Αφορμή για το σημείωμα αυτό δίδουν οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με το αίτημα συγγενών για εκταφή των αγαπημένων τους προσώπων που χάθηκαν στο δυστύχημα των Τεμπών, το οποίο έλαβε χώρα την αποφράδα ημέρα της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Τούτο ιδίως επειδή, όπως έγινε γνωστό, εκείνο που εμφανίσθηκε σαν «πράσινο φως» από τις εισαγγελικές αρχές για την εκταφή των οστών του απανθρακωμένου στο δυστύχημα εκείνο γιου του απεργού πείνας κ. Ρούτσι, τελικώς δεν ήταν παρά μόνο η εντολή για έναρξη μίας νέας έρευνας, και αυτής λειψής, διότι θα περιοριστεί αποκλειστικά στην ταυτοποίηση των οστών που θα εκταφούν, χωρίς περαιτέρω ελέγχους, όπως τοξικολογικούς, ιστολογικούς, βιοχημικούς ή άλλους, αναγκαίους κατά την κρίση του αιτούντος για την διακρίβωση των αιτίων του θανάτου του γιού του. Αυτοί οι έλεγχοι αποκλείονται, ως εάν η εισαγγελική αρχή να γνώριζε εκ των προτέρων το αποτέλεσμά τους. Οι αιτήσεις άλλων γονέων αναμένουν αναπάντητες. Η ενδεχόμενη συνέπεια απόρριψης ή μερικής αποδοχής των αιτημάτων δεν μπορεί παρά να είναι το ότι δεν θα υπάρξει αποδεικτικό υλικό που, ενδεχομένως, θα οδηγούσε σε τιμώρηση εκείνων που ευθύνονται ποινικά για το τραγικό δυστύχημα.
Η πλημμέλεια ή, έστω, το ελλιπές της εισαγγελικής παραγγελίας που αφορά το αίτημα του κ. Ρούτσι και η σιωπή των αρμοδίων δικαστικών αρχών ως προς τα ανάλογα αιτήματα άλλων συγγενών αγαπημένων νεκρών αναδεικνύουν έτι περισσότερο, και δικαιολογούν πλήρως, την αναγκαιότητα έκκλησης των γονέων των θυμάτων, οι οποίοι υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις και στους Ειδικούς Εντολοδόχους του ΟΗΕ, ώστε μέσω του μηχανισμού «επείγουσας προσφυγής» (“urgent appeal” κατά την πρωτότυπη διατύπωση) να παρέμβει ο ΟΗΕ, ώστε η Ελλάδα να υποχρεωθεί να ικανοποιήσει, με την τεχνική υποστήριξη των επίσης προβλεπόμενων από το οικείο διεθνές νομικό πλαίσιο Ειδικών Εισηγητών (Special Rapporteurs) του ΟΗΕ, το δικαίωμά τους σε εκταφή των τεθνεώτων συγγενών τους και σε πλήρη τοξικολογική κ.λπ. εξέταση των σωμάτων τους.
Το αίτημα αυτό εκδηλώθηκε ως αδήριτη, επιτακτική και άμεση ανάγκη να πειθαναγκασθούν οι εθνικές αρχές να επιτρέψουν τις εκταφές για τις οποίες υποβλήθηκαν αιτήσεις και τον πλήρη επί των ευρημάτων έλεγχο. Το ότι οι συγγενείς προσφεύγουν και σε αυτό το μέσο δικαιολογείται, αν δεν επιβάλλεται, από σειρά πράξεων και παραλείψεων των ανακριτικών και άλλων αρχών που επελήφθησαν της υπόθεσης. Ενδεικτικώς: η μη διαφύλαξη του τόπου του δυστυχήματος και η άμεση μέσα σε ελάχιστες ώρες επικάλυψη με συμπαγές υλικό του τόπου του δυστυχήματος, η αφαίρεση του χώματος του εδάφους και του υπεδάφους και η εξαφάνιση των video της διαδρομής των αμαξοστοιχιών, παρά το ότι δόθηκε εντολή κατάσχεσής τους από τον Ανακριτή, η διαγραφή πολλών σχετικών με το δυστύχημα αρχείων, τόσο αμέσως μετά το δυστύχημα, όσο και εντός του 2025, η παράλειψη αξιολογικής εκτίμησης του πορίσματος του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών της 28ης Φεβρουαρίου 2023, 242 μάλιστα σελίδων (!), όπου ρητά αναφέρεται ότι υπήρχαν χημικά καύσιμα πάνω στο εμπορικό τρένο που συγκρούσθηκε με το επιβατικό, τα οποία προκάλεσαν πυρόσφαιρα η οποία ασφαλώς προκάλεσε περισσότερους θανάτους από όσους (όχι λίγους πάντως) θα προκαλούσε η σύγκρουση. Το αίτημα των συγγενών δικαιολογείται επίσης και από το περιεχόμενο του σχετικού πορίσματος του Γενικού Χημείου του Κράτους που απεστάλη προς τις ανακριτικές αρχές την μέρα που έκλεισε η ποινική δικογραφία για το δυστύχημα των Τεμπών, ήτοι, στις 29.08.2025, δηλαδή δυόμιση χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα, με το οποίο εντοπίζει στον τόπο του δυστυχήματος χημικά καύσιμα, ήτοι ξυλόλιο και κυκλικούς υδρογονάνθρακες (χημικά), τα οποία, όπως ήδη σημειώθηκε, ενδέχεται να προκάλεσαν θανάτους προσώπων που ίσως να μην είχαν χάσει την ζωή τους αν αυτά τα χημικά καύσιμα δεν υπήρχαν.
Τα αιτήματα τεκμηριώνονται και ενισχύονται και με στοιχεία όπως δύο ιατροδικαστικές γνωμοδοτήσεις με ημερομηνίες 26 Ιουνίου 2024 και 29 Ιουνίου 2025, Ειδική Τεχνική Έκθεση ομάδος Τεχνικών Συμβούλων της 23 Σεπτεμβρίου 2025), και τα σχετικά δημοσιεύματα και πορίσματα δημοσίων οργανισμών ως προς την ύπαρξη χημικών υλικών στα βαγόνια της εμπορικής αμαξοστοιχίας. Η απορριπτική αιτιολογία των εισαγγελικών αρχών συνίσταται, ως μόνιμη επωδός, στην μονίμως επαναλαμβανόμενη αναφορά στα πορίσματα των διατεταγμένων από τις αρχές εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και την συνεχή απόρριψη, άνευ ετέρου, κάθε αντίθετου πορίσματος, αλλά και του αιτήματος για περαιτέρω διερεύνηση και μέσω των εκταφών.
Αν στην δέσμη των παραπάνω λόγων προστεθεί και σειρά δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων, περιλαμβανομένων και Υπουργών, που αποφαίνονται, απρεπώς και πάντως εξ ιδίας αυθεντίας, δηλαδή αναποδείκτως, περί των αιτίων των θανάτων, η αποδοχή του αιτήματος, που είναι αίτημα διακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων και όχι ισχυρισμός ή ερμηνευτικό κ.λπ. επιχείρημα, είναι εύλογη και αναγκαία.
Η πολλαπλή νομική κατοχύρωση του δικαιώματος των συγγενών σε εκταφή των προσώπων που έχασαν στο δυστύχημα.
Το παραπάνω αίτημα των τραγικών συγγενών αντιστοιχεί σε δικαίωμά τους, που κατοχυρώνεται από το ελληνικό Σύνταγμα και από διεθνή νομοθεσία.
Ως προς την συνταγματική του κατοχύρωση
Το δικαίωμα των συγγενών στην εκταφή των αγαπημένων τους κατοχυρώνεται συνταγματικώς. Ειδικότερα απορρέει από α) το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στο πένθος (άρθρο 2 παρ. 1 Σ), β) την προστασία της οικογενειακής ζωής (άρθρο 9 Σ και άρθρο 8 ΕΣΔΑ), και γ) το δικαίωμα των συγγενών «παραφυλακής» των οστών του νεκρού τους και σεβασμού των λειψάνων τους (σε «religionis interest» το αναβιβάζει μάλιστα η απόφαση ΕφΑθ 5316/1990), συνδεόμενο με την προστασία της κατοχής τους (974 παρ. 2 και 997 ΑΚ), γι’ αυτό και παρακολουθούνται από τους συγγενείς του νεκρού και μετά την ταφή ως υπολειμμάτων της προσωπικότητας (5 παρ. 1 Σ) που έφερε ο νεκρός («εφόσον και μετά την αποσύνδεση των οστών λόγω σήψεως από το πτώμα, εξακολουθούν αυτά να συνδέονται με την προσωπικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου» (ΕφΑθ 5316/1990). Πρόκειται δηλαδή ήδη για δικαίωμα καθ’ εαυτό.
Ως προς την κατοχύρωση από Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
Η ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα το άρθρο 2 αυτής, αξιώνει υποχρέωση των αρχών σε επαρκή και αποτελεσματική έρευνα για τον θάνατο, όπου και όταν αυτό απαιτείται. Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει ιατροδικαστικές πράξεις όπως εκταφές, νεκροψίες προς πλήρη (άρα όχι αποσπασματική) πραγματική, ανεξάρτητη και αποτελεσματική διερεύνηση των αιτιών θανάτου. Αντί άλλης επιχειρηματολογίας αρκεί η μνεία σε δύο χαρακτηριστικές και ενδεικτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι οποίες (για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται να εμβαθύνει) παραπέμπουν σε σειρές άλλων.
H υπόθεση Τσαλικίδης
Η πρώτη από αυτές είναι μάλιστα ελληνικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Tsalikidis and Others v. Greece (16.11.2017). Στην περίπτωση αυτή ο αδελφός του νεκρού υπέβαλε αίτημα εκταφής, επικαλούμενος νέα στοιχεία από καταθέσεις μαρτύρων σχετικά με τις περιστάσεις θανάτου του αδελφού του. Η υπόθεση αφορά στον θάνατο του Γενικού Διευθυντή της εταιρίας Vodafone που αποδόθηκε σε απαγχονισμό με θηλειά (υπονοώντας αυτοκτονία), αλλά ο αδελφός του, θεωρώντας ότι ο συγκεκριμένος θάνατος είχε επέλθει κάτω από ύποπτες συνθήκες ζήτησε την εκταφή του αποθανόντος και πλήρεις τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί, μετά από νέα ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, αν η αποδοθείσα αιτία θανάτου ήταν αληθής ή όχι. Το αρχικό αίτημα του αδελφού του θανόντος απερρίφθη, έγινε όμως δεκτό νεότερο αίτημά του με πρόσθετα στοιχεία. Η νέα ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη δεν μπόρεσε να καταλήξει σε ασφαλές πόρισμα της αιτίας του ερευνώμενου θανάτου, την οποία χαρακτήρισε «αδιευκρίνιστη», απέδωσε δε τον αδιευκρίνιστο αυτό χαρακτήρα σε «πάροδο χρόνου». Η συνέπεια ήταν ότι οι εισαγγελικές αρχές έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο. Ο αδελφός και οι γονείς του θανόντος προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση των άρθρων 2, 8 και 13 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε κατ’ αρχήν (παρ. 64) ότι «τα στενά μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών, ενός προσώπου του οποίου ο θάνατος φέρεται να φέρει την ευθύνη του Κράτους, μπορούν τα ίδια να ισχυριστούν ότι είναι έμμεσα θύματα της φερόμενης παραβίασης του Άρθρου 2 της Σύμβασης», δέχθηκε δε (παρ. 85) ότι «η απουσία οποιασδήποτε άμεσης ευθύνης του Κράτους για τον θάνατο του συγγενή των αιτούντων δεν αποκλείει την εφαρμογή του Άρθρου 2 της Σύμβασης».
Κρίσιμη για το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, για το αίτημα δηλαδή του κ. Ρούτσι και των λοιπών συγγενών θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών, είναι η παρ. 86 της απόφασης αυτής. Εκεί το ΕΔΔΑ δέχεται ότι από το άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΔΑ απορρέει υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει το δικαίωμα στη ζωή όσων εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του, και η υποχρέωση σεβασμού της ζωής συνεπάγεται –«απαιτεί την ύπαρξη κάποιας μορφής αποτελεσματική επίσημη έρευνα, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι ένα άτομο έχει πεθάνει υπό ύποπτες συνθήκες. Η έρευνα θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι κατάλληλη να οδηγήσει στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (βλ. Başbilen κατά Τουρκίας, αριθ. 35872/08 , § 70, 26 Απριλίου 2016, και Mustafa Tunç και Fecire Tunç κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 24014/05, παρ. 172, 14 Απριλίου 2015) και στον εντοπισμό και –εάν προσηκόντως αποδεικνύεται– στην τιμωρία των υπευθύνων (βλ. Armani Da Silva κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 5878/08, § 233, ΕΔΑΔ 2016). Δεν πρόκειται για υποχρέωση ως προς τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν, αλλά ως προς τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Συνεπώς, οι αρχές πρέπει να έχουν λάβει τα εύλογα διαθέσιμα μέτρα για να εξασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων […] νεκροψίας […] και μια αντικειμενική ανάλυση των κλινικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αιτίας θανάτου. Οποιαδήποτε έλλειψη στην έρευνα που υπονομεύει την ικανότητά της να διαπιστώσει την αιτία θανάτου ή το άτομο ή τα άτομα που είναι υπεύθυνα, θα κινδυνεύσει να παραβιάσει αυτό το κριτήριο (βλ. Anguelova, ό.π., § 139· Nachova και Άλλοι, ό.π., § 113· και Ognyanova και Choban, ό.π., § 105)».
Και το ΕΔΔΑ δεχόμενο (παρ. 104) ότι «ο σκοπός της εκταφής ήταν ακριβώς η διευκρίνιση των συνθηκών θανάτου του κ. Τσαλικίδη και ο εντοπισμός τυχόν ιχνών εγκληματικής δραστηριότητας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυτόν» δέχθηκε τελικά ότι «οι εθνικές αρχές δεν διενήργησαν επαρκή και αποτελεσματική έρευνα σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του κ. Τσαλικίδη. Το Δικαστήριο παρατηρεί, ειδικότερα, ότι η δυσκολία στον προσδιορισμό του κατά πόσον υπήρχε κάποιο βάσιμο στον ισχυρισμό των αιτούντων ότι ο συγγενής τους σκοτώθηκε παράνομα, έγκειται στην αδυναμία των αρχών να διερευνήσουν επαρκώς τις συνθήκες του θανάτου (βλ. Esat Bayram κατά Τουρκίας, αριθ. 75535/01, § 52, 26 Μαΐου 2009), κατά παράβαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται βάσει του Άρθρου 2 της Σύμβασης», κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης βάσει του διαδικαστικού σκέλους του.
***
Χωρίς καμία δόση υπερβολής, αν οι αιτήσεις του κ. Ρούτσι και των λοιπών συγγενών των θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών δεν οδηγήσουν σε έγκαιρη εκταφή (φληναφήματα ότι το… 2026! που θα έχει συμπληρωθεί τριετία από την ταφή τους, άρα θα έχει τότε συμπληρωθεί ο χρόνος μετά την παρέλευση του οποίου δεν θα χρειάζεται καμία εισαγγελική κλπ. ενέργεια για την εκταφή είναι όχι ανάξια νομικού σχολιασμού, και σε κάθε περίπτωση αισχυντηλά) και πλήρη εξέταση των εκταφέντων σωμάτων, δεν γίνουν δεκτές, η απόφαση Τσαλικίδης θα μπορούσε να φέρει το όνομα «Απόφαση Ρούτσι και λοιποί κατά Ελλάδος).
