανάγονται στη διαχείριση πολιτικής εξουσίας. Ωστόσο, τα συνταγματικά όργανα, τα οποία συμπράττουν για τη λήψη της απόφασης αυτής, δηλαδή η Κυβέρνηση και η Βουλή, οφείλουν να καταφεύγουν μόνον ως ύστατη λύση σε αυτόν τον θεσμό και εφόσον, βεβαίως, συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Ακόμη, τα λαμβανόμενα μέτρα οφείλουν να υπακούουν στην αρχή της αναλογικότητας και να λαμβάνονται, εφόσον έχουν εξαντληθεί τα ηπιότερα μέσα.
Αποκλίσεις από θεμελιώδη συνταγματικά αγαθά
Η εξαιρετικότητα της καταφυγής στο άρθρο 48 του Συντάγματος προκύπτει και από το γεγονός ότι οι αποκλίσεις, που το Σύνταγμά μας επιτρέπει σε περίπτωση κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, αφορούν σε θεμελιώδη συνταγματικά αγαθά. Το Σύνταγμα προβλέπει, δηλαδή, τη δυνατότητα σύστασης εξαιρετικών δικαστηρίων, άρα στρατοδικείων, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των δραστών και την αναστολή σειράς συνταγματικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων:
- της εκδίκασης κακουργημάτων και πολιτικών εγκλημάτων από μικτά ορκωτά δικαστήρια ή από εφετεία
- της προσωπικής ελευθερίας, με λίγα λόγια της απαγόρευσης σύλληψης χωρίς δικαστικό ένταλμα και παρατεταμένης κράτησης χωρίς δικαστική απόφαση (habeas corpus)
- του νόμιμου δικαστή
- του ασύλου της κατοικίας
- της ελευθερίας της έκφρασης και του απορρήτου των ανταποκρίσεων
- της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι
- της απαγόρευσης αναγκαστικής εργασίας, καθώς και
- της απαγόρευσης ατομικών διοικητικών μέτρων στερητικών της ελευθερίας, όπως ήταν η διοικητική εκτόπιση («εξορία»).
Ο θεσμός της κατάστασης πολιορκίας ουδέποτε εφαρμόστηκε υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975, πράγμα το οποίο αποτελεί ένδειξη σταθερότητας και ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος.
Βασιλική Χρήστου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου