Σύνταγμα και τεχνητή νοημοσύνη

Ο Ξ. Κοντιάδης γράφει για την ανάγκη προσαρμογής του Συντάγματος στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, τονίζοντας τις νέες προκλήσεις και τους κινδύνους για τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα απέναντι στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης

Στα πενήντα χρόνια ζωής του Συντάγματός μας οι τεχνολογικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Από την εγγύηση της «φωνογραφίας», που κατοχυρώθηκε το 1975 στο άρθρο 15 παρ. 2 Συντ. και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ως κατάλοιπο μια άλλης εποχής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης τέθηκε 25 χρόνια αργότερα, το 2001, μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της βιοϊατρικής, της γενετικής και της πληροφορικής, κρίνοντας σκόπιμο να διασφαλίσει με νέα δικαιώματα τη συνταγματική τους υποδοχή και διαρρύθμιση. Όσα χρόνια απείχε, ωστόσο, το αναθεωρητικό διάβημα του 2001 από το συντακτικό έργο του 1975, άλλα τόσα μας χωρίζουν σήμερα από εκείνη την ευρύτατη αναθεώρηση. Από τότε η τεχνολογία έχει κάνει νέα άλματα και το σημαντικότερο από αυτά είναι η τεχνητή νοημοσύνη.

Ο αναθεωρητικός νομοθέτης οφείλει να προσαρμόζει το συνταγματικό κείμενο στις κοινωνικές, τεχνολογικές, ακόμη και στις κλιματικές εξελίξεις. Ωστόσο οφείλει προηγουμένως να αξιολογεί αν και πώς οι συνταγματικές επιταγές είναι ικανές να οριοθετήσουν με τρόπο λυσιτελή ένα συγκεκριμένο ρυθμιστικό πεδίο και πότε η παρέμβασή του κινδυνεύει να καταστεί κενό γράμμα, απομειώνοντας έτσι την κανονιστικότητα και την αξιοπιστία του Συντάγματος, είτε επειδή αυτό το ρυθμιστικό πεδίο έχει εκφύγει πλέον από το πλαίσιο του εθνικού κράτους, άρα και του εθνικού συνταγματισμού, είτε επειδή οι εφαρμογές ορισμένων από τις τεχνολογικές αυτές εξελίξεις αποδεικνύεται ότι είναι ανεπίδεκτες ρύθμισης.

Ανήκει όμως σε αυτή την τελευταία κατηγορία η τεχνητή νοημοσύνη; Μήπως καλύπτεται ήδη από ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις; Μια παρεμφερής συζήτηση απασχόλησε τον επιστημονικό και τον πολιτικό διάλογο κατά την αναθεώρηση του 2001 με αφορμή τα λεγόμενα «νέα δικαιώματα».

Η σκοπιμότητα κατοχύρωσης νέων δικαιωμάτων αμφισβητήθηκε με βασικό επιχείρημα ότι έβρισκαν ήδη έρεισμα σε γενικότερες διατάξεις του Συντάγματος του 1975· και, συνεπώς, η διαπιστούμενη μεταβολή των πραγματολογικών όρων της απόλαυσής τους ενόψει της αλματώδους τεχνολογικής εξέλιξης, ιδίως στους τομείς της πληροφορικής και της γενετικής, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μάλλον τη διαρκή παρακολούθηση και την αντιμετώπισή της στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, της διοικητικής πρακτικής και της νομολογίας, παρά τη θέσπιση νέων συνταγματικών διατάξεων. Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, οι επιφυλάξεις ως προς τον βαθμό νεωτερισμού των διατάξεων που κατοχυρώνουν νέα δικαιώματα, άρα και ως προς την αναγκαιότητα ρητής καταγραφής τους στο συνταγματικό κείμενο, συνδυάζονται με τη θέση ότι η συνταγματική κάλυψη των νέων πραγματολογικών δεδομένων από γενικότερες διατάξεις θα αποτελούσε ένδειξη ωριμότητας του νομικού πολιτισμού.

Ωστόσο η προηγούμενη κριτική θεώρηση της κατοχύρωσης νέων δικαιωμάτων στο Σύνταγμα, με μια ακραία γραμμική προβολή των συνεπειών της, θα οδηγούσε σε αμφισβήτηση της εν γένει χρησιμότητας των επιμέρους ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αφού με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό η κατοχύρωση ενός γενικού ατομικού δικαιώματος και κανενός ειδικότερου θα συνεπαγόταν οι επιμέρους εξειδικεύσεις του δικαιώματος αυτού να συνάγονται κατ’ ανάγκη από την κοινή νομοθεσία και τη νομολογία.

Υπό το πρίσμα αυτό γίνεται δεκτό ότι όταν ένα θεμελιώδες δικαίωμα δεν έχει θεσπιστεί ρητά ή αποτελεί έκφανση ενός ευρύτερου, ήδη καταγεγραμμένου στο συνταγματικό κείμενο δικαιώματος, τότε υποχρεούνται οι δικαιοδοτικοί μηχανισμοί να το «ανακαλύψουν».

Με γνώμονα τις προηγούμενες παρατηρήσεις αναδεικνύεται η σκοπιμότητα της κατοχύρωσης νέων δικαιωμάτων. Επειδή ακριβώς το Σύνταγμα δεν είναι προϊόν της τυπικής λογικής αλλά της ιστορίας  και η ερμηνεία του δεν αποτελεί μια αξιολογικά ουδέτερη, εργαστηριακής υφής διαδικασία, που οδηγεί μέσω αδιαμφισβήτητων μεθοδολογικών εργαλείων σε κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα, για τον λόγο αυτό θεωρείται επιβεβλημένη η συνταγματοποίηση ειδικότερων διατάξεων, που καλύπτουν νέα ρυθμιστικά πεδία της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Η κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων δεν εμφανίζεται να αποσκοπεί πρωτίστως στη διεύρυνση της κανονιστικής εμβέλειας του Συντάγματος, αλλά λειτουργεί στο πεδίο της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητάς του, μέσω της παροχής επιπλέον εγγυήσεων ασφάλειας δικαίου στην οργάνωση των σχέσεων του πολίτη με την εξουσία.

Η θέσπιση νέων δικαιωμάτων στα οποία έρχεται σήμερα να προστεθεί η τεχνητή νοημοσύνη, συμβάλλει κυρίως στον εμπλουτισμό των νομοθετικών και νομολογιακών κατασκευών σε πεδία ρυθμιστέας ύλης που προέκυψαν από τις νέες διακινδυνεύσεις στην εποχή της βιοτεχνολογίας και της πληροφορικής. Λαμβανομένου υπόψη ότι η νομολογία καταγράφει «καθιερωμένες χρήσεις της τεχνικής γλώσσας ενός συγκεκριμένου νομικού συστήματος κατά την ερμηνεία των διατάξεων ενός επίσης συγκεκριμένου Συντάγματος», η ρητή καταγραφή στο συνταγματικό κείμενο νέων δικαιωμάτων αποδεικνύεται καθοριστική για τη ρυθμιστική αποτελεσματικότητα του Συντάγματος. Συνεπώς οι ενστάσεις σχετικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο τα νέα δικαιώματα να περιορίσουν την ερμηνευτική εμβέλεια των παλαιότερων συνταγματικών διατάξεων  δεν ευσταθούν. Νέα και παλαιότερα δικαιώματα λειτουργούν συμπληρωματικά, με γνώμονα όχι τη δημιουργία αυτοτελών πεδίων προστασίας αλλά την εμφατική επισήμανση και ανάδειξη νέων εκφάνσεων των παλαιότερων δικαιωμάτων, χωρίς να περιορίζουν πάντως την ερμηνεία.

Η συνταγματοποίηση των νέων θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν διαθέτει μόνο συμβολική-διακηρυκτική αξία, αλλά και πρακτική σημασία, δεδομένου ότι ενδυναμώνει την αμυντική τους ισχύ έναντι νομοθετικών ή νομολογιακών οπισθοδρομήσεων, αποσαφηνίζει και σταθεροποιεί το νόημά τους και εγγυάται την επιτακτικότερη εφαρμογή τους. Η σημασία αυτών των νέων δικαιωμάτων αναδείχθηκε πρωτίστως κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.

Ισχύουν οι προηγούμενες σκέψεις εξίσου για τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης ή για τη διάδοση των κοινωνικών δικτύων, που επιδρούν ιδίως στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην ελευθερία της έκφρασης και στην ιδιωτικότητα; Η τεχνητή νοημοσύνη είναι η ανάπτυξη συστημάτων πληροφορικής ικανών να εκτελούν καθήκοντα που συνήθως απαιτούν ανθρώπινη νοημοσύνη, τέτοια είναι η οπτική αντίληψη, η αναγνώριση ομιλίας και η λήψη αποφάσεων. Άρα μπορεί να προσφέρει τεράστια οφέλη σε τομείς όπως η υγειονομική προστασία, οι μεταφορές, η εκπαίδευση, η δημόσια διοίκηση, η χωροταξία και η δικαιοσύνη. Ωστόσο ταυτόχρονα προκαλεί νέους κινδύνους για τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Αν οι εφαρμογές της δεν οριοθετηθούν θεσμικά ενδέχεται «να σημάνουν το πραγματικό τέλος του Συντάγματος και του δικαίου που γνωρίζουμε σήμερα».

Είναι όμως εφικτό να τιθασευθεί νομικά η τεράστια ισχύς που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη τόσο στο κράτος όσο και σε ιδιωτικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια που ρυθμίζουν την πρόσβαση και τη χρήση σε ψηφιακά τεχνολογικά μέσα; Πώς μπορεί να αποτραπεί η χειραγώγηση του πολίτη ως αποδέκτη πληροφοριών, άρα και η ελεύθερη έκφραση της βούλησής του, όταν χρησιμοποιούνται από κυβερνήσεις ή ιδιωτικά κέντρα επικοινωνιακής ισχύος τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε συνάρτηση με τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης;

Ποια είναι τα όρια του ψηφιακού συνταγματισμού, δηλαδή των θεωριών που επιχειρούν να προσαρμόσουν τον παραδοσιακό συνταγματισμό στην ψηφιακή εποχή;

Πώς μπορούν οι συνταγματικές αρχές και δεσμεύσεις που θεσπίστηκαν πρωτίστως για τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας να εφαρμοστούν για την αξιολόγηση της διακυβέρνησης των ψηφιακών μέσων ;

Στα εθνικά Συντάγματα υπάρχουν ήδη ρυθμίσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης θα οριοθετηθούν, ώστε «ο αλγόριθμος να είναι ηθικός, να είναι δίκαιος, να είναι διαφανής, να δικάζει και να διοικεί». Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έδειξε τον δρόμο το 2023, κρίνοντας αντισυνταγματική τη νομοθεσία δύο γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων που προέβλεπε τη δυνατότητα της αστυνομίας να προβαίνει σε αυτοματοποιημένη αλγοριθμική ανάλυση δεδομένων ως μέσο για την πρόληψη της εγκληματικής δραστηριότητας, επιτρέποντάς της να επεξεργάζεται τεράστιο όγκο πληροφοριών και να δημιουργεί έτσι ένα πλήρες προφίλ ατόμων και ομάδων. Η νομοθεσία αυτή κρίθηκε αντισυνταγματική επειδή παραβιάζει τόσο το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων όσο και τον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό του προσώπου.

Μετά την προσθήκη των νέων δικαιωμάτων στην αναθεώρηση του 2001 το συνταγματικό οπλοστάσιο ενισχύθηκε σημαντικά ενόψει της μετάβασης σε μια κοινωνία που φαίνεται να εξελίσσεται σε «κοινωνία της τεχνητής νοημοσύνης». Ωστόσο οι εκρηκτικές εξελίξεις στον τομέα αυτό καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, χρήσιμο τον περαιτέρω εμπλουτισμό και την αναδιατύπωση των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων που αφορούν τον αυτοκαθορισμό του προσώπου και τη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας.

Έχοντας επίγνωση ότι πρόκειται για ρυθμιστικά πεδία που υπερβαίνουν τις δυνατότητες του εθνικού συνταγματικού νομοθέτη, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά στο Σύνταγμα η προστασία από τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η υποδοχή της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας και να ενισχυθεί ο ρόλος του δικαστή στο πλαίσιο του ψηφιακού συνταγματισμού.

Ξενοφών Κοντιάδης

Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, δικηγόρος

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Oι διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών  για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι νόμιμες  εξ ορισμού ή είναι απλώς  κατ’ αρχήν νομότυπες,  ελέγξιμες όμως, περαιτέρω,  ως προς την καθ΄όλα νομιμότητα τους; *

Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος γράφει για τη νομιμότητα των διατάξεων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και αναλύει τη διαφορά νόμιμου και νομότυπου

Περισσότερα

Δημοκρατία και Πολιτειακή Εκπαίδευση (video-podcast)

Παρακολουθήστε στο βίντεο που ακολουθεί τον θεματικό διάλογο που διεξήχθη τη Δευτέρα 9/11/2020 από το Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου με θέμα “Δημοκρατία και Πολιτειακή Εκπαίδευση”. Στόχος του θεματικού διαλόγου ήταν η ανάδειξη της σημασίας της εκπαίδευσης για τη διαμόρφωση του ενεργού πολίτη θέτοντας το ερώτημα «τελικά μαθαίνεται η δημοκρατία;».

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.