Η υπόθεση Al-Skeini και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2011)
Πρόκειται υπόθεση που αφορούσε, ανάμεσα σε άλλα, σε εκταφή μετά από αίτηση βρετανικής δημόσιας αρχής και συναίνεση ενός εκ των πολλών προσφευγόντων, ο οποίος ήταν γονέας θανόντος ιρακινού πολίτη που έχασε τη ζωή του κατά τον πόλεμο του Ιράκ (2003) από ενέργειες βρετανών στρατιωτών και επιθυμούσε να προκύψει από την εκταφή και τις συναφείς προς αυτήν εξετάσεις η αιτία του θανάτου του γιού του. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Βρετανία για παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, και ειδικότερα της υποχρέωσης για διεξαγωγή επαρκούς και αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τον θάνατο, με το χαρακτηριστικότατο (παρ. 166) σκεπτικό ότι «οι αρχές πρέπει να λάβουν τα εύλογα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους για να εξασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, […] ιατροδικαστικών στοιχείων […] όπου ενδείκνυται, νεκροψίας […] και αντικειμενική ανάλυση των κλινικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αιτίας θανάτου».*
***
Η ΕΣΔΑ λοιπόν, όπως είδαμε ότι έκρινε το ΕΔΔΑ, ερειδόμενο στα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ, θεσπίζει δικαίωμα των συγγενών των ταφέντων νεκρών σε επαρκή και αποτελεσματική έρευνα όχι μόνο για την ταυτοποίησή τους αλλά και για την διακρίβωση της αληθείας για τα αίτια του θανάτου αυτών, μέσα από πλήρη (άρα όχι αποσπασματική) πραγματική, ανεξάρτητη και αποτελεσματική διερεύνηση των αιτιών θανάτου και αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους. Ακριβώς την υποχρέωση που σήμερα αρνείται το ελληνικό κράτος στους αιτούντες γονείς των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών.
Ως προς την κατοχύρωση από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης και από διεθνή πρωτόκολλα
Το άρθρο 47 του Χάρτη, δεσμευτικού, όπως είναι γνωστό, και για τα κράτη μέλη της ΕΕ, προστατεύει το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή σε αμερόληπτο βεβαίως δικαστήριο. Σύμφωνα με νομολογία του ΔΕΕ η άρνηση στη συλλογή αποδείξεων παραβιάζει την αποτελεσματική/πραγματική προσφυγή στην δικαιοσύνη, όταν εμποδίζεται η συλλογή του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού (βλ. μεταξύ πολλών και ΔΕΕ, υπόθεση C-205/21, της οποίας τα πορίσματα είναι εφαρμόσιμα και στην παρούσα περίπτωση). Για την διερεύνηση επομένως, στο στάδιο της ανάκρισης, όπου συγκεντρώνεται το αποδεικτικό υλικό με σκοπό την διαπίστωση των αιτίων, όλων και όχι μόνο μερικών, του θανάτου, και των προσώπων που ενέχονται γι’ αυτό, οι εθνικές ανακριτικές αρχές έχουν υποχρέωση να εγκρίνουν κάθε μέτρο για την συλλογή του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, και τούτο χωρίς να εξαρτούν την συλλογή του υλικού αυτού από τα χαρακτηριστικά οποιουδήποτε προσώπου, όπως το εάν είναι Υπουργός ή όχι κ.λπ. Ο αποκλεισμός των αποδεικτικών που θα προέκυπταν από τις μη αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές εκταφές είναι λοιπόν αντίθετος και προς τον Χάρτη.
Πέραν τούτου, το αναθεωρημένο εγχειρίδιο του ΟΗΕ για την διερεύνηση «πιθανολογούμενων παράνομων θανάτων», γνωστό ως “Minnesota Protocol on the Investigation of Potentially Unlawful Death” (2016) (βλ. το κείμενό του σε link) περιγράφει λεπτομερώς τα κριτήρια ταχύτητας-πληρότητας-ανεξαρτησίας-διαφάνειας των ερευνών για τα αίτια των θανάτων, προβλέποντας τις ιατροδικαστικές διαδικασίες και τη διαχείριση του τόπου του συμβάντος, με κάθε δυνατό μέσο όπως εκταφή, πλήρη ιατροδικαστική τεκμηρίωση και διαρκή ενημέρωση/συμμετοχή των οικογενειών με τεχνικούς συμβούλους που ορίζουν, διενέργεια ειδικών τοξικολογικών εξετάσεων των θυμάτων, εκσκαφή του μέρους όπου βρίσκονται οστά, παρουσία ανεξάρτητης εξειδικευμένης επιστημονικής συνδρομής, φόρμες καταγραφής λεπτομερειών της υπόθεσης, ανατομικά σκίτσα κ.ά.
