Σύνταγμα δεσμευτικό ή Σύνταγμα ευχολόγιο;

Η Β.-Π. Ντέγκα μιλάει για το δίλημμα «Σύνταγμα δεσμευτικό ή ευχολόγιο;», αναλύοντας τη δυναμική θεωρία ερμηνείας και προειδοποιώντας για τον κίνδυνο ιδεολογικής εργαλειοποίησης που αποδυναμώνει τη θεσμική ισχύ και τη δημοκρατική νομιμοποίηση του Συντάγματος.

1. Η δυναμική θεωρία του Συντάγματος

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης επαναλάμβανε συχνά το εύστοχο απόσπασμα του Αββά Σεγιές από το έργο του Qu’est-ce que le Tiers État?: «Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός αν εφαρμόζεται… Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, αλλιώς δεν είναι τίποτα».[1] Για τον κορυφαίο συνταγματολόγο, η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος είναι αυτοτελής και δεν μπορεί να εξαρτάται από από την ερμηνευτική συγκυρία. Όπως ήδη από το 1959 τόνιζε ο Konrad Hesse, πέρα από την κανονιστική δύναμη του πραγματικού, υπάρχει και η κανονιστική δύναμη του ίδιου του Συντάγματος.[2]

Η ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική και σύνθετη πνευματική διεργασία. Όπως επισημαίνεται στο Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ο ερμηνευτής καλείται να αξιοποιήσει τις κλασικές ερμηνευτικές μεθόδους –τη γραμματική, την ιστορική, την τελολογική και τη συστηματική– ώστε να αποδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο σε ένα κείμενο που θεσπίστηκε από προηγούμενες γενιές, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, στο εθνικό και το διεθνές.[3]

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες προσεγγίσεις είναι η δυναμική ή εξελικτική ερμηνεία. Σύμφωνα με αυτήν, το περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων μπορεί να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ακόμη και χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη αναθεώρηση του Συντάγματος. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Βλαχόπουλος και Κοντιάδης, ο κανόνας δικαίου που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες θυμίζει τον Τιθωνό της ελληνικής μυθολογίας: προικισμένος με αθανασία αλλά όχι με αιώνια νεότητα, κατέληξε –από λύπηση των θεών– να μεταμορφωθεί σε έντομο.[4] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυριαρχεί η έννοια του «ζωντανού Συντάγματος» («living Constitution»), ενώ στον Καναδά η μεταφορά είναι ακόμα πιο παραστατική: το Σύνταγμα παρομοιάζεται με ένα ζωντανό δένδρο («living tree»), που διαθέτει σταθερό κορμό και βαθιές ρίζες, ωστόσο δεν σταματά να εξελίσσεται, προσαρμοζόμενο στο εκάστοτε περιβάλλον[5]. Σε παρόμοιο πνεύμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ήδη από την απόφαση Tyrer κατά Ηνωμένου Βασιλείου του 1978, έχει χαρακτηρίσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως «ζωντανό εργαλείο» («living instrument»), το οποίο ερμηνεύεται υπό το φως των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών και αξιών.

Η κύρια εφαρμογή της δυναμικής ερμηνείας εντοπίζεται στην προσαρμογή του Συντάγματος στα εξελισσόμενα νομικά δεδομένα του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού και πολλαπλότητας των εννόμων τάξεων το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το διεθνές δίκαιο. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η 3470/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον «βασικό μέτοχο», με την οποία κρίθηκε ότι το απόλυτο ασυμβίβαστο μεταξύ αφενός ιδιοκτήτη μέσων μαζικής ενημέρωσης και αφετέρου εργολήπτη δημοσίων έργων προμηθειών και υπηρεσιών δεν επιβάλλεται από το άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος και δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας που διέπει τόσο το ελληνικό όσο και το ενωσιακό δίκαιο.

2. Η ιδεολογική χρήση της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος

Οι ανωτέρω θεωρίες περί δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος και ζωντανού Συντάγματος μας υπενθυμίζουν ότι είναι ένα κείμενο που έχει ως ορίζοντα ένα απώτατο μέλλον και είναι ανοιχτό σε εξελίξεις, οι οποίες το υπερβαίνουν και συνεπώς, δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων[6]. Ωστόσο, οι ερμηνευτικές αυτές προσεγγίσεις έχουν ταυτόχρονα και μια ιδεολογική χρήση, όταν υιοθετούνται προκειμένου να παρακαμφθεί η υποχρεωτικότητα και η δεσμευτικότητα των νομικών κανόνων.[7]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ρητορικής του ζωντανού Συντάγματος ως εργαλείου παράκαμψης του συνταγματικού κειμένου αποτελεί η συζήτηση που διεξήχθη στη χώρα μας με αφορμή το άρθρο 16 και τη σύσταση μη κρατικών ΑΕΙ. Με το επιχείρημα ότι το Σύνταγμα δεν συνιστά απολιθωμένο σύνολο διατάξεων που ερμηνεύεται στατικά μέσα στο χρόνο, υποστηρίχθηκε ότι το εν λόγω άρθρο επιτρέπει τη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων με την εγγύηση και εποπτεία του κράτους. Συναφώς, μέσω της θεωρίας του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, υποστηρίχθηκε ότι η παραδοσιακή έννοια του Συντάγματος, ως απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας έχει διαχυθεί πλέον σε όργανα υπερεθνικά, ακόμα και με ελάχιστη δημοκρατική νομιμοποίηση, οι κανόνες των οποίων υπερισχύουν ή σε κάθε περίπτωση, σχετικοποιούν πολλαπλώς τον θεμελιώδη νόμο του κράτους.[8]

Όμως, το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η παράγραφος 5 ορίζει ρητά ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Στην παράγραφο 6 προστίθεται ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ενώ η παράγραφος 8 καταλήγει: «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Πρόκειται για μια συνειδητή θεμελιακή πολιτική επιλογή του συντακτικού νομοθέτη, η οποία όχι μόνο αποτυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια και επιτακτικότητα στο συνταγματικό κείμενο, αλλά και επανεπιβεβαιώθηκε ρητώς κατά τις αναθεωρητικές διαδικασίες του 2001, του 2008 και του 2019.[9]

Η γραμματική ερμηνεία, όπως υπογραμμίζεται και στο Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, αποτελεί τη βασική αφετηρία αλλά και το όριο της ερμηνευτικής διαδικασίας.[10] Διαδραματίζει εγγυητικό ρόλο, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου και αποτρέποντας αυθαίρετες θεωρητικές κατασκευές. Φυσικά, η γραμματική ερμηνεία μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής στην περίπτωση διατάξεων που περιέχουν αόριστες έννοιες ή γενικές αρχές, οι οποίες απαιτούν περαιτέρω εξειδίκευση. Όμως αυτό δεν ισχύει όταν έχουμε μπροστά μας σαφείς και κατηγορηματικές ρυθμίσεις – όπως αυτές των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απόπειρα «δυναμικής» ή εναλλακτικής ερμηνείας οδηγεί αναπόφευκτα σε ερμηνεία contra constitutionem, κάτι που είναι νομικά και θεσμικά ανεπίτρεπτο. Όπως επεσήμαινε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο ερμηνευτής δεν δικαιούται να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει θέσει ο συντακτικός νομοθέτης. Διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή θα αντικαθιστούσε ουσιαστικά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη.[11]

Το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στην υπόθεση C-573/17 διακήρυξε ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου προς το ενωσιακό δεν μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου. Με άλλα λόγια, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά μόνο στο μέτρο που δεν υφίσταται ρητή αντίθετη διάταξη της εθνικής έννομης τάξης. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια, μετά την αποτυχία της τυπικής συνταγματοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της απόρριψης της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, τα ανώτατα δικαστήρια των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών- και πάντως της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται ανεπιφύλακτα την a priori απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους[12]. Όπου διαπιστώνεται σύγκρουση, η συνήθης πρακτική είναι η τυπική αναθεώρηση του εθνικού Συντάγματος, όχι η έμμεση ανατροπή του μέσω ερμηνευτικών ακροβασιών.

Ακόμα όμως και αν δεχθούμε ότι σε περίπτωση σύγκρουσης διατάξεων του εθνικού και ενωσιακού δικαίου ισχύει ο κανόνας της υπεροχής, σύμφωνα με τον οποίο ο εθνικός κανόνας υποχωρεί έναντι του υπερέχοντα ενωσιακού, υπάρχει μια θεμελιώδης προϋπόθεση. Ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του τομέα δραστηριότητας που αφορά την επίμαχη διάταξη. Στην υπόθεση του βασικού μετόχου η Ένωση διέθετε πράγματι αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του ζητήματος των δημοσίων προμηθειών. Αντιθέτως, κατά το πρωτογενές δίκαιο, η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης και η αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ), η δε Ευρωπαϊκή Επιτροπή ουδέποτε έθεσε ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους της Ελλάδας ως προς τα ζητήματα αυτά.[13]

Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος παρέχει εναλλακτική «οδό αναθεώρησης». Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ρητά ότι οι περιορισμοί ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας δεν πρέπει να θίγουν τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Συνεπώς, κάθε ουσιαστική μεταβολή που αφορά θεμελιώδεις επιλογές του συντακτικού νομοθέτη, χωρίς την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος συνιστά αναίρεση του δημοκρατικού χαρακτήρα της αναθεώρησης.[14]

Η ψήφιση του νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι η μοναδική περίπτωση αποδυνάμωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος από την κυβερνώσα πλειοψηφία. Πρόσφατα επιχειρήθηκε η παράκαμψη των διαδικαστικών σταδίων που προβλέπει το άρθρο 86 του Συντάγματος που ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης. Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί το άρθρο 86 και να μεταφερθεί η αρμοδιότητα της ποινικής δίωξης των υπουργών στην τακτική Δικαιοσύνη, είτε μέσω ανώτερων εισαγγελικών λειτουργών είτε μέσω συλλογικού δικαστικού οργάνου. Ωστόσο, μέχρι να προχωρήσει μια τέτοια θεσμική μεταβολή, η ισχύουσα συνταγματική πρόβλεψη δεσμεύει πλήρως τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Η παράκαμψή της, ιδίως αν επιχειρείται με τρόπο που εναποθέτει την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας στη διακριτική ευχέρεια του ερευνώμενου υπουργού, καθιστά το Σύνταγμα απλό ευχολόγιο.

Τέλος, η εκμηδένιση του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος δεν εκδηλώνεται μόνο με καταχρηστικές ερμηνείες ή ευρηματικές παρακάμψεις, αλλά και με τη σιωπηλή παραμέληση των υποχρεώσεων που το ίδιο επιτάσσει. To 2019 αναθεωρήθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος με στόχο την ενίσχυση της θεσμικής ανεξαρτησίας της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Σχεδόν έξι χρόνια μετά, ο απαιτούμενος εκτελεστικός νόμος για την εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους τακτικούς δεν έχει ακόμα ψηφιστεί. Ωστόσο, όπως ρητά υπενθυμίζει και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1340/2024 απόφασή του, «στο κράτος δικαίου οι συνταγματικές επιταγές δεν είναι ανεκτό να αποδυναμώνονται από την αδράνεια του κοινού νομοθέτη».

3. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας του Συντάγματος

Οι ερμηνευτές του Συντάγματος οφείλουν να έχουν διαρκώς κατά νου τον δημοκρατικό του χαρακτήρα: δεν πρόκειται απλώς για ένα θεσμικό κείμενο, αλλά για «το βασικό ανάχωμα στον πειρασμό της αυθαιρεσίας που ενέχει η άσκηση κάθε εξουσίας»[15]. Η ρευστοποίηση του Συντάγματος μέσω ενός ερμηνευτικού σχετικισμού που έχει ως στόχο την νομιμοποίηση κάθε αυθαίρετης απόφασης της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας επιφέρει βαθύ πλήγμα στην ίδια τη δημοκρατική αρχή. Όπως παρατηρούν οι Βλαχόπουλος και Κοντιάδης[16], όταν η θεωρία της δυναμικής ερμηνείας εργαλειοποιείται για την παράκαμψη μη αρεστών συνταγματικών διατάξεων, τότε ο ερμηνευτής διολισθαίνει σε ρόλο de facto αναθεωρητικού νομοθέτη. Αυτό, ωστόσο, παραβιάζει ευθέως τη θεσμική επιταγή ότι οι συνταγματικού επιπέδου κανόνες θεσπίζονται αποκλειστικά από τη λαϊκή αντιπροσωπεία.

Η ερμηνευτική αυθαιρεσία ενέχει έναν ακόμη σοβαρό κίνδυνο: την εδραίωση ενός «κράτους δικαστών». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι δικαστές δεν περιορίζονται στην εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά το μετασχηματίζουν κατά την προσωπική τους κρίση, επενδύοντας τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις με το κύρος του συνταγματικού λόγου. Ανακύπτει συνεπώς το εύλογο ερώτημα: πώς μπορεί να υποστηρίζεται η εκχώρηση απεριόριστης εξουσίας στον δικαστή, όταν ο βασικός ρόλος του Συντάγματος είναι ο περιορισμός της οποιασδήποτε κρατικής εξουσίας;

Ο δικαστής δεν είναι ένας ελεύθερος πνευματικός δημιουργός· δεν καλείται να στοχάζεται εν κενώ. Δεν επιτρέπεται να υποκαθιστά τον συνταγματικό νομοθέτη, ούτε να αναδιατυπώνει το κοινωνικό συμβόλαιο που εκφράζεται μέσα από το ίδιο το συνταγματικό κείμενο. Για να ασκήσει την αποστολή του με θεσμική υπευθυνότητα, χρειάζεται έρμα — ένα στιβαρό, σαφές και δεσμευτικό κανονιστικό πλαίσιο, ικανό να τον καθοδηγεί μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Η δημοκρατική αρχή επιτάσσει να παραμείνει θεματοφύλακας του Συντάγματος και όχι δημιουργός μιας νέας, άτυπης εξουσίας.

Εξάλλου, ακόμη και η πιο ευέλικτη θεωρία –όπως αυτή του «ζωντανού Συντάγματος»– δεν μπορεί να αγνοεί τα όρια που επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η συνεχής μετατόπιση του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την προβλεψιμότητα και τον έλεγχο της ερμηνείας. Και κυρίως, ποιος θα είναι το μέτρο για τον καθορισμό της «σύγχρονης» ερμηνείας; Ο μέσος πολίτης, ο ειδικός, ο συντηρητικός ή ο προοδευτικός;[17]

Άλλωστε, η άνευ όρων αποδοχή της απόλυτης υπεροχής των κανόνων, αρχών και αποφάσεων υπερεθνικών δικαστηρίων, οι πηγές δεσμευτικότητας των οποίων βρίσκονται πέραν του ισχύοντος Συντάγματος εγείρει σοβαρά ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Ούτε ο συντακτικός ούτε ο αναθεωρητικός νομοθέτης έχουν ποτέ δώσει ρητή και ανεπιφύλακτη συναίνεση σε μια τέτοια υπεροχή. Οι θιασώτες του «ευρωπαϊκού πατριωτισμού» παραγνωρίζουν ότι, ελλείψει ευρωπαϊκού λαού ως φορέα συντακτικής εξουσίας, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να διεκδικεί πρωτοκαθεδρία παρά μόνο ως προς τις ρητά απονεμημένες από τα κυρίαρχα κράτη αρμοδιότητες.[18]

4. Επίμετρο: H υπεράσπιση του Συντάγματος

Στο δρόμο που χάραξε ο Όρμπαν, που επιδιώκει να εδραιώσει ο Τραμπ και που ολοένα και συχνότερα συναντά πρόθυμους μιμητές, το Σύνταγμα δεν απειλείται πια από τις κλασικές μορφές εκτροπής, ούτε καταλύεται με τα όπλα. Ο σύγχρονος κίνδυνος είναι πιο ύπουλος και διαβρωτικός: η χρήση της νομικής τέχνης για να καταστεί νομιμοφανής η παραβίαση του Συντάγματος, η κατά το δοκούν ερμηνεία του, έτσι ώστε να μετατρέπεται από «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», κατά τη διατύπωση του Μάνεση, σε υπηρέτη των εκάστοτε ισχυρών.[19] Όταν κάθε συνταγματική ερμηνεία είναι υποστηρίξιμη, τότε το δίκαιο μετατρέπεται σε πεδίο διαρκούς διαπραγμάτευσης και εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας και οι πολίτες ζουν πλέον σε ένα καθεστώς, όπου η ισχύς του δικαίου δίνει τη θέση της στο «δίκαιο της ισχύος».[20] Το Σύνταγμα καταντά ένα «λάστιχο», που τανύζεται κατά το δοκούν ανάλογα με τις εκάστοτε ιδεολογικές ή κομματικές επιθυμίες. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης είχε προειδοποιήσει ότι η κριτική προσέγγιση του δικαίου δεν μπορεί να διολισθαίνει σε πολιτική προπαγάνδα. Οφείλει –όπως η γυναίκα του Καίσαρα– όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται σοβαρή, έντιμη και νηφάλια αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας.[21]

Η απονέκρωση του Συντάγματος –η μετατροπή του σε ένα άψυχο κέλυφος μέσω ερμηνειών που δεν αποσαφηνίζουν αλλά αλλοιώνουν το περιεχόμενό του– συνιστά βαθύ θεσμικό τραύμα. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε μια Πολιτεία που θεμελιώνεται σε συνταγματικές εγγυήσεις κατακτημένες με αγώνες και που αναγνωρίζει ως υπέρτατη αρχή την αδιαπραγμάτευτη ισχύ της λαϊκής κυριαρχίας. Το άρθρο 120 του Συντάγματος δεν επιδέχεται παρερμηνείες: η υπεράσπιση της κανονιστικής του ισχύος αποτελεί δημοκρατικό καθήκον όλων των πολιτών, όχι αποκλειστικό προνόμιο των νομικών. Σε μια περίοδο όπου τα θεσμικά αντίβαρα εμφανίζονται όλο και πιο αποδυναμωμένα απέναντι στις αυταρχικές ροπές της εκτελεστικής εξουσίας, η προσήλωση στις συνταγματικές αρχές είναι πράξη αντίστασης και ελπίδας. Γιατί όσο υπάρχουν πολίτες ενεργοί, συνειδητοί και παρόντες, το Σύνταγμα διατηρεί τη ζωντάνια του. Και μαζί του, η δημοκρατία αντέχει.

Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα

Εφέτης Δ.Δ., Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Υποσημειώσεις

1 Sieyès Α., Qu’est-ce que le Tiers État?, 1789.

2 Βλαχόπουλος Σ., Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, Ευρασία, Αθήνα, 2014, σελ. 46.

3 Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2025, σελ. 154.

4 Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ο.π., σελ. 149.

5 Βλαχόπουλος Σ., Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, ό.π., σελ 36.

6 Βλαχόγιαννης Α., «Για ένα ζωντανό Σύνταγμα», σε Εφημ ΔΔ 2/2013, σελ. 286-296, sakkoulas-online.gr.

7 Τασόπουλος Γ, Το «ζωντανό Σύνταγμα» και η μεταφορά του από την Αμερική στην Ελλάδα, 7/4/2025, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-zwntano-syntagma-kai-h-metafora-tou/.

8 Σωτηρέλης Γ. Χ, «Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;», 6/3/2024,

https://www.constitutionalism.gr/giati-i-kivernisi-epelexe-tin-katalisi-anti-tis-anatheorisis-tou-simtagmatos/,

9 Μεταξάς Α., «Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος», 4/3/2024, https://www.constitutionalism.gr/mi-kratuka-aei-kai-enosiako-dikaio/.

10 Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ο.π. σελ. 147.

11 Μάνεσης Αρ., Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 198.

12 Γιαννακόπουλος Κ., «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, Βήμα, 3/3/2024 και Γιαννακόπουλος Κ., «Η απαξίωση του Συντάγματος. Σχόλια στο σχέδιο νόμου για τα μη κερδοσκοπικά μη κρατικά πανεπιστήμια», 12/2/2024, https://nomarchia.gr/i-apaksiosi-tou-syntagmatos/.

13 Κοντιάδης Ξ., «Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων», Κείμενο εισήγησης σε ημερίδα του Ινστιτούτου InSocial, 12.2.2024, https://www.constitutionalism.gr/antisintagmatiki-i-leitourgia-idiotikon-panepistimion/

14 Κατρούγκαλος Γ., «Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», 2.1.2024, https://www.constitutionalism.gr/o-avvas-segies-gia-ta-idiotika-panepistimia/.

15 Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ο.π. σελ. 1.

16 Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ο.π. σελ. 149.

17 Βλαχόπουλος Σπύρος, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, ο.π., σελ.49.

18 Κατρούγκαλος Γ. «Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», ο.π.

19 Δρόσος Ζ. Γ. «Les malheurs de la vertu ή: το άρθρο 16 και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου», Ευρασία, Απρίλιος 2025.

20 Γιαννακόπουλος Κ., Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, 31.10.2023, link.

21 Σωτηρέλης Γ. Χ, «Αριστόβουλος Μάνεσης, ο ασυμβίβαστος υπερασπιστής του Δημοκρατικού Συνταγματισμού», 21.12.2022, https://www.constitutionalism.gr/aristovoulos-manesis-o-asimvivastos-iperaspistis-tou-dimokratikou-sintagmatismou/.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Τι περιλαμβάνει η “θεμελιωτική στιγμή”;

Με αφορμή το νέο βιβλίο του Ξ. Κοντιάδη, “Η περιπετειώδης ιστορία των Επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821 – Η θεμελιωτική στιγμή της Ελληνικής Πολιτείας” (εκδ. Καστανιώτη, 2021), ο Γιάννης Τασόπουλος γράφει για τον ρόλο των Συνταγμάτων στην πορεία της χώρας, αλλά και την εξέλιξη της σχέσης των Ελλήνων με το κράτος και τον νόμο.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.