Σκοπός του παρόντος συγγράμματος είναι να αναλύσει πώς δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία και πως συντάχθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματός της. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, αναλύεται με ολοκληρωμένο και λεπτομερή τρόπο το έργο της Μεικτής Συνταγματικής Επιτροπής και επανεξετάζονται οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Από πολιτικής, ιστορικής, διπλωματικής και συνταγματικής άποψης η ολοκληρωμένη διαπραγμάτευση του Συντάγματος, η οποία παρέμενε μέχρι σήμερα άγνωστη ακόμα και στους ειδικούς, είναι εξαιρετικής σημασίας και σημάδεψε όχι μόνο τη μεταβατική περίοδο (Φεβρουάριος 1959-Αύγουστος 1960), αλλά και τις μεταγενέστερες εξελίξεις τόσο στο κυπριακό ζήτημα, όσο και στην πολιτική και συνταγματική λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με αναφορά σε άγνωστο μέχρι σήμερα πρωτογενές υλικό, περιλαμβανομένου του ογκώδους επίσημου αρχείου των διαπραγματεύσεων, το παρόν σύγγραμμα φιλοδοξεί να καλύψει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό, να συμβάλει στην επαναξιολόγηση κρίσιμων πτυχών του κυπριακού ζητήματος, και να παράσχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση του πλαισίου διαπραγμάτευσης και των διατάξεων του κυπριακού Συντάγματος.
Επιλογές από Δημήτρη Θ. Τσάτσο // 3ο Κείμενο: Εισαγωγή στο θέμα «Σύνταγμα»
Το Σύνταγμα έχει ως αντικείμενό του είτε τη σύνταξη είτε (και) την έννομη οργάνωση ή επαναοργάνωση μιας κοινωνικής συμβίωσης. Περιέχει πάντοτε θεμελιώδεις, σε σχέση με τους άλλους πολιτειακούς κανόνες, αρχές, δηλαδή ρυθμίζει ζητήματα θεμελιακού χαρακτήρα για την πολιτεία. Έχει συνήθως αυξημένη, έναντι των άλλων πολιτειακών κανόνων νομιμοποίηση και συνακόλουθα και ιεραρχική τυπική ισχύ, κάτι που κατά κανόνα συνδυάστηκε με την εφαρμογή ειδικών διαδικασιών παραγωγής, τροποποίησης ή κατάργησής του.