Η απόφαση του ΑΕΔ με την οποία έγιναν δεκτές ενστάσεις εκλογέων για την ακύρωση της εκλογής 3 Βουλευτών του κόμματος «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» είναι πραγματικά ιστορική αλλά δυστυχώς υπό αρνητική έποψη. Με την απόφαση αυτή το ΑΕΔ πρωτοτυπεί πολλαπλώς, δυστυχώς με τρόπο που δεν συνάδει με το Σύνταγμα, τον Εκλογικό Νόμο (ΕΝ) και των Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΚΑΕΔ) που κυρώθηκε με τον Ν. 345/1976.
Αν και επιφυλάσσομαι να διαβάσω πρώτα ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης, όμως από το περιεχόμενο της περίληψης των βασικότερων σκέψεων αυτής μπορούν να εξαχθούν κάποια σίγουρα όχι ευχάριστα συμπεράσματα για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο στην συγκεκριμένη υπόθεση δίκασε ως Εκλογοδικείο.
Σύμφωνα με το άρθρο 58 Σ «[ο] έλεγχoς και η εκδίκαση των βoυλευτικών εκλoγών, κατά τoυ κύρoυς των oπoίων ασκoύνται ενστάσεις πoυ αναφέρoνται είτε σε εκλoγικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλoγών είτε σε έλλειψη των νόμιμων πρoσόντων, ανατίθεται στo Aνώτατo Eιδικό Δικαστήριo τoυ άρθρoυ 100» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. α΄ Σ «[σ]υνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται:
α) Η εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58
……».
Συναφής είναι και η διάταξη του άρθρου 24 ΚΑΕΔ ότι «[α]ι ενστάσεις κατά του κύρους βουλευτικών εκλογών ασκούνται δι` αιτήσεως προς το Ειδικόν Δικαστήριον δια τους εν άρθρω 58 του Συντάγματος αναφερομένους λόγους».
Σύμφωνα με το άρθρο 58 Σ λοιπόν οι ενστάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών αφορούν είτε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, δηλ. παραβάσεις της εκλογικής διαδικασίας (π.χ. κύρος των ψηφοδελτίων, διαδικασία διενέργειας των εκλογών στα εκλογικά τμήματα κ.α.) είτε στην έλλειψη νομίμων προσόντων των υποψηφίων (βλ. κωλύματα του άρθρου 56 Σ).
Σύμφωνα με πάγια η νομολογία του ΑΕΔ ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 51 παρ. 3, 55 και 56 παρ. 1 Σ, όπως ισχύει μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προκύπτει ότι τα κωλύματα εκλογιμότητας ρυθμίζονται κατά τρόπο πλήρη και αποκλειστικό διότι συνιστούν περιορισμούς του δικαιώματος του εκλέγεσθαι και επηρεάζουν εμμέσως την σύνθεση της Βουλής και για τον λόγο αυτόν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις είναι στενώς ερμηνευτέες (πρβλ. μεταξύ πολλών ΑΕΔ 2/2024, ΑΕΔ 9/2010, ΑΕΔ 20/2008 κ.α.). Επεκτείνοντας αυτόν τον ορθό συλλογισμό θα λέγαμε ότι επειδή το δικαίωμα του εκλέγεσθαι εφάπτεται της δημοκρατικής αρχής ως οργανωτικής βάσης του πολιτεύματος κατ’ άρθρο 1 Σ, οι οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτήν όχι μόνο πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα αλλά πρέπει να ερμηνεύονται και στενά. Στο ίδιο συμπέρασμα αγόμαστε υπό την έποψη του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το ενεργητικό και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα.
Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο φαίνεται να αφίσταται θεαματικά από την παραπάνω πάγια νομολογία του καθώς φαίνεται να κρίνει όχι μόνο για την νομιμότητα συμμετοχής φυσικού προσώπου στις εκλογές αλλά κατασταλτικά, πέραν του προληπτικού ελέγχου του Α1 Τμήματος του ΑΠ κατ’ άρθρο 32 ΕΝ, και για την νομιμότητα συμμετοχής κόμματος στις εκλογές, έστω και στο πλαίσιο της διαδικασίας ακύρωσης εκλογής Βουλευτή σε συγκριμένη εκλογική περιφέρεια. Πέραν των συνταγματικών επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί για την συνταγματικότητα και την συμβατότητα με την ΕΣΔΑ του άρθρου 32 ΕΝ, για την οποία δεν διαφαίνεται από την περίληψη της απόφασης εάν το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως και κατά το σύστημα του διάχυτου ελέγχου κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ, εφόσον δεν αποφαίνεται συγκεντρωτικά κατά την περ. ε΄ του άρθρου 100 παρ. 1 Σ, απεφάνθη, το βέβαιον συνταγματικά είναι ότι το ΑΕΔ δεν μπορεί ασκώντας ως Εκλογοδικείο την αρμοδιότητα του άρθρου 100 παρ. 1 περ. α΄ Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 58 Σ να αποφανθεί για την νομιμότητα συμμετοχής κόμματος στις εκλογές, ακόμα κι αν κακώς το Α1 Τμήμα του ΑΠ ενέκρινε προληπτικά την συμμετοχή του. Όχι μόνο τα κωλύματα του άρθρου 56 Σ είναι περιοριστικά και αποκλειστικά αναφερόμενα αλλά και οι αρμοδιότητες του ΑΕΔ κατά το άρθρο 100 παρ. 1 Σ είναι επίσης αποκλειστικές και περιοριστικά αναφερόμενες, με αποτέλεσμα ο κοινός νομοθέτης να μην μπορεί να τις επαυξήσει, όπως πράγματι δεν το έπραξε ούτε ο οργανωτικός Ν. 345/1976 ούτε ο εκλογικός νόμος (ΠΔ 26/2012). Εξίσου, εάν όχι τοσούτω μάλλον ανεπίτρεπτο συνταγματικά είναι να το πράττει το ΑΕΔ με διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων που καθορίζουν τις αρμοδιότητές του.
Περαιτέρω, το ΑΕΔ κατά τρόπο που πραγματικά εκπλήσσει (σίγουρα όχι ευχάριστα) αποφαίνεται ότι η περίπτωση της εξαπάτησης των εκλογέων από τους εκλογικούς συνδυασμούς πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό αποτελεί λόγο παράβασης της εκλογικής διαδικασίας ή έλλειψης νομίμων προσόντων υποψηφίων και γι’ αυτό θεωρεί εαυτό αρμόδιο να το ελέγξει κατά τα ανωτέρω. Πλην, όμως, ο λόγος αυτός που αληθής ων συνιστά το αδίκημα της εξαπάτησης εκλογέων κατά το άρθρο 112 παρ. 2 ΕΝ, εξετάζεται από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο και όχι από το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο. Το ΑΕΔ φαίνεται με την παραδοχή αυτή να υποκαθιστά και να οικειοποιείται έστω και έμμεσα την δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου. Ακόμα και με την τραβηγμένη εκδοχή της 2/2024 προδικαστικής απόφασης του ΑΕΔ, που ανέστειλε την διαδικασία του μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου επί της κατηγορίας κατά των 12 Βουλευτών του κόμματος αυτού, μεταξύ των οποίων και οι 3 των οποίων η εκλογή αμφισβητείτο ενώπιον του ΑΕΔ και εν τέλει ακυρώθηκε από αυτό, επικαλούμενη το άρθρο 52 Σ περί της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, αυτό θα έπρεπε να περιμένει την αμετάκλητη ποινική δικαστική κρίση, τοσούτω μάλλον δεν συνέτρεχαν λόγοι καταδίκης των Βουλευτών για το αδίκημα αυτό, όπως απεφάνθη τελικά το αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Πλημμελημάτων σε πρώτο βαθμό και είχε επισημανθεί και από εμάς στην παλαιότερο άρθρο μας στην παρούσα ιστοσελίδα.
Το τρίτο σημείο που θέλουμε να επισημάνουμε και καθιστά την απόφαση προβληματική είναι
η παραδοχή του Δικαστηρίου ότι παρά την ακύρωση της εκλογής των Βουλευτών και της συμμετοχής των αναπληρωματικών τους, παρά την μη ανακατανομή των εδρών αυτών στα υπόλοιπα κόμματα, θεωρεί τις έδρες αυτές κενές και μη επιδεκτικές πληρώσεως με αναπληρωματικές εκλογές, τις οποίες μάλιστα θεωρεί «περιττές».
Σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 1 και 2 ΕΝ «1. Οι βουλευτικές έδρες που κενώνονται για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου σε κάποια εκλογική περιφέρεια, πληρώνονται από τους αναπληρωματικούς του ίδιου συνδυασμού στην ίδια εκλογική περιφέρεια, που τυχόν έχουν ανακηρυχθεί, οι οποίοι καλούνται από τον Πρόεδρο της Βουλής για την πλήρωση έδρας που κενώθηκε κατά τη σειρά της ανακήρυξης τους.
2. Αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος ή ο αριθμός τους έχει εξαντληθεί, προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή στην εκλογική περιφέρεια, στην οποία κενώθηκαν οι βουλευτικές έδρες».
Κατά το άρθρο 53 παρ. 2 Σ «[β]oυλευτική έδρα πoυ κενώθηκε μέσα στo τελευταίo έτoς της περιόδoυ δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλoγή, όταν απαιτείται κατά τo νόμo, εφόσoν oι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από τo ένα πέμπτo τoυ όλoυ αριθμoύ των βoυλευτών».
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σε συνδυασμό με τα υπό κρίση πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι εφόσον δεν βρισκόμαστε στην τελευταία Σύνοδο της Βουλής η κένωση εδρών του Κοινοβουλίου είναι ανεπίτρεπτη και θα πρέπει υποχρεωτικά αυτές να πληρωθούν με αναπληρωματικές εκλογές, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά από τον ΕΝ. Η μη διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών εν προκειμένω συνιστά παραβίαση του Συντάγματος και της εκλογικής νομοθεσίας και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το ούτως ή άλλως αμφίβολης βασιμότητας επιχείρημα περί παράνομης συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές ή ακόμα χειρότερα από την φερόμενη εξαπάτηση των ψηφοφόρων.
Προσέτι, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η απόφαση είναι προβληματική και υπό την έποψη των άρθρων 3 και 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και το δικαίωμα στην περιουσία αντίστοιχα.
Τέλος, στην περίπτωση της κένωσης των 3 εδρών και της μη πλήρωσής τους με αναπληρωματικές εκλογές, ναι μεν οι ενεργοί Βουλευτές μειώνονται σε 297, οι βουλευτικές έδρες όμως παραμένουν 300, ο δε υπολογισμός των πλειοψηφιών (2/3, 3/5, 2/5, απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών κλπ) θα γίνεται με βάση τον αριθμό 300 και όχι 297 (πρβλ. και άρθρο 74 ΚτΒ). Μόνο όπου το Σύνταγμα απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων (π.χ, άρθρα 67, 84 Σ), οι παρόντες δεν μπορούν να είναι παραπάνω από 297, οπότε η απόλυτη πλειοψηφία σε αυτήν την περίπτωση είναι επί 297 παρόντων 149.
Κάποιοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την απόφαση του ΑΕΔ ως «νίκη της Δημοκρατίας» επειδή 3 εκλεγμένοι Βουλευτές, έστω ακροδεξιάς και υπό αυτή την έννοια πολιτικά αποτρόπαιης ιδεολογίας, στερούνται της έδρας τους, επικαλούμενοι την «μαχόμενη Δημοκρατία». Ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι η «μαχόμενη Δημοκρατία» στο πλαίσιο μίας δυναμικής ερμηνείας του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και κατ’ αντίθεση προς την ιστορία του βρίσκει συνταγματικό έρεισμα, στο πλαίσιο του υπάρχοντος Συντάγματος αυτή εξαντλείται στα όρια που έθεσε το άρθρο 32 ΕΝ, που δεν προβλέπει ούτε απαγόρευση κόμματος μετά τις εκλογές, ούτε καθιερώνει σχετική αρμοδιότητα του ΑΕΔ, ούτε προβλέπει κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 104 παρ. 1 και 2 του ιδίου ΕΝ την μη πλήρωση έδρας. Όλα τα υπόλοιπα για να επικαλεστούμε έναν όρο της νομολογίας του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, συνιστούν μία ultra vires νομολογιακή συμπεριφορά του ΑΕΔ που υπερβαίνει κατά πολύ τον καλώς εννοούμενο και θεμιτό δικαστικό ακτιβισμό. Καλό είναι η νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων μας περί «μαχόμενης Δημοκρατίας» και όσων την ασπάζονται να επικεντρώνονται στο ουσιαστικό (Δημοκρατία) και όχι στο επίθετο (μαχόμενη), για να μην πάψει αυτή από την πολύ «μαχητικότητα» να καταστεί στο τέλος «ανάπηρη πολέμου».
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος