Η προσβασιμότητα είναι ένα κρίσιμο ζήτημα στον τομέα του πολεοδομικού δικαίου, καθώς αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης ατόμων σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, υποδομές και υπηρεσίες, ανεξαρτήτως σωματικών ή άλλων περιορισμών. Η έννοια της προσβασιμότητας δεν περιορίζεται μόνο στη φυσική προσβασιμότητα των κτιρίων και των δημόσιων χώρων, αλλά επεκτείνεται και σε θέματα κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία στην καθημερινή ζωή.
Το πολεοδομικό δίκαιο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας, καθώς ρυθμίζει τη χρήση του εδάφους και τη σχεδίαση των δομών. Ο νόμος απαιτεί οι νέες οικοδομές να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια προσβασιμότητας, όπως η ύπαρξη ραμπών, ευρείων διαδρόμων και προσβάσιμων χώρων στάθμευσης. Οι πολεοδομικές άδειες συνήθως περιλαμβάνουν την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις ισχύουσες προδιαγραφές, που διασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις είναι προσβάσιμες για όλους τους πολίτες.
Η επιτυχία της εφαρμογής των κανονισμών προσβασιμότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυστηρή επιβολή των πολεοδομικών διατάξεων. Αυτό σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ελέγχουν και να παρακολουθούν την κατασκευή και τη λειτουργία των κτιρίων, διασφαλίζοντας ότι πληρούν τα πρότυπα προσβασιμότητας. Η έλλειψη αυστηρών ελέγχων μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου οι νέες δομές παραβλέπουν τις απαιτήσεις προσβασιμότητας, θέτοντας σε κίνδυνο την πρόσβαση για άτομα με αναπηρία ή ηλικιωμένα άτομα.
Ο ΝΟΚ, με τον Ν. 4067/2012, εισήγαγε συγκεκριμένες διατάξεις για την προσβασιμότητα των ατόμων με αναπηρία και των εμποδιζόμενων ατόμων. Σύμφωνα με το άρθρο 26, προβλέπεται ότι όλα τα κτίρια πρέπει να εξασφαλίζουν αυτόνομη και ασφαλή προσπέλαση σε όλους τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους. Ειδικότερα, για τα κτίρια που ανεγέρθηκαν μετά την 9/4/2012, απαιτείται η ύπαρξη προσβάσιμων οριζόντιων και κατακόρυφων οδεύσεων, όπως ράμπες, αναβατόρια και ανελκυστήρες, καθώς και προσβάσιμων χώρων υγιεινής σε ποσοστό 5% των συνολικών χώρων υγιεινής για χρήση κοινού.
Οι ιδιοκτήτες κτιρίων έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ΝΟΚ σχετικά με την προσβασιμότητα. Για τα υφιστάμενα κτίρια, προβλέπεται η αναγκαία διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων ώστε να είναι προσπελάσιμοι από άτομα με αναπηρία ή εμποδιζόμενα άτομα. Η προθεσμία για την ολοκλήρωση των απαραίτητων έργων και τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ΝΟΚ παρατάθηκε μέχρι την 30/4/2024.
Η ενσωμάτωση της προσβασιμότητας στο πολεοδομικό δίκαιο μέσω του ΝΟΚ αποτελεί κρίσιμη εξέλιξη για την κοινωνική ένταξη και την ισότητα. Η εφαρμογή των διατάξεων του ΝΟΚ διασφαλίζει ότι τα κτίρια και οι δημόσιοι χώροι είναι προσβάσιμοι σε όλους, προάγοντας μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Η συνεχής παρακολούθηση και επιβολή των κανονισμών είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική εφαρμογή τους και την εξασφάλιση της προσβασιμότητας σε όλα τα επίπεδα.
Επιπλέον, η προσβασιμότητα δεν αφορά μόνο τις φυσικές υποδομές, αλλά και τις πληροφορίες και τις υπηρεσίες. Το πολεοδομικό δίκαιο θα πρέπει να εξετάσει και τις ψηφιακές υποδομές, διασφαλίζοντας ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους χώρους και τις υπηρεσίες είναι διαθέσιμες και κατανοητές για όλους. Οι εφαρμογές και οι ιστότοποι που σχετίζονται με πολεοδομικά ζητήματα θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα με γνώμονα την προσβασιμότητα, ώστε να διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία σχεδίασης και ανάπτυξης.
Η ρύθμιση της προσβασιμότητας μέσω του πολεοδομικού δικαίου ενδέχεται να συναντήσει προκλήσεις, όπως οι οικονομικοί περιορισμοί που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα των κατασκευαστών να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις. Ωστόσο, η προσβασιμότητα δεν πρέπει να θεωρείται επιπλέον κόστος, αλλά ως βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας κοινωνίας που να είναι πραγματικά συμπεριληπτική. Οι κυβερνήσεις και οι τοπικές αρχές έχουν την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι οι πολιτικές τους ενισχύουν τη συμπερίληψη και τη συμμετοχή όλων των πολιτών.
Η μη ύπαρξη προβλέψεων για την προσβασιμότητα στο πλαίσιο του πολεοδομικού δικαίου έχει σοβαρές συνέπειες, οι οποίες επηρεάζουν τόσο τα άτομα με αναπηρία όσο και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι συνέπειες μπορεί να καταταχθούν σε διάφορες κατηγορίες, όπως οι κοινωνικές, νομικές, οικονομικές και ηθικές.
Αρχικά, η απουσία προσβάσιμων υποδομών περιορίζει τη δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να συμμετάσχουν πλήρως στην κοινωνική ζωή. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση και κοινωνικό αποκλεισμό, επηρεάζοντας την ψυχολογική και συναισθηματική τους κατάσταση. Η προσβασιμότητα δεν αφορά μόνο τη φυσική πρόσβαση σε κτίρια και δημόσιους χώρους, αλλά επηρεάζει και την πρόσβαση σε υπηρεσίες, πληροφορίες και ευκαιρίες απασχόλησης. Έτσι, η έλλειψη προσβασιμότητας μπορεί να ενισχύσει τις ανισότητες και να διατηρήσει την περιθωριοποίηση των ατόμων με αναπηρία.
Επιπλέον, η έλλειψη προβλέψεων προσβασιμότητας ενδέχεται να έχει νομικές συνέπειες. Ο Νόμος 2831/2000, καθώς και οι διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), επιβάλλουν ρητές υποχρεώσεις στους ιδιοκτήτες και τους κατασκευαστές να διασφαλίσουν την προσβασιμότητα. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν ποινές, όπως πρόστιμα ή αναστολή της λειτουργίας του κτιρίου. Επιπλέον, τα άτομα με αναπηρία ή οι οργανώσεις τους μπορεί να προσφύγουν δικαστικά κατά αυτών που παραβιάζουν τις διατάξεις προσβασιμότητας, ζητώντας αποζημίωση ή την αναγκαία προσαρμογή των υποδομών.
Από οικονομική άποψη, η έλλειψη προσβασιμότητας μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις και τις τοπικές οικονομίες. Οι επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας μπορεί να χάνουν σημαντικό μερίδιο αγοράς, καθώς πολλοί καταναλωτές με αναπηρία ή οι οικογένειές τους ενδέχεται να επιλέγουν να μην επισκέπτονται μη προσβάσιμες εγκαταστάσεις. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε προσβάσιμες υποδομές μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των εσόδων και στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, καθώς αυξάνονται οι δυνατότητες συμμετοχής και κατανάλωσης από άτομα με αναπηρία.
Ηθικά, η απουσία προβλέψεων για την προσβασιμότητα θέτει ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία είναι θεμελιώδης αρχή των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η αποτυχία των κυβερνητικών φορέων και των ιδιωτών να διασφαλίσουν την προσβασιμότητα συνιστά παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων, ενισχύοντας τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα γύρω από τις αναπηρίες.
Συνολικά, η προσβασιμότητα και το πολεοδομικό δίκαιο είναι στενά συνδεδεμένα. Η ενσωμάτωσή της στα πολεοδομικά σχέδια και οι συνεχείς έλεγχοι αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες για την εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος που να προάγει την ισότητα και τη συμμετοχή. Η πρόκληση για το μέλλον είναι να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες θα έχουν την ίδια πρόσβαση σε ευκαιρίες και υπηρεσίες, καθιστώντας τις πόλεις μας πιο βιώσιμες και δίκαιες.
Παναγιώτης Γαλάνης
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