Σε ποιο βαθμό το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος -ειδικά μετά την πρόσφατη αναθεώρησή του (π.χ. κατάργηση της θεσμοθετημένης προθεσμίας δίωξης υπουργικών αδικημάτων)- έρχεται όντως σε σύγκρουση με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές όπως η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, η δικαστική ανεξαρτησία και η διάκριση των εξουσιών, και δημιουργεί ουσιαστικά ένα έμμεσο ευρωπαϊκό καθεστώς αστικής ευθύνης και ατιμωρησίας στο κράτος;

Ο Χ. Τσιλιώτης απαντά σε ερώτημα πολίτη σχετικά με την πιθανή σύγκρουση του άρθρου 86 Σ. με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, μετά την πρόσφατη αναθεώρησή του

Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών ή επί το ακριβέστερον της ειδικής ποινικής δωσιδικίας και γενικότερα ποινικής δικονομικής μεταχείρισης των μελών της Κυβέρνησης[1] και των Υφυπουργών – ειρήσθω εν παρόδω ότι οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης (πρβλ. άρθρο 81 παρ. 1 υποπαρ. 2 Σ σε συνδυασμό με άρθρο 10 παρ. 1 εδ. β΄ Ν. 4622/2019 περί επιτελικού κράτους) – για εγκλήματα που φέρεται να τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έλκει την καταγωγή του από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας, όταν κρατούσαν αντιλήψεις περί του ανευθύνου του ηγεμόνα και των Υπουργών αυτού. Στην σύγχρονη δημοκρατική εποχή ο δικαιολογητικός του λόγος εξαντλείται στην ιδιαίτερη θέση που ευρίσκονται τα μέλη της Κυβέρνησης και στην ιδιαίτερη ευθύνη που κατέχουν εκ του αξιώματος και της άσκησης των υψηλών καθηκόντων τους ούτως ώστε να ασκούν αυτά απαλλαγμένοι από τον φόβο προσχηματικής ποινικής διώξεως, που ενδέχεται να αποσκοπεί στην πολιτική τους εξόντωση[2]. Ο θεσμός αυτός prima facie εισάγει ένα δικονομικό προνόμιο για τα μέλη της Κυβέρνησης, στην πραγματικότητα εισάγει αντικειμενικό αναγκαστικό δίκαιο και όχι ένα υποκειμενικό δικαίωμα για τους ενδιαφερόμενους, η άσκηση του οποίου εναπόκειται στην οικεία ελεύθερη βούλησή τους.

Λόγω της σπουδαιότητάς του προβλεπόταν σε όλα τα Συντάγματα της συνταγματικής μας ιστορίας, συμπεριλαμβανομένων των επαναστατικών. Στα Συντάγματα του 1864, 1911 και 1952 προβλεπόταν η ανάθεση της άσκησης της ποινικής δίωξης στην Βουλή και η εκδίκαση των υποθέσεων από Δικαστήριο ειδικής δωσιδικίας, το Υπουργοδικείο, στα Συντάγματα του 1844 και 1927, που καθιέρωναν το δικαμεραλαστικό σύστημα των δύο νομοθετικών σωμάτων (Βουλή και Γερουσία) προβλεπόταν η άσκηση της ποινικής δίωξης από την Βουλή και η εκδίκαση των υποθέσεων από την Γερουσία. Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 διατήρησε με το άρθρο 86 τον θεσμό όπως και στα Σ 1864, 1911 και 1952 υπό το καθεστώς μονοκαμεραλιστικού συστήματος, δηλ. άσκηση ποινικής δίωξης από την Βουλή και εκδίκαση των υποθέσεων από το Ειδικό Δικαστήριο, όπως μετονομάστηκε το Υπουργοδικείο. Με την αναθεώρηση του 2001 επεκτάθηκε η αρμοδιότητα της Βουλής και στην προανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση (πρβλ. άρθρο 86 παρ. 2 Σ 1975/2001), ενώ ανασυγκροτήθηκε η σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο μέλη του Αρείου Πάγου αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώ δεν περιλαμβάνει πλέον Προέδρους Εφετών, όπως προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 86 στην αρχική της μορφή.

Από πλευράς Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου η διαφορετική ποινική δικονομική μεταχείριση των μελών της Κυβέρνησης είτε κατά το στάδιο της έρευνας και άσκησης ποινικής δίωξης είτε/και κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας προβλέπεται και σε άλλες έννομες τάξεις, ενώ αντίθετα κάποιες άλλες έννομες τάξεις δεν την προβλέπουν, αντιμετωπίζοντας τα μέλη της Κυβέρνησης κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα[3].

Τόσο υπό το καθεστώς της αρχικής μορφής του Σ 75 όσο και μετά τις δύο αναθεωρήσεις του το 2001 και το 2019, ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης οργανώνεται από οργανωτικό νόμο (ΝΔ 801/1971, Ν. 3126/2003, όπως ισχύει).

Ο θεσμός της ειδικής δωσιδικίας των μελών της Κυβέρνησης για εγκλήματα που φέρεται να τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όντως έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, όπως η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ) και η αρχή της εκδίκασης των ποινικών αδικημάτων από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια (άρθρα 96 και 97 Σ), εφόσον προβλέπει μία ιδιαίτερη ποινική δικονομική μεταχείριση για τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς και μάλιστα μέχρι το 2019 με ειδική αποσβεστική προθεσμία (πρβλ. επίσης άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003, το οποίο συνεχίζει να ισχύει μέχρι και σήμερα)[4], ενώ αναθέτει δικαστικής φύσεως καθήκοντα όπως η άσκηση ποινικής δίωξης, η ανάκριση, προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, που κατά το άρθρο 26 παρ. 3 Σ θα έπρεπε να έχουν ανατεθεί σε όργανα της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο της κατά την παρ. 1 του άρθρου 26 Σ νομοθετικής εξουσίας.

Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων και την σχέση τους με το άρθρο 86 Σ δημιουργείται μία αντινομία[5], η οποία μεταξύ κανόνων ίσης τυπικής ισχύος αίρεται με ερμηνεία[6] και όχι με την κατίσχυση ενός κανόνα έναντι του άλλου ως ανώτερης τυπικής ισχύος[7]. Το αυτό ισχύει και τοσούτω μάλλον για το Σύνταγμα με βάση και την αρχή της ενότητας του Συντάγματος[8], δεδομένου ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος έχουν την ίδια τυπική δύναμη[9] και γι αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν «αντισυνταγματικές» διατάξεις του Συντάγματος[10].

Η διάταξη του άρθρου 86 Σ εισάγει μεν απόκλιση από τις προαναφερθείσες διατάξεις, αποτελεί όμως ειδικότερη διάταξη (lex specialis) σε σχέση με αυτές και ως τέτοια θα πρέπει κατά την άρση της αντινομίας να υπερισχύσει. Ιδιαίτερα δε ως προς την σχέση του άρθρου 86 Σ με την γενική αρχή της ισότητας ως ισότητας απέναντι στο νόμο του άρθρου 4 παρ. 1 Σ δεν αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις κατά τρόπο ουσιωδώς ανόμοιο, εφόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω οι περιπτώσεις των μελών της Κυβέρνησης με τα λοιπά φυσικά πρόσωπα δεν είναι ουσιωδώς όμοιες, ούτως ώστε και δικαιοπολιτικά να δικαιολογείται η διαφορετική ποινική δικονομική τους μεταχείριση.

Παρ’ όλα αυτά, αν και καταρχήν de constitutione ferenda δικαιολογείται αυτή η διαφορετική δικονομική μεταχείριση, η κακή εφαρμογή έως και κατάχρησή της, όπως συμβαίνει με όλους τους θεσμούς στην χώρα μας, η εφαρμογή των οποίων αναδεικνύει τα μειονεκτήματα ενώ καταπνίγει τα όποια πλεονεκτήματά τους, επιβάλλει την αναμόρφωση του θεσμού με εκ νέου αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ όχι προς την κατεύθυνση της πλήρους δικονομικής εξίσωσης των μελών της Κυβέρνησης με τα λοιπά φυσικά πρόσωπα, όπως μάλλον υπό την επίδραση λαϊκίστικων αντιλήψεων προτείνεται, αλλά της απεμπλοκής της Βουλής από την διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης και διενέργειας προκαταρκτικής  εξέτασης και την ανάθεση του έργου αυτού σε πολυμελές όργανο αποτελούμενο εξ ανωτάτων και ανωτέρων εισαγγελικών λειτουργών, διατηρουμένου του Δικαστικού Συμβουλίου για την ποινική προδικασία και του Ειδικού Δικαστηρίου για την κύρια διαδικασία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Αν και η διάταξη του άρθρου 86 Σ δεν είναι constitutione lata  «αντισυνταγματική» ως αντίθετη σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, καθόσον δεν νοείται «αντισυνταγματική» διάταξη του Συντάγματος, η όποια δε, αντινομία υπάρχει μεταξύ συνταγματικών διατάξεων λύεται διά της ερμηνείας, και constitutione ferenda δικαιολογείται για τους ανωτέρω λόγους, επίσης για δικαιοπολιτικούς λόγους επιβάλλεται η αναθεώρησή της προς την κατεύθυνση της απεμπλοκής της Βουλής από την διαδικασία διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και άσκησης ποινικής δίωξης κατά τα ανωτέρω.


[1] Τα μέλη της Κυβέρνησης είναι ο Πρωθυπουργός, οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης (εάν υπάρχουν), οι Υπουργοί, οι Αναπληρωτές Υπουργοί (εάν υπάρχουν) και οι Υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου (εάν υπάρχουν) (πρβλ. άρθρο 81 Σ).

[2] Βλ. Ν. Σοϊλεντάκης, άρθρο 86, σε: Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, αρ. περ. 11.

[3] Πρβλ. συγκριτικές αναφορές σε Χ. Τσλιώτης, Μία συγκεκριμένη πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 86 Συντάγματος, ΘΠΔΔ 2014, σελ. 681 επ.

[4] Για την σιωπηρή κατάργηση του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003 με την αναθεώρηση του 2019 πρβλ. μεταξύ άλλων Χ. Τσιλιώτης, Σε περίπτωση παραπομπής υπουργού στο ακροατήριο και συνεχιζομένης αυτής της νομικής κατάστασης, ποία διάταξη θα εφαρμόζει το ποινικό δικαστήριο; Θα λάβει υπόψη του μόνο το αναθεωρημένο πριν την πράξη άρθρο 86 Σ ή την ευνοϊκότερη διάταξη που προανέφερα του νόμου περί ευθύνης Υπουργών; (Απάντηση σε ερώτηση αναγνώστη), SyntagmaWatch.gr 26..7.2024, ο ίδιος, Η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 υπερισχύει της αντίθετης ρύθμισης του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003, dikastiko.gr 21.2.2025.

[5] Αντινομία διαπιστώνεται όταν δύο κανόνες δικαίου συγκρούονται καθώς συνδέουν προς το αυτό πραγματικό δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους έννομες συνέπειες – βλ. Ι. Αραβαντινός, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Αθήναι 1983, σελ. 157.

[6] Κυρίως κατά τους ερμηνευτικούς κανόνες lex specialis derogat legi generali (ο ειδικότερος νόμος κατισχύει του γενικότερου) και lex posterior derotat legi priori (ο μεταγενέστερος νόμος κατισχύει του προγενέστερου) – πρβλ. Φ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄ Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2020, § 6, αρ. περ. 27.

[7] Κατά τον ερμηνευτικό κανόνα lex superior derogat legi inferiori (ο υπέρτερος νόμος υπερισχύει του κατώτερου) – πρβλ. ibidem. αρ. περ. 29.

[8] Ο πνευματικός πατέρας αυτής της αρχής θεωρείται ο K. Hesse, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, 20. Aufl., Heidelberg 1995, αρ. περ. 71. Για την αποδοχή αυτής της θεωρίας από την συνταγματική νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου πρβλ. BVerfGE 28, 243, 261, BVerfG (Dreierkammer) NJW 1989, σελ. 3270 (Jugendsekten). Πρβλ. επίσης μεταξύ άλλων τη μονογραφία του F. Müller, Die Einheit der Verfassung, Berlin 1979 (passim).

[9] Βλ. ΑΕΔ 11/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ Ολ 1304/2019 ΕφΔΔ 2019, σελ. 305,  ΣτΕ Ολ 4308/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ..

[10] ΣτΕ Ολ 292/1984 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες, δ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 65, 111.

Ερώτημα: Το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος είχε αρχικά σχεδιαστεί για να προστατεύει την άσκηση των κυβερνητικών λειτουργιών διασφαλίζοντας ότι οι υπουργοί και οι υφυπουργοί δεν υπόκεινται σε άμεση ποινική δίωξη για πράξεις που διαπράττονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αναθέτοντας την αποκλειστική εξουσία για την κίνηση τέτοιων διαδικασιών στο Κοινοβούλιο, η διάταξη σκοπεύει να προστατεύσει τους δημόσιους λειτουργούς από διώξεις με πολιτικά κίνητρα και να διατηρήσει την κυβερνητική σταθερότητα. Ωστόσο, αυτή η διασφάλιση δημιουργεί επίσης ένα ειδικό νομικό καθεστώς που διακρίνει τους υπουργούς από τους απλούς πολίτες.
Αν και η βουλευτική ασυλία μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους προστασίας της εκτελεστικής εξουσίας από ψευδείς ή πολιτικά φορτισμένες νομικές ενέργειες, υπάρχει συνταγματική και νομική ένταση όταν μια τέτοια ασυλία υπονομεύει την αρχή ότι όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του νόμου. Ένας υπερβολικά επεκτατικός προστατευτικός μηχανισμός μπορεί να εμποδίσει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, παραβιάζοντας έτσι τους δημοκρατικούς κανόνες όπως αναγνωρίζονται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019 εισήγαγε σημαντικές τροποποιήσεις στο άρθρο 86. Συγκεκριμένα, η αναθεώρηση κατάργησε έναν «διαβόητο» διαδικαστικό περιορισμό—συγκεκριμένα, τη νόμιμη παραγραφή της δίωξης υπουργών για αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατ’ αρχήν, η άρση αυτού του χρονικού περιορισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσπάθεια ενίσχυσης της λογοδοσίας.
Παρά την άρση του χρονικού πλαισίου, το άρθρο 86 εξακολουθεί να ορίζει ότι οποιαδήποτε δίωξη (συμπεριλαμβανομένης της έρευνας και της προκαταρκτικής εξέτασης) ενός υπουργού για πράξεις που διαπράχθηκαν εν ενεργεία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά από ψήφισμα του Κοινοβουλίου. Αυτή η συνταγματική ανάθεση της εισαγγελικής διακριτικής ευχέρειας σε ένα πολιτικό όργανο εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς το εάν επιτρέπει την αποτελεσματική δικαστική αναθεώρηση της υπουργικής συμπεριφοράς ή αντ’ αυτού δημιουργεί μια οδό για πολιτική παρέμβαση.
Η απαίτηση ότι τουλάχιστον τριάντα βουλευτές πρέπει να υποβάλουν πρόταση δίωξης —και ότι μια τέτοια πρόταση πρέπει στη συνέχεια να λάβει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να προχωρήσει— μπορεί να καταστήσει τους υπουργούς de facto απρόσβλητους από έλεγχο. Ένας τέτοιος μηχανισμός δημιουργεί ένα διαφορετικό επίπεδο λογοδοσίας μεταξύ υπουργών και απλών πολιτών και κινδυνεύει να παραβιάσει τη συνταγματική δέσμευση για ισότητα ενώπιον του νόμου.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αρχή ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Εάν παραχωρηθεί στους υπουργούς ασυλία που δεν είναι διαθέσιμη σε άλλους πολίτες, ιδίως για ανάλογες πράξεις που διαπράττονται στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων τους, αυτό μπορεί να συνιστά παραβίαση των αρχών της ίσης προστασίας. Οι νομικοί επιστήμονες υποστήριξαν ότι οποιαδήποτε έκτακτη προστασία πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένη και να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο — προϋποθέσεις που φαίνεται να μην πληρούνται πλήρως σύμφωνα με τις τρέχουσες διατάξεις του άρθρου 86.
Η χορήγηση αποκλειστικής εξουσίας στο Κοινοβούλιο για την κίνηση ποινικών διαδικασιών κατά υπουργών θολώνει τον παραδοσιακό διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ του δικαστικού και του νομοθετικού σώματος. Όταν ένα πολιτικά συγκροτημένο όργανο αποφασίζει για θέματα που κανονικά θα εκδικάζονταν από το δικαστικό τμήμα, αυξάνεται η πιθανότητα μεροληπτικών ή ιδιοτελών αποτελεσμάτων. Τόσο το ΕΔΔΑ όσο και το εθνικό συνταγματικό δόγμα τονίζουν ότι οποιοσδήποτε μηχανισμός ασυλίας πρέπει να εξισορροπείται από προσβάσιμα, ανεξάρτητα δικαστικά ένδικα μέσα.
Σε πολλές αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα —όπου οι βουλευτικές και υπουργικές ασυλίες έχουν ελεγχθεί— έχει κριθεί ότι, ενώ η ασυλία μπορεί να εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό, τα μέσα που υιοθετούνται πρέπει να είναι αναλογικά. Υπό αυτό το πρίσμα, η αποκλειστική εξάρτηση από το κοινοβουλευτικό ψήφισμα, με τον εγγενή πολιτικό του χαρακτήρα και την έλλειψη ισχυρής ανεξάρτητης εποπτείας, είναι δυσανάλογη εάν ουσιαστικά αρνείται στο θύμα μια πραγματική ευκαιρία για αποκατάσταση. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό όταν η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η κίνηση ποινικών διαδικασιών, οι οποίες παραμένουν παρεμποδισμένες από το αντισυνταγματικό καθεστώς.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. σε υποθέσεις όπως η Μπακογιάννη κατά Ελλάδας) τονίζει σταθερά ότι οποιαδήποτε διάταξη που περιορίζει την πρόσβαση σε ένδικα μέσα πρέπει να είναι στενά προσαρμοσμένη. Η ανάλυση του Δικαστηρίου για τα βουλευτικά καθεστώτα ασυλίας υπογραμμίζει ότι η ασυλία δεν πρέπει να χρησιμεύει ως γενική ασπίδα έναντι της λογοδοσίας όταν τα εναλλακτικά μέσα προσφυγής είναι είτε αναποτελεσματικά είτε ανύπαρκτα. Η πρακτική της παροχής ασυλίας στους υπουργούς βάσει του άρθρου 86 έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση να διασφαλίζεται ότι όλοι, ανεξαρτήτως καθεστώτος, έχουν ουσιαστική πρόσβαση σε δικαστήριο—αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι συζητήσεις για την αναθεώρηση στην Ελλάδα έφεραν στο επίκεντρο την «πολιτική ευαισθησία» του άρθρου 86. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι —ακόμα και μετά τις τροπολογίες του 2019— οι υπολειπόμενες προστασίες εξακολουθούν να λειτουργούν ως έμμεσος μηχανισμός ατιμωρησίας. Προειδοποιούν ότι μια τέτοια ασυλία όχι μόνο διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ των κλάδων της κυβέρνησης, αλλά επίσης διαβρώνει την εμπιστοσύνη του κοινού στη λογοδοσία των κατόχων δημοσίων αξιωμάτων.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα της τρέχουσας διατύπωσης του άρθρου 86.
Διότι οι συνδυασμένες επιπτώσεις των:
– ανάθεση της άσκησης ποινικής δίωξης από ένα πολιτικό όργανο την βουλή για αδικήματα σχετιζόμενα με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων,
– διατήρηση μιας διαδικασίας που μπορεί να εμποδίσει τον έγκαιρο και ανεξάρτητο δικαστικό έλεγχο και
– παράλειψη παροχής εναλλακτικών λύσεων για επανόρθωση που είναι σύμφωνες με τη συνταγματική εντολή για ίση μεταχείριση σύμφωνα με το νόμο
Νομικοί προτείνουν ότι το άρθρο 86 —παρά την πρόσφατη αναθεώρησή του— κινδυνεύει να κριθεί ως προδήλως αντισυνταγματικό. Ορισμένα πολύ σοβαρά νομικά επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι τέτοιες διατάξεις αντιβαίνουν στις αρχές της δημοκρατικής λογοδοσίας, του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών, όπως απαιτείται τόσο από το ελληνικό Σύνταγμα όσο και από τα ευρωπαϊκά πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε μια συνταγματική αμφισβήτηση, αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσαν να προβληθούν για να καταδειχθεί ότι το άρθρο 86, στην τρέχουσα κατάστασή του, δημιουργεί μια απαράδεκτη διαφορά στη λογοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με τους απλούς πολίτες, ζητώντας έτσι περαιτέρω τροποποίηση ή επανερμηνεία για να διασφαλιστεί ότι η ασυλία δεν ισοδυναμεί με ατιμωρησία.
Κατόπιν όλων αυτών ερωτώ:
Σε ποιο βαθμό το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος —ειδικά μετά την πρόσφατη αναθεώρησή του (π.χ. κατάργηση της θεσμοθετημένης προθεσμίας δίωξης υπουργικών αδικημάτων)— έρχεται όντως σε σύγκρουση με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές όπως η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, η δικαστική ανεξαρτησία και η διάκριση των εξουσιών, και δημιουργεί ουσιαστικά ένα έμμεσο ευρωπαϊκό καθεστώς αστικής ευθύνης και ατιμωρησίας στο κράτος;

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Λόγω της πανδημίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να ζητήσει την παραίτηση του Πρωθυπουργού και να διορίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας;

Η πανδημία δεν αποτελεί λόγο για να θεμελιωθεί κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Περισσότερα

Μπορεί το ένστολο προσωπικό να συμμετέχει ενεργά σε κάποιο πολιτικό κόμμα ή φορέα εκτός βουλής όπως δράσεις, συγκεντρώσεις, φωτογραφίσεις κτλ.;

Ο Ξενοφώντας Κοντιάδης απαντά σε ερώτηση πολίτη σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής του ένστολου προσωπικού σε κομματικούς σχηματισμούς ή φορείς εκτός βουλής.

Περισσότερα

Σε περίπτωση παραπομπής υπουργού στο ακροατήριο και συνεχιζομένης αυτής της νομικής κατάστασης, ποία διάταξη θα εφαρμόζει το ποινικό δικαστήριο; Θα λάβει υπόψη του μόνο το αναθεωρημένο πριν την πράξη άρθρο 86 Σ ή την ευνοϊκότερη διάταξη που προανέφερα του νόμου περί ευθύνης Υπουργών;

Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης απαντά σε ερωτήματα πολίτη σχετικά με την περίπτωση παραπομπής υπουργού στο ακροατήριο.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.