Στα παραπάνω μπορεί να προστεθεί ότι το δικαίωμα των συγγενών σε εκταφή νεκρού συγγενούς τους με σκοπό την διεξαγωγή του συνόλου των απαιτουμένων για την διακρίβωση της αιτίας θανάτου δεδομένων, το δικαίωμα δηλαδή των συγγενών να μάθουν με κάθε μέσο την αλήθεια για τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου, αναγνωρίζεται ευρύτατα, όπως και από το Διαμερικανικό Δικαστήριο (Interamerican Court) –ένα δικαστήριο στις αποφάσεις του οποίου επανειλημμένως ανατρέχει και το ΕΔΔΑ, π.χ. στην υπόθεση Bámaca Velásquez κατά Γουατεμάλας (2000/2002), θεώρησε ότι επιβάλλονται όλες οι ενέργειες εντοπισμού/εκταφών για την ανεύρεση της σορού και τον καθορισμό της αιτίας θανάτου.
Ως προς την αρμοδιότητα αυτή του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ
Ειδικότερα οι κ.κ. Πάνος Ρούτσι, πατέρας του Ντένις Ρούτσι που τελεί σε απεργία πείνας στην Πλατεία Συντάγματος, Μαρία Καρυστιανού, μητέρα της Μάρθης Ψαροπούλου, Προέδρου του «Συλλόγου Τέμπη 2023», και του κ Χρήστου Τηλκερίδη, πατέρα του Άγγελου Τηλκερίδη, γονείς και οι τρεις προσώπων που έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, απευθύνθηκαν στον Ύπατο Αρμοστή του ΟΗΕ προκειμένου να θέσει σε ενέργεια ειδικές και κατεπείγουσες διαδικασίες, ώστε να ασκηθεί η προβλεπόμενη «πολιτική και νομική πίεση» του ΟΗΕ προς τις ελληνικές αρχές, ώστε να ικανοποιήσουν, ως οφείλουν, τα παραπάνω αιτήματα των γονέων αυτών, αποστέλλοντας παράλληλα και την προβλεπόμενη από το οικείο Πρωτόκολλο (το παραπάνω Minesota Protocol) τεχνική του υποστήριξη προς τις ελληνικές αρχές, για, και κατά, την διενέργεια των απαιτούμενων ενεργειών.
Το άρθρο 10 του Κώδικα Δεοντολογίας του ΟΗΕ (βλ. Human Rights Committee (HRC) Resolution 5/2), και τη θεσμοθετημένη πρακτική επειγουσών επικοινωνιών των Ειδικών Διαδικασιών, όπου Eιδικοί Εισηγητές του (Special Rapporteurs (SR) on extrajudicial executions, Special Rapporteurs (SR) on truth, justice, reparation) έχουν αρμοδιότητα να απευθύνουν, μέσω του Ύπατου Αρμοστή, κατεπείγουσα επιστολή στο εμπλεκόμενο εθνικό κράτος ζητώντας εκταφή και ανεξάρτητη ιατροδικαστική διερεύνηση των νεκρών ή των υπολειμμάτων τους. H αρμοδιότητα αυτή έχει ήδη ασκηθεί σε συναφείς περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση A/HRC/45/13/Add.1 (βλ. link) όπου οι παραπάνω Ειδικοί Εισηγητές έκριναν ότι υπήρχε «επείγουσα ανάγκη να ξεκινήσει μια διαδικασία έρευνας, εκταφής και ταυτοποίησης των λειψάνων των εξαφανισμένων και αγνοουμένων προσώπων, ώστε να μπορούν να παραδοθούν στις οικογένειές τους», ως εάν αναφέρονταν στην υπόθεση των Τεμπών!
