Η πορνεία είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις σύγκρουσης ανάμεσα στη φιλελεύθερη/ελευθεριακή και την πατερναλιστική αντίληψη για την προσωπική μας αυτονομία. Για τους φιλελεύθερους, η σεξουαλική μας αυτοδιάθεση είναι ηθικά αδιάφορη, εφόσον καλύπτεται από την (ενήλικη) συναίνεσή μας και δεν προκαλεί σοβαρές σωματικές βλάβες σε μας και τους τρίτους, δεν παραβιάζει δηλαδή τα δικαιώματα των άλλων και τις γενικές νόρμες της έννομης τάξης μας (χρηστά ήθη, δημόσια τάξη).
Αντιθέτως, για τους πατερναλιστές η εμπορευματοποίηση της σεξουαλικής πράξης συνιστά, δεδομένης της ψυχικής σημασίας της, μια ανεπίτρεπτη εκχώρηση του σώματος και παραβίαση της ανθρώπινης αξίας. Η εκδιδόμενη γυναίκα υποτιμάται και εκπίπτει, σαν εθελούσιος δούλος, σε απλό αντικείμενο της επιθυμίας του άλλου, ανεξάρτητα από τη βούλησή της. Και τούτο, διότι η (όποια) συναίνεσή της είναι, για τους πολέμιους της πορνείας, εκ των προτέρων ηθικά, νομικά και λογικά κίβδηλη.
Στο Σύνταγμα, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας περιορίζεται από τα χρηστά ήθη, δηλαδή τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, που προσδιορίζουν, θέλοντας και μη, τα πρότυπα μιας ορθής/καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι, παρά τον δεδομένο φιλελεύθερο χαρακτήρα της έννομης τάξης μας, η οποία επιτρέπει την πορνεία, οι ρυθμίσεις που την διέπουν υποδηλώνουν την ηθική της αποδοκιμασία ως μια αποκλίνουσα κοινωνική δραστηριότητα (π.χ. με τους σχετικούς περιορισμούς στην εγκατάσταση των οίκων ανοχής που θέτει ο ν. 2734/1999 και τροποποιεί επί το αυστηρότερο ο ν. 4238/2014 ή με τον αναχρονιστικό όρο, σύμφωνα με τον οποίο, το πρόσωπο που επιθυμεί να αποκτήσει πιστοποιητικό για την άσκηση του επαγγέλματος οφείλει να είναι «άγαμο ή να τελεί σε χηρεία ή να είναι διαζευγμένο»).
Η νομική μεταχείριση της πορνείας σε Ευρώπη και Ελλάδα
Στην Ευρώπη μοιάζει να κερδίζει σημαντικό έδαφος το λεγόμενο σκανδιναβικό μοντέλο, δηλαδή η απαγόρευση της πορνείας ως μιας μορφής έμφυλης βίας και καταναγκαστικής εργασίας της γυναίκας, με την έμφαση να δίνεται στην ποινικοποίηση της αναζήτησης των σχετικών υπηρεσιών από τον πελάτη. Οι εκδιδόμενες γυναίκες δεν αντιμετωπίζονται συνεπώς ως φορείς μιας ελεύθερης επιλογής, αλλά ως υποτελή θύματα. Αντίθετα, στο γερμανικό-ολλανδικό μοντέλο προτάσσεται το δικαίωμα του ατόμου στον αυτοπροσδιορισμό του και η πορνεία υπάγεται στο καθεστώς της κρατικής αναγνώρισης και ελέγχου.
Η νομική μεταχείριση της πορνείας στην Ελλάδα είναι μια μάλλον ξεχωριστή περίπτωση, καθώς ο νομοθέτης, παρότι κατοχυρώνει την κρατική διαμεσολάβηση, επιφυλάσσεται να προσδώσει στην πορνεία τα χαρακτηριστικά και τις πλήρεις εγγυήσεις ενός επαγγέλματος. Ωστόσο, η τελευταία ρυθμίζεται σαν μια ιδιόμορφη δραστηριότητα δίχως την απαραίτητη πρόνοια για την προστασία των εκδιδομένων προσώπων και των συνθηκών εργασίας τους. Είναι όμως προφανές ότι ούτε η εμμονή στην απόλυτη ελευθεριότητα, ούτε η δογματική ηθικολογία και απαγόρευση μπορούν να προστατεύσουν τελικά την προσωπική ελευθερία των προσώπων που επιλέγουν ή αναγκάζονται να εκδίδονται.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.