Ας σημειώσουμε ακόμη ότι μετά από μία έκθεση των Ειδικών Εισηγητών που διαπιστώνει απαράδεκτες αρνήσεις ή πλημμέλειες ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ δύναται δημοσίως να καλέσει το εμπλεκόμενο εθνικό κράτος –εν προκειμένω την Ελλάδα– να συμμορφωθεί με τα παραπάνω διεθνή πρότυπα (βλ. απόφαση 48/141 της ΓΣ του ΟΗΕ).
***
Καταληκτικά, το παραπάνω αίτημα των γονέων είναι δικαίωμά τους. Είναι δικαίωμα για εκταφή οστών, ή και υπολειμμάτων, των αγαπημένων τους προσώπων, και προστατεύεται ως καθεαυτό δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας (εν προκειμένω της επέκτασης της προστασίας της προσωπικότητας των θανόντων στα πρόσωπα των γονέων, μέσω του δικαιώματός τους παραφυλακής των λειψάνων των παιδιών τους), προστατεύεται ως δικαίωμα προστασίας της ζωής εκδηλωνόμενο και ως δικαίωμα και σεβασμού των νεκρών, προστατεύεται ως δικαίωμά τους να μάθουν την αλήθεια για την αιτία θανάτου των αγαπημένων τους, ως δικαίωμα για δίκαιη δίκη, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη πλήρη πρόσβαση, έρευνα και χρήση συνόλου του αποδεικτικού υλικού, προστατεύεται δηλαδή με όλους αυτούς τους τρόπους, οι οποίοι, όλοι, καταπατώνται.
π. Ειρηναῖος-Ἀντώνιος Γιακουμάκης
Δ.Ν. Δημοσίου Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Αθηνών, Δικηγόρος – Θεολόγος
* Η απόφαση αυτή μάλιστα (παρ. 93 και 64) επικαλείται έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ σχετικά με τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις (E/CN.4/2006/53), στηριζόμενες στο άρθρο 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), η οποία ανάμεσα στα άλλα αναφέρει ότι: «Όπως έχει κρίνει η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι εγγενές στην προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ρητά ως μη παραβιάσιμα […] ότι πρέπει να διασφαλίζονται με διαδικαστικές εγγυήσεις […] Οι διατάξεις του [Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα] που αφορούν τις διαδικαστικές εγγυήσεις δεν μπορούν ποτέ να υπόκεινται σε μέτρα που θα παρακάμπτουν την προστασία των μη παραβιάσιμων δικαιωμάτων».
Με αφορμή την αναφορά στην ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ, στις εκθέσεις των ειδικών εισηγητών και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, αναφέρουμε ειδικότερα ότι η Επιτροπή στην Γενική Παρατήρηση Νο 36 (2018), αναφέρεται στην υποχρέωση πρόληψης, ρύθμισης επικίνδυνων δραστηριοτήτων και αποτελεσματικής έρευνας σε θανάτους από πράξη/παράλειψη του κράτους. Οι δε εκθέσεις/πρότυπα των Ειδικών Εισηγητών για τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις και τα όργανα του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη ζωή, εφαρμόζονται όχι μόνο για τις μαζικές εκτελέσεις, αλλά και για τους μαζικούς θανάτους, αφού προσδιορίζουν τι οφείλουν να ελέγχουν οι εθνικές αρχές σε μαζικούς θανάτους, ακόμα και αν προέρχονται από μεγάλα δυστυχήματα σε τρένα, λεωφορεία, πλοία, αεροπλάνα. Επί παραδείγματι, στην Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις, Agnes Callamard, που υποβλήθηκε σύμφωνα με το ψήφισμα 71/198 της Συνέλευσης, αναφέρεται στην παρ. 8, ότι: «Υπάρχουν μαζικοί τάφοι που μπορεί να μην είναι τόποι ταφής ή τελικοί τόποι ανάπαυσης, αλλά εξακολουθούν να είναι τόποι φρικαλεότητας ή μαζικού θανάτου», (βλ. link), όπως εν προκειμένω στον τόπο της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